Αρχική

Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]




Δημιουργία νέου θέματος Απαντήστε στο θέμα  [ 7 Δημοσιεύσεις ] 
Συγγραφέας Μήνυμα
 Θέμα δημοσίευσης: Απο το γεροντικο
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Δευτ 02 Ιούλ 2018, 21:52 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10996
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου»

Αποσπάσματα από τα κεφάλαια:

δεν πρέπει να τηρούμε την εγκράτεια μόνο στην τροφή αλλά και στις υπόλοιπες κινήσεις της ψυχής

και

Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανέναν

Και ότι δεν πρέπει να τηρούμε την εγκράτεια μόνο στην τροφή αλλά και στις υπόλοιπες κινήσεις της ψυχής.

1. Κάποιοι αδελφοί από τη Σκήτη (Σκήτη: Τόπος μοναχικών οικισμών βορειοδυτικά του Καΐρου) ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο.Μπήκαν λοιπόν σ’ένα καράβι για να πάνε και σ’αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων (Είναι η αρχαιότερη μαρτυρία περί προφορικής χρήσεως Αποφθεγμάτων των Πατέρων. Έχουμε δηλαδή ένα προδρομικό στάδιο προς την γραπτή συλλογή που ακολούθησε αργότερα) ή ρητά από την Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός .Σαν βγήκαν στο λιμάνι παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον Αββά Αντώνιο.

Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος:«Καλή συνοδία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν». Στον Γέροντα είπε: «Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου,αββά» και ο Γέροντας του απαντά:«Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι». Αυτό το είπε γιατί ότι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.

12. Επισκέφθηκε κάποιος από τους Γέροντες τον αββά Αχιλλά και τον είδε να φτύνει αίμα από το στόμα του και τον ρωτάει: «Τι είναι αυτό,πάτερ;» Αποκρίθηκε ο Γέροντας: «Είναι λόγος αδελφού που με λύπησε και αγωνίστηκα να μην το ανακοινώσω. Παρακάλεσα τον Θεό να με απαλλάξει απ’αυτό (Δηλαδή από την θύμηση των λόγων του αδελφού) και έγινε ο λόγος αίμα στο στόμα μου και τον έφτυσα. Έτσι βρήκα την ανάπαυσή μου και λησμόνησα τη λύπη μου ».

20. Έστειλε κάποτε ο Επιφάνιος, ο επίσκοπος Κύπρου ,μήνυμα στον αββά Ιλαρίωνα και τον παρακαλούσε: «Έλα να δούμε ο ένας τον άλλον ,πριν αποχωρήσουμε από το σώμα». Πράγματι πήγε ο αββάς και χάρηκαν που βρέθηκαν .Την ώρα που έτρωγαν, έφεραν στο τραπέζι πτηνό. Το πήρε ο Επίσκοπος και το πρόσφερε στον αββά Ιλαρίωνα. Του λεέι τότε ο Γέροντας: «Συγχώρεσέ με, από τότε που πήρα το σχήμα δεν έφαγα σφαχτό». Ο Επίσκοπος αποκρίνεται: «Εγώ από τότε που πήρα το σχήμα, δεν άφησα κανέναν να κοιμηθεί έχοντας κάτι εναντίον μου, ούτε εγώ κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον κάποιου άλλου». Του λέει τότε ο Γέροντας: «Συγχώρα με ,ο δικός σου τρόπος ζωής είναι ανώτερος απ’τον δικό μου».

24. Είπε ο αββάς Ησαϊας: «Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο, γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό ,ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει».

32. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης: «Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;» Του απαντά ο Γέροντας: «Από την ώρα που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβει στο στόμα μου (Πρβλ.Ψαλμ. 149, 6.)».

33. Έλεγε πάλι ότι τριάντα χρόνια έχει από τότε που αντιλαμβάνεται την παρουσία της αμαρτίας στη σκέψη του, ποτέ όμως δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του ούτε σε επιθυμία ούτε σε οργή.

44. Είπε ο αββάς Μακάριος:«Εάν επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα σου να κινείται οργή, ικανοποιείς δικό σου πάθος και δεν σε υποχρεώνει κανείς να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις άλλους».

54. Είπε πάλι (ο αββάς Ποιμήν):«Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το ρητό της Γραφής ότι τα λόγια σου θα σε δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν (Ματθ. 12,37), θα προτιμάει μάλλον να σιωπά».

55.Είπε ακόμη ο Γέροντας ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ εάν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον και του απάντησε: «Καλύτερη είναι η σιωπή».

84. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόη: «Πώς να περιφρουρήσω την καρδιά μου;» Κι ο Γέροντας του λέει: «Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοικτές η γλώσσα και η κοιλιά μας;»

87. Είπε πάλι: «Εκείνος που δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, αυτός ούτε στα πάθη του θα κυριαρχήσει ποτέ».

88. Είπε ακόμη:«Προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει κρασί, παρά να τρώει τις σάρκες των αδελφών του με την καταλαλιά».

89. Είπε ο ίδιος: «Το φίδι με όσα ψιθύρισε έβγαλε την Εύα από τον Παράδεισο (Γεν.3, 1-5). Μ’αυτό λοιπόν μοιάζει κι εκείνος που φλυαρεί κατά του πλησίον. Γιατί και την ψυχή αυτού που ακούει την οδηγεί στην καταστροφή και τη δική του τη διακινδυνεύει.»

Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανέναν

4. Ο αββάς Αντώνιος προφήτευσε στον αββά Αμωνά και είπε: «Θα προκόψεις στον φόβο του Θεού». Τον έβγαλε έξω από το κελί, του έδειξε μια πέτρα και του είπε: «Βρίσε την πέτρα και κτύπησέ την».Και το ’κανε. Τον ρωτάει ο αββάς Αντώνιος: «Μήπως μίλησε η πέτρα;» «Όχι» απάντησε εκείνος . «Και συ―του είπε ο αββάς Αντώνιος―πρόκειται να φθάσεις σ’αυτό το μέτρο» όπως και έγινε .Πρόκοψε ο αββάς Αμμωνάς τόσο πολύ ,ώστε από πολύ αγαθότητα να μη διακρίνει την κακία. Παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι το εξής: Όταν έγινε ο ίδιος επίσκοπος, του έφεραν μια κοπέλα έγκυο και του λένε: «Τιμώρησέ την».Κι εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της και παρήγγειλε να της δώσουν δύο σεντόνια λέγοντας: «Μη τυχόν πάνω στη γέννα πεθάνει αυτή ή το βρέφος και δεν βρει τα απαραίτητα για την κηδεία». Του λένε τότε οι κατήγοροί της: «Γιατί το ’κανες αυτό; Βαλ’της κανόνα». Κι εκείνος είπε : «Αδελφοί, βλέπετε ότι κινδυνεύει να πεθάνει, τι μπορώ εγώ να κάνω;» Και την άφησε να φύγει. Ποτέ δεν τόλμησε ο Γέροντας να καταδικάσει άνθρωπο.

5. Πήγε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του αδελφού η γυναίκα για την οποία τον κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν την απόφαση να διώξουν τον μοναχό από το κελί. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο επίσκοπος Αμμωνάς βρισκόταν στην περιοχή τους ,πήγαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Σαν τα έμαθε αυτά ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε μέσα σ’ένα μεγάλο πιθάρι. Κετέφθασε το πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε τι συνέβη αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και διέταξε να ερευνήσουν το κελί. Όταν όμως έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους είπε ο αββάς Αμμωνάς: «Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει». Και αφού προσευχήθηκε, απομάκρυνε τον κόσμο. Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: «Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ».Και με τον λόγο αυτόν έφυγε.

6. Έναν αδελφό που είχε πέσει σε κάποιο αμάρτημα, τον απομάκρυνε ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώθηκε τότε ο αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί του λέγοντας: «Κι εγώ αμαρτωλός είμαι».

7. Είπε ο αββάς Ηλίας: «Είδα εγώ κάποιον να βάζει κάτω από τη μασχάλη ένα δοχείο κρασί και για να καταισχύνω τους δαίμονες ότι ήταν εντύπωση πλανερή (και όχι πραγματική), λέω στον αδελφό: «Κάνε αγάπη και σήκωσέ το μου αυτό. Και μόλις σήκωσε το επανωφόρι του, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτε κάτω από τη μασχάλη του. Αυτό το ανέφερα με την έννοια ότι και με τα ίδια σας τα μάτια αν δείτε κάτι ή ακούσετε κάτι, μην το πιστέψετε. Πολύ περισσότερο να προσέχετε τους λογισμούς, τις σκέψεις και τα νοήματα, γνωρίζοντας ότι οι δαίμονες τα σπέρνουν αυτά στην ψυχή για να τη διαστρέψουν, ώστε να σκέφτεται αυτά που την βλάπτουν και για να απομακρύνουν τον νού από τις αμαρτίες μας και από τον Θεό».

10. Ήλθε κάποτε ένα παιδί δαιμονισμένο, για να θεραπευθεί και επισκέφθηκε κάποιον αδελφό από ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Βγαίνει ο Γέροντας έξω και βλέπει τον αδελφό να αμαρτάνει με το παιδί και δεν τον ήλεγξε λέγοντας: «Εφόσον ο Θεός που τον έπλασε τον βλέπει και δεν τον καίει, ποιος είμαι εγώ, για να τον ελέγξω;»

13. Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον Μεγάλο ότι είχε γίνει, όπως λέει η Γραφή, θεός επίγειος (Ιω.10, 34). Γιατί όπως ακριβώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε στους άλλους, σαν να μη τα έβλεπε και εκείνα που άκουε σαν να μην τα άκουε .

14. Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου―απαντά ο Γέροντας―που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν .

16. Είπε επίσης: «Όλος ο αγώνας πρέπει να αποβλέπει στο να μην κρίνουμε τον πλησίον. Γιατί όταν το χέρι του Κυρίου φόνευσε όλα τα πρωτότοκα στη χώρα της Αιγύπτου, δεν έμεινε σπίτι που να μην είχε νεκρό (Έξ. 12,29-30)». Τον ρωτάει ο αδελφός: «Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;» «Σημαίνουν―είπε ο Γέροντας―ότι, εάν όλα εκείνα που μας εμποδίζουν μας αφήσουν να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα βλέπουμε τις αμαρτίες του πλησίον. Άλλωστε είναι ανοησία, ενώ εχει δικό του νεκρό ο άνθρωπος, να τον αφήσει και να πάει να κλάψει το νεκρό του πλησίον.

Και το να πεθάνεις έναντι του πλησίον σημαίνει να έχεις μπροστά σου τη δική σου αμαρτία και να μην έχεις μέριμνα για κανένα άνθρωπο ότι αυτός είναι καλός ή εκείνος είναι κακός. Μην κάνεις κακό σε κανένα άνθρωπο, ούτε να σκέφτεσαι πονηρά για κανένα. Μην εξευτελίσεις κάποιον που κάνει το κακό αλλά και να μην συμφωνήσεις μ’εκείνον που κάνει κακό στον πλησίον ούτε να χαίρεσαι μ’αυτόν που βλάπτει τον πλησίον. Αυτό σημαίνει το να είμαστε νεκροί έναντι του πλησίον.

Μην κατηγορείς κανένα· να λες: Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα και να μη συμφωνείς μ’αυτόν που κατηγορεί· να μη χαίρεσαι που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην κρίνουμε.

Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο· και να μην κρατήσεις έχθρα μέσα στην καρδιά σου ,αλλά μη μισήσεις και αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή είναι η ειρήνη. Να παρακινείς τον εαυτό σου σ ’αυτά. Ο κόπος είναι προσωρινός, ενώ η ανάπαυση είναι αιώνια με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν.»

17. Έλεγαν για τον αββά Μάρκο τον Αιγύπτιο ότι έμεινε τριάντα χρόνια χωρίς να βγεί απ΄το κελί του. Ο πρεσβύτερος συνήθιζε να πηγαίνει και να του κάνει την Θεία Λειτουργία. Ο διάβολος όμως βλέποντας την ενάρετη υπομονή του ανδρός, σοφίστηκε να τον ρίξει στον πειρασμό της κατάκρισης. Έτσι έκανε κάποιον δαιμονισμένο να πάει στον Γέροντα για να του ζητήσει τάχα την προσευχή του. Αυτός λοιπόν ο δαιμονισμένος πριν από κάθε άλλο λόγο είπε στον Γέροντα: «Ο πρεσβύτερός σου μυρίζει αμαρτία. Μην τον αφήσεις άλλη φορά νά ’ρθει κοντά σου». Και ο θεόπνευστος ανθρωπος του είπε: «Παιδί μου, όλοι τη βρωμιά την πετούν έξω και εσύ μου την έφερες εδώ; Η Γραφή λέει: Μην κρίνετε για να μην κριθείτε (Ματθ. 7,1). Αλλά αν είναι αμαρτωλός ο Κύριος θα τον σώσει. Είναι μάλιστα γραμμένο στην Αγία Γραφή: Να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον για να θεραπευθείτε (Ιακ. 5,16)».Και πάνω στον λόγο αυτό, προσευχήθηκε και έδιωξε τον δαίμονα από τον άνθρωπο και τον έστειλε υγιή.

Όταν λοιπόν ήρθε ο πρσβύτερος, όπως συνήθιζε, τον υποδέχθηκε ο Γέροντας μετά χαράς. Ο Θεός που γνώριζε την ακακία του Γέροντα, του έδειξε θαυμαστό σημάδι. Όταν ήρθε η ώρα να σταθεί ο πρεσβύτερος μπροστά στην αγία Τράπεζα, όπως ο ίδιος ο Γέροντας το περιέγραψε, «είδα άγγελο Κυρίου να κατεβαίνει από ψηλά και έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του κληρικού και έγινε ο κληρικός σαν ένας στύλος φωτιάς. Και εγώ καθώς έμεινα έκπληκτος από το θέαμα, άκουσα μια φωνή να μου λέει: Άνθρωπε γιατί εκπλήττεσαι μ’αυτό που γίνεται; Εάν ένας επίγειος βασιλιάς δεν θ’αφήσει τους μεγιστάνες του να στέκονται μπροστά του ρυπαροί, αλλά μόνο αν έχουν επίσημη περιβολή πόσο περισσότερο η θεία δύναμη δεν θα καθαρίσει τους λειτουργούς των αρρήτων μυστηρίων, όταν στέκονται μπροστά στην άφατη δόξα;»

Έτσι ο γενναίος του Χριστού αθλητής ο Μάρκος ο Αιγύπτιος, αναδείχθηκε μεγάλος και έγινε άξιος του χαρίσματος αυτού, επειδή δεν κατέκρινε τον κληρικό.

21. Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα: «Εάν δώ κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;» Κι ο Γέροντας απάντησε: «Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Και όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας».

33. Είπε ένας Γέροντας: «Μην κρίνεις τον πόρνο. Εάν εσύ είσαι σώφρων. Κι εσύ είσαι παραβάτης του νόμου όπως κι εκείνος. Γιατί Αυτός που είπε να μην πορνεύσεις (Ματθ. 5,27), είπε και να μην κρίνεις (Ματθ. 7,1)».

35. Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έφυγε.

Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε. Και βλέπει έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο».

Έλεγαν οι Γέροντες τίποτε δεν είναι χειρότερο από την κατάκριση.

39. Ένας άγιος άνθρωπος, όταν είδε κάποιον να αμαρτάνει, δάκρυσε και είπε: «Αυτός σήμερα και εγώ σίγουρα αύριο». Ακόμη κι αν πραγματικά αμαρτήσει κάποιος μπροστά σου, μην τον κρίνεις, αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό απ’αυτόν, έστω κι αν είναι κοσμικός.

40. Κάποιος αμαρτωλός έκανε μια ερώτηση σ’έναν άγιο Γέροντα για να έχει μια βάση, ώστε να μην αμαρτάνει με τον λογισμό.

«Ας υποθέσουμε―είπε―ότι βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε κάποιον άλλο και βλέπω ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό παύει να είναι κατάκριση;» Ο Γέροντας είπε: «Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν είναι κατάκριση. Αλλά για να μη μεγαλώσει το κακό, η σιωπή είναι προτιμότερη».

42. Άκουσε κάποιος από τους Αγίους Πατέρες ότι ένας αδελφός έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας και είπε: «Ω, άσχημα έκανε». Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει ο αδελφός και πάει άγγελος του Θεού με την ψυχή του αδελφού στον Γέροντα και του λέει: «Δες αυτόν που κατέκρινες, πέθανε. Πού παραγγέλλεις να τον βάλω· στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση;» Μετά απ’αυτό, μέχρι την ώρα του θανάτου του ο Γέροντας ζητούσε ασταμάτητα από τον Θεό με δάκρυα και πόνο πολύ να τον συγχωρήσει.

48. Ρωτήθηκε ένας Γέροντας: «Γιατί δεν μπορώ να κατοικήσω μαζί με άλλους αδελφούς;» Κι εκείνος είπε: «Γιατί δεν φοβάσαι τον Θεό. Αν θυμόσουν αυτά που λέει η αγία Γραφή ότι στα Σόδομα σώθηκε ο Λώτ, επειδή δεν κατέκρινε κανένα (Γεν. 19,1-23· πρβλ. Β' Πετρ. 2,6-8) και εσύ θα έβαζες τον εαυτό σου να κατοικήσει και σε θηρία ανάμεσα ».

53. Είπε ένας Γέροντας: «Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει. Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δείς καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι που βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου (Λουκ. 6,42). Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι. Είναι τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς· σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία.

Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον. Γιατί να μη προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας; Και εννοώ τα κακά τα δικά μας που καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκεται να δώσουμε λόγο στον Θεό. Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού; Τι θέλουμε από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον πλησίον; Τί ζητάμε από τα βάρη του άλλου; Έχουμε, αδελφοί τι να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες, Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό, που γνωρίζει και την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη· τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του· την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητες του· ανήκει στον Θεό πού κρίνει ανάλογα με το καθένα απ’ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τά γνωρίζει».

54. Είπε ακόμη: «Ας αποκτήσουμε αγάπη· Ας αποκτήσουμε συμπόνια για τον πλησίον, ώστε να αποφύγουμε τη φοβερή καταλαλιά και το να καταδικάζουμε κάποιον ή να τον εξουθενώνουμε. Ας βοηθούμε ο ένας τον άλλον σαν να είναι δικό μας μέλος, γιατί είμαστε μέλη του ιδίου σώματος, όπως λέει ο Απόστολος· όλοι είμαστε ένα σώμα και ο καθένας μας είναι μέλος του σώματος στο οποίο ανήκουν και οι άλλοι ως μέλη (Ρωμ. 12,5). Και όταν πάσχει ένα μέλος συμπάσχουν όλα τα άλλα».

Τέλος της πραγματείας για να επαγρυπνούμε ώστε να μην κρίνουμε κανέναν.

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/m ... ontiko.htm

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Απο το γεροντικο
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Παρ 06 Ιούλ 2018, 13:14 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10996
Μηνύματα από το Γεροντικό
Αββάς Μακάριος
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Μακάριο τον μέγα σχετικά με την τελειότητα. Και απάντησε ο Γέροντας τα εξής:
"Δεν μπορεί να είναι κανείς τέλειος, εάν δεν αποκτήσει ταπείνωση μεγάλη στην καρδιά και στο σώμα, εάν δεν μάθει δηλαδή:
- Να μην υπολογίζει τον εαυτό του σε καμιά περίπτωση αλλά να προτιμά να βάζει ταπεινά τον εαυτό του χαμηλότερα απ' όλη την κτίση, να μην κρίνει διόλου κάποιον, παρά μόνο τον εαυτό του, να υπομένει την καταφρόνια και να αποστρέφεται ολόψυχα κάθε κακία.
- Να βιάζει τον εαυτό του να' ναι μακρόθυμος, αγαθός, ν' αγαπά τους αδελφούς, να είναι σώφρων, να κυριαρχεί στον εαυτό του, γιατί λέει η αγία Γραφή "η Βασιλεία των Ουρανών ανήκει σ' αυτούς που ασκούν βία στον εαυτό τους και αυτοί οι αγωνιστές την κερδίζουν".
- Να βλέπει ίσια με τα μάτια, να φρουρεί τη γλώσσα και ν' αποφεύγει ν' ακούει μάταια πράγματα που φθείρουν την ψυχή.
- Τα χέρια να κινούνται για να κάνουν το θέλημα του Θεού, η καρδιά να είναι καθαρή έναντι του Θεού και το σώμα αμόλυντο, να έχει τη μνήμη του θανάτου καθημερινά, ν' αποκηρύσσει την εσωτερική οργή και κακία.
- Να αποτάσσεται τα υλικά και τις σαρκικές ηδονές, να αποτάσσεται το διάβολο και όλα τα έργα αυτού και να συντάσσεται σταθερά με τον Βασιλιά των πάντων Θεό και μ' όλες τις εντολές του, να προσεύχεται αδιάκοπα και να παραμένει κοντά στον Θεό πάντοτε, σε κάθε περίσταση και σε κάθε εργασία".

Άγιος Νείλος ο ασκητής, περί προσευχής
Όταν ο φθονερός δαίμονας δεν μπορεί να ανακινήσει τη μνήμη κατά την προσευχή, τότε αναγκάζει το ίδιο το σώμα να προκαλέσει στο νου κάποια παράξενη φαντασία και με αυτή να δώσει μορφή στο νου. Και εκείνος πού έχει συνήθεια να ζει με τις σκέψεις του, εύκολα λυγίζει. Και ενώ σπεύδει να λάβει γνώση άυλη και άμορφη, εξαπατάται και κατέχει καπνό αντί για φως.

Στάσου καλά πάνω στη σκοπιά σου και φύλαγε το νου σου από νοήματα κατά τον καιρό της προσευχής, για να τελειώσεις την αίτησή σου και να σταθείς στην ηρεμία σου. Έτσι θα επιφοιτήσει και σε σένα Αυτός πού συμπάσχει με όσους έχουν άγνοια. Και τότε θα λάβεις το ενδοξότατο δώρο της προσευχής.

Δεν θα μπορέσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν ανακατεύεσαι με τα υλικά πράγματα και σε ταράζουν συνεχείς φροντίδες. Προσευχή είναι απόρριψη σκέψεων.

Δεν μπορεί ο δεμένος να τρέξει. Ούτε ο νους πού είναι δούλος σε κάποιο πάθος θα μπορέσει να δει τόπο πνευματικής προσευχής, γιατί σύρεται και γυρίζει εδώ και εκεί από την εμπαθή σκέψη και δεν μπορεί να σταθεί ατάραχος.

Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Είπε ο μακάριος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
"Όταν κάθεσαι να διαβάσεις λόγο Θεού, να επικαλείσαι στην αρχή τον Θεό ν' ανοίξει τα μάτια της ψυχής σου, ώστε να μην περιοριστείς στο να διαβάζεις μόνο αυτά που γράφτηκαν αλλά και να τα εκτελείς, και έτσι να μη γίνει καταδίκη μας η μελέτη του βίου και των λόγων των αγίων".

Περί αρετής...
Ανηφορίζοντας από τη Γεθσημανή στο όρος των Ελαιών, συναντά κανείς το μοναστήρι του αββά Αβραμίου.
Σ' αυτό το μοναστήρι ηγούμενος ήταν ο αββάς Ιωάννης ο Κυζικηνός. Τον ρωτήσαμε λοιπόν κάποια μέρα:
"Αββά, πώς μπορεί να αποκτήσει κανείς αρετή;"
Και μας απάντησε ο Γέροντας:
"Αν θέλει κανείς ν' αποκτήσει μια αρετή, δεν μπορεί να την κάνει κτήμα του, αν δεν μισήσει την κακία που είναι ο αντίποδάς της.
- Αν λοιπόν θέλεις να έχεις πάντοτε πένθος στην ψυχή σου, μίσησε το γέλιο.
- Θέλεις να έχεις ταπείνωση; Μίσησε την υπερηφάνεια.
- Θέλεις να είσαι εγκρατής; Μίσησε τη λαιμαργία.
- Θέλεις να είσαι σώφρων; Μίσησε την ακόλαστη ζωή.
- Θέλεις να είσαι ακτήμων; Μίσησε τη φιλαργυρία.
- Αυτός που θέλει να είναι κάτοικος της ερήμου, μισεί τις πόλεις εξαιτίας των πειρασμών.
- Αυτός που θέλει να έχει ησυχία, μισεί την παρρησία.
- Αυτός που θέλει να ζει άγνωστος, μισεί την τάση για επίδειξη.
- Αυτός που θέλει να κυριαρχεί στην οργή, μισεί να περνάει τις ώρες του μαζί με πολλούς.
- Αυτός που θέλει να έχει αμνησικακία, αποφεύγει να κακολογεί τους άλλους.
- Αυτός που θέλει να είναι απερίσπαστος, μένει στη μοναξιά.
- Αυτός που θέλει να κυριαρχεί στη γλώσσα, ας κλείνει τ' αυτιά του να μην ακούει πολλά.
- Αυτός που θέλει να έχει τον φόβο του Θεού πάντοτε, θα μισήσει τη σωματική ανάπαυση και θα αγαπήσει τη θλίψη και τη στενοχώρια".

Περιεκτική μετάνοια
Σε όσους αθλούν νόμιμα στο πολύπονο στάδιο της φιλοπονίας, χρήσιμη βοηθός και συμπαραστάτρια είναι η εγκράτεια και η ακρίβεια της τήρησης του προγράμματος. Και τα δύο θεωρούνται απαραίτητα μέσα προαγωγής. Το του Αποστόλου «ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται» (Α' Κορ. θ',25), θεωρείται επιβεβλημένη αρχή, που συναντούμε επίμονα στους βίους των Πατέρων μας. Μόνο η εγκράτεια, ως αποτελεσματικό μέσο, καθαίρει τη μητέρα του θανάτου ηδονή.

Η επιμονή στο πρόγραμμα, που είναι σωτήριο μέσο στον πνευματικό μας αγώνα, διευκολύνει την παράταση της εγκράτειας. Μη λησμονούμε ότι οι ακατονόμαστοι λόγοι και προφάσεις, χάριν δήθεν της βιολογικής μας σύστασης, αλλοιώνουν την επιμονή της εγκράτειας. Το παράδειγμα του Κυρίου μας, ως καθηγητή της εγκράτειας (νηστείας), στην έρημο, πείθει για την αναγκαιότητα της επιμονής στο πρόγραμμα ολόκληρης της αγωνιστικότητας. Αν και η Γραφή λέγει ότι ο Κύριός μας «επείνασε» (Ματ. δ',2), εν τούτοις δεν υποχώρησε στο γαργαλισμό των αισθήσεων της δήθεν βιολογικής αναγκαιότητας, αλλά παρέμεινε τηρητής του προγράμματος της ασκητικής αγωνιστικότητας. Με την πίστη στη θεία Πρόνοια έλυσε το πρόβλημα της ανάγκης της πείνας, που φαινόταν ότι πίεζε. Αυτό το παράδειγμα να μη λείψει ποτέ από το οπλοστάσιο της πνευματικής μας άμυνας.

Όπως αντιμετωπίζουμε τον πόλεμο της αμαρτίας στον αισθητό κόσμο των πραγμάτων, έτσι να τον αντιμετωπίζουμε και στο νοητό κόσμο των νοημάτων, που είναι δυσκολώτερος και ταχύτερος στην προσβολή και επίθεσή του. Σ' αυτό πολύ μας ωφελεί η μελέτη και η πείρα των Γραφών και των πατερικών διηγημάτων, από τα οποία παίρνει δύναμη ο νους και αμύνεται στο νοητό και αόρατο πόλεμο. Από αυτό ξυπνά η μνήμη του Θεού και ενεργοποιείται η όλη του παναγαθότητα, που συνεχώς μας περιβάλλει.

Απ εδώ αρχίζει και το πανίσχυρό μας όπλο, η προσευχή, χωρίς την οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτα. Ερμηνεύοντας οι Πατέρες αυτό που λέει ο Δαυΐδ, «εις τας πρωΐας απέκτεινον πάντας τους αμαρτωλούς της γης» (Ψαλμ. ρ',8), υποδεικνύουν με επαινετή επιμονή τη σημασία του αγώνα. Ο αγώνας πρέπει να γίνεται με βία από την αρχή, πριν ο νους σκορπιστεί στις μνήμες του παρελθόντος, λόγω του μετεωρισμού. Πρώτο καθήκον στο πνευματικό στάδιο του αόρατου και πολυμόρφου πολέμου είναι η εργασία στο νου απ όπου τα ακατονόμαστα νοήματα ξεκινούν από «πρωΐας», δηλαδή από την αρχή. Και αυτό κατορθώνεται με τη μνήμη του Θεού «από φυλακής πρωΐας» (Ψαλμ. ρκθ',6) και με την επίμονη επίκληση του πανάγιου ονόματός του, με την οποία φανερώνεται η πρόθεση για υποταγή στο θείο του θέλημα.

Στη νοητή Ιερουσαλήμ, που είναι η προσοχή του νου, πριν ακόμη αποκτήσει την ησυχία, εισερχόμαστε με την «εν γνώσει» σιωπή του στόματος. Δεύτερο βήμα είναι η εγκράτεια στη δίαιτά μας. Επιδιώκεται η κατά δύναμη λιτότητα και η αποφυγή του κορεσμού. Τρίτη προσπάθεια προβάλλουμε τη μελέτη των ιερών κειμένων, της θείας Γραφής και των συγγραμμάτων των οσίων Πατέρων μας, με τη μνήμη του θανάτου που ακολουθεί.

Περὶ ἀγάπης...
Ὁ ὑποτακτικὸς κάποιου Γέροντα ἔμενε σὲ μία καλύβα δέκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴ σκήτη. Μία μέρα θέλησε νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ ὁ Γέροντας νὰ ἔλθῃ νὰ πάρῃ τὸ ψωμί του. Ὕστερα ὅμως σκέφθηκε: Γιὰ λίγα ψωμιὰ νὰ κάνω τὸν Ἀδελφὸ νὰ περπατήσει δέκα μίλια; Ἂς τοῦ τὰ πάω μόνος. Ἔβαλε τὸ ταγάρι στὸν ὦμο καὶ ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σὲ μία πέτρα κι ἔκανε τέτοια πληγὴ στὸ πόδι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταματήσει τὸ αἷμα. Ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ πόνο ποὺ ἔνιωσε, ἄρχισε νὰ κλαίει.
- Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; ἄκουσε πίσω του μία γλυκειὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτᾷ.
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι καὶ εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δὲν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλὰ τοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὴν πληγή.
- Πάψε νὰ κλαῖς γι᾿ αὐτὸ τὸ τιποτένιο πρᾶγμα, τὸν πρόσταξε ὁ Ἄγγελος. Τὰ βήματα ποὺ κάνεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδελφοῦ τὰ ἔχω μετρημένα καὶ θὰ πάρεις τὴν ἀμοιβή σου ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Γέροντας πῆρε θάῤῥος καὶ χαρούμενος συνέχισε τὸ δρόμο του. Ἀπὸ τότε προθυμοποιήθηκε νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς Ἀδελφούς.
Μία μέρα πῆρε πάλι ψωμιὰ νὰ τὰ πάει σ᾿ ἄλλον Ἐρημίτη ποὺ ἔμενε πολὺ πιὸ μακριά. Συνέβηκε ὅμως νὰ ἔρχεται κι ἐκεῖνος μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ συναντήθηκαν στὸ δρόμο.
- Ἀδελφέ μου, εἶπε πρῶτος ὁ Γέροντας, μὲ κόπο ἀπέκτησα ἕνα μικρὸ θησαυρὸ καὶ πρόλαβες ἐσὺ νὰ μοῦ τὸν πάρεις.
- Μήπως ἡ στενὴ πύλη χωράει μόνο ἐσένα, Ἀββᾶ; Κάνε λίγο τόπο νὰ περάσουμε κι ἐμεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀδελφός.
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτά, ἦλθε πάλι ὁ Ἄγγελος καὶ τοὺς εἶπε:
- Αὐτὴ ἡ φιλονικία σὰν εὐωδία στὸ λιβάνι ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Περὶ ἀνεξικακίας...
Ὅσο φέρνουμε διαρκῶς στὸ νοῦ μας τὰ κακὰ ποὺ τυχόν μας προξένησαν οἱ ἀδελφοί μας, ἔλεγε ὁ Ὅσιος Μακάριος, τόσο ἀπομακρύνουμε τὸν Θεὸ ἀπ᾿ αὐτόν. Ὅταν τὰ λησμονοῦμε παρευθύς, δὲν τολμοῦν οἱ δαίμονες νὰ μᾶς πειράξουν.

Ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἐλπίδα...
Οἱ Ἅγιοι, λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες, ἐπειδὴ ἔχουν πάντοτε στὴν καρδιὰ τοὺς τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἐδῶ κερδίζουν μὲ τὴν ἀπάθεια καὶ τὰ ἐκεῖ κληρονομοῦν, διότι κι ἐκεῖνα καὶ αὐτὰ στὸν Θεὸ ἀνήκουν. Ἀφοῦ λοιπὸν κατέχουν τὸν Θεὸ ἔχουν καὶ ὅλα τὰ δικά Του.
Ἐκεῖνοι πάλι ποὺ ἔχουν στὴν καρδιὰ τοὺς τὸν κόσμο, δηλαδὴ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, καὶ ἂν ἀκόμα κατορθώσουν νὰ κερδίσουν τὸν κόσμο ὁλόκληρο, τίποτε δὲν ἔχουν στὴν πραγματικότητα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ τοὺς ἐξουσιάζουν.

Πίστη...
Ὁ δειλὸς ἄνθρωπος, διδάσκει ὁ σοφὸς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, πάσχει κυρίως ἀπὸ δυὸ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ἀπὸ ὀλιγοπιστία κι ἀπὸ φιλοσωματία. Ὅποιος ἀγωνίζεται νὰ νικήσει αὐτὰ τὰ δυὸ μεγάλα κακὰ εἶναι φανερὸ πὼς πιστεύει ὁλόψυχα στὸν Θεὸ κι εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχθεῖ ὅλα τὰ δυσάρεστα ποὺ τυχὸν Ἐκεῖνος θὰ παραχωρήσει.
Ἡ ὑπερβολικὴ τόλμη πάλι καὶ καταφρόνηση τῶν κινδύνων γεννῶνται ἢ ἀπὸ μεγάλη πίστη στὸν Θεὸ ἢ ἀπὸ τὴ σκληροκαρδία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τὴ σκληροκαρδία ἀκολουθεῖ ἀπαραιτήτως ἡ ὑπερηφάνεια, τὴν πίστη ὅμως ἡ ἀληθινὴ ταπεινοσύνη.

Ὑπομονή...
Ἂν σοῦ συμβεῖ ἀσθένεια σωματική, συμβουλεύει σοφὸς Γέρων, μὴ χάνεις τὴν ὑπομονή σου καὶ μὴ γογγύζεις. Ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ βασανίζεται τὸ σῶμα σου, γιατί δυσανασχετεῖς; Ἐκεῖνος Δὲ φροντίζει γιὰ σένα; Μήπως μπορεῖς νὰ ζήσεις στιγμὴ χωρὶς τὸ θέλημά Του; Γίνε ὑπομονετικὸς καὶ προσευχήσου νὰ σοῦ δίνει ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι συμφέρον τῆς ψυχῆς σου. Αὐτὸ θέλει ἀπὸ σένα.

Ὅταν στὴν ἀῤῥώστια σου οἱ Ἀδελφοὶ δείχνουν τὴν ἀγάπη τους μὲ δῶρα, δέξου τα μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ προσευχήσου γι᾿ αὐτούς.

Μετάνοια...
Ἕνας ἀδελφὸς ἐξομολογήθηκε στὸν Ἀββᾶ Σισώη: - Ἔπεσα, Πάτερ. Τί νὰ κάνω τώρα;
- Σήκω, τοῦ εἶπε μὲ τὴ χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ Ἅγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία, ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.
- Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθῇς;
- Ὡς πότε; ρώτησε ὁ ἀδελφός.
-Ἕως ὅτου σὲ βρῇ ὁ θάνατος ἢ στὴν πτώση ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο «ὅπου εὑρῶ σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε»; ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Μόνο εὐχήσου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμὴ σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια.

Προσευχή...
Ἀπὸ τοῦτα τὰ τέσσερα ἔχει πιὸ πολὺ ἀνάγκη ἡ ψυχή, ἔλεγε κάποιος Γέροντας: Νὰ φοβᾶται τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, νὰ μισεῖ τὴν ἁμαρτία, ν᾿ ἀγαπᾷ τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως.

Περὶ ψυχικῆς σωτηρίας
Μᾶς διηγήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ μεγάλους Πατέρες τῆς ἐρήμου, ὅτι κάποια πλούσια γυναίκα πῆγε σὲ κάποιον Γέροντα καὶ ἐνάρετο Πνευματικὸ γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇ, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ πῇ τὶς ἁμαρτίες της γιατὶ ἦσαν πολλές, μεγάλες καὶ θανάσιμες, καὶ ἐπιστρέφουσα εἶδε στὸν δρόμο κάποιον μοναχὸ νὰ κείτεται κάτω ἀσθενὴ καὶ λεπρό. Τοῦ λέει ἡ γυναίκα: Θέλεις γέροντα νὰ σὲ πάρω σπίτι μου, νὰ σὲ φροντίσω καὶ νὰ σὲ ὑπηρετήσω ὅσο μπορῶ ἐγὼ ἡ ἀνάξια; Μήπως καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Θεὸς παραβλέψει τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μου. Αὐτὸς εἶπε: Ναί, ἔρχομαι κυρία μου, ἐλέησέ με τὸν ταλαίπωρο καὶ ἁμαρτωλό. Ἀφοῦ λοιπὸν μπῆκαν στὸ σπίτι της, τοῦ ἑτοίμασε δωμάτιο, τοῦ ἔστρωσε δωμάτιο, ἔστειλε τοὺς ὑπηρέτες της στὴν ἀγορὰ καὶ τοῦ ἔφεραν νέα καλογερικὰ ροῦχα, τὸν ἔστειλε στὸ μπάνιο καὶ ἀφοῦ τὸν ἔλουσαν καλά, τοῦ φόρεσαν τὰ ροῦχα καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ κρεβάτι. Κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων αὐτῶν, ἡ ἴδια τὸν ὑπηρετοῦσε, τοῦ ἔχριε τὶς πληγές του μὲ ἀλοιφὲς γιὰ νὰ γιατρευθῇ, καὶ μὲ κάθε τρόπον καὶ μὲ εὐχαρίστηση τὸν ἀνακούφιζε. Ὅταν δὲ ἦλθε ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Πέμπτη, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερέας ἄρχισε νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι: τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ, ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρύτιμον... ἡ γυναίκα πῆρε μύρο καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ λεπροῦ, καταφιλοῦσα αὐτὰ καὶ βρέχοντας τὰ μὲ τὰ δάκρυά της καὶ σκουπίζοντας τὰ μὲ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ ταυτόχρονα τοῦ ἐξομολογοῦνταν ὅλες τὶς ἁμαρτίες της. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγιναν αὐτά, ἔγινε μεγάλος σεισμός, ὄχι ὅμως σὲ ὅλη τὴν πόλη, ἀλλὰ μόνο στὸ σπίτι της, καὶ ἀκούσθηκε φωνὴ νὰ λέει: Γύναι, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ὅταν σταμάτησε ἡ φωνή, σηκώθηκε ὁ καλόγερος ὑγιής, χωρὶς νὰ ἔχει καμία πληγή. Τότε καὶ οἱ δύο δόξαζαν καὶ ἔψαλλαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ποιεῖ αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ μεγάλα θαύματα. Ἡ δὲ μακαρία γυναίκα, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν συγχώρηση, πέρασε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της σὲ μετάνοια.

Ἀββᾶς Φιλήμων
ΟΤΑΝ ΕΙΣΑΙ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ μεταλάβεις τὰ θεῖα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, μὴ βγεῖς ἔξω χωρὶς νὰ ἔχεις τὴν τέλεια εἰρήνη. Μεῖνε στὸ ἴδιο μέρος καὶ μὴ φύγεις μέχρι τὴν ἀπόλυση. Νὰ σκέπτεσαι πὼς εἶσαι στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους γιὰ νὰ συναντήσεις τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖς μέσα στὴν καρδιά σου. Νὰ προετοιμάζεσαι γιὰ τὴ Θεία Κονωνία μὲ φόβο καὶ τρόμο πολύ, γιὰ νὰ μὴ μεταλάβεις ἀνάξια τὶς Ἅγιες δυνάμεις.

Ὅσιος Θεόγνωστος
ΑΝ ΑΓΑΠΑΣ τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία, ἔλα μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια καὶ πίστη στὰ ζωοποιὰ καὶ ἄφθαρτα μυστήρια, μὲ πόθο ἀκόμη νὰ ἀποδημήσεις ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἐπειδὴ ἡ πίστη σου σὲ ὁλοκλήρωσε• ἂν φοβᾶσαι τὸν θάνατο δὲν ἑνώθηκες ἀπὸ ἀγάπη μὲ τὸν Χριστό, κι ἂς σοῦ δόθηκε ἡ τιμὴ νὰ τὸν θυσιάζεις μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια καὶ νὰ παίρνεις τὶς σάρκες του• ἂν τὸν ἀγαποῦσες θὰ βιαζόσουν νὰ φύγεις ὅπου εἶναι ὁ ἀγαπημένος σου καὶ καθόλου δὲν θὰ σκεφτόσουν τὴ ζωὴ καὶ τὴ σάρκα σου.

ΟΠΩΣ ΕΙΠΕ κάποιος ἅγιος, δὲν κατέρχεται τὸ σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου ποὺ ἀναλήφθηκε γιὰ νὰ θυσιαστεῖ στὴ θεία Λειτουργία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταβάλλονται σὲ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἱεροτελεστία ποὺ ἐπιτελοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ἀξιώθηκαν τὴ θεία ἱερωσύνη• ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δέχονται τὴ μεταβολὴ αὐτὴ μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Δὲν μεταβάλλεται ὁ ἄρτος σὲ κάποιο σῶμα ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ σ᾽ αὐτὸ τὸ ἴδιο, καὶ προσφέρει αἰώνια ζωή, καὶ δὲν φθείρεται. Πόσο ἁγνὸς λοιπὸν καὶ ἅγιος πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἱερέας ποὺ ἀγγίζει σῶμα Θεοῦ! Καὶ πόση παρρησία πρέπει νὰ ἔχει ἐκεῖνος ποὺ συνδέει Θεὸ καὶ ἀνθρώπους καὶ ἔχει συνεργάτες του τὴν Πάναγνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων τὶς ἐπουράνιες καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους; Νομίζω πὼς πρέπει νὰ ἔχει μὲ τὸν Θεὸ τὴν οἰκειότητα ποὺ ἔχουν οἱ Ἄγγελοι ἢ οἱ Ἀρχάγγελοι, ἀκριβῶς ὅπως ἔχει καὶ τὸ δικό τους ἀξίωμα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕ Πισήνιε, ὅτι τὰ τίμια δῶρα ποὺ σὲ λίγο θὰ ἁγιασθοῦν μένουν ἀκάλυπτα ἐπάνω στὴν ἁγία τράπεζα μετὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, κάπως σὰν νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία αὐτῶν ποὺ τὰ προσφέρουν, σὰν νὰ καλοῦν μὲ ἄρρητες φωνὲς Ἐκεῖνον ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανούς. Κι Ἐκεῖνος ποὺ τὰ βλέπει δὲν ἀδιαφορεῖ• τὰ κοιτάει καὶ προσέχει καὶ θυμᾶται τὴν ἑκούσια σάρκωσή Του γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὴν ἀνείπωτη συγκατάβαση καὶ τὴ Σφαγή Του γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων. Γιατὶ δὲν μᾶς χάρισε τὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία μὲ τὸ πάθος Του ἐνῶ εἴμασταν δίκαιοι• ἀντίπαλους ἐλέησε καὶ ξανακάλεσε κοντά του.

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ποὺ τελοῦμε ὅταν συγκεντρωνόμαστε στὴν ἐκκλησία, ἡ πρώτη εἴσοδος γενικὰ σημαίνει τὴν πρώτη παρουσία τοῦ Θεοῦ μας, καὶ εἰδικὰ τὴ μεταστροφὴ ἐκείνων ποὺ μὲ τὴ βοήθειά Του καὶ μαζί Του εἰσέρχονται ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστη καὶ ἀπὸ τὴν κακία στὴν ἀρετὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγνωσία στὴ γνώση.

Ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης:
- Ἄνθρωπος ποὺ στέκεται σὲ μετάνοια δὲν εἶναι δεμένος σ᾽ ἐντολή.

Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος
Ο ΑΒΒΑΣ Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος ἐπισκέφθηκε κάποτε ἕνα κοινόβιο καὶ βλέποντας ἕναν ἀδελφὸ νὰ ἁμαρτάνει τὸν κατέκρινε. Ὅταν ἀναχώρησε στὴν ἔρημο ἦρθε ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ κελιοῦ του λέγοντας:
- Δὲν σ᾽ ἀφήνω νὰ μπεῖς μέσα.
Ἐκεῖνος τότε τὸν παρακαλοῦσε
- Τί ἔκανα;
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ ἀποκρίθηκε
- Μ᾽ ἔστειλε ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐντολὴ «πές του: ποῦ διατάζεις νὰ βάλω τὸν ἁμαρτωλὸ ἀδελφὸ ποὺ κατέκρινες;»
Κι ἐκεῖνος ἀμέσως μετανόησε καὶ εἶπε
- Ἁμάρτησα, συγχώρησέ με.
Καὶ ὁ ἄγγελος εἶπε
- Σήκω, σὲ συγχώρησε ὁ Θεός. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς πρόσεξε νὰ μὴν κρίνεις κανένα πρὶν τὸν κρίνει Ἐκεῖνος.

Ἀββᾶς Ποιμήν
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ποιμήν
- Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσει καὶ τὸ ἀρνηθεῖ λέγοντας «δὲν ἁμάρτησα», μὴ τὸν ἐλέγξεις• διαφορετικὰ βλάπτεις τὴν καλή του θέληση. Ἂν ὅμως τοῦ πεῖς «μὴ στενοχωριέσαι ἀδελφέ, ἀλλὰ στὸ μέλλον νὰ εἶσαι προσεκτικώτερος», ἐξυψώνεις τὴν ψυχή του σὲ μετάνοια.

Ἀββᾶς Δωρόθεος
Ο ΑΒΒΑΣ Δωρόθεος ἔλεγε πὼς εἶναι ἀδύνατον αὐτὸς ποὺ κρατάει τὶς δικές του ἀπόψεις καὶ σκέψεις νὰ ὑποταχθεῖ ἢ νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ καλὸ τοῦ πλησίον του.

Μέγας Ἀντώνιος
Ο ΘΕΟΣ δημιούργησε μὲ τὸν λόγο Του τὰ διάφορα γένη τῶν ζώων γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου• ἄλλα γιὰ τροφή, ἄλλα γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν• τὸν ἄνθρωπο τὸν δημιούργησε γιὰ νὰ κοιτάει μὲ θαυμασμὸ τὰ ζῶα καὶ τὰ ἔργα τους καὶ νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό. Νὰ προσέχουν λοιπὸν πάρα πολὺ οἱ ἄνθρωποι μήπως συμβεῖ καὶ πεθάνουν ὅπως τὰ ἄλογα ζῶα, χωρὶς νὰ δοῦν καὶ νὰ νοιώσουν τὸν Θεό. Πρέπει ἀκόμη νὰ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος καὶ ὅτι τίποτα δὲν ὑπάρχει χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα• ἀλλὰ δημιούργησε καὶ δημιουργεῖ ὅσα θέλει ἀπὸ τὸ μηδὲν μὲ τὸν λόγο Του γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν κατανοοῦν εἶναι ἀθανασία• γιὰ τοὺς ἀνόητους ὅμως ποὺ δὲν τὸν καταλαβαίνουν εἶναι θάνατος ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸν θάνατο δὲν πρέπει νὰ τὸν φοβόμαστε• ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πραγματικὴ συμφορὰ γιὰ τὴν ψυχή, καὶ πρέπει νὰ τὴ φοβόμαστε.

Ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ἀπ᾽ ὅλους μίλησε ὁ μακάριος Ἀντώνιος: «ὅσα εἴπατε εἶναι ὅλα ἀναγκαῖα καὶ ὠφέλιμα γιὰ ἐκείνους ποὺ ζητοῦν τὸν Θεὸ καὶ θέλουν νὰ πλησιάσουν κοντά του. Ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσουμε τὰ πρωτεῖα σ᾽ αὐτὲς τὶς ἀρετές• ἔχουμε δεῖ πολλοὺς ποὺ βασανίστηκαν μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ ἀναχώρησαν στὴν ἔρημο, καὶ ἄσκησαν τέτοια ἀκτημοσύνη ὥστε νὰ μὴν ἀφήνουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους οὔτε τὴν καθημερινὴ τροφή, καὶ κατόρθωσαν τέτοια ἐλεημοσύνη ὥστε δὲν ἔφθαναν ὅσα εἶχαν γιὰ νὰ δίνουν• καὶ μετὰ ἔγιναν ἀξιολύπητοι ἔτσι ὅπως ξέπεσαν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ γλύστρησαν στὴν κακία. Τί λοιπὸν τοὺς ἔκανε νὰ χάσουν τὴν εὐθεία ὁδό; Τίποτε ἄλλο, ὅπως πιστεύω καὶ κρίνω, παρὰ μόνο τὸ ὅτι δὲν εἶχαν τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως. Αὐτὸ τὸ χάρισμα διδάσκει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ὑπερβάλλει σὲ τίποτα καὶ ν᾽ ἀκολουθεῖ τὴ βασιλικὴ ὁδό• καὶ δὲν τὸν ἀφήνει οὔτε ἀπὸ δεξιὰ νὰ βλάπτεται μὲ τὴν ἄμετρη ἐγκράτεια, οὔτε ἀπὸ ἀριστερὰ νὰ παρασύρεται στὴν ἀδιαφορία καὶ τὴ μαλθακότητα.῾Η διάκριση εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ ἕνα μάτι κι ἕνα λυχνάρι, ὅπως λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο: «τὸ μάτι εἶναι τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος• ἂν τὸ μάτι σου γίνει ἁπλὸ ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι φωτεινό• ἂν τὸ μάτι σου σκοτεινιάσει ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι σκοτεινό». Καὶ πράγματι ἔτσι εἶναι. Γιατὶ ἡ διάκριση ἐλέγχει ὅλες τὶς σκέψεις καὶ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀντιλαμβάνεται καὶ ξεχωρίζει ὅ,τι εἶναι κακὸ καὶ δὲν ἀρέσει στὸν Θεὸ κι ἔτσι διώχνει τὴν πλάνη. Κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ κανεὶς κι ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Σαοὺλ γιὰ παράδειγμα, ποὺ πρῶτα σ᾽ αὐτὸν ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς τὴ βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε αὐτὸ τὸ μάτι τῆς διάκρισης σκοτίσθηκε ἡ σκέψη του καὶ δὲν μπόρεσε νὰ διακρίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ ὑπακούσει στὶς ἐντολὲς τοῦ ἁγίου Σαμουὴλ παρὰ νὰ προσφέρει θυσία• κι ἐνῶ νόμιζε ὅτι αὐτὰ ποὺ κάνει εὐχαριστοῦν τὸν Θεό, αὐτὰ ἀκριβῶς ἦταν τὰ σφάλματα γιὰ τὰ ὁποῖα διώχθηκε ἀπὸ τὴ βασιλεία. Δὲν θὰ τὸ πάθαινε αὐτὸ ἂν εἶχε ἀποκτήσει μέσα του τὸ φῶς τῆς διάκρισης. Τὴν διάκριση καὶ ὁ Ἀπόστολος τὴν ὀνομάζει ἥλιο ὅταν λέει «ἂς μὴ σᾶς ἀφήνει ὀργισμένους ἡ δύση τοῦ ἥλιου». Καὶ ὀνομάζεται ἀκόμη κυβέρνηση τῆς ζωῆς μας, σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο «ὅσοι δὲν ἔχουν κυβέρνηση πέφτουν σὰν τὰ φύλλα». Καὶ ἡ Γραφὴ τὴν ὀνομάζει ἐπίγνωση, καὶ μᾶς διδάσκει νὰ μὴν κάνουμε τίποτα χωρὶς αὐτή, ὥστε ἀκόμη καὶ τὸ πνευματικὸ κρασὶ ποὺ εὐφραίνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴν τὸ πίνουμε χωρὶς διάκριση, ὅπως λέει τὸ ρητό «μ᾽ ἐπίγνωση νὰ πίνεις κρασί», καὶ ἀκόμη «ὅποιος δὲν ἐνεργεῖ πάντοτε μὲ ἐπίγνωση μοιάζει μὲ πόλη κατεστραμμένη καὶ ἀτείχιστη». Στὴ διάκριση ὀφείλεται ἡ σοφία καὶ ἡ νόηση καὶ ἡ σύνεση, χωρὶς τὶς ὁποῖες δὲν μποροῦμε νὰ κτίσουμε τὸ ἐσωτερικό μας σπίτι, οὔτε νὰ μαζέψουμε πνευματικὸ πλοῦτο, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ «τὸ σπίτι κτίζεται μὲ τὴ σοφία καὶ ὑψώνεται μὲ τὴ σύνεση καὶ γεμίζουν πλοῦτο οἱ ἀποθῆκες του μὲ τὴ φρόνηση». Ἀκόμη ἔχει ὀνομαστεῖ καὶ στέρεη τροφὴ γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ τὴν ἄσκηση ἔχουν γυμνάσει τὰ αἰσθητήριά τους καὶ ἀπὸ συνήθεια πιὰ διακρίνουν τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς διάκρισης καμμιὰ ἀρετὴ δὲν δημιουργεῖται ἢ δὲν διατηρεῖται σταθερὰ ὣς τὸ τέλος• ἡ διάκριση γεννᾶ καὶ προστατεύει ὅλες τὶς ἀρετές».

Ἀββᾶς Ἀντώνιος
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ μας προέρχεται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Γιατὶ ἂν κερδίσουμε τὸν ἀδελφό μας, κερδίζουμε τὸν Θεό• ἂν ὅμως τὸν σκανδαλίσουμε, ἁμαρτάνουμε στὸν Χριστό.

ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΤΕ τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο γέροντες καὶ μαζί τους ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ. Ὁ γέροντας θέλησε νὰ τοὺς δοκιμάσει καὶ διαλέγοντας ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ τοὺς ρωτοῦσε τί σημαίνει, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς μικρότερους. Καὶ ἕνας ἕνας ἔλεγε ὅπως μποροῦσε τὴ γνώμη του. Ὅταν τελείωναν ὁ γέροντας ἔλεγε σὲ ὅλους:
— Δὲν τὸ κατάλαβες ἀκόμα.
Τέλος ρώτησε καὶ τὸν ἀββᾶ Ἰωσὴφ.
— Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει αὐτὸ τὸ ρητό;
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
— Δὲν ξέρω.
Τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶπε:
— Πάντως ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο ἐπειδὴ εἶπε «δὲν ξέρω».

ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος
— Ἔρχεται καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ τρελλαθοῦν καὶ ὅταν δοῦν κάποιον ποὺ δὲν εἶναι τρελὸς θὰ ξεσηκωθοῦν ἐναντίον του καὶ θὰ τοῦ ποῦν «εἶσαι τρελός», ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὅμοιος μ᾽ αὐτούς.

ΤΡΕΙΣ ΠΑΤΕΡΕΣ εἶχαν τὴ συνήθεια κάθε χρόνο νὰ ἐπισκέπτονται τὸν μακάριο Ἀντώνιο. Κι ἐνῶ οἱ δύο τὸν ρωτοῦσαν γιὰ τὴ σκέψη καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ὁ ἕνας ἔμενε πάντοτε σιωπηλὸς καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα.
Μετὰ ἀπὸ πολὺ χρόνο ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τοῦ λέει:
— Ὁρίστε, τόσες φορὲς ἔχεις ἔρθει ἐδῶ καὶ δὲν μὲ ρωτᾶς τίποτα.
Κι ἐκεῖνος τότε τοῦ ἀπάντησε:
— Μοῦ φθάνει μόνο νὰ σὲ βλέπω, πάτερ.

ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
— Δὲν φοβᾶμαι πιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπάω. «Γιατὶ ἡ ἀγάπη διώχνει τὸν φόβο» (Ἰωαν. Α' 4:18).

ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
— Ἐκεῖνος ποὺ κτυπάει τὴ μάζα τοῦ σιδήρου σκέπτεται πρῶτα τὶ θέλει νὰ φτιάξει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι. Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ σκεπτόμαστε γιὰ ποιά ἀρετὴ παλεύουμε, ὥστε νὰ μὴ κοπιάζουμε μάταια.

Ἀββᾶς Ἀρσένιος
ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος συμβουλευόταν ἕναν Αἰγύπτιο γέροντα, ἕνας ἄλλος ποὺ τὸν εἶδε τοῦ εἶπε:
— Ἀββᾶ Ἀρσένιε, σὺ ποὺ τόσο κατέχεις τὴ ρωμαϊκὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, πῶς καὶ ρωτᾶς αὐτὸν ἐδῶ τὸν ἀγροῖκο γιὰ τὶς σκέψεις σου;
Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
— Τὴ ρωμαϊκὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία τὴν κατέχω, τὴν ἀλφάβητο ὅμως αὐτοῦ τοῦ ἀγροίκου δὲν τὴν ἔχω μάθει ἀκόμα.

Ἀββᾶς Ἀγάθων
ΕΙΠΕ
— Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὀργίζεται δὲν εἶναι δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀκόμα κι ἂν ἀναστήσει νεκρό.

Ἅγιος῾Ησαΐας ὁ Ἀναχωρητής
Η ΟΡΓΗ εἶναι πάθος τοῦ νοῦ φυσιολογικό. Καὶ χωρὶς τὴν ὀργὴ δὲν ἐξαγνίζεται ὁ ἄνθρωπος - ἂν δὲν ὀργισθεῖ μὲ ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ τοῦ ὑποβάλλει μέσῳ τῶν ἀνθρώπων ὁ πονηρός. Καὶ ὅταν τὸν ἀνακάλυψε ὁ Ἰὼβ ἔβρισε τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὰ λόγια αὐτά: «ἄτιμοι καὶ διεφθαρμένοι ποὺ δὲν ἔχετε τίποτε καλό, ποὺ δὲν σᾶς θεωρῶ ἄξιους οὔτε γιὰ σκύλους τῶν ποιμνίων μου». Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κατορθώσει τὴν κατὰ φύσιν ὀργὴ ξεριζώνει ὅλα τὰ δικά του θελήματα μέχρι νὰ ὑψωθεῖ στὴ φυσικὴ κατάσταση τοῦ νοῦ.

Ἀββᾶς Ἁλώνιος
ΡΩΤΗΣΕ κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων τὸν ἀββᾶ Ἁλώνιο:
— Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴ γλώσσα μου νὰ μὴ λέει ψέμματα;
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος τοῦ ἀπαντᾶ:
— Ἂν δὲν ψεύδεσαι, θὰ κάνεις πολλὲς ἁμαρτίες.
Ἐκεῖνος τότε εἶπε:
— Τί ἐννοεῖς;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει:
— Ἔστω ὅτι δύο ἄνθρωποι δολοφόνησαν κάποιον μπροστὰ στὰ μάτια σου, καὶ ὁ ἕνας κρύφτηκε στὸ κελί σου. Καὶ ἔστω ὅτι ὁ ἄρχοντας ποὺ ψάχνει νὰ τὸν βρεῖ σὲ ρωτάει «ἔγινε μπροστά σου φόνος;» Ἂν δὲν πεῖς ψέμματα παραδίδεις τὸν ἄνθρωπο σὲ θάνατο. Καλύτερα ἄφησέ τον ἐλεύθερο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ• γιατὶ Αὐτὸς γνωρίζει τὰ πάντα.

Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός
ΜΕΡΙΚΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ βρῆκαν τὸν καιρὸ νὰ φᾶνε μαζὶ στὴ Σκῆτι• ἦταν μαζί τους καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης. Σηκώθηκε λοιπὸν κάποιος ποὺ τύχαινε νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, νὰ προσφέρει τὸ σταμνάκι μὲ τὸ νερό• κανεὶς δὲν δέχτηκε νὰ τὸ πάρει ἀπὸ αὐτὸν παρὰ μόνο ὁ Ἰωάννης ὁ Κολοβός. Οἱ ὑπόλοιποι λοιπὸν ἁπόρησαν καὶ τοῦ εἶπαν:
— Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι τόσο μικρότερος τόλμησες νὰ ὑπηρετηθεῖς ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο;
Καὶ τοὺς λέει:
— Ἐγὼ ὅποτε σηκώνομαι νὰ προσφέρω τὸ σταμνάκι χαίρομαι ἅμα τὸ πάρουν ὅλοι, γιατὶ ἔτσι ἔχω μισθό. Τώρα λοιπὸν γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο τὸ δέχτηκα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἔχει μισθό, μήπως λυπηθεῖ ποὺ κανεὶς δὲν δέχτηκε ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ὅταν τ᾽ ἄκουσαν αὐτὰ θαύμασαν καὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ τὴ διάκρισή του.

Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ πρεσβύτερος τῶν κελιῶν
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ:
— Ὅταν ἤμουν νεώτερος ἀσκήτευα μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Κρόνιο καὶ ποτὲ δὲν μοῦ ζήτησε νὰ κάνω κάτι μολονότι ἦταν γέροντας κι ἔτρεμε ἀπ᾽ τὴν ἀδυναμία, ἀλλὰ σηκωνόταν μόνος του κι ἔφερνε τὸ σταμνάκι σ᾽ ἐμένα καὶ σ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους χωρὶς ἐξαίρεση. Καὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης ἀσκήτευσα καὶ οὔτε ἐκεῖνος μοῦ ζήτησε ποτὲ νὰ κάνω κάτι, ἀλλὰ καὶ τὸ τραπέζι μόνος του τὸ ἔστρωνε καὶ ἔλεγε:
— Ἀδελφέ, ἂν θέλεις ἔλα γιὰ φαγητό.
Κι ἐγὼ τοῦ ἔλεγα:
— Ἀββᾶ, ἦρθα κοντά σου γιὰ νὰ ὠφεληθῶ, γιατί δὲν ζητᾶς τίποτα ἀπὸ ΄μένα;
Ἀλλὰ ὁ γέροντας ἔμενε σιωπηλός. Ἔτσι ἔφυγα καὶ ζήτησα τὴ συμβουλὴ τῶν γερόντων. Οἱ γέροντες λοιπὸν ἦρθαν καὶ τοῦ εἶπαν:
— Ἀββᾶ, ἦρθε ὁ ἀδελφὸς κοντὰ στὴν ἁγιοσύνη σου γιὰ νὰ ὠφεληθεῖ, γιατί ποτὲ δὲν τοῦ ζητᾶς τίποτα;
Καὶ ὁ γέροντας τοὺς ἀπαντάει:
— Μήπως εἶμαι κοινοβιάρχης γιὰ νὰ τὸν διατάξω; Ἐγὼ ποτὲ δὲν τοῦ λέω τίποτα, ἀλλὰ ἐὰν θέλει, ὅ,τι μὲ βλέπει νὰ κάνω ἂς τὸ κάνει κι αὐτός.
Ἀπὸ τότε λοιπὸν προλάβαινα κι ἔκανα ὅτι ἔβλεπα ὅτι πήγαινε νὰ κάνει ὁ γέροντας. Ἐκεῖνος πάλι ὅποτε ἔκανε κάτι τὸ ἔκανε σιωπηλά. Καὶ τοῦτο μὲ δίδαξε, νὰ κάνω τὸ ἔργο μου σιωπηλά.

Ἀββᾶς Ἰάκωβος
ΕΙΠΕ ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος:
— Πιὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ ξενιτευθεῖ κανεὶς παρὰ νὰ φιλοξενεῖ.

Ἀββᾶς Ποιμήν
ΕΛΕΓΕ ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ:
Εἴμαστε μὲ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅταν ἀποκάλεσε τὸν Ἀγάθωνα ἀββᾶ. Καὶ τοῦ λέμε
— Εἶναι νεαρός• γιατί τὸν ὀνομάζεις ἀββᾶ;
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε:
— Τὸ στόμα του τὸν ἔκανε νὰ ὀνομάζεται ἀββᾶς.

Ἀββᾶς Ρωμαῖος
Ο ΙΔΙΟΣ εἶπε γιὰ ἕνα γέροντα, ποὺ εἶχε καλὸ μαθητὴ καὶ ἀπὸ περιφρόνηση τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ μὲ τὴ μηλωτή του. Ὁ ἀδελφὸς ὅμως κάθησε ἔξω κι ἔκανε ὑπομονή. Ὅταν ἄνοιξε ὁ γέροντας τὸν εἶδε νὰ κάθεται ἐκεῖ καὶ τοῦ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας:
— Πάτερ, ἡ ταπείνωση τῆς μακροθυμίας σου νίκησε τὴν ἀπροσεξία μου. Ἔλα μέσα• ἀπὸ τώρα ἐσὺ εἶσαι ὁ γέροντας καὶ ὁ πατέρας, κι ἐγὼ ὁ νέος κι ὁ μαθητής.

Μέγας Ἀθανάσιος
ΑΝ ΟΣΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ γύρω μας εἶναι ἔργα τοῦ κακοῦ, τότε ποιό εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ἀγαθοῦ; Γιατὶ τίποτε ἄλλο δὲν βλέπουμε παρὰ μόνο τὴν κτίση τοῦ Δημιουργοῦ. Καὶ πῶς θὰ ξέραμε ὅτι ὑπάρχει ὁ ἀγαθὸς ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἔργα δικά του μὲ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε; Γιατὶ ἀπὸ τὰ ἔργα του γνωρίζουμε τὸν δημιουργό. Καὶ τέλος, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχουν δύο ὄντα τελείως ἀντίθετα μεταξύ τους καὶ τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὰ χωρίζει, ἔτσι ὥστε νὰ βρίσκεται τὸ ἕνα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο; Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο μαζὶ ἀφοῦ τὸ ἕνα ἀναιρεῖ τὸ ἄλλο. Καὶ οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο ἀφοῦ ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν ἔχουν τίποτα κοινὸ καὶ δὲν ἑνώνονται.

Ὅσιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής
Ο,ΤΙ ΚΑΛΟ θυμᾶσαι, κάνε το• καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν θυμᾶσαι θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Μὴ παραδώσεις ἀπερίσκεπτα στὴ λησμοσύνη τὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ.

ΜΗ ΛΕΣ ὅτι ἔχεις ἀποκτήσει κάποια ἀρετὴ χωρὶς θλίψη• δὲν ἔχει δοκιμαστεῖ ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀπόκτησες εὔκολα.

ΠΟΛΛΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ τῶν ἄλλων εἶναι γιὰ τὸ καλό μας• τίποτα ὅμως δὲν εἶναι πιὸ ὠφέλιμο γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τὴ δική του γνώμη.

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ νὰ γιατρευτεῖς φρόντισε τὴ συνείδησή σου, ὅ,τι σοῦ λέει κάνε το, καὶ θὰ βρεῖς τὸ φάρμακο.

ΤΑ ΚΡΥΦΑ κάθε ἀνθρώπου τὰ γνωρίζει ὁ Θεὸς καὶ ἡ συνείδηση• ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο καθένας ἂς διορθώνεται.

ΟΠΟΙΟΣ ΕΞΥΒΡΙΖΕΙ τὴ φρόνηση καὶ περηφανεύεται γιὰ τὴν ἀμάθειά του, δὲν εἶναι μόνο στὰ λόγια ἀνίκανος ἀλλὰ καὶ στὴ γνώση.

ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ἄλλο ἡ σοφία στὰ λόγια καὶ ἄλλο ἡ φρόνηση, ἔτσι διαφέρουν ἡ ἀνικανότητα στὰ λόγια καὶ ἡ ἀφροσύνη.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ νὰ προσεύχεσαι μὲ εὐλάβεια γιὰ τὸν πλησίον σου παρὰ νὰ τὸν ἐλέγχεις γιὰ κάθε ἁμάρτημά του.

ΑΝ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΟΥΝ ἄσχημα, μὲ τὸν ἑαυτό σου νὰ ὀργίζεσαι, ὄχι μὲ τὸν ἄλλον• γιατὶ ἂν εἶναι πονηρὴ ἡ ἀκοή, πονηρὰ θὰ ἀπαντήσεις.

ΑΛΛΟ ΕΙΝΑΙ ἡ ἐκτέλεση μιᾶς ἐντολῆς καὶ ἄλλο ἡ ἀρετή, ἂν καὶ ξεκινοῦν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ κάνουν τὸ καλό.

ΠΑΝΤΟΤΕ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ νὰ κάνεις τὸ καλό, καὶ ὅταν χρειάζεται τὸ μεγαλύτερο ἐσὺ νὰ μὴ στρέφεσαι στὸ μικρότερο• γιατὶ ὅπως λέει ἡ Γραφὴ ὅποιος κοιτάει πίσω δὲν εἶναι κατάλληλος γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ σχεδὸν δὲν μπορεῖ νὰ διαχειριστεῖ οὔτε αὐτὰ ποὺ ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του. Ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρίζει τὴν υἱοθεσία.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ κακὸ εἶναι ἡ ἄγνοια• δεύτερη ἀκολουθεῖ ἡ ἀπιστία.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ταπεινοφροσύνη ἡ καταδίκη τῆς συνείδησής μας ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπίγνωση τῆς συμπάθειάς Του.

Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς
ΤΟ ΚΑΚΟ δὲν ὑπάρχει στὴ φύση, οὔτε εἶναι κανεὶς πλασμένος κακός• τίποτε κακὸ δὲν δημιούργησε ὁ Θεός. Ὅταν κάποιος ἐπιθυμήσει στὴν καρδιά του τὸ κακὸ καὶ δώσει ἔτσι ὑπόσταση στὸ ἀνυπόστατο, τότε ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει, ὅπως ἀκριβῶς τὸ θέλησε αὐτὸς ποὺ τὸ δημιουργεῖ. Πρέπει ἑπομένως νὰ φροντίζουμε πάντοτε νὰ ἔχουμε στὴ μνήμη μας τὸν Θεό καὶ νὰ πολεμοῦμε τὴ συνήθεια γιὰ τὸ κακό. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει γιατὶ ἡ φύση τοῦ καλοῦ εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴ συνήθεια γιὰ τὸ κακό, ἀφοῦ τὸ καλὸ ὑπάρχει ἐνῶ τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνο ὅταν τὸ κάνουμε.

Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΕΣ οἱ τροφὲς ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία• οὔτε τὰ χρήματα ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία• οὔτε ἡ ὁμιλία ἀλλὰ ἡ φλυαρία• οὔτε τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου ἀλλὰ ἡ ὑπερβολή• οὔτε ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς δικούς μας παρὰ μόνο ὅταν γίνεται ἀφορμὴ νὰ μὴν εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεό• οὔτε τὰ ροῦχα ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ σκεπαζόμαστε καὶ νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὸ κρῦο καὶ τὸν καύσωνα, ἀλλὰ τὰ περιττὰ καὶ τὰ πολυτελῆ• οὔτε τὰ σπίτια ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ φυλαγόμαστε ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ μόλις εἶπα καὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, θηρία καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὰ διόροφα καὶ τριόροφα, τὰ μεγάλα καὶ πολυδάπανα• οὔτε ἡ ἰδιοκτησία ἀλλὰ ὅ,τι δὲν ἀνήκει στὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα• οὔτε τὸ νὰ ἔχουν βιβλία βλάπτει ὅσους ἐπιθυμοῦν πολὺ τὴν ἀκτημοσύνη ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ θεοπρεπῆ ἀνάγνωση• οὔτε οἱ φίλοι ἀλλὰ οἱ φίλοι ποὺ δὲν κάνουν καλὸ στὴν ψυχή μας• οὔτε ἡ γυναίκα εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ πορνεία• οὔτε ὁ πλοῦτος ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία• οὔτε τὸ κρασὶ ἀλλὰ ἡ μέθη• οὔτε ἡ φυσιολογικὴ ὀργή, ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε ἐναντίον τῆς ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας• οὔτε ἡ ἐξουσία ἀλλὰ ἡ ἀρχομανία• οὔτε ἡ δόξα ἀλλὰ φιλοδοξία καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ἡ κενοδοξία• οὔτε ἡ ἀρετὴ ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι δική μας• οὔτε ἡ γνώση ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε πὼς εἴμαστε γνωστικοὶ καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ν᾽ ἀγνοοῦμε τὴν ἄγνοιά μας• οὔτε ἡ ἀληθινὴ γνώση ἀλλὰ ἡ ἀπατηλή• οὔτε ὁ κόσμος εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ τὰ πάθη• οὔτε ἡ φύση ἀλλὰ οἱ διαστροφές• οὔτε ἡ ὁμόνοια, ἀλλὰ ἡ ὁμόνοια τῶν κακοποιῶν κι ἐκείνη ποὺ δὲν βοηθάει στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς• οὔτε τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀλλὰ ἡ κακὴ χρήση τους• γιατὶ ἡ ὅραση δὲν μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ βλέπουμε ὅσα δὲν πρέπει ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸν Δημιουργὸ βλέποντας τὰ κτίσματά του καὶ νὰ προοδεύουμε σύμφωνα μὲ τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας• οὔτε ἡ ἀκοὴ γιὰ ν᾽ ἀσχολούμαστε μὲ συκοφαντίες καὶ ἀνοησίες ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ κάθε φωνή, ἀνθρώπων, πτηνῶν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Ποιητή τους• οὔτε ἡ ὄσφρηση γιὰ νὰ γίνει μαλθακὴ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ χάνει τὸ φρόνημά της μέσα στ᾽ ἀρώματα, ὅπως λέει ὁ Θεολόγος, ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀναπνέουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὸν ἀέρα ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε γι᾽ αὐτό• γιατὶ χωρὶς τὸν ἀέρα κανένα σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει οὔτε ἀνθρώπου οὔτε ζώου (...) Καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια δὲν μᾶς δόθηκαν γιὰ νὰ κλέβουμε καὶ ν᾽ ἁρπάζουμε καὶ νὰ κτυποῦμε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε στὶς θεάρεστες ἐργασίες• οἱ πιὸ ἀδύναμοι στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ δίνουν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ βοηθοῦν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη κι ἔτσι νὰ τελειοποιοῦνται, καὶ οἱ ἰσχυρότεροι στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα γιὰ ν᾽ ἀσκοῦν ἀκτημοσύνη καὶ νὰ μιμοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἅγιους μαθητές Του καὶ γιὰ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ θαυμάζουν πῶς ὑπάρχει καὶ στὰ μέλη μας ἡ σοφία Του. Καὶ πῶς τὰ χέρια αὐτὰ καὶ τ᾽ ἀδύναμα δάκτυλά μας μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανὰ γιὰ κάθε ἐπιστήμη καὶ ἐργασία, γραφὴ καὶ δεξιότητα• ἀπ᾽ ὅπου προέρχεται ἡ γνώση τῶν ἀναρίθμητων τεχνῶν καὶ γραφῶν, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν διαφόρων φαρμάκων, τόσων γλωσσῶν καὶ γραμμάτων• καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει καὶ γίνονται καὶ θὰ γίνουν εἶναι δῶρα ποὺ μᾶς ἔχουν δοθεῖ καὶ μᾶς δίνονται συνεχῶς, ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιβιώνουμε σωματικὰ καὶ νὰ σωθοῦμε ψυχικά, ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε σύμφωνα μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν μέσα ἀπ᾽ αὐτὰ τὸν δοξάζουμε μὲ ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη. Διαφορετικὰ ξεπέφτουμε καὶ καταστρεφόμαστε καὶ ὅλα στὴ ζωὴ αὐτὴ μᾶς ὁδηγοῦν στὴ θλίψη, ἀλλὰ καὶ σὲ αἰώνια κόλαση στὴ μέλλουσα ζωή, ὅπως ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ.

Να πως δοκίμαζαν τους υποτακτικούς των οι παλαιοί άγιοι Γέροντες, ώσπου να μορφωθούν μέσα τους οι αρετές του Χριστού και πάνω απ' όλες η ταπεινοφροσύνη. Το ακόλουθο περιστατικό μας το διηγείται ο Όσιος Κασσιανός:
Ένα αρχοντόπουλο από την πόλη πήγε σ' ένα γειτονικό Κοινόβιο και ζήτησε να γίνει Καλόγερος. Ο Ηγούμενος, για να τον δεχτεί, του έκανε αυτή τη δοκιμασία: Του φόρεσε κουρέλια, του φόρτωσε στην πλάτη καμιά εικοσαριά πανέρια και τον έστειλε να τα πουλήσει στην πόλη. Τον πρόσταξε να μην τα δώσει όλα μαζί σε κανένα μαγαζί, μα ένα-ένα, γυρνώντας και διαλαλώντας το εμπόρευμα του στους πιο κεντρικούς δρόμους.
Το αρχοντόπουλο έκανε κατά γράμμα την προσταγή του Ηγουμένου του. Έτσι τον είδαν οι συγγενείς κι' οι φίλοι του και τον ρεζίλεψαν με την καρδιά τους. Μα σαν γύρισε το βράδυ στο Κοινόβιο, ο Αββάς τον κούρεψε αμέσως μοναχό. Ήταν άξιος, γιατί έδειξε ταπεινοσύνη.

Ένας νέος Μοναχός ρώτησε κάποιο γέροντα, πώς θα μπορούσε να γίνει μωρός για την αγάπη του Χρίστου. Εκείνος τότε του διηγήθηκε αυτό το περιστατικό:
Ένας γείτονας μου Ερημίτης περιμάζεψε ένα εγκαταλειμμένο παιδί στην καλύβα του και το μεγάλωσε. Μια μέρα τον άκουσα να το συμβουλεύει:
— Αν τύχη να σε βρίσει κανείς, Γάιε μου, εσύ ευλόγησε τον. Όταν σε προσκαλέσουν σε τραπέζι, φάγε τα χειρότερα κι' άφησε για τους άλλους τα καλλίτερα. Αν πρέπει να διάλεξης μόνος τα φορέματα σου, προτίμησε τα παλιά κι' άφησε στους άλλους τα καινούργια. Αν σε στείλουν...
Δεν πρόφτασε να τελείωση τη φράση του ο Γέροντας, το παιδί βιάστηκε να τον διακόψει:
— Μα για κουτό με περνάς, Άββά, να κάνω όλα τούτα που μου αραδιάζεις;
— Ναι, παιδί μου, αποκρίθηκε ο καλός Άββάς, γίνε μωρός, για την αγάπη του Χριστού μας, να βρεις γαλήνη στη ζωή σου.

Θέλοντας να βεβαιωθούν οι Γέροντες, αν πραγματικά ήταν τόσο ταπεινός και πράος ο Αββάς Αγάθων, όσο τουλάχιστον φημιζόταν, πήγαν μια μέρα τάχα θυμωμένοι στο κελί του και του φώναξαν:
— Εσύ είσαι ο Αγάθων, ο φαύλος και υπερήφανος;
— Ναι, Πατέρες μου, τέτοιος είμαι, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς καν να ταραχτεί.
— Και τολμάς να φλυαρείς και να κατακρίνεις τους αδελφούς; εξακολούθησαν οι άλλοι.
— Δίκιο έχετε, αλλά παρακαλέστε τον Θεό να μ' ελεήσει, είπε πάλι ο ταπεινός Αγάθων.

Τρεις ευσεβείς νέοι, φίλοι μεταξύ τους, ακολούθησαν τρεις διαφορετικούς δρόμους για την αγάπη του Χριστού.
Ο ένας αποφάσισε ν' αφιέρωσει τη ζωή του στο να συμφιλιώνει μεταξύ τους τους εχθρούς και αντιπάλους. Τον συγκινούσε βαθειά το έργον του ειρηνοποιού.
Ο άλλος, δοσμένος ολόψυχα στην αγάπη του πλησίον, πήγαινε βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχισμένους.
Ο τρίτος, φλογερός εραστής της ησυχίας, πήγε στην έρημο να ζήσει ξένος κι' άγνωστος ανάμεσα στους ασκητές και ερημίτες.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο πρώτος, αηδιασμένος απ τις δολοπλοκίες, τις αντιθέσεις, τις διαμάχες των ανθρώπων, που δεν είχαν ποτέ σταματημό, πήγε να βρει το σύντροφο του να δεί μήπως εκείνος είχε πιο επιτυχία στο έργο του. Αλλά κι' εκείνος ήταν απογοητευμένος. Η δυστυχία κι η κακομοιριά των συνανθρώπων του ήταν τόσο μεγάλη που δεν έφθανε να την ανακούφιση, καθώς ήθελε. Κι οι δύο μαζί τότε ξεκίνησαν να συναντήσουν τον παλιό τους φίλο να δουν τί κέρδος είχε εκείνος από την ξενιτεία του. Τον βρήκαν στο ερημητήριο του κι' αφού του διηγήθηκαν τα βάσανα τους, τον ρώτησαν τί απόκτησε ζώντας τόσα χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Εκείνος αντί να τους αποκριθεί με λόγια, έκανε τούτο το παράξενο: Πήρε ένα δοχείο, το γέμισε νερό κι' είπε στους φίλους του να κοιτάξουν μέσα.
— Βλέπετε τίποτε; τους ρώτησε.
— Νερό ταραγμένο.
Ύστερα από λίγο, όταν το νερό είχε ηρεμήσει πια, τους είπε να ξανακοιτάξουν μέσα.
— Τί βλέπετε;
— Τα πρόσωπα μας, αποκρίθηκαν εκείνοι.
— Να, λοιπόν, τί απόκτησα στην ηρεμία της ερήμου, είπε τότε ο ησυχαστής. Βλέπω κάθε μέρα και γνωρίζω καλλίτερα τον εαυτό μου, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μου. Αγωνίζομαι να διορθωθώ και ποτέ δεν ένοιωσα κόπο κι' απογοήτευση.
Οι άλλοι δύο συμφώνησαν πώς ο ερημίτης είχε δίκαιο.

Όσο κι' αν κοπιάσεις να σπείρεις στο δρόμο που πατιέται, χλωρό φύλλο δε φυτρώνει• άλλο τόσο κι' αν μοχθήσεις να καλλιεργήσεις καρδιά βαρυμένη με βιοτικές μέριμνες, άδικα κοπιάζεις• αδύνατον είναι να βλάστηση αρετές. Γι' αυτό οι Πατέρες διάλεξαν την ξενιτεία, λέγει κάποιος Αββάς.

Όταν έπαψαν οι Εβραίοι ν' ασχολούνται με τις δουλειές των Αιγυπτίων, κι' έμειναν στις σκηνές, έμαθαν πώς να λατρεύουν τον Θεό, λέγει σοφός Πατήρ. Και τα πλοία, όχι στο πέλαγος, αλλά στο λιμάνι εμπορεύονται και κερδίζουν. Το ίδιο κι' η ψυχή, αν δεν πάψη ν' ασχολείται με τα πράγματα του κόσμου και δε μείνει σε τόπο ήσυχο, ούτε τον Θεό βρίσκει, ούτε αρετές αποκτά.

Αληθινή ξενιτεία είναι να γνωρίζει να συγκρατεί ο άνθρωπος τη γλώσσα του όπου κι' αν βρίσκεται, έλεγε ο Αββάς Τιθόης.

Σ' ένα νέο, που είχε αποφασίσει να μονάσει σε Κοινόβιο, ο Αββάς Ποιμήν έδωσε την ακόλουθη συμβουλή:
— Αν θέλεις, αδελφέ, να γίνεις καλός μοναχός και μάλιστα κοινοβιάτης, κράτησε καλά στο νου σου αυτά τα δύο: Πρώτον, απόφευγε τις περιττές κουβέντες, και, δεύτερον, μην απόκτησης ποτέ δικό σου πράγμα, ούτε μικρό λαγήνι για νερό, και θα είσαι σ' όλη σου τη ζωή αναπαυμένος.

Ένας από τους παλαιότερους Πατέρας συνήθιζε να λέγει πως πολλοί από τούς Μοναχούς μοίρασαν τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς, άφησαν γονείς και φίλους και κλείστηκαν στα Μοναστήρια για την αγάπη του Χριστού. Κατόρθωσαν τα πιο μεγάλα, μα νικήθηκαν στα μικροπράγματα κι' έγιναν παιγνίδι στα χέρια του διαβόλου. Κι' όλα αυτά συνέβησαν, γιατί καταπάτησαν την υπόσχεση της ακτημοσύνης, κρατώντας στο κελί τους σακούλια με ξηρούς καρπούς, καλαθάκια με οπωρικά, βελόνες, ψαλίδια ή ζώνες. Δεν καταλαβαίνουν οι δυστυχείς πως μ' αυτόν τον τρόπο ακολουθούν τον Ανανία και τη Σαπφείρα των Πράξεων.

Αγάπα, αδελφέ, τα φτωχικά ενδύματα, αν θέλεις να διώξεις από την καρδιά σου την υψηλοφροσύνη. Όποιος αγαπά την πολυτέλεια, είναι αδύνατο να απόκτηση ταπεινοσύνη. Είναι φυσικό να διαμορφώνεται ο εσωτερικός άνθρωπος σύμφωνα με τον εξωτερικό.

Ο Αββάς Παμβώ θέλει τον μοναχό ντυμένο με τέτοια ρούχα, που, αν τα πετάξει στο δρόμο, να μη καταδεχτούν ούτε οι ζητιάνοι να τα πάρουν.

Κάποιος πλούσιος χριστιανός επισκέφτηκε κάποτε έναν Ερημίτη και, φεύγοντας, του πρόσφερε ένα γερό φιλοδώρημα. Εκείνος όμως με κανένα τρόπο δεν ήθελε να το δεχτεί.
— Πάρε το, Αββά, τον παρακαλούσε ο επισκέπτης, και μοίρασέ το στους φτωχούς.
— Αυτό είναι διπλή ντροπή για μένα, τέκνον μου, του αποκρίθηκε ο Γέροντας, να παίρνω χωρίς να έχω ανάγκη και να κενοδοξώ μοιράζοντας τα ξένα ελεημοσύνη.

Αν δώσεις ελεημοσύνη, λέγει άλλος Γέροντας, κι ο λογισμός σε θλίβει πως έδωσες πολύ, μη δίνης προσοχή σ' αυτόν, γιατί είναι σατανικός. Καλλίτερα όμως για σένα είναι να ζεις με τόση ακτημοσύνη, πού να έχεις ανάγκη από τους άλλους να σ' ελεούν. Εκείνος πού δίνει, έχει την ικανοποίηση πως κάνει κάτι καλό. Αλλ' όποιος στερείται και δεν έχει ποτέ να δώσει κάτι, αποκτά ταπεινοσύνη με τη σκέψη πως ποτέ δεν κάνει τίποτε καλό. Έτσι έζησαν οι Πατέρες μας. Μ' αυτόν τον τρόπο βρήκε τον Θεό ο Μέγας Αρσένιος.

Επαινούσαν οι Πατέρες την ακτημοσύνη και την αφιλοχρηματία του Αββά Αγάθωνος και του υποτακτικού του. Όταν κατέβαιναν στην αγορά να πουλήσουν το εργόχειρο τους έλεγαν μία φορά την τιμή στον αγοραστή. Αν εκείνος άρχιζε τα παζαρέματα, αυτοί σώπαιναν και τον άφηναν να του δώσει όσα ήθελε. Αν πάλι είχαν ανάγκη οι ίδιοι να αγοράσουν κάτι, έδιναν αμέσως τα χρήματα που τους ζητούσαν, χωρίς να βγάλουν λέξη από το στόμα τους.

Ένας σοφός Γέροντας, στον οποίον πήγαιναν πολλοί για συμβουλές, συνήθιζε να λέγει:
— Πόσο καλλίτερα θα ήταν για μένα να διδάσκομαι παρά να κάνω το δάσκαλο στους άλλους.

— Ποιό είναι το έργο του Μοναχού; ρώτησε μια μέρα το νεαρό υποτακτικό του ο Όσιος Μακάριος.
— Συ ρωτάς εμένα, Αββά; είπε ντροπαλά ο νέος.
— Γιατί όχι; αποκρίθηκε ο Όσιος. Μυαλό έχεις να σκεφτείς.
— Νομίζω πως ο Μοναχός δεν έχει άλλο έργο ανώτερο από το να βιάζει διαρκώς τον εαυτό του να κάνη το καλό, είπε τότε ο υποτακτικός.
Ο Γέροντας συμφώνησε πως ήταν πολύ ορθή η απάντηση του.

Τι είναι ταπείνωσις, Αββά; ρώτησαν κάποιον Γέροντα οι αδελφοί της σκήτης.
— Ταπείνωσις, παιδιά μου, αποκρίθηκε εκείνος, είναι να σού φταίξει ο άλλος και συ να τον συγχωρέσεις παρ'ευθύς, χωρίς να περιμένεις να σου ζητήσει συγγνώμη.
Πιο σύντομο δρόμο για τον Ουρανό από την ταπεινοσύνη δε μπορείς να βρεις, έλεγε άλλος Πατήρ.

Δύο Επίσκοποι σε γειτονικές επαρχίες, ο ένας πλούσιος και ισχυρός, ο άλλος φτωχός και ταπεινός, παρεξηγήθηκαν κάποτε γι' ασήμαντη αφορμή. Από τότε ζητούσε ο πλούσιος ευκαιρία να εκδικηθεί το φτωχό. Εκείνος όμως δε φοβήθηκε κι' έλεγε συχνά στους κληρικούς του:
— Κάνετε υπομονή, Αδελφοί, εμείς θα νικήσουμε στο τέλος.
Σ' ένα μεγάλο πανηγύρι, που ο πλούσιος Επίσκοπος με πομπή ατέλειωτη λιτάνευε την εικόνα του Αγίου που γιόρταζε, ο γείτονάς του πήρε όλους τους κληρικούς του και πήγε στην επαρχία του.
— Θα κάνετε ότι κάνω εγώ, τους είχε ειπεί, και σήμερα, με τη δύναμη του Θεού, θα τον νικήσουμε.
— Τί έχει στο νου του τάχα να κάνη; έλεγαν με απορία εκείνοι μεταξύ τους.
Σαν έφτασαν στη γειτονική πόλη, η πομπή βρισκόταν στον πιο κεντρικό δρόμο. Τότε ο ταπεινός Επίσκοπος, με όλο του τον κλήρο, έπεσε στα πόδια του αντιπάλου του και είπε δυνατά για ν' ακουστεί απ' όλους:
— Συγχώρεσέ μας, δέσποτα, δούλοι σου είμαστε όλοι.
Ό ισχυρός Επίσκοπος εκάμφθηκε και, διώχνοντας τη σκληρότητα από την καρδιά του, αγκάλιασε τον αδελφό του και του είπε ταπεινά:
— Σύ είσαι Πατέρας και δεσπότης μου.
Από την ήμερα εκείνη απόκτησαν μεγάλη φιλία μεταξύ τους.
Δεν σας έλεγα, τέκνα μου, πως θα τον νικήσουμε; έλεγε ο φτωχός Επίσκοπος στους κληρικούς του. Η ταπεινοσύνη είναι αληθινή δύναμη στη ζωή.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Απο το γεροντικο
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Παρ 13 Ιούλ 2018, 11:19 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10996
Το Μίσος και η Μνησικακία

Του άββά Ισαάκ


ΝΑ ΜΗ μισήσεις τον αμαρτωλό, γιατί όλοι είμαστε ένοχοι. Και αν τον αποδοκιμάζεις από ζήλο Θεού, να κλάψεις για χάρη του. Να μη μισήσεις τον ίδιο, αλλά τις αμαρτίες του.

Για τον ίδιο να προσευχηθείς, κι έτσι θα μοιάσεις στο Χριστό, πού δεν αγανακτούσε εναντίον των αμαρτωλών, αλλά προσευχόταν πολύ γι’ αυτούς· έκλαψε μάλιστα Και για την Ιερουσαλήμ (Ματθ. 23:37. Λουκ. 13:34).

Αφού, άλλωστε, κι εμάς μας ξεγελάει σε πολλές περιπτώσεις ο διάβολος, γιατί να μισήσουμε Και ν’ αποστραφούμε εκείνον πού, κατά την αντίληψη μας, εξαπατήθηκε από τον κοινό μας εχθρό;

Αν μισείς τον αμαρτωλό για τούτο, ότι δηλαδή δεν είναι, κατά τη γνώμη σου, ενάρετος, δείχνεις έτσι ότι κι εσύ αμαρτωλός είσαι, Αφού δεν έχεις αγάπη. Και οποίος δεν έχει αγάπη, δεν έχει μαζί του Και το Θεό· γιατί ο Θεός είναι προπαντός αγάπη (Α’ Ίω. 4:8,16).

Να μη μισείς λοιπόν Και να μην κατατρέχεις τον αμαρτωλό, αλλά, με τη συμπάθεια (πού θα του δείξεις), να γίνεις κήρυκας της αγαθοσύνης του Θεού, ο Όποιος, μολονότι είσαι ανάξιος, σε φροντίζει. Δεν σε παραμελεί ούτε σε αποστρέφεται ούτε σε τιμωρεί για τα πολλά Και μεγάλα σου αμαρτήματα.

Μιμήσου λοιπόν κι εσύ, όσο μπορείς, την ευσπλαχνία Του και την αγαθότητα Του, και γίνε σπλαχνικός απέναντι στο συνδουλό σου, ώστε, με τη μικρή δική σου συμπάθεια, να πάρεις σαν αμοιβή από το Θεό την απροσμέτρητη συμπάθεια Του.

Από το Γεροντικό

Ό άββάς Μακάριος είπε:

Αν θυμόμαστε τα κακά πού μας κάνουν οι άνθρωποι, αχρηστεύουμε μέσα μας τη δύναμη της μνήμης του Θεού. «Αν όμως δεν θυμόμαστε τα κακά πού υποφέρουμε, θα μείνουμε ανίκητοι από τους δαίμονες.

Ένας γέροντας είπε:
Αυτός πού κλέβει ή λέει ψέματα ή κάνει οποιαδήποτε άλλη αμαρτία, πολλές φορές, αμέσως μετά τη διάπραξη της, αναστενάζει και κατηγορεί τον εαυτό του και έρχεται σε μετάνοια.

Εκείνος όμως πού έχει μνησικακία στην ψυχή του, και όταν τρώει και όταν κοιμάται και όταν βαδίζει, κατατρώγεται σαν από σαράκι και έχει πάντα την αμαρτία του αχώριστο σύντροφο.

Ή προσευχή του γίνεται κατάρα και οι κόποι του όλοι πάνε χαμένοι, έστω κι αν χύσει το αίμα του για το Χριστό.

Δυο αδελφοί, πού πιάστηκαν σε καιρό διωγμού, οδηγήθηκαν στα βασανιστήρια. Αφού λοιπόν τους βασάνισαν μια φορά, τους έριξαν στη φυλακή.

Από δαιμονική ενέργεια όμως δημιουργήθηκε ανάμεσα τους μια παρεξήγηση και ψυχρότητα. Ό ένας τους μεταμελήθηκε γρήγορα κι έβαλε μετάνοια στον αδελφό του, λέγοντας:

Αύριο πρόκειται να θανατωθούμε. Ας λύσουμε λοιπόν την έχθρα κι ας κάνουμε αγάπη. Μα ο άλλος δεν μαλάκωνε. Την επόμενη μέρα, αφού οδηγήθηκαν και πάλι στο δικαστήριο, βασανίστηκαν. και εκείνος πού δεν δέχθηκε τη μετάνοια του αδελφού, νικήθηκε με το πρώτο χτύπημα! Τον ρωτάει λοιπόν ο άρχοντας:

Γιατί χθες, ενώ τόσο πολύ βασανίστηκες, δεν υποχώρησες; Επειδή χθες, απάντησε εκείνος, ήμουν αγαπημένος με τον αδελφό μου, και γι’ αυτό με δυνάμωνε ή χάρη του Θεού. Σήμερα όμως, πού του κράτησα μνησικακία, έφυγε από πάνω μου ή σκέπη και ή ενίσχυση του Θεού.

Του αββά Ησαΐα.
Αν ένας αδελφός σου κάνει κακό και τον κατηγορήσει κάποιος μπροστά σου, φύλαξε την καρδιά σου, για να μην ανανεωθεί μέσα σου ή κακία. Θυμήσου αμέσως τις αμαρτίες πού έχεις κάνει ενώπιον του Θεού και πού θέλεις να σου συγχωρηθούν, και μην ανταποδώσεις (το κακό) στον πλησίον σου.

Αν ακούσεις ότι κάποιος είπε κακό λόγο για σένα, και τον συναντήσεις κάπου ή σε επισκεφθεί, δώσε, όσο μπορείς, στο πρόσωπο σου έκφραση πρόσχαρη και καλοσυνάτη και μην του πεις τίποτε άπ’ όσα άκουσες. Γιατί είναι γραμμένο: «»Ος μνησικακεί, παράνομος» (Παροιμ. 21:24).

Του αββά Μάρκου

Ή κακία, όταν τη μελετάει κανείς με τη σκέψη του, αποθρασύνει την καρδιά· όταν όμως την καταπολεμεί με την εγκράτεια και την ελπίδα, τότε τη συντρίβει.

Του αγίου Μαξίμου
Η λύπη είναι στενά συνδεδεμένη με τη μνησικακία. Όταν ο νους φέρνει μπροστά του το πρόσωπο του αδελφού και αισθάνεται λύπη, είναι φανερό ότι έχει μνησικακία εναντίον του.

Οι δρόμοι όμως των μνησίκακων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο (Παροιμ. 12:28), γιατί κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του θείου νόμου (Παροιμ. 21:24).

Αν εσύ έχεις μνησικακία εναντίον άλλου, να προσεύχεσαι γι’ αυτόν, και σταματάς έτσι την κίνηση του πάθους, γιατί με την προσευχή απομακρύνεται ή λύπη από τη θύμηση του κάκου πού σου έκανε. Όταν μάλιστα αποκτήσεις αγάπη και φιλανθρωπία, θα εξαφανίσεις εντελώς το πάθος από την ψυχή σου.

Αν πάλι κάποιος άλλος μνησικακεί εναντίον σου, να γίνεις ευεργετικός και ταπεινός απέναντι του, να τον καλείς σε γεύμα, να τον κάνεις παρέα, να συζητάς μαζί του, κι έτσι θα τον απαλλάξεις από το πάθος.

Του αγίου Εφραίμ
Ό καπνός διώχνει τις μέλισσες και ή μνησικακία την (πνευματική) γνώση από την καρδιά. Να προσεύχεσαι στον Κύριο και να χύνεις δάκρυα μπροστά στην αγαθότητα Του, «ως θυμίαμα ενώπιον αυτόν» (πρβλ. Ψαλμ. 140:2), και ή μνησικακία να μη βρίσκει θέση στην ψυχή σου.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Απο το γεροντικο
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Τετ 08 Αύγ 2018, 10:38 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10996
Διάφορες διηγήσεις που μας ενθαρρύνουν για υπομονή και ανδρεία

Εκ του Μεγάλου Γεροντικού


Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν: «Πες μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε». Και ο Γέροντας τους λέει: «Ακούσατε τι λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή». Αλλά αυτοί είπαν: «Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε». Και ο Γέροντας τους είπε: «Το Ευαγγέλιο λέει: Αν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο». «Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό». «Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα». «Ούτε αυτό μπορούμε» του απαντούν. Ξαναμιλάει ο Γέροντας: «Εάν ούτε αυτό μπορείτε, μην ανταποδίδετε τα ίσα». Λένε πάλι: «Ούτε αυτό μπορούμε». Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στο μαθητή του: «Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τι να σας κάνω;»

2. Ένας αδελφός ανέφερε στον αββά Αγάθωνα το πρόβλημά του: «Μου δόθηκε μια εντολή -είπε- και θα έχω πειρασμό εκεί όπου θα εκτελέσω την εντολή. Δηλαδή θέλω να πάω, γιατί μου δόθηκε εντολή, αλλά φοβούμαι τον πειρασμό».
Και ο Γέροντας του λέει: «Εάν ήταν ο Αγάθων στη θέση σου, θα εκτελούσε την εντολή και τον πειρασμό θα τον νικούσε».

3. Είπε ο αββάς Αμμωνάς: «Δεκατέσσερα χρόνια έκανα στη Σκήτη, παρακαλώντας τον Θεό νύκτα και μέρα να μου δώσει τη χάρη του να νικήσω την οργή».

4. Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Τα σημάδια της προκοπής1 του μοναχού στους πειρασμούς φαίνονται».

5. Είπε ο αββάς Βησσαρίων: «Σαράντα ημερονύκτια έμεινα ανάμεσα σε παλιουριές2 όρθιος και χωρίς να κοιμηθώ καθόλου».

6. Ο ίδιος αββάς Βησσαρίων είπε: «Σαράντα χρόνια δεν έπεσα στο πλευρό μου, αλλά κοιμόμουν καθισμένος ή όρθιος».

7. Διηγήθηκαν οι μαθητές του αββά Βησσαρίωνα ότι η ζωή του Γέροντα υπήρξε τέτοια σαν να ‘ταν ένα από τα πουλιά που πετούν στον αέρα ή ψάρι που κολυμπάει στη θάλασσα ή ζώο της στεριάς· έζησε όλη του τη ζωή ατάραχα και αμέριμνα. Δεν είχε καμιά έννοια για σπίτι· δεν φάνηκε να τον διακατέχει επιθυμία να βρεθεί σε κάποιον τόπο, ούτε για να χορτάσει τροφή, ούτε να αποκτήσει στέγη, ούτε να ‘χει μαζί του βιβλία. Είχε εντελώς ξεπεράσει τα σωματικά πάθη.
____________________
1. Δηλαδή ο χαρακτήρας της πνευματικής του ζωής, η γνήσια μοναχική συνείδηση και πράξη, η αρετή του, η κοινωνία του μετά του Θεού στο καμίνι των πειρασμών αναγνωρίζονται.
2. Παλιούρος ή παλιουριά είναι αγκαθωτός φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο. Στην Ελλάδα απαντά ως αυτοφυής θάμνος ύψους 2-3 μέτρων με κίτρινα πολύ μικρά άνθη, γνωστό κοινώς ως παλιούρι ή παλιουριά.



Εκ του Μεγάλου Γεροντικού
Τόμος Β'

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Απο το γεροντικο
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Τετ 08 Αύγ 2018, 10:40 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10996
Περί των οχτώ λογισμών της κακίας

Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος

Φιλοκαλία τόμος Α'

Σύντομη βιογραφία


Ο όσιος πατέρας μας Κασσιανός ο Ρωμαίος ζούσε όταν βασίλευε ο Θεοδόσιος ο Μικρός, γύρω στο έτος 451 μ.Χ. Από τα έργα τα οποία έγραψε, συμπεριλήφθηκαν εδώ ο λόγος «Περί των οχτώ λογισμών» και ο λόγος «Περί διακρίσεως», γιατί σταλάζουν κάθε λογής ωφέλεια και χάρη. Αυτούς τους λόγους τους αναφέρει και ο σοφότατος Φώτιος, λέγοντας στην 157η ανάγνωσή του τα εξής: «Και ο δεύτερος λόγος προς τον ίδιο (τον Κάστορα δηλαδή) απευθύνεται και επιγράφεται «περί των οχτώ λογισμών», περί γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας, κενοδοξίας και υπερηφάνειας. Οι λόγοι αυτοί είναι χρήσιμοι και ωφέλιμοι όσο κανένας άλλος για κείνους που έχουν αναλάβει τον ασκητικό αγώνα... Και τρίτος μικρός λόγος διαβάστηκε... που διδάσκει τι είναι διάκριση και ότι η διάκριση είναι μεγαλύτερη απ' όλες τις αρετές, και από τι γεννιέται αυτή, και ότι κυρίως είναι ουράνια δωρεά κλπ.» Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 29 Φεβρουαρίου, βραβεύοντάς τον με τιμές και εγκώμια.

Εισαγωγικά σχόλια


Ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός, ο επικαλούμενος Ρωμαίος, ανήκει στη χορεία των ασκητικών συγγραφέων. Αφού μόνασε στα μοναστικά κέντρα της Αιγύπτου, έγινε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και αργότερα έκτισε μοναστήρι στη Μασσαλία, στο οποίο έγινε ηγούμενος. Έλαβε μέρος στις ακραίες αντιθέσεις μεταξύ Αυγουστίνου και Πελαγίου, υποστηρίζοντας την ορθόδοξη διδασκαλία, κατά την οποία απορρίπτεται εξίσου τόσο ο απόλυτος προορισμός του πρώτου, όσο και η αυτάρκεια της φύσεως του δευτέρου.

Ο άγιος Κασσιανός -του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 29 Φεβρουαρίου- έγραψε αρκετά έργα ασκητικά, από τα οποία οι έκδοτες της Φιλοκαλίας ξεχώρισαν το λόγο «περί των οκτώ της κακίας λογισμών», που απέστειλε στον επίσκοπο Κάστορα, και τον λόγο «περί διακρίσεως», που έστειλε στο ηγούμενο Λεόντιο. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος λόγος είναι πολύ ωφέλιμοι και στάζουν χάρη, κατά τον άγιο Νικόδημο. Πράγματι πρόκειται για συστηματική μελέτη των «οκτώ λογισμών της κακίας», όπου συμπυκνώνονται η εμπειρία των ασκητών αγίων που βίωσαν τις διάφορες φάσεις των ενεργημάτων των παθών αυτών.

Οι «λογισμοί» κατά βάθος αποτελούν τα θανάσιμα λεγόμενα πάθη, όταν, από την μη σωστή χρήση τους, σταδιακά γίνονται έξεις, αποκτούν δύναμη, στερεώνονται στην ψυχή, αναχωνεύονται με τη νοερή ουσία της και μεταβάλλονται σε «σκληρές ουσίες», κατά την έκφραση του αββά Ισαάκ του Σύρου.

Ο άγιος Κασσιανός προβαίνει στην ανάλυση των «λογισμών» αυτών, ακολουθώντας ορισμένους αγίους Πατέρες που διακρίνουν το πάθος της υπερηφάνειας σε υπηρηφάνεια και κενοδοξία και αριθμούν τα θανάσιμα πάθη σε οκτώ, ενώ άλλοι θεωρούν την κενοδοξία ως μια ενέργεια της υπερηφάνειας και τα αριθμούν σε επτά, όπως έχει πλέον επικρατήσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το περί παθών της ψυχής θέμα αγνοείται από πολλούς και τα πάθη θεωρούνται ως συμφυή με τη φύση της, ενώ πρόκειται για παραφυσικές καταστάσεις, η αφετηρία των οποίων είναι ο λογισμός. Και είναι καταπληκτικό το φαινόμενο, κατά το οποίο μια νοερή ουσία αγαθή, θεόπλαστη «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού», που είναι η ψυχή (μαζί με το σώμα), αποκτάει τα τυραννικά αυτά πάθη εξ αφορμής της σφαλερής χρήσεως της ελευθερίας της.

Φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι τα θανάσιμα πάθη, (θανάσιμα γιατί πεθαίνει πνευματικώς η ψυχή), σχηματίζονται σταδιακά από έννοιες. Όμως είναι γνωστό από την κλασσική φιλοσοφία, ότι είχε γίνει παραδεκτό, πως η συνήθεια, η έξη, δημιουργεί δεύτερη φύση. Σε τελευταία ανάλυση, τα διάφορα πάθη αποτελούν στερεωμένους λογισμούς, που έχουν επαναληφθεί και έχουν βιωθεί. Κλασσικό είναι το απόφθεγμα: «εκ του οράν τίκτεται το εράν». Η επανάληψη μιας σκέψεως, μιας ιδέας, μιας φαντασίας αποκτάει ανάλογη δύναμη, είτε πονηρή είναι είτε αγαθή.

Αλλά για τα αγαθά πάθη δεν γίνεται λόγος από τον άγιο Ιωάννη τον Κασσιανό. Στην υπόψη πραγματεία προβαίνει σε μια διεξοδική ανάλυση των αμαρτωλών παθών ως προς τη γένεσή τους και τη θεραπεία τους, ακολουθώντας την πνευματική και ασκητική παράδοση που θεμελιώνεται στις θείες Γραφές, στις οποίες συνεχώς παραπέμπει. Με τις λεπτές παρατηρήσεις του επάνω στα πάθη, προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στην Εκκλησία.

Η δεύτερη πραγματεία του «Περί διακρίσεως», είναι επίσης μια θαυμάσια έκθεση της σημασίας του χαρίσματος της διακρίσεως. Με αναφορές σε γεγονότα, σε γνώμες των αγίων Πατέρων και σε σχετικά χωρία των αγίων Γραφών, ο άγιος Κασσιανός θεμελιώνει την αναγκαιότητα της διακρίσεως για όλες τις εργασίες της πνευματικής ζωής.

Πρόκειται για μια χαρισματική λειτουργία της ψυχής, χωρίς την οποία όχι μόνον οι αρετές δεν είναι αρετές, αν δεν γίνονται με διάκριση, αλλά και όλες οι πνευματικές εργασίες πέφτουν στο κενό ή υπηρετούν τον εχθρό.

Η διάκριση είναι βέβαια χάρισμα, ως φωτισμός της ψυχής, που διακρίνει τις πλέον λεπτές πλευρές των πνευματικών προβλημάτων. Αλλά αν δεν υπάρχει το χάρισμα, μπορεί η σύνεση να προφυλάξει τον αγωνιζόμενο, σύνεση που συνίσταται στη μετριοπάθεια και την άγρυπνη ανάκριση των διαλογισμών η τη δυσπιστία στους οικείους λογισμούς, που οδηγεί στην ερώτηση των εμπείρων. Είναι η διδασκαλία περί μεσότητας, κατά την οποία εκκλίνει κανείς από τις υπερβολές και τις ελλείψεις. Γι' αυτό και ο Θεολόγος Γρηγόριος έλεγε· «Ορθοδοξείν έστι το αεί σχοινοβατείν». Πάντως εκείνο που σώζει πάντοτε, είναι η ταπείνωση.


Προς τον επίσκοπο Κάστορα περί των οχτώ λογισμών της κακίας.

Αφού πρωτύτερα συντάξαμε τον λόγο «περί διαμορφώσεως των Κοινοβίων», έχοντας το θάρρος στις προσευχές σου, επιχειρούμε πάλι να γράψομε για τους οχτώ λογισμούς της κακίας· της γαστριμαργίας, λέω, και πορνείας, φιλαργυρίας, οργής, λύπης, ακηδίας, κενοδοξίας και υπερηφάνειας.

1. Για την εγκράτεια της κοιλίας

Πρώτα θα κάνω λόγο για την εγκράτεια στα φαγητά, η οποία είναι αντίθετη της γαστριμαργίας, και για τον τρόπο των νηστειών και την ποσότητα των φαγητών. Και αυτά, όχι από τον εαυτό μου, αλλά καθώς παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες. Εκείνοι λοιπόν, δεν έχουν παραδώσει ένα κανόνα νηστείας, ούτε ένα τρόπο της διατροφής, ούτε το ίδιο μέτρο, γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη, είτε λόγω ηλικίας, είτε ασθένειας, είτε καλύτερης συνήθειας του σώματος. Έχουν όμως παραδώσει σε όλους ένα σκοπό, να αποφεύγομε την αφθονία και να αποστρεφόμαστε το χορτασμό της κοιλιάς. Έχουν δει στην πράξη ότι είναι ωφελιμότερο και βοηθά στην καθαρότητα το να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα από το να τρώει κάθε τρεις ή τέσσερις ή εφτά ημέρες. Γιατί λένε, εκείνος που επεκτείνεται υπέρμετρα στη νηστεία, υπέρμετρα κατόπιν τρώει. Και από αυτό, άλλοτε εξαιτίας της υπερβολής της αποχής από την τροφή ατονεί το σώμα και γίνεται πιο απρόθυμο για τις πνευματικές εργασίες, και άλλοτε όταν γεμίσει από το βάρος των τροφών προκαλεί αμέλεια και εξασθένηση της ψυχής. Και πάλι οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν και είδαν ότι δεν είναι για όλους κατάλληλη η διατροφή με χόρτα, ούτε με όσπρια, ούτε όλοι μπορούν να τρέφονται μόνο με ξερό ψωμί. Και άλλος, καθώς είπαν, ενώ τρώει δύο λίτρες ψωμί, πεινά ακόμη, ενώ άλλος τρώει μία λίτρα ή εξ ουγγιές και χορταίνει. Σε όλους λοιπόν, όπως είπα, ένα κανόνα εγκράτειας έχουν παραδώσει, το να μην ξεγελιούνται με το χορτασμό της κοιλιάς, ούτε να παρασύρονται από την ηδονή του λάρυγγα. Γιατί δεν είναι μόνο η διαφορά της ποιότητας των τροφών, αλλά και η ποσότητα που ανάβει τα πυρωμένα βέλη της πορνείας. Γιατί με οποιαδήποτε τροφή όταν γεμίσει η κοιλιά, γεννά το σπόρο της διαφθοράς. Και πάλι δεν είναι μόνο η κραιπάλη του κρασιού που φέρνει μέθη στη διάνοια, αλλά και η αφθονία του νερού και κάθε τροφής η υπερβολική χρήση, τη ζαλίζει και φέρνει νύστα σ' αυτήν. Αιτία της καταστροφής των σοδομιτών δεν ήταν η κραιπάλη του κρασιού και των διαφόρων φαγητών, αλλά η αφθονία του άρτου, κατά τον προφήτη.

Η ασθένεια του σώματος δεν είναι αντίθετη με την καθαρότητα της καρδιάς, όταν δώσομε στο σώμα εκείνα που απαιτεί η ασθένεια, όχι ό,τι θέλει η ηδονή. Τις τροφές τις χρησιμοποιούμε τόσο ώστε να ζήσομε, όχι για να σκλαβωθούμε στις ορμές της επιθυμίας. Η μετρημένη και μέσα σε λογικά όρια τροφή βοηθά στην υγεία του σώματος, δεν αφαιρεί την αγιότητα. Ακριβής κανόνας εγκράτειας, όπως παρέδωσαν οι Πατέρες, είναι να σταματούμε να τρώμε πριν χορτάσομε. Και ο Απόστολος που είπε: «Μη φροντίζετε για τη σάρκα, πως να ικανοποιήσετε τις επιθυμίες της», δεν εμπόδισε την αναγκαία κυβέρνηση της ζωής, αλλά απαγόρευσε την φιλήδονη φροντίδα.

Άλλωστε, για την τέλεια καθαρότητα της ψυχής, δεν αρκεί μόνη η εγκράτεια στα φαγητά, αν δεν συντρέχουν και οι υπόλοιπες αρετές. Λοιπόν, η ταπείνωση με την υπακοή και την καταπόνηση του σώματος, ωφελούν πολύ. Η αποχή από τη φιλαργυρία, όχι μόνον το να μην έχει κανείς χρήματα, αλλά και το να μην τα επιθυμεί, οδηγεί στην καθαρότητα της ψυχής. Η αποχή από την οργή, από τη λύπη, από την κενοδοξία, από την υπερηφάνεια, όλα αυτά προξενούν τη γενική καθαρότητα της ψυχής. Τη μερική καθαρότητα της ψυχής, μέσω της σωφροσύνης, ιδιαίτερα κατορθώνουν η νηστεία και η εγκράτεια. Γιατί είναι αδύνατον εκείνος που έχει γεμάτη την κοιλιά του, να κάνει νοερό πόλεμο εναντίον του πνεύματος της πορνείας. Ώστε λοιπόν πρώτος αγώνας μας ας είναι να συγκρατούμε την κοιλιά μας και να υποδουλώνομε το σώμα. Όχι μόνο με νηστεία, αλλά και με αγρυπνία και κόπο και πνευματικά αναγνώσματα και με το να μαζεύομε την καρδιά μας πάνω στο φόβο της κολάσεως και στον πόθο της βασιλείας των Ουρανών.

2. Περί του πνεύματος της πορνείας και της σαρκικής επιθυμίας

Δεύτερος αγώνας που έχομε να κάνομε είναι εναντίον του πνεύματος της πορνείας και της σαρκικής επιθυμίας, η οποία επιθυμία αρχίζει από τη μικρή ηλικία να ενοχλεί τον άνθρωπο. Ο αγώνας αυτός είναι μεγάλος και δύσκολος και έχει δύο μέτωπα. Γιατί ενώ τα άλλα ελαττώματα κάνουν τη μάχη μόνο μέσα στην ψυχή, ο σαρκικός πόλεμος είναι διπλός, και στην ψυχή και στο σώμα. Και γι' αυτό πρέπει να αναλάβομε διπλό πόλεμο.

Γιατί δεν είναι αρκετή η σωματική νηστεία για να αποκτήσομε την τέλεια σωφροσύνη και αληθινή αγνεία, αν δεν ακολουθεί και συντριβή καρδιάς και πυκνή προσευχή προς τον Θεό και συχνή μελέτη των Γραφών και κόπος και εργασία των χεριών, τα οποία μπορούν να αναστέλλουν τις ακατάστατες ορμές της ψυχής και να ανακαλούν την ψυχή από τις αισχρές φαντασίες. Προπάντων βοηθά η ταπείνωση της ψυχής, χωρίς την οποία ούτε την πορνεία, ούτε άλλο πάθος μπορεί κανείς να νικήσει. Πρώτα-πρώτα λοιπόν πρέπει με κάθε προσοχή να φυλάγει κανείς την καρδιά του από ρυπαρούς λογισμούς. Γιατί από την καρδιά βγαίνουν -όπως είπε ο Κύριος- διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες και τα λοιπά. Και η νηστεία δεν έχει διαταχθεί μόνον για κακοπάθεια του σώματος, αλλά και για την προσοχή και νηφαλιότητα του νου, για να μη σκοτιστεί ο νους από την πολυφαγία και γίνει αδύνατος στην επιτήρηση των λογισμών. Πρέπει λοιπόν όχι μόνο στη σωματική νηστεία να βάζομε όλη την επιμέλεια μας, αλλά και στην προσοχή των λογισμών και στην πνευματική μελέτη, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ανέβομε στο ύψος της αληθινής αγνείας και καθαρότητας. Πρέπει λοιπόν να καθαρίζομε πρώτα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, το εσωτερικό του πιάτου και του ποτηριού, για να γίνει και το εξωτερικό τους καθαρό. Γι' αυτό ακριβώς, αν υπάρχει μέσα μας η φροντίδα να πολεμήσομε νόμιμα και να στεφανωθούμε, αφού νικήσομε το ακάθαρτο πνεύμα της πορνείας, να μην έχομε θάρρος στη δική μας δύναμη και άσκηση, αλλά στη βοήθεια του Κυρίου μας και Θεού. Γιατί δεν παύει ο άνθρωπος να πολεμείται από αυτό το πνεύμα, μέχρις ότου πιστέψει αληθινά ότι όχι με τη δική του επιμέλεια και το δικό του κόπο, αλλά με τη βοήθεια του Θεού ελευθερώνεται από αυτή την αρρώστια και ανεβαίνει στο ύψος της αγνείας. Και αυτό είναι υπόθεση πάνω από τη φύση· κατά κάποιο τρόπο υπερβαίνει το σώμα εκείνος που έχει υποτάξει τους ερεθισμούς της σάρκας και τις ηδονές της.

Και γι' αυτό είναι αδύνατον ο άνθρωπος (για να το πω έτσι) με τα δικά του φτερά να πετάξει προς το υψηλό και ουράνιο βραβείο της αγιοσύνης και να γίνει μιμητής των Αγγέλων, αν δεν τον σηκώσει η χάρη του Θεού από τη γη και τη λάσπη. Γιατί με καμιά άλλη αρετή οι άνθρωποι με τη σάρκα που φέρουν δεν εξομοιώνονται περισσότερο με τους αγγέλους, όσο με την αρετή της σωφροσύνης. Με την αρετή αυτή, ενώ βρίσκονται ακόμη στη γη, έχουν το πολίτευμα στους ουρανούς, κατά τον Απόστολο. Δείγμα του ότι αποκτήσαμε τελείως αυτή την αρετή είναι να μη προσηλώνεται η ψυχή κατά τον ύπνο σε καμία εικόνα αισχρής φαντασίας. Γιατί αν και δεν λογαριάζεται ως αμαρτία αύτη η κίνηση στον ύπνο, είναι όμως γνώρισμα ότι η ψυχή είναι άρρωστη και δεν έχει ελευθερωθεί από το σαρκικό πάθος. Γι' αυτό τις αισχρές φαντασίες που μας έρχονται στον ύπνο, πρέπει να πιστεύομε ότι είναι έλεγχος της προηγούμενης αμέλειας και της ασθένειας μας, αφού την κρυμμένη μέσα στα απόκρυφα της ψυχής μας νόσο την κάνει φανερή η ρεύση κατά την ανάπαυση του ύπνου. Γι' αυτό και ο Ιατρός των ψυχών μας, στα απόκρυφα της ψυχής έβαλε το φάρμακο, όπου γνώριζε ότι βρίσκονται και οι αιτίες της ασθένειας, λέγοντας- «Καθένας που βλέπει γυναίκα με σκοπό να την επιθυμήσει, έκανε κιόλας μοιχεία μαζί της μέσα στην καρδιά του». Δε διορθώνει τόσο τους περίεργους και πορνικούς οφθαλμούς, όσο την ψυχή που έχει την κατοικία της μέσα μας, η οποία κακώς μεταχειρίζεται τα μάτια τα οποία έδωσε ο Θεός για το καλό του ανθρώπου. Γι' αυτό και η σοφή Παροιμία δε λέει «Με κάθε τρόπο να προσέχεις τα μάτια σου», αλλά «Με κάθε τρόπο να προσέχεις την καρδιά σου». Έβαλε δηλαδή το φάρμακο της προσοχής στην καρδιά που μεταχειρίζεται τα μάτια για ό,τι θέλει.

Λοιπόν αυτή ας είναι η φρουρά και προφύλαξη της καρδιάς μας· όταν έρθει στο νου μας ενθύμηση γυναίκας που ξεφύτρωσε από διαβολική δολιότητα, είτε μητέρας ή αδελφής ή άλλων ευλαβών γυναικών, αμέσως να την διώξομε από την καρδιά μας, μήπως επιμένοντας πολύ σ' αυτή την ενθύμηση, μας κυλήσει εκείνος που μας εξαπατά στο κακό, ο διάβολος, και μας ρίξει μέσα στον γκρεμό των αισχρών και βλαβερών σκέψεων. Αλλά και η εντολή που δόθηκε από το Θεό στον πρωτόπλαστο διατάζει, να συντρίβομε το κεφάλι του φιδιού, δηλαδή την αρχή των βλαβερών λογισμών, μέσω των οποίων επιχειρεί αυτό να συρθεί μέσα στις ψυχές μας. Αλλιώς με το να παραδεχτούμε το κεφάλι, που είναι η αρχή του λογισμού, θα παραδεχτούμε και το υπόλοιπο σώμα του φιδιού, που είναι η συγκατάθεση στην ηδονή, και αυτό θα κατακρημνίσει τη διάνοια μας στην παράνομη πράξη. Αλλά πρέπει κατά την Γραφή, κάθε πρωί να εξολοθρεύομε όλους τους αμαρτωλούς της γης, δηλαδή με το φως της γνώσεως να διακρίνομε και να εξολοθρεύομε τους αμαρτωλούς λογισμούς από τη γη, η οποία είναι η καρδιά μας, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου. Και όσο είναι ακόμη νήπια οι γιοι της Βαβυλώνας, δηλαδή οι πονηροί λογισμοί, να τους χτυπάμε στο έδαφος και να τους τσακίζομε πάνω στην πέτρα, η οποία πέτρα είναι ό Χριστός. Γιατί αν οι νήπιοι λογισμοί μεγαλώσουν και γίνουν άνδρες λόγω της συγκαταθέσεώς μας σ' αυτούς, τότε δεν θα νικηθούν χωρίς μεγάλο στεναγμό και κόπο.

Μετά τα όσα είπαμε από την Αγία Γραφή, καλό είναι να θυμηθούμε και λόγους αγίων Πατέρων. Είπε λοιπόν ο άγιος Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας- «Και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι». Τόσο πολύ γνώριζε ότι το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή από γυναίκα, όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα, η οποία κατορθώνεται με το φόβο του Θεού. Λένε επίσης και τούτο οι Πατέρες, ότι δεν μπορούμε να αποκτήσομε τελείως την αρετή της αγνείας, αν δεν αποκτήσομε πρωτύτερα την αληθινή ταπεινοφροσύνη μέσα στην καρδιά μας. Ούτε μπορούμε να κριθούμε άξιοι ν' αποκτήσομε την αληθινή θεία γνώση, αν μέσα στα απόκρυφα της ψυχής έχει θρονιαστεί το πάθος της πορνείας. Θα δείξομε και από τον Απόστολο πόσο μεγάλο είναι το κατόρθωμα της σωφροσύνης, και αφού αναφέρομε μια φράση του μόνο, θα τελειώσομε: «Επιδιώκετε να έχετε ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, που χωρίς αυτόν κανένας δεν θα δει τον Κύριο». Ότι αναφέρεται στο θέμα μας, είναι φανερό από εκείνο που λέει αμέσως παρακάτω: «Κανένας πόρνος και βέβηλος όπως ο Ησαύ».

Όσο λοιπόν ουράνιο και αγγελικό είναι το κατόρθωμα της αγιοσύνης, τόσο με βαρύτερες συνωμοσίες και δόλους πολεμείται από τους εχθρούς δαίμονες. Και γι' αυτό οφείλομε να φροντίζομε να έχομε όχι μόνον εγκράτεια σώματος, αλλά και συντριβή καρδιάς και πυκνές προσευχές με στεναγμούς, ώστε το καμίνι της σάρκας μας, το οποίο ο βασιλιάς της Βαβυλώνας ανάβει καθημερινά με τους ερεθισμούς της επιθυμίας, να το σβήσομε με τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος. Εκτός από αυτά, μέγιστο όπλο για τον πόλεμο αυτό είναι η κατά Θεόν αγρυπνία. Γιατί όπως η προσοχή και η προφύλαξη της ημέρας ετοιμάζει τη νυχτερινή αγιοσύνη, έτσι η νυχτερινή κατά Θεόν αγρυπνία ετοιμάζει και διευκολύνει την ψυχή στην καθαρότητα της ημέρας.

3. Περί της φιλαργυρίας

Τρίτος είναι ο αγώνας εναντίον του πνεύματος της φιλαργυρίας, αγώνας ξένος και έξω από την ανθρώπινη φύση, που βρίσκει αφορμή την απιστία του μοναχού. Γιατί οι ερεθισμοί των άλλων παθών, εννοώ του θυμού και της επιθυμίας, έχουν τις αφορμές από το σώμα, και κατά κάποιο τρόπο είναι έμφυτα και έχουν την αρχή από τη γέννηση. Γι' αυτό και χρειάζεται πολύς καιρός για να νικηθούν. Η αρρώστια όμως της φιλαργυρίας έρχεται από έξω και μπορεί ευκολότερα να κοπεί αν καταβάλει κανείς επιμέλεια και προσοχή. Αν όμως παραμεληθεί, γίνεται πιο καταστρεπτική από τα άλλα πάθη και δύσκολα φεύγει- γιατί είναι ρίζα όλων των κακών, κατά τον Απόστολο. Ας σκεφτούμε ως εξής: οι φυσικές κινήσεις του σώματος υπάρχουν όχι μόνο στα παιδιά, στα οποία κρίση του καλού και του κακού δεν υπάρχει ακόμα, αλλά και σ' αυτά τα νήπια που τρώνε γάλα, που δεν έχουν ούτε ίχνος ηδονής, δίνουν όμως σημάδι ότι έχουν εκ φύσεως κίνηση στη σάρκα τους. Επίσης και το κεντρί του θυμού παρατηρείται στα νήπια, όταν τα βλέπομε να διεγείρονται ζωηρά εναντίον εκείνων που τα λύπησαν. Και αυτά δεν τα λέω για να κατηγορήσω τη φύση σαν αιτία της αμαρτίας· μη γένοιτο· αλλά για να δείξω ότι ό θυμός και η επιθυμία, αν και για καλό ενώθηκαν με τον άνθρωπο από το Δημιουργό και είναι κάπως από τα φυσικά προσόντα του σώματος, εξαιτίας της αμέλειας ξεπέφτουν σε πράξεις έξω από τη φύση. Γιατί η κίνηση του σώματος δόθηκε από το Δημιουργό για τη γέννηση απογόνων και την παράταση της ανθρωπότητας κατά διαδοχή και όχι για την πορνεία. Και ο θυμός έχει κατασπαρεί μέσα μας για τη σωτηρία μας, για να θυμώνομε εναντίον της κακίας και όχι να γινόμαστε θηρία εναντίον των ανθρώπων. Αν λοιπόν χρησιμοποιούμε για κακό το θυμό και την επιθυμία, δεν είναι η ανθρώπινη φύση αμαρτωλή ούτε θα κατηγορήσομε τον Πλάστη, όπως δεν κατηγορούμε εκείνον που έδωσε στον άλλον ένα σιδερένιο εργαλείο για μια αναγκαία και ωφέλιμη εργασία, και αυτός το χρησιμοποίησε σε φόνο.

Αυτά τα είπαμε για να φανερώσομε ότι το πάθος της φιλαργυρίας δεν προέρχεται από τη φύση, αλλά μόνο από πολύ κακή και διεφθαρμένη διάθεση. Γιατί η αρρώστια αυτή της φιλαργυρίας, όταν βρει στην αρχή της αποταγής χλιαρή και άπιστη την ψυχή, της υποβάλλει δίκαιες τάχα και ευλογοφανείς προφάσεις για να κατακρατήσει μερικά από εκείνα που έχει. Σου λέει ότι θα έχει μακροχρόνια γηρατειά και ασθένεια και ότι εκείνα που δίνει για τις ανάγκες το κοινόβιο δεν είναι αρκετά όχι για άρρωστο, αλλά ούτε για υγιή, και ότι εδώ δεν φροντίζουν όπως χρειάζεται τους αρρώστους, αλλά με πολλή αμέλεια, και αν δεν έχει κρύψει χρυσάφι, θα πεθάνει άθλια. Τελευταία του υποβάλλει τη σκέψη, ότι ούτε στο μοναστήρι μπορεί να μείνει πολύ, λόγω της βαριάς εργασίας και της αυστηρότητας του ηγουμένου. Και όταν παραπλανήσει τη διάνοια με τέτοιες σκέψεις, για να αποκτήσει έστω και ένα δηνάριο, τότε τον καταφέρνει και εργασία του χεριού να μάθει κρυφά από τον ηγούμενο, από την οποία θα μπορέσει να αυξήσει το χρήμα που τόσο επιθυμεί. Και παραπέρα τον εξαπατά τον άθλιο με κρυφές ελπίδες και του ψιθυρίζει το κέρδος που θα έχει από την εργασία του και την ανάπαυση και αμεριμνησία που θα αποκτήσει. Και αφού παραδοθεί ολόκληρος στη σκέψη του κέρδους, κανένα άλλο κακό δεν προσέχει- ούτε την παράφορα της οργής αν του συμβεί καμιά ζημιά, ούτε το σκοτάδι της λύπης αν δεν πετύχει το κέρδος, αλλά όπως σε άλλους γίνεται θεός η κοιλιά τους, έτσι και σ' αυτόν γίνεται θεός ο χρυσός.

Γι' αυτό ο μακάριος Απόστολος γνωρίζοντάς τα αυτά, όχι μόνο ρίζα όλων των κακών ονόμασε τη φιλαργυρία, αλλά και ειδωλολατρία την είπε. Ας δούμε λοιπόν σε πόση κακία η αρρώστια αυτή σέρνει τον άνθρωπο, ώστε να τον ρίξει και στην ειδωλολατρία, γιατί αφού απομακρύνει ο φιλάργυρος το νου του από την αγάπη του Θεού, αγαπά είδωλα, δηλ. ανάγλυφες εικόνες ανθρώπων που είναι χαραγμένες πάνω στα νομίσματα. Με τέτοιους λογισμούς λοιπόν αφού σκοτισθεί ο μοναχός και προχωρήσει στο χειρότερο, δεν μπορεί να έχει διόλου υπακοή, αλλά αγανακτεί, νομίζει ότι πάσχει άδικα, και για την κάθε εργασία γογγύζει, αντιλέγει και χωρίς διόλου ευλάβεια σαν άλογο σκληρότατο βαδίζει στο γκρεμό. Ούτε στην καθημερινή τροφή αρκείται, και διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να υποφέρει μέχρι τέλος. Και λέει ότι ο Θεός δεν είναι μόνο εκεί, ούτε ότι εκεί αποκλειστικά βρίσκεται η σωτηρία του, και ότι αν δεν φύγει από το μοναστήρι εκείνο, θα χαθεί. Και έτσι έχοντας για συνεργό της διεφθαρμένης γνώμης του τα χρήματα που φυλάει, τα αισθάνεται σαν φτερά και με αυτά μελετά να φύγει από το μοναστήρι. Και λοιπόν απαντά υπερήφανα και άγρια σε όλες τις εντολές που του δίνουν, και νομίζοντας τον εαυτό του ξένο και εξωμερίτη, αν δει στο μοναστήρι ότι κάτι έχει ανάγκη να διορθωθεί, αμελεί και περιφρονεί και κατηγορεί όλα όσα γίνονται. Έπειτα ζητάει προφάσεις για να οργιστεί και να λυπηθεί, για να μην τον νομίσουν επιπόλαιο και ότι φεύγει από το μοναστήρι χωρίς αιτία. Κι αν μπορέσει με κρυφομιλήματα και μάταια λόγια να εξαπατήσει και άλλον και να τον βγάλει από το μοναστήρι, κι αυτό το κάνει, για να έχει και συνεργό. Έτσι λοιπόν με το να ανάβει από τη φωτιά των χρημάτων του ο φιλάργυρος, ποτέ δεν μπορεί να ησυχάσει στο μοναστήρι του ούτε να ζήσει κάτω από κανόνα. Κι όταν ο διάβολος σαν λύκος τον αρπάξει από την μάνδρα και τον ξεχωρίσει από το ποίμνιο και τον πάρει για να τον φάει, τότε τον φέρνει στο σημείο, τα έργα που βαριόταν να κάνει τις ορισμένες ώρες στο κοινόβιο, αυτά να τα κάνει στο κελί του μέρα και νύχτα με μεγάλη προθυμία. Και ούτε τις συνήθειες των προσευχών, ούτε τις νηστείες, ούτε τον κανόνα των αγρυπνιών επιτρέπει να τηρεί, αλλά αφού τον δέσει με τη μανία της φιλαργυρίας, όλη του την προθυμία τον πείθει να την δείξει στο εργόχειρο του.

Είναι τρεις τρόποι αυτής της αρρώστιας, τους οποίους εξίσου απαγορεύουν οι θείες Γραφές και οι διδασκαλίες των Πατέρων. Ένας είναι που κάνει όσους ήταν φτωχοί, να προσπαθούν εκείνα που δεν είχαν στον κόσμο να τα αποκτήσουν τώρα. Άλλος είναι που κάνει να μετανοούν όσοι αρνήθηκαν μια φορά τα χρήματα όταν έγιναν μοναχοί και τους βάζει να ζητούν εκείνα που πρόσφεραν στο Θεό. Τρίτος είναι αυτός, ο οποίος αφού από την αρχή δέσει το μοναχό με απιστία και χλιαρότητα, δεν του επιτρέπει να απαλλαγεί τελείως από τις κοσμικές ασχολίες, με το να του υποβάλλει φόβο της φτώχειας και απιστία στην πρόνοια του Θεού, και να τον κάνει παραβάτη των υποσχέσεων του που έδωσε, όταν αρνήθηκε τον κόσμο. Τα παραδείγματα αυτών των τριών τρόπων βρήκαμε ότι κατακρίνονται στην Αγία Γραφή. Έτσι επειδή επιθύμησε να αποκτήσει χρήματα που δεν είχε πρωτύτερα, δεν πέτυχε την προφητική χάρη, την οποία ο διδάσκαλος ήθελε να του αφήσει ως κληρονομιά. Και αντί ευλογία, κληρονόμησε αιώνια λέπρα με την κατάρα του Προφήτη. Και ο Ιούδας που θέλησε να πάρει χρήματα, τα οποία είχε εγκαταλείψει προηγουμένως, αφού ακολούθησε το Χριστό, όχι μόνον γλύστρησε στην προδοσία του Κυρίου και χωρίστηκε από τον χορό των Αποστόλων, αλλά και τη ζωή του τελείωσε με βίαιο θάνατο. Ο Ανανίας και η Σαπφείρα, με το να φυλάξουν μερικά από εκείνα που είχαν, τιμωρούνται με θάνατο από το αποστολικό στόμα. Ο μέγας Μωυσής στο Δευτερονόμιο παραγγέλλει με μυστικό τρόπο σ΄ εκείνους που υπόσχονται να αποταχθούν και να φύγουν από τον κόσμο και από φόβο απιστίας πάλι κρατιούνται από τα γήινα πράγματα: «Αν είναι κανείς φοβιτσιάρης και δειλός να μη βγει στον πόλεμο, αλλά να πάει στο σπίτι του και να καθήσει, μη τυχόν κάνει και τους αδελφούς του να φοβηθούν και αυτοί».

Υπάρχει άλλη πιο σίγουρη και καθαρή μαρτυρία; Δεν μαθαίνομε απ' αυτά ότι εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο, πρέπει τελείως να τα απαρνούνται όλα κι έτσι να βγαίνουν στον πόλεμο, και όχι με το να κάνουν αρχή νωθρή και διεφθαρμένη, να απομακρύνουν τους άλλους από την ευαγγελική τελειότητα και να τους φέρνουν σε δειλία; Αυτό που λέει καλώς η θεία Γραφή· «Φέρνει μακαριότητα πιο πολύ το να δίνεις παρά το να παίρνεις», το ερμηνεύουν κακώς, καθώς βιάζονται προς εξαπάτηση τους και προς την επιθυμία της φιλαργυρίας, παρεξηγώντας την έννοια του ρητού και τη διδασκαλία του Κυρίου που λέει: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώστα στους φτωχούς και θ' αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθησέ με». Και έτσι συμπεραίνουν ότι από την ακτημοσύνη είναι ανώτερο το να εξουσιάζουν τον πλούτο τους και από αυτόν να δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη.

Ας μάθουν αυτοί ότι δεν απαρνήθηκαν ακόμα τον κόσμο, ούτε έφτασαν τη μοναχική τελειότητα, αφού ντρέπονται να γίνουν φτωχοί για χάρη του Χριστού σαν τον Απόστολο Παύλο και με την εργασία των χεριών τους να συντηρούν και τον εαυτό τους και να εξυπηρετούν και όσους έχουν ανάγκη και με έργα να εκπληρώσουν την μοναχική υπόσχεση και να δοξαστούν μαζί με τον Απόστολο. Και αφού διασκορπίσουν τον παλιό πλούτο, να αγωνίζονται μαζί με τον Παύλο με πείνα και δίψα, με κρύο και γύμνια τον καλό αγώνα. Γιατί αν γνώριζε ο Απόστολος ότι ο παλιός του πλούτος ήταν πιο χρήσιμος για την τελειοποίηση του άνθρωπου, δεν θα τον περιφρονούσε, αφού ήταν και διακεκριμένος Ρωμαίος πολίτης. Αλλά και οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων πουλούσαν τα σπίτια και τα χωράφια τους και έβαζαν το αντίτιμο καταγής κοντά στα πόδια των Αποστόλων.

Δεν θα το έκαναν αυτό αν γνώριζαν ότι οι Απόστολοι θεωρούσαν καλύτερο να τρέφονται από τα δικά τους χρήματα και όχι από τον προσωπικό τους κόπο και από τις προσφορές των εθνικών. Ακόμα πιο καθαρά διδάσκει γι' αυτά ο Απόστολος Παύλος μ' εκείνα που γράφει προς τους Ρωμαίους: «Τώρα πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ για να διακονήσω τους αγίους... Το θέλησαν να τους βοηθήσουν, αλλά ήταν και οφειλέτες τους». Και ο ίδιος, καθώς ήταν σε δεσμά και φυλακές πολλές φορές και ταλαιπωρημένος από την οδοιπορία, πράγμα πού τον εμπόδιζε να εργάζεται όπως συνήθιζε με τα χέρια του για να προμηθεύεται τα αναγκαία, διδάσκει ότι αυτά τα πήρε από τους αδελφούς που ήρθαν από τη Μακεδονία, λέγοντας· «Το υστέρημά μου το συμπλήρωσαν οι αδελφοί που ήρθαν από τη Μακεδονία». Και προς τους Φιλιππησίους γράφει: «Ξέρετε και σεις, Φιλιππήσιοι, ότι αφού αναχώρησα από τη Μακεδονία, καμία άλλη εκκλησία δε με βοήθησε, παρά μόνο σεις, γιατί και στη Θεσσαλονίκη και μια και δύο φορές μου στείλατε τα αναγκαία». Ας είναι λοιπόν και αυτοί κατά τη γνώμη των φιλάργυρων πιο ευτυχείς από τον Απόστολο επειδή από τα υπάρχοντα τους του χορήγησαν τα αναγκαία. Αλλά δεν θα φτάσει κανείς σε μια τόσο μεγάλη ανοησία, να το πει αυτό. Αν λοιπόν θέλομε να ακολουθήσομε την ευαγγελική εντολή και όλη εκείνη την Εκκλησία τη θεμελιωμένη από την αρχή πάνω στους Αποστόλους, να μη στηριζόμαστε στις υποκειμενικές γνώμες μας, ούτε όσα έχουν καλά ειπωθεί να τα εξηγήσομε άσχημα. Αλλά, αφού πετάξομε μακριά τη χλιαρή και άπιστη γνώμη μας, να εντυπώσομε καλά στο νου μας την ακρίβεια του Ευαγγελίου.

Έτσι θα μπορέσομε να ακολουθήσομε και τα ίχνη των Πατέρων και ποτέ να μην απομακρυνθούμε από την προσοχή και επιμέλεια του κοινοβίου και τον κόσμο τούτο να τον απαρνηθούμε αληθινά. Καλό είναι λοιπόν και εδώ να θυμηθούμε τον λόγο κάποιου Αγίου. Ο άγος Βασίλειος, λοιπόν, ο επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, σε κάποιο συγκλητικό που απαρνήθηκε με χλιαρότητα τον κόσμο και κράτησε μερικά από τα χρήματά του, λέγεται ότι του είπε ένα τέτοιο λόγο: «Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχός δεν έγινες». Πρέπει λοιπόν με κάθε επιμέλεια να ξεριζώνομε από την ψυχή μας τη ρίζα όλων των κακών, που είναι η φιλαργυρία, γνωρίζοντας καλά ότι όταν μεγαλώνει η ρίζα, εύκολα φυτρώνουν τα κλαδιά. Αλλά την αρετή αυτή είναι δύσκολο να την κατορθώσομε αν δεν μένομε σε κοινόβιο· γιατί στο κοινόβιο δεν έχομε φροντίδα ούτε για τις απαραίτητες ανάγκες μας. Έχοντας εμπρός στα μάτια μας την καταδίκη του Ανανία και της Σαπφείρας, να μας πιάνει φρίκη αν θέλομε να αφήσομε τίποτε στα χέρια μας από την παλιά περιουσία μας. Επίσης ας φοβηθούμε το παράδειγμα του Γιεζή, ο οποίος εξαιτίας της φιλαργυρίας του παραδόθηκε σε αιώνια λέπρα, κι ας φυλαχτούμε μήπως μαζέψομε για τους εαυτούς μας χρήματα τα οποία ούτε στον κόσμο τα είχαμε.

Κι ακόμη έχοντας στο νου μας το κρέμασμα του Ιούδα, ας φοβηθούμε να πάρουμε πίσω κάτι από εκείνα που καταφρονήσαμε όταν γίναμε μοναχοί. Πάνω απ' όλα, ας έχομε πάντοτε εμπρός μας την αδηλότητα του θανάτου, μήπως σε ώρα που δεν περιμένομε έρθει ο Κύριος μας και βρει λερωμένη τη συνείδηση μας από φιλαργυρία και μας πει εκείνα που είπε στο Ευαγγέλιο προς τον πλούσιο εκείνο: «Ανόητε, αύτη τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου σε ποιόν θα πάνε αυτά που ετοίμασες;»



4. Περί της οργής

Τέταρτος αγώνας είναι εμπρός μας εναντίον του πνεύματος της οργής· και είναι ανάγκη, με τη βοήθεια του Θεού, το θανατηφόρο δηλητήριο της οργής να το κόψομε από το βάθος της καρδιάς μας. Γιατί όσο το πονηρό τούτο πνεύμα κάθεται στην καρδιά μας και τυφλώνει με τις σκοτεινές αναταραχές τα μάτια της καρδιάς μας, ούτε το συμφέρον της ψυχής μας μπορούμε να διακρίνομε, ούτε να φτάσομε ποτέ την πνευματική γνώση, ούτε την τελειότητα αγαθής σκέψεως να πάρομε στην κατοχή μας, ούτε να γίνομε μέτοχοι της αληθινής πνευματικής ζωής, ούτε το θείο και αληθινό φως μπορεί να δεχτεί ο νους μας· γιατί λέει η Γραφή: «Ταράχθηκαν τα μάτια μου από το θυμό». Ούτε θα γίνομε μέτοχοι της θείας σοφίας, και αν ακόμη οι άλλοι μας νομίζουν για πολύ σοφούς, γιατί είναι γραμμένο: «Στον κόρφο των ανοήτων αναπαύεται ο θυμός». Αλλά ούτε και τις σωτήριες σκέψεις της διακρίσεως μπορούμε να αποκτήσομε και αν ακόμη οι άνθρωποι μας νομίζουν για φρόνιμους, γιατί είναι γραμμένο: «Η οργή καταστρέφει και τους φρόνιμους». Αλλά ούτε θα μπορέσομε να αποδώσομε το δίκαιο με προσεκτική και νηφάλια καρδιά, καθώς είναι γραμμένο: «Ο θυμός του ανθρώπου δεν πραγματοποιεί τη δικαιοσύνη του Θεού» · ούτε την κοσμιότητα και σεμνότητα που όλοι οι άνθρωποι την επαινούν μπορούμε να αποκτήσομε, γιατί είναι γραμμένο: «Άνθρωπος που θυμώνει δεν είναι κόσμιος».

Όποιος λοιπόν θέλει να φτάσει την τελειότητα και επιθυμεί να αγωνιστεί νόμιμα τον πνευματικό αγώνα, ας είναι ξένος από το ελάττωμα της οργής και του θυμού, και ας ακούει τι παραγγέλλει το σκεύος της εκλογής, ο Απ. Παύλος: «Κάθε έχθρα και οργή και θυμός και κραυγή και βλασφημία, ας φύγει από σάς μαζί με κάθε κακία». Λέγοντας τη λέξη «κάθε», δε μας άφησε καμία πρόφαση θυμού ούτε σαν αναγκαία, ούτε σαν εύλογη. Εκείνος λοιπόν που θέλει να διορθώσει τον αδελφό του όταν αμαρτάνει ή να του βάλει επιτίμιο, ας φροντίζει να παραμένει ατάραχος, μήπως θέλοντας να θεραπεύσει άλλον, αρρωστήσει ο ίδιος και ακούσει τα ευαγγελικά λόγια: «Ιατρέ, θεράπευσε πρώτα τον εαυτό σου». Και πάλι: «Γιατί βλέπεις το άχυρο στο μάτι του αδελφού σου και δεν παρατηρείς το δοκάρι μέσα στο δικό σου μάτι;» Γιατί αν από οποιαδήποτε αιτία η κίνηση της οργής θερμανθεί πολύ, τυφλώνει τα μάτια της ψυχής και δεν την αφήνει να δει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Όπως εκείνος που βάζει πάνω στα μάτια του χρυσά καλύμματα ή μολύβδινα, εμποδίζει εξίσου την δράση και καμιά διαφορά δεν προκαλεί στη τύφλωση η αξία του χρυσού, έτσι από οποιαδήποτε αιτία, εύλογη δήθεν ή παράλογη, και αν ανάψει η οργή, σκοτίζεται η πνευματική δράση.

Τότε μόνο χρησιμοποιούμε κατά φύση το θυμό, όταν τον στρέφομε εναντίον των εμπαθών και φιλήδονων λογισμών. Έτσι διδάσκει και ο προφήτης: «Να οργίζεστε και να μην αμαρτάνετε»· δηλαδή να οργίζεστε κατά των παθών σας και των πονηρών λογισμών, και μην αμαρτάνετε εκτελώντας όσα αυτοί σάς υπαγορεύουν. Κι αυτό θέλει να πει και η συνέχεια: «Διά όσα λέτε μέσα στις καρδιές σας, πάνω στο κρεβάτι σας να κατανύγεστε», δηλαδή όταν έρθουν στην καρδιά σας οι πονηροί λογισμοί, αφού τους διώξετε με την οργή, τότε ευρισκόμενοι στην ησυχία της ψυχής σαν σε κάποιο κρεβάτι, μετανοείτε με κατάνυξη. Συμφωνεί σ' αυτό και ο μακάριος Παύλος, που ανέφερε αυτόν το στίχο και πρόσθεσε: «Ο ήλιος να μη βασιλεύει αφήνοντας σας θυμωμένους, ούτε να δίνετε τόπο στο διάβολο», δηλ. μη διαθέτετε έτσι τον Κύριο Ιησού, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, παροργίζοντάς Τον με τη συγκατάθεση σας στους κακούς λογισμούς, ώστε να δύει στις καρδιές σας και να φεύγει, για να μη βρίσκει τόπο ο διάβολος με την αναχώρηση του Χριστού. Δι' αυτόν τον ήλιο λέει και ο Θεός δια μέσου του προφήτη: «Θ' ανατείλει ο ήλιος της δικαιοσύνης και τα φτερά του θα φέρουν τη θεραπεία». Αν πάλι εννοήσομε το ρητό κατά γράμμα, ούτε μέχρι τη δύση του ηλίου δεν μας επιτρέπεται να διατηρούμε την οργή.

Τι λοιπόν θα πούμε γι' αυτά, εμείς όπου από αγριότητα και μανία της εμπαθούς ψυχικής καταστάσεως μας, όχι μόνο μέχρι τη δύση του ηλίου διατηρούμε την οργή, αλλά και για πολλές ημέρες την κρατάμε; Και δε μιλάμε εκφράζοντας την οργή με λόγια, αλλά με τη σιωπή μεταξύ μας αυξάνομε το δηλητήριο της μνησικακίας για ψυχική καταστροφή μας. Και δεν γνωρίζομε ότι πρέπει όχι μόνο να απέχομε από την ενεργητική οργή, αλλά και από την κατά διάνοια, για να μη σκοτεινιάσει ο νους μας από το σκοτάδι της μνησικακίας και ξεπέσει από το φως της πνευματικής γνώσεως και της διακρίσεως, και στερηθεί την κατοίκηση μέσα του του Αγίου Πνεύματος. Δι' αυτό και ο Κύριος στα Ευαγγέλια παραγγέλλει να αφήνομε το δώρο μας στο θυσιαστήριο και να μονιάζομε πρώτα με τον αδελφό μας, γιατί δεν είναι δυνατό να γίνει ευπρόσδεκτο, αν διατηρούμε μέσα μας θυμό και μνησικακία. Αλλά και ο Απόστολος το ίδιο μας διδάσκει, λέγοντας: «Να προσεύχεστε αδιάλειπτα», και «σε κάθε τόπο να υψώνετε σε προσευχή όσια χέρια, χωρίς οργή και λογισμούς απιστίας». Δεν μένει λοιπόν, παρά ή να μην προσευχόμαστε ποτέ, οπότε είμαστε υπεύθυνοι στην αποστολική παραγγελία, ή να φροντίζομε να τηρούμε τη διαταγή και να προσευχόμαστε χωρίς οργή και μνησικακία.

Και επειδή πολλές φορές αν λυπηθούν ή ταραχθούν οι αδελφοί, αδιαφορούμε λέγοντας ότι δεν λυπήθηκαν εξαιτίας μας, ο Ιατρός των ψυχών, θέλοντας να ξεριζώσει τις προφάσεις, παραγγέλλει να αφήσομε το δώρο και να συνδιαλλαγούμε όχι μόνο αν είμαστε εμείς λυπημένοι κατά του αδελφού μας, αλλά και αν αυτός είναι λυπημένος εναντίον μας δίκαια ή άδικα, να τον θεραπεύομε δίνοντας εξηγήσεις, και τότε να προσφέρομε το δώρο μας. Αλλά γιατί να διατρίβομε πολύ στα ευαγγελικά παραγγέλματα αφού και από τον παλαιό νόμο μπορούμε να μάθομε, ο οποίος αν και θεωρείται πιο συγκαταβατικός, λέει: «Μη νιώσεις μέσα σου μίσος για τον αδελφό σου», και άλλου λέει: «Ο δρόμος του μνησίκακου οδηγεί στο θάνατο». Και εδώ όχι μόνον την ενεργητική μνησικακία τιμωρεί, αλλά και την κατά διάνοια.

Πρέπει λοιπόν, σύμφωνα με τους θείους νόμους, να αγωνιζόμαστε με όλη τη δύναμη μας εναντίον του πνεύματος της οργής και της αρρώστιας που έχομε μέσα μας· και όχι, επειδή στρέφομε το θυμό εναντίον των ανθρώπων, να επιδιώκομε την ερημία και την απομόνωση, γιατί δήθεν εκεί δεν υπάρχουν αφορμές να μας παρακινούν στην οργή, και στη μόνωση θα κατορθώσομε εύκολα την αρετή της μακροθυμίας. Επειδή είμαστε υπερήφανοι και δεν θέλομε να κατηγορούμε τον εαυτό μας και να αποδίδομε στη δική μας αμέλεια τις αφορμές της ταραχής, επιθυμούμε να χωριστούμε από τους αδελφούς μας. Ενόσω λοιπόν αποδίδομε στους άλλους τις αφορμές της ασθένειας μας, είναι αδύνατο να φτάσομε την τελειότητα της μακροθυμίας.

Το κυριότερο λοιπόν μέρος της διορθώσεως μας και της ειρήνης μας δεν κατορθώνεται από τη μακροθυμία των άλλων απέναντι μας αλλά από τη δική μας ανεξικακία προς τους άλλους. Όταν όμως, αποφεύγοντας τον αγώνα της μακροθυμίας, επιδιώκομε την έρημο και τη μόνωση, τότε, όσα πάθη φέρνομε αθεράπευτα εκεί, είναι κρυμμένα μέσα μας και δεν χάθηκαν. Επειδή η ερημιά και η αναχώρηση σε όσους δεν έχουν απαλλαγεί από τα πάθη τους, ξέρει όχι μόνο να τα διατηρεί, αλλά και να τα σκεπάζει· και ούτε επιτρέπει να αισθάνονται σε ποιο πάθος νικιούνται. Απεναντίας η έρημος υποβάλλει σ' αυτούς να φαντάζονται ότι απόκτησαν αρετή και τους πείθει να πιστεύουν ότι κατόρθωσαν τη μακροθυμία και την ταπείνωση, όσο δεν είναι παρών κάποιος που να τους ερεθίζει και να τους φέρνει σε δοκιμασία. Και όταν τύχει αφορμή θυμού που τους προκαλεί και τους δοκιμάζει, αμέσως τα πάθη που βρίσκονται μέσα αποθηκευμένα και λανθάνοντα, σαν άλογα χωρίς χαλινάρι ξεπηδούν από τον τόπο που ησύχαζαν, θρεμμένα από την μακρά ησυχία και αργία, και με μεγαλύτερη σφοδρότητα και αγριότητα σύρουν στον όλεθρο τον άνθρωπο που κάθεται πάνω σ' αυτά. Γιατί περισσότερο εξαγριώνονται τα πάθη όταν στερούνται τη δοκιμασία που προέρχεται από τους ανθρώπους.

Και αυτήν ακόμη τη σκιά της υπομονής και μακροθυμίας, την οποία φαινομενικά νομίζομε, όταν ήμαστε μαζί με τους αδελφούς, ότι είχαμε, τη χάνομε από την αμέλεια της εκγυμνάσεως και της απομονώσεως. Όπως τα φαρμακερά φίδια στην ερημιά που ησυχάζουν στη φωλιά τους, τότε δείχνουν τη μανία τους, όταν τα πλησιάσει κανείς, έτσι και οι εμπαθείς άνθρωποι που ησυχάζουν όχι λόγω της αρετής, αλλά αναγκαστικά εξαιτίας της ερημιάς, τότε χύνουν το δηλητήριο τους, όταν αρπάξουν κάποιον που τους πλησιάζει και τους ερεθίζει. Και γι' αυτό πρέπει εκείνοι που επιζητούν την τελειότητα της πραότητας, να φροντίζουν όσο μπορούν περισσότερο, όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων να μην οργίζονται, αλλά ούτε και εναντίον των ζώων, ούτε κατά των άψυχων. Γιατί θυμούμαι, όταν ήμουν στην έρημο θύμωσα εναντίον καλαμιού που δεν μου άρεσε το πάχος ή η λεπτότητά του. Επίσης θύμωσα και εναντίον ξύλου που δεν μπόρεσα να το κόψω αμέσως. Επίσης και εναντίον πέτρας από εκείνες που βγάζουν φωτιά, όταν προσπάθησα να βγάλω φωτιά και δεν έβγαλε γρήγορα. Έτσι είχε δυναμώσει η οργή, ώστε να στρέφεται και κατά των αναίσθητων πραγμάτων.

Αν λοιπόν επιθυμούμε να επιτύχομε το μακαρισμό του Κυρίου, όχι μόνον την ενεργητική οργή, όπως είπαμε, αλλά και την κατά διάνοια πρέπει να εμποδίσαμε. Γιατί δεν ωφελεί τόσο πολύ να συγκρατούμε το στόμα μας στον καιρό του θυμού να μη λέει λόγια μανιασμένα, όσο να καθαρίζομε την καρδιά μας από τη μνησικακία και να μη στριφογυρίζομε μέσα στο μυαλό μας πονηρούς λογισμούς εναντίον του αδελφού. Γιατί η ευαγγελική διδασκαλία παραγγέλλει να κόβομε τις ρίζες των αμαρτημάτων, παρά τους καρπούς· επειδή όταν κοπεί η ρίζα του θυμού από την καρδιά, ούτε μίσος ούτε φθόνος προχωρεί σε έργο. Όποιος μισεί τον αδελφό του, έχει ονομαστεί ανθρωποκτόνος·, που φονεύει αυτόν με τη διάθεση του μίσους κατά διάνοια, αυτού το αίμα δεν το βλέπουν οι άνθρωποι, αφού δεν χύθηκε με χτύπημα ξίφους, αλλά ότι κατά διάνοια και κατά διάθεση φονεύτηκε, το βλέπει ο Θεός, ο οποίος όχι μόνο για τις πράξεις, αλλά και για τους λογισμούς και τις προαιρέσεις αποδίδει στον καθένα στεφάνια ή τιμωρίες, καθώς λέει ο Ίδιος δια μέσου του προφήτη: «Ιδού, έρχομαι για να συγκεντρώσω τα έργα και τις σκέψεις τους». Και πάλι, ο Απόστολος λέει: «Όταν οι λογισμοί τους κατηγορούν αναμεταξύ τους ή και απολογούνται, κατά την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά έργα των ανθρώπων». Αυτός ο Ίδιος ο Κύριος διδάσκει να αποβάλομε κάθε οργή και λέει στα Ευαγγέλια: «Όποιος οργίζεται κατά του αδελφού του, θα είναι ένοχος στο δικαστήριο». Τα ακριβή αντίγραφα (του Ευαγγελίου) έτσι περιέχουν αυτό το χωρίο. Γιατί η λέξη «εική» δηλ. χωρίς λόγο, είναι μεταγενέστερη προσθήκη, κι αυτό είναι φανερό και από το πνεύμα της Γραφής. Επειδή το θέλημα του Κυρίου είναι να κόβομε με κάθε τρόπο τη ρίζα και το σπινθήρα της οργής και να μην κρατάμε καμιά πρόφαση οργής- μήπως θυμώνοντας στην αρχή εύλογα τάχα, ύστερα πέσομε στη μανία του παράλογου θυμού.

Η τέλεια θεραπεία της ασθένειας της οργής είναι αυτή: να πιστέψομε ότι ούτε για δίκαιες ούτε για άδικες αφορμές επιτρέπεται ποτέ να θυμώνομε. Επειδή όταν η οργή σκοτίσει τη διάνοια, ούτε διάκριση, ούτε σωστή σκέψη, ούτε δικαιοσύνη θα βρεθεί μέσα μας, ούτε και ναός του Αγίου Πνεύματος μπορεί να γίνει η ψυχή μας, αλλά θα μας κατακυριεύσει το πνεύμα της οργής σκοτίζοντας τη διάνοια μας. Τελευταίο απ' όλα, πρέπει να έχομε εμπρός στα μάτια μας κάθε ημέρα, την αβεβαιότητα της ώρας του θανάτου μας, κι έτσι να φυλαγόμαστε από την οργή. Και ας γνωρίζομε ότι ούτε η σωφροσύνη, ούτε η απάρνηση του υλικού κόσμου, ούτε οι νηστείες και αγρυπνίες θα μας ωφελήσουν κατά την ημέρα της κρίσεως, αν βρεθούμε ένοχοι επειδή κατεχόμαστε από οργή και μίσος.

5. Περί της λύπης

Πέμπτος είναι ο αγώνας εναντίον του πνεύματος της λύπης, το οποίο σκοτίζει την ψυχή από κάθε πνευματική θεωρία και την εμποδίζει από κάθε αγαθή πράξη. Επειδή όταν το πονηρό αυτό πνεύμα αρπάξει την ψυχή και την σκοτίσει ολόκληρη, δεν της επιτρέπει να προσεύχεται με προθυμία, δεν την αφήνει να εγκαρτερεί στην ωφέλεια των ιερών αναγνωσμάτων δεν ανέχεται να είναι ο άνθρωπος πράος και να κινείται εύκολα σε κατάνυξη και συμπάθεια προς τους αδελφούς, για όλες τις εργασίες και εναντίον ακόμη της υποσχέσεως του μοναχικού βίου φέρνει μίσος. Και γενικά η λύπη, αφού ανακατώσει όλες τις σωτήριες σκέψεις της ψυχής και παραλύσει τη δραστηριότητα και την καρτερία της, τη φέρνει σε σημείο να είναι σαν ανόητη και ηλίθια, δένοντας την με το λογισμό της απελπισίας. Γι' αυτό, αν έχομε σκοπό να αγωνιστούμε τον πνευματικό αγώνα και να νικήσομε, με τη βοήθεια του Θεού, τα πονηρά πνεύματα, όσο μπορούμε με μεγαλύτερη προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το πνεύμα της λύπης. Γιατί όπως ο σκόρος τρώει το ρούχο και το σκουλήκι το ξύλο, έτσι η λύπη κατατρώγει την ψυχή του άνθρωπου. Πείθει τον άνθρωπο να αποφεύγει κάθε καλή πνευματική συναναστροφή και δεν επιτρέπει ούτε από γνήσιους φίλους να δέχεται συμβουλή, ούτε καλή και ειρηνική απάντηση να δίνει σ' αυτούς, αλλά αφού καταλάβει όλη την ψυχή, τη γεμίζει με δυσαρέσκεια, πλήξη και μελαγχολία.

Και τότε τη βάζει να αποφεύγει τους ανθρώπους, γιατί γίνονται σ' αυτήν αίτιοι ταραχής. Και δεν επιτρέπει στην ψυχή να εννοήσει ότι όχι απέξω, αλλά μέσα της έχει την αρρώστια, η οποία τότε φανερώνεται, όταν έρθουν οι πειρασμοί και με την δοκιμασία τη φέρουν στην επιφάνεια. Γιατί ποτέ δεν μπορεί να βλαφτεί ο άνθρωπος από άλλον, αν δεν έχει μέσα του αποθηκευμένες τις αφορμές των παθών. Και γι' αυτό ο Δημιουργός των πάντων και Ιατρός των ψυχών, ο Θεός, ο μόνος που γνωρίζει ακριβώς τα τραύματα της ψυχής, δεν παραγγέλλει να αποφεύγομε τις συναναστροφές των ανθρώπων, αλλά να κόβομε τις αιτίες της κακίας που είναι μέσα μας, και να γνωρίζομε ότι η υγεία της ψυχής δεν κατορθώνεται με τον χωρισμό από τους ανθρώπους, αλλά με την διαμονή και εξάσκηση με τους ενάρετους ανθρώπους. Όταν λοιπόν για προφάσεις που τις νομίζομε δήθεν εύλογες, εγκαταλείπομε τους αδελφούς, δεν κόψαμε τις αφορμές της λύπης αλλά μόνον κάναμε εναλλαγή τους, γιατί η αρρώστια που έχομε μέσα μας τις ανακινεί πάλι εξαιτίας άλλων πραγμάτων. Γι' αυτό, όλος ό πόλεμος μας ας είναι εναντίον των παθών που είναι μέσα μας, γιατί αν αυτά, με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, βγουν από την καρδιά μας, όχι μόνο με τους ανθρώπους, αλλά και με τα άγρια θηρία εύκολα μπορούμε να ζήσομε, όπως λέει ο μακάριος Ιώβ: «Τα άγρια θηρία θα γίνουν ειρηνικά μαζί σου». Πρώτα-πρώτα λοιπόν να αγωνιστούμε εναντίον του πνεύματος της λύπης, που φέρνει την ψυχή στην απελπισία, για να το εξορίσομε από την καρδιά μας. Γιατί αυτό το πνεύμα δεν επέτρεψε στον Κάιν να μετανοήσει μετά την αδελφοκτονία, ούτε στον Ιούδα μετά την προδοσία του Κυρίου. Μια μόνο λύπη να έχομε, την μετάνοια για τις αμαρτίες μας ενωμένη με την αγαθή ελπίδα, για την οποία ο Απόστολος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετάνοια που οδηγεί σε οριστική σωτηρία».

Κι αυτό, γιατί η κατά Θεόν λύπη τρέφοντας την ψυχή με την ελπίδα που ακολουθεί τη μετάνοια, είναι ανάμικτη με χαρά. Γι' αυτό και πρόθυμο και υπάκουο για κάθε καλή πράξη, ευκολοπλησίαστο, ταπεινό, πράο, ανεξίκακο, υπομονετικό σε κάθε αγαθό κόπο και κάθε συντριβή κάνει τον άνθρωπο η λύπη αυτή, αφού είναι κατά Θεόν. Και με αυτό λοιπόν γίνονται οι καρποί του Αγίου Πνεύματος φανεροί στον άνθρωπο, δηλαδή η χαρά, η αγάπη, η ειρήνη, η μακροθυμία, η αγαθότητα, η πίστη, η εγκράτεια. Από την αντίθετη λύπη είναι φανεροί οι καρποί του πονηρού πνεύματος, οι οποίοι είναι ακηδία, ανυπομονησία, θυμός, μίσος, αντιλογία, απελπισία, οκνηρία στην προσευχή. Αυτή τη λύπη πρέπει να την αποφεύγομε, όπως και την πορνεία και τη φιλαργυρία και το θυμό και τα υπόλοιπα πάθη. Αυτή η λύπη θεραπεύεται με την προσευχή και την ελπίδα στο Θεό και τη μελέτη των θείων λόγων και με τη συναναστροφή με ευλαβείς ανθρώπους.

6. Περί της ακηδίας

Έκτος είναι ο αγώνας μας εναντίον της ακηδίας (αμέλεια, πλήξη) που ενώνεται και βοηθεί το πνεύμα της λύπης. Δεινός και βαρύς δαίμονας αυτός, πολεμά πάντοτε τους μοναχούς. Αυτός επιτίθεται εναντίον του μοναχού κατά το μεσημέρι, προκαλώντας του ατονία και φόβο και μίσος εναντίον του τόπου όπου ασκείται και εναντίον των αδελφών που είναι μαζί του και εναντίον κάθε εργασίας, ακόμη και της αναγνώσεως των θείων Γραφών. Σου υποβάλλει ακόμη και λογισμούς μεταβάσεως σε άλλο τόπο, και ότι αν δεν πάει άλλου, μάταια κοπιάζει εδώ και χάνει τον καιρό του. Επίσης του φέρνει κατά το μεσημέρι και πείνα τόση, όση δεν θα προξενούσε σ' αυτόν τριήμερη νηστεία ή μακρά οδοιπορία ή βαρύτατος κόπος. Έπειτα του υποβάλλει λογισμούς ότι με κανένα άλλο τρόπο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ασθένεια αυτή και το βάρος της, παρά με το να βγαίνει έξω συνεχώς και να επισκέπτεται τους αδελφούς, τάχα για ωφέλεια ή επίσκεψη των ασθενών. Κι όταν δεν μπορέσει να τον εξαπατήσει με αυτά, τότε αφού του φέρει πολύ βαρύ ύπνο, επιτίθεται εναντίον του σφοδρότερος και δυνατότερος, και δεν μπορεί διαφορετικά να νικηθεί, παρά με την προσευχή και την αποχή από την αργολογία και με τη μελέτη των θείων λόγων και την υπομονή στους πειρασμούς. Γιατί αν δεν τον βρει ασφαλισμένο με αυτά τα όπλα, τότε αφού τον κατατρυπήσει με τα βέλη του, τον κάνει άστατο, ονειροπόλο, ράθυμο, άεργο και τον οδηγεί να επισκέπτεται πολλά μοναστήρια και να μη φροντίζει για τίποτε άλλο, παρά που γίνονται τραπέζια και συμπόσια. Γιατί η διάνοια αυτού που έπεσε σε ακηδία τίποτε άλλο δεν φαντάζεται παρά τις μάταιες σκέψεις όσων αναφέραμε. Από αυτά τον δεσμεύει και σε κοσμικά πράγματα και τον δελεάζει λίγο-λίγο σε επιβλαβείς ασχολίες, μέχρις ότου και από αύτη τη μοναχική ζωή τον διώξει.

Ο Απόστολος, γνωρίζοντας πόσο βαριά είναι αυτή η αρρώστια και επειδή ήθελε ως σοφός γιατρός να τη βγάλει μαζί με τη ρίζα από τις ψυχές μας, μας φανερώνει τις αιτίες από τις οποίες γεννιέται και λέει: «Σας παραγγέλλομε αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να αποχωρίζεστε από κάθε αδελφό που συμπεριφέρεται άτακτα και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παραλάβατε από μας. Γνωρίζετε πως πρέπει να μας μιμείστε, επειδή δε ζήσαμε ως άτακτοι ανάμεσά σας, ούτε πήραμε από κανένα το φαγητό μας δωρεάν, αλλά εργαζόμαστε ημέρα και νύχτα με κόπο και μόχθο για να μην επιβαρύνομε κανένα σας· όχι γιατί δεν είχαμε τέτοιο δικαίωμα, αλλά για να σάς δώσομε παράδειγμα να μας μιμείστε. Και όταν ήμαστε κοντά σας, αυτή την εντολή σάς δίναμε, ότι οποίος δε θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει. Γιατί μαθαίνομε ότι μερικοί από σάς δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται ξένες υποθέσεις. Σ' αυτούς παραγγέλλομε, στο όνομα του Ιησού Χριστού, να εργάζονται ήσυχα για να κερδίζουν το ψωμί τους».

Ας ακούσομε πόσο καθαρά φανερώνει τις αιτίες της ακηδίας ο Απόστολος. Εκείνους που δεν εργάζονται τους ονομάζει άτακτους, φανερώνοντας με μία λέξη πολλή κακία. Γιατί ο άτακτος, είναι και ανευλαβής και αυθάδης στα λόγια και πρόχειρος σε κατηγορίες και γι' αυτό είναι ακατάλληλος για την ησυχία και δούλος της ακηδίας. Παραγγέλλει λοιπόν να αποχωριζόμαστε από αυτούς σαν να έχουν κολλητική αρρώστια. Με τη φράση «και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παραλάβατε από μας», φανερώνει ότι αυτοί είναι υπερήφανοι και καταφρονητές και ακυρώνουν τις αποστολικές παραδόσεις. Κατόπιν λέει: «Δεν πήραμε το φαγητό μας δωρεάν από κανένα, αλλά εργαζόμαστε νύχτα και ημέρα με κόπο και μόχθο». Ο διδάσκαλος των εθνών, ο κήρυκας του Ευαγγελίου, που ανέβηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, αυτός που λέει ότι ο Κύριος διέταξε τους κήρυκες του Ευαγγελίου να συντηρούνται από τους ακροατές του κηρύγματος, αυτός εργάζεται ο ίδιος νύχτα και ημέρα με κόπο και μόχθο για να μην επιβαρύνει κανένα. Τι λοιπόν θα κάνομε εμείς, που είμαστε στην εργασία οκνηροί και επιδιώκομε τη σωματική ανάπαυση, εμείς που ούτε κήρυγμα του Ευαγγελίου μας έχει ανατεθεί, ούτε η μέριμνα για τις εκκλησίες, αλλά μόνο η φροντίδα για την ψυχή μας; Κατόπιν για να δείξει πιο καθαρά τη βλάβη που φέρνει η αργία, καταλήγει: «Δεν εργάζονται καθόλου αλλά περιεργάζονται». Γιατί από την αργία γεννιέται η περιέργεια, από την περιέργεια η αταξία και από την αταξία κάθε κακία. Για τη θεραπεία όλων αυτών, συμπληρώνει: «Να εργάζονται ήσυχα για να κερδίζουν το ψωμί τους». Και για να τους επιπλήξει περισσότερο, λέει: «Όποιος δε θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει».

Αυτές τις αποστολικές διαταγές έχοντας υπόψη οι άγιοι πατέρες της Αιγύπτου, δεν αφήνουν ποτέ να μένουν αργοί οι μοναχοί και μάλιστα οι νεώτεροι, επειδή γνωρίζουν ότι με την υπομονή της εργασίας και την ακηδία διώχνουν, και την τροφή τους προμηθεύονται, και βοηθούν όσους έχουν ανάγκη. Γιατί δεν εργάζονται μόνο για τις δικές τους ανάγκες, αλλά και σε ξένους και φτωχούς και φυλακισμένους δίνουν από την εργασία τους, πιστεύοντας ότι η αγαθοεργία αυτή είναι θυσία αγία και ευπρόσδεκτη στο Θεό. Και λένε επίσης οι πατέρες, ότι ο εργαζόμενος πολεμά με ένα δαίμονα πολλές φορές και στενοχωρείται από αυτόν, ενώ ο αργός αιχμαλωτίζεται από χιλιάδες πονηρά πνεύματα.

Καλό είναι ακόμα να θυμηθούμε και το λόγο που μου είπε ο αββάς Μωυσής, που ήταν πολύ άξιος μεταξύ των πατέρων. Αφού είχα καθήσει λίγο καιρό στην έρημο, με πείραξε ο δαίμονας της ακηδίας. Τον επισκέφτηκα τότε και του είπα: «Χθες ενοχλήθηκα πάρα πολύ από την ακηδία και εξασθένησα υπερβολικά· και δε γλύτωσα από αυτή, παρά όταν σηκώθηκα και επισκέφτηκα τον αββά Παύλο». Σ' αυτά μου αποκρίθηκε ο αββάς Μωυσής: «Έχε θάρρος· δεν ελευθερώθηκες από την ακηδία, αλλά μάλλον παραδόθηκες και υποδουλώθηκες σ' αυτή. Να γνωρίζεις λοιπόν ότι τώρα θα σε πολεμήσει περισσότερο ως λιποτάκτη, αν στο εξής δε φροντίσεις με την υπομονή και την προσευχή και την εργασία των χεριών σου να παλαίψεις εναντίον της και να τη νικήσεις».

7. Περί της κενοδοξίας

Έβδομος είναι ο αγώνας κατά της κενοδοξίας. Αυτό το πάθος είναι πολύμορφο και πολύ λεπτό και δεν το εννοεί γρήγορα ούτε εκείνος που πειράζεται από αυτό. Επειδή οι προσβολές των άλλων παθών είναι πιο φανερές και ευκολότερα καταπολεμούνται, καθώς η ψυχή αναγνωρίζει τον εχθρό και με την αντίρρηση στις προσβολές του και την προσευχή, αμέσως τον ανατρέπει. Η κενοδοξία όμως, με το να είναι πολύμορφη όπως είπαμε, δύσκολα νικιέται. Γιατί φανερώνεται σε κάθε πράξη και σε φωνή και σε λόγο και σε σιωπή και σε έργο και σε αγρυπνία και σε νηστεία και σε προσευχή και σε πνευματικές αναγνώσεις και σε ησυχία και σε μακροθυμία. Με όλα αυτά προσπαθεί να προσβάλλει το στρατιώτη του Χριστού.

Όποιον δε μπόρεσε να απατήσει στην κενοδοξία με την πολυτέλεια των ρούχων, δοκιμάζει να τον πειράξει με το φτωχικό ρούχο. Όποιον δεν μπόρεσε να πολεμήσει με την τιμή, τον πολεμά με το να νομίζει ότι υπομένει την ατιμία. Και όποιον δε μπόρεσε να καταφέρει στην κενοδοξία με τη γνώση των λόγων, τον δελεάζει με τη σιωπή, να κενοδοξεί δήθεν ως ήσυχος. Και όποιον δε μπόρεσε να φέρει σε χαλαρότητα με την πολυτέλεια των τροφών, τον κάνει να επιζητεί τον έπαινο με τη νηστεία. Και γενικά κάθε έργο, κάθε απασχόληση δίνει αφορμή στον πονηρό αυτό δαίμονα. Ακόμη αυτός υποβάλλει επιθυμία για το αξίωμα της Ιεροσύνης. Θυμάμαι κάποιον γέροντα, όταν ήμουν στη σκήτη, που πήγε στο κελί ενός αδελφού για επίσκεψη, και αφού πλησίασε την πόρτα, τον άκουσε να μιλάει από μέσα. Ο γέροντας νόμισε ότι μελετά κάτι από την Γραφή και στάθηκε για να ακούσει. Κατάλαβε τότε ότι ο αδελφός είχε βγει από τα λογικά του από την κενοδοξία και χειροτονούσε τον εαυτό του διάκονο και έκανε απόλυση των κατηχουμένων. Όταν λοιπόν ο γέροντας τα άκουσε αυτά, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Ο αδελφός αφού τον υποδέχτηκε, τον προσκύνησε κατά τη συνήθεια και τον ερώτησε να μάθει αν στεκόταν πολλή ώρα εμπρός στην πόρτα. Ο γέροντας με χαριτωμένο τρόπο του είπε: «Τώρα ήρθα, όταν έκανες την απόλυση των κατηχουμένων».

Ο αδελφός μόλις το άκουσε, έπεσε στα πόδια του γέροντα και τον παρακαλούσε να προσευχηθεί γι' αυτόν, για να ελευθερωθεί από αυτή την πλάνη. Αυτό το θυμήθηκα για να δείξω σε πόση αναισθησία φέρνει τον άνθρωπο αυτός ο δαίμονας. Εκείνος λοιπόν που θέλει να πολεμήσει τέλεια και να στεφανωθεί με το στεφάνι της δικαιοσύνης, πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσει να νικήσει το πολύμορφο αυτό θηρίο, έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια του το ρητό του Δαβίδ: «Ο Κύριος διασκόρπισε τα κόκκαλα των ανθρωπαρέσκων». Και να μην κάνει τίποτε επιδιώκοντας τον ανθρώπινο έπαινο, αλλά να επιζητεί την αμοιβή μόνο από το Θεό. Και αποβάλλοντας πάντοτε τους λογισμούς που έρχονται στην καρδιά του και τον επαινούν, να εξουθενώνει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού. Έτσι θα μπορέσει με τη βοήθεια του Θεού να απαλλαγεί από το πνεύμα της κενοδοξίας.

8. Περί της υπερηφάνειας

Όγδοος είναι ο αγώνας κατά της υπερηφάνειας. Φοβερότατος αυτός ο αγώνας και από όλους τους προηγούμενους αγριότερος. Αυτός πολεμά προπάντων τους τέλειους και προσπαθεί να καταστρέφει εκείνους που ανέβηκαν σχεδόν στην κορυφή των αρετών. Και όπως μία κολλητική και θανατηφόρα αρρώστια δεν καταστρέφει ένα μέλος του σώματος, αλλά ολόκληρο το σώμα, έτσι και η υπερηφάνεια όχι μόνον ένα μέρος της ψυχής, αλλά ολόκληρη την καταστρέφει. Και το καθένα από τα άλλα πάθη, αν και ταράζει την ψυχή, αλλά με το να πολεμά μια μόνον αρετή, εκείνη που είναι αντίθετη του, και να προσπαθεί αυτή να νικήσει, σκοτίζει και ταράζει την ψυχή εν μέρει.

Ενώ το πάθος της υπερηφάνειας σκοτίζει ολόκληρη την ψυχή και την ρίχνει σε τέλεια πτώση.
Για να εννοήσουμε καλύτερα τα λεγόμενα, ας σκεφτούμε ως εξής: Η γαστριμαργία προσπαθεί να διαφθείρει την εγκράτεια· η πορνεία, τη σωφροσύνη· η φιλαργυρία, την ακτημοσύνη· ο θυμός, την πραότητα και όλα τα λοιπά είδη της κακίας, τις αντίθετες αρετές. Η υπερηφάνεια όμως, όταν κυριεύσει την άθλια ψυχή, σαν φοβερότατος τύραννος που κατέλαβε μια μεγάλη και δοξασμένη πόλη, την καταστρέφει ολόκληρη και την κατεδαφίζει από τα θεμέλια. Μάρτυρας γι' αυτό είναι ο άγγελος εκείνος που έπεσε από τον ουρανό εξαιτίας της υπερηφάνειας του, ο οποίος αν και δημιουργήθηκε από το Θεό και στολίστηκε από Αυτόν με κάθε αρετή και σοφία, δεν θέλησε να τα αποδίδει όλα αυτά στον Κύριο, αλλά στη δική του φύση. Και έτσι νόμιζε ότι είναι ίσος με το Θεό. Ελέγχοντας αυτή τη σκέψη του, ο προφήτης έλεγε: «Συ είπες με το νου σου· θα καθήσω πάνω σε ψηλό βουνό, θα στήσω το θρόνο μου πάνω στα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο. Και όμως εσύ είσαι άνθρωπος και όχι θεός». Και πάλι άλλος προφήτης λέει: «Γιατί καυχιέται μέσα στην κακία του ο δυνατός;» Γνωρίζοντας αυτά, ας φοβηθούμε και με κάθε προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το θανατηφόρο πνεύμα της υπερηφάνειας, λέγοντας πάντοτε στον εαυτό μας, όταν κατορθώσομε κάποια αρετή, τον λόγο του Αποστόλου: «όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου», και τον λόγο του Κυρίου: «ότι χωρίς τη βοήθειά Μου, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε».
Επίσης, το λόγο του προφήτη: «Αν ένα σπίτι δεν το οικοδομήσει ο Κύριος, μάταια κουράστηκαν οι οικοδόμοι», και το: «Δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει, ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από το Θεό που θα δείξει έλεος». Επειδή και αν ακόμη έχει κανείς ολόθερμη προθυμία και αποφασισμένη προαίρεση, εφόσον είναι δεμένος με σάρκα και αίμα, δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα, παρά μόνο με τη χάρη και το έλεος του Χριστού. Και ο Ιάκωβος λέει: «Κάθε ωφέλιμη δωρεά προέρχεται από ψηλά». Και ο Απ. Παύλος: «Τι έχεις που δεν το πήρες από το Θεό; Κι αν έχεις πάρει, γιατί καυχιέσαι σαν να μην πήρες, αλλά υπερηφανεύεσαι σαν να είναι δικά σου;» Ότι με τη χάρη και το έλεος του Θεού έρχεται η σωτηρία, είναι μάρτυρας αληθινός εκείνος ο ληστής, ο οποίος κέρδισε τη βασιλεία των Ουρανών όχι ως ανταμοιβή της αρετής του, αλλά με τη χάρη και το έλεος του Θεού.

Γνωρίζοντας αυτά οι Πατέρες μας όλοι, με μια γνώμη, μας παρέδωσαν ότι δεν μπορούμε διαφορετικά να φτάσομε στην τελειότητα της αρετής, παρά μόνο με την ταπείνωση, η οποία έρχεται στον άνθρωπο από την πίστη και το φόβο του Θεού, από την πραότητα και την τέλεια ακτημοσύνη. Με τις αρετές αυτές κατορθώνεται και η τέλεια αγάπη, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες.
Αμήν

Φιλοκαλία
Τόμος Α'

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Απο το γεροντικο
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Κυρ 26 Αύγ 2018, 13:21 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10996
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ´
Διάλογος ἁγίων Γερόντων μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις

1. Πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ μοναχὸς στὸ κελί;

Ἀπόκριση: Νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴ γνώση τῶν πολλῶν πραγμάτων, ὥστε, καθὼς ὁ λογισμὸς μένει ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ διάφορα, νὰ κατοικήσει ἡ γνώση τοῦ Κυρίου.

2. Ἐρώτηση: Τί εἶναι ὁ μοναχός;

Ἀπόκριση: Ὁ μοναχὸς εἶναι σὰν τὴν περιστερά. Ὅπως ἡ περιστερὰ βγαίνει στὸν ἀέρα τὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ τινάξει τὰ φτερά της, κι ἂν καθυστερήσει ἔξω ἀπὸ τὴ φωλιά, δέχεται χτυπήματα ἀπὸ τὰ ἄγρια πουλιὰ καὶ χάνει τὴν ὀμορφιά της, ἔτσι καὶ ὁ μοναχός, βγαίνει τὴν ὥρα τῆς σύναξης νὰ ξετινάξει τοὺς λογισμούς του, κι ἂν ἀργοπορήσει ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί, ραπίζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ σκοτεινιάζουν οἱ λογισμοί του.

3. Ἐρώτηση: Μὲ ποιὸ λογισμὸ ὁ διάβολος βγάζει ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τὸν μοναχό;

Ἀπάντηση: Ὁ διάβολος εἶναι σὰν τὸν γητευτὴ τῶν φιδιῶν. Ὅπως ὁ γητευτὴς μὲ μαγευτικὰ λόγια κάνει τὸ φίδι νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ φωλιὰ καὶ ἀφοῦ τὸ πιάσει, τὸ πάει καὶ τὸ ρίχνει στὶς πλατεῖες τῆς πόλης καὶ τὸ ἀφήνει ἐκεῖ νὰ τὸ περιπαίζουν οἱ ἄνθρωποι, κι ὅταν γεράσει πολὺ μαζί του, ὕστερα ἢ τὸ θανατώνει στὴ φωτιὰ ἢ τὸ πνίγει στὴ θάλασσα, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς τὰ ἴδια παθαίνει, ὅταν παρασύρεται ἀπ᾿ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐγκαταλείπει τὸ κελί του.

7. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νὰ γίνεται τὸ ἔργο τῆς ψαλμῳδίας καὶ ποιὸ νὰ εἶναι τὸ μέτρο τῆς νηστείας;

Ἀπάντηση: Τίποτε παραπάνω ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει ὁρισθεῖ. Γιατὶ πολλοὶ θέλοντας τὸ παραπάνω, ὕστερα οὔτε τὸ λίγο μπόρεσαν νὰ ἐκτελέσουν.

9. Ἐρώτηση: Ἂν μὲ σκανδαλίσει ὁ ἀδελφός, μὲ συμβουλεύεις νὰ τοῦ βάλω μετάνοια;

Ἀπάντηση: Βάλε του μετάνοια καὶ ξέκοψε ἀπ᾿ αὐτόν. Ἔχουμε τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο ποὺ λέει: Μὲ ὅλους νὰ ἔχεις ἀγάπη κι ἀπ᾿ ὅλους νὰ βρίσκεσαι σὲ ἀπόσταση.

10. Ἐρώτηση: Τί σημασία ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ νὰ προσφέρει εὐχαριστήριο δῶρο στὴν ἐκκλησία;

Ἀπάντηση: Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι θησαυρὸς φυλαγμένος μπροστὰ στὸν Θεό. Ὅ,τι βάζεις ἐδῶ, ἀμέσως πηγαίνει ἐπάνω.

11. Ἐρώτηση: Ἔχω ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸν Θεό.

Ἀπάντηση: Ἂν σὲ ὥρα δύσκολη ὑπομείνει κανεὶς τὸν πλησίον, αὐτὸ εἶναι ἴσο με τὸ καμίνι τῶν τριῶν Παίδων.

12. Ἐρώτηση: Γιατί ἡ πορνεία ἐνοχλεῖ τὸν ἄνθρωπο;

Ἀπάντηση: Ἐπειδὴ ὁ διάβολος γνωρίζει ὅτι ἡ πορνεία μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καθὼς ἀκούει τὸν Κύριο ποὺ λέει:

«Δὲν θὰ παραμείνει τὸ Πνεῦμα μου σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι σάρκες».

(Ἐρώτηση ἑνὸς νέου σὲ κάποιο Θηβαῖο Γέροντα γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ κάνει τὴν πνευματικὴ ἐργασία στὸ κελί).

13. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νὰ «ἡσυχάζει» κανεὶς στὸ κελί;

Ἀπάντηση: Ὅταν κάνει τὴν ἄσκηση στὸ κελί, διόλου νὰ μὴ θυμᾶται ἄνθρωπο.

14. Ἐρώτηση: Ποιὰ ἐργασία ὀφείλει ἡ καρδιὰ νὰ κάνει, γιὰ νὰ εἶναι στραμμένος ὁ μοναχὸς στὸν ἑαυτό του;

Ἀπάντηση: Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἐργασία τοῦ μοναχοῦ, τὸ νὰ ἔχει πάντοτε στραμμένη τὴν προσοχὴ στὸν Θεὸ χωρὶς νὰ περισπᾶται ὁ νοῦς.

15. Ἐρώτηση: Πῶς ὀφείλει νὰ διώχνει ὁ νοῦς τοὺς πονηροὺς λογισμούς;

Ἀπάντηση: Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον ἀπὸ μόνος του νὰ τὸ κάνει αὐτὸ οὔτε ἔχει τέτοια δύναμη. Ἀλλὰ κι ἂν ἡ ψυχὴ πέσει σὲ λογισμούς, ἀμέσως ὀφείλει νὰ καταφύγει σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔπλασε ἱκετεύοντάς τον, καὶ κεῖνος τοὺς διαλύει σὰν κερί. Γιατὶ ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει.

18. Ἐρώτηση: Λοιπόν, μὲ ποιὰ τέχνη καταφεύγει ὁ λογισμὸς στὸν Θεό;

Ἀπάντηση: Ἂν σοῦ ἔρθει λογισμὸς πορνείας, ἀμέσως τράβηξε ἀπὸ κεῖ τὸν νοῦ καὶ φέρτον ψηλὰ μὲ βιασύνη. Μὴν ἀργοπορήσεις, γιατὶ ἡ ἀργοπορία ἰσοδυναμεῖ μὲ συγκατάθεση.

19. Ἐρώτηση: Ἂν ἔρθει λογισμὸς κενοδοξίας ὅτι κατόρθωσες ἀρετή, δὲν ὀφείλει νὰ τὸν ἀντικρούσει ὁ λογισμός;

Ἀπάντηση: Ὁποιαδήποτε ὥρα κανεὶς ἀντιλέγει στὸν λογισμό, ἀμέσως ὁ λογισμὸς γίνεται πιὸ ἰσχυρὸς καὶ πιὸ ὁρμητικός, ἐκεῖνος μὲ τὴν ἀντιλογία του βρίσκεται σὲ πλεονεκτικότερη θέση ἀπὸ σένα. Ἐπιπλέον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν σὲ βοηθάει καὶ τόσο, γιατὶ παρουσιάζεσαι σὰν νὰ καυχιέσαι, ὅτι δηλαδὴ μπορῶ ἐγὼ νὰ τὰ βγάλω πέρα μὲ τὰ πάθη.

Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πνευματικὸ πατέρα, στὸν πατέρα τὰ ἀναθέτει καὶ εἶναι ἀμέριμνος γιὰ ὅλα καὶ οὔτε νοιάζεται πιὰ τί λόγο θὰ δώσει καὶ στὸν Θεό, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ δὲν πρέπει νὰ ἔχει καθόλου φροντίδα γιὰ τὸν λογισμὸ ἢ νὰ ἀντιπαραταχθεῖ στὸν λογισμὸ ἢ γενικὰ νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ μπεῖ μέσα του.

Ἂν γίνει καὶ μπεῖ, σύρε τον πάνω στὸν Πατέρα σου καὶ πὲς στὸ λογισμό: «Ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτε μὲ σένα, νὰ ὁ Πατέρας μου, αὐτὸς ξέρει». Κι ἐπίμονα τράβα τον ἐπάνω, ὁπότε σ᾿ ἀφήνει στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ φεύγει, γιατὶ δὲν μπορεῖ να ᾿ρθεῖ μαζί σου σὲ Ἐκεῖνον οὔτε νὰ σταθεῖ μπροστά Του. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἐργασία ἀνώτερη καὶ πιὸ ἀμέριμνη δὲν ὑπάρχει σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία.

28. Ἐρώτηση: Πῶς μπορεῖ κανεὶς πάντοτε νὰ προσεύχεται; Γιατὶ τὸ σῶμα παρουσιάζει ἀδυναμία προκειμένου νὰ προσευχηθεῖ.

Ἀπάντηση: Προσευχὴ δὲν λέγεται μόνο τὸ νὰ στέκεται κανεὶς τὴν συγκεκριμένη ὥρα προσευχῆς καὶ νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ τὸ νὰ προσεύχεται πάντοτε.

29. Ἐρώτηση: Πῶς πάντοτε;

Ἀπάντηση: Εἴτε τρῷς εἴτε πίνεις εἴτε περπατᾷς σὲ δρόμο εἴτε κάποιο ἔργο κάνεις, νὰ μὴν ἀφήνεις τὴν προσευχή.

30. Ἐρώτηση: Ἂν ἕνας συνομιλεῖ μὲ κάποιον, πῶς μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει τὸ νὰ προσεύχεται πάντοτε;

Ἀπάντηση: Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος, μὲ κάθε προσευχὴ καὶ δέηση. Ἔτσι, ὅταν δὲν εἶσαι ἐλεύθερος νὰ προσευχηθεῖς, καθὼς συναναστρέφεσαι μὲ ἄλλον, νὰ προσεύχεσαι μὲ δέηση.

31. Ἐρώτηση: Μὲ ποιὰ προσευχὴ ὀφείλει νὰ προσεύχεται κανείς;

Ἀπάντηση: Νὰ λέει τὸ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κ.λπ.

32. Ἐρώτηση: Πόσο μέτρο ὀφείλει νὰ ἔχει ἡ προσευχή;

Ἀπάντηση: Δὲν ὅρισε μέτρο. Ἐφόσον εἶπε πάντοτε καὶ χωρὶς διακοπὴ νὰ προσεύχεστε, δὲν ἔχει μέτρο.

Ἔλεγε ἀκόμη κι αὐτό, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὰ κατορθώσει αὐτά, ὀφείλει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ τοὺς βλέπει ὡς ἕναν καὶ νὰ μὴν καταλαλεῖ.
Ἀποφθέγματα αὐτῶν ποὺ γήρασαν στὴν ἄσκηση, ἀποφθέγματα ποὺ δηλώνουν σὲ περιληπτικὴ ἔκθεση τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς τους

36. Ἔλεγε (ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας) πάλι ὅτι, ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ δείξει τὸ ἔλεός Του σὲ μιὰ ψυχὴ κι αὐτὴ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν κανονικὴ πορεία καὶ δὲν δέχεται, ἀλλὰ κάνει τὸ θέλημά της, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πάθει ἐκεῖνα ποὺ δὲν θέλει, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ Τὸν ἐπιζητήσει.

38. Τὸν ἴδιον τὸν ρώτησαν τί εἶναι φιλαργυρία καὶ ἀπάντησε:

«Τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι στὸν Θεὸ ὅτι ἔχει τὴ φροντίδα σου, νὰ μὴν ἐλπίζεις ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θέλεις νὰ φαίνεσαι σπουδαῖος».

39. Ρωτήθηκε πάλι τί εἶναι καταλαλιὰ κι ἀποκρίθηκε:

«Τὸ νὰ ἀγνοεῖ κανεὶς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φθονεῖ τὸν πλησίον του».

40. Ρωτήθηκε πάλι τί εἶναι ἡ ὀργὴ καὶ ἀπάντησε:

«Φιλονικία, ψέμα καὶ ἔλλειψη γνώσης».

41. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας, ὁ διακονητής:

«Τί δύναμη ἔχει ἡ ἁμαρτία, ὅπου ὑπάρχει μετάνοια; Καὶ τί ὠφελεῖ ἡ ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὑπερηφάνεια;»

42. Εἶπε πάλι:

«Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸν νοῦ τους στραμμένο ἢ στὶς ἁμαρτίες ἢ στὸν Ἰησοῦ ἢ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους».

43. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος:

«Πολλοὶ στὴν ἐποχή μας διάλεξαν τὴν ἀνάπαυση, προτοῦ τοὺς τὴν δώσει ὁ Θεός».

47. Ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος εἶπε:

«Δὲν θέλησα ποτὲ νὰ πῶ ἢ νὰ ἀκούσω λόγο κοσμικό».

48. Ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀκάκιο:

«Ἡ γυναῖκα τότε καταλαβαίνει ὅτι ἔχει συλλάβει, ὅταν σταματήσει τὸ αἷμα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τότε ξέρει ὅτι ἔχει συλλάβει Πνεῦμα Ἅγιο, ὅταν σταματήσουν τὰ πάθη τὰ χαμηλὰ ποὺ ρέουν ἀπ᾿ αὐτήν. Ὅσο καιρὸ περιπλέκεται σ᾿ αὐτά, πῶς μπορεῖ νὰ ὑπερηφανεύεται σὰν νὰ εἶναι τάχα ἀπαθής; Δῶσε αἷμα καὶ πᾶρε Πνεῦμα».

49. Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε ὅτι τὸ θέλημα καὶ ἡ ἀνάπαυση καί, προπαντός, ἡ συνήθεια σ᾿ αὐτά, ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση.

55. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε:

«Ἂς πηγαίνουμε πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ».

58. Εἶπε πάλι ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ ἀπουσία τῆς ντροπῆς καὶ τοῦ φόβου φέρνουν τὴν ἁμαρτία.

59. Κάποιος Γέροντας εἶπε:

«Ἄνθρωπε, ἂν θέλεις νὰ ζήσεις σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεῖς βοηθὸ τὸν Νομοθέτη».

60. Εἶπε πάλι:

«Ἂν ἑκούσια θελήσεις νὰ παρακούσεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεῖς τὸν διάβολο νὰ σὲ βοηθάει στὴν πτώση».

61. Εἶπε Γέροντας:

«Ἡ ἀμεριμνησία, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἐσωτερικὴ μελέτη γεννοῦν τὴν ἁγνότητα».

62. Εἶπε Γέροντας:

«Ἡ μέλισσα ὅπου πηγαίνει, κάνει μέλι. Ἔτσι κι ὁ μοναχὸς ὅπου πηγαίνει, τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται».

63. Εἶπε πάλι ὅτι ὁ Σατανᾶς πλέκει σχοινιά, ὅσο ἐσὺ τοῦ δίνεις λουρίδες αὐτὸς πλέκει. Αὐτὸ τὸ εἶπε γιὰ τοὺς λογισμούς.

64. Εἶπε Γέροντας:

«Ὅταν κάποιος ἀδελφὸς θέλει νὰ πάει νὰ συναντήσει ἕναν ἀδελφό, ὁ δαίμονας τῆς κατακρίσεως ἢ πηγαίνει πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἐκεῖ ἢ ἔρχεται μαζί του στὸν ἀδελφό».

65. Εἶπε Γέροντας: «Τὸν τεμπέλη καὶ τὸν ἀκαμάτη δὲν τοὺς θέλει ὁ Θεός».

66. Ἄλλος Γέροντας εἶπε: «Δῶσε διάθεση καὶ θὰ πάρεις δύναμη».

67. Ἄλλος εἶπε: «Ἡ ἀχαριστία μεσιτεύει γιὰ χάρη τῆς ἀδυναμίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».

68. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Ὅπως ὁ κασσίτερος ἀφοῦ μαυρίσει, πάλι γίνεται λαμπερός, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, κι ἂν μαυρίζουν, καθὼς ἁμαρτάνουν, πάλι λαμπρύνονται, ὅταν μετανοοῦν, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ πίστη παρομοιάστηκε μὲ κασσίτερο».

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Απο το γεροντικο
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Κυρ 26 Αύγ 2018, 13:22 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10996
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ´
Γιὰ τοὺς δώδεκα ἀναχωρητὲς

1. Δώδεκα ἀναχωρητὲς ἅγιοι, σοφοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε καὶ ζήτησαν νὰ ὁμολογήσει ὁ καθένας ὅσα κατόρθωσε στὸ κελί του καὶ ποιὰ ἦταν ἡ πνευματική του ἄσκηση.

Ὁ πρῶτος, ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, εἶπε:

«Ἀδελφοί, ἐγὼ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισα νὰ ζῶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ σταύρωσα ὅλο τὸν ἑαυτό μου ἀπέναντι στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἔχοντας στὸν νοῦ μου αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο: Νὰ σπάσουμε τοὺς δεσμοὺς ποὺ μᾶς συνδέουν μαζί τους καὶ νὰ ρίξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγό τους. Ἔτσι, ἔκανα ἕνα τεῖχος ἀνάμεσα στὴν ψυχή μου καὶ στὰ σωματικὰ πράγματα καὶ ἀναλογίσθηκα ὅτι, ὅπως αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος δὲν βλέπει αὐτὸν ποὺ στέκεται ἔξω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σὺ μὴ θελήσεις νὰ βλέπεις τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὰ ἔξω. Ἀλλὰ νὰ ἔχεις στραμμένη τὴν προσοχή σου στὸν ἑαυτό σου, ἀναμένοντας κάθε μέρα μὲ ἐλπίδα τὸν Θεό.

Ἔτσι θεωρῶ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες φίδια καὶ ἀπόγονους ἀπὸ ὀχιές, καὶ ὅταν τὶς αἰσθάνομαι νὰ ξεφυτρώνουν στὸ νοῦ μου, τὶς ξηραίνω μὲ φοβέρες καὶ ὀργή. Ἀκόμη, δὲν σταμάτησα ποτὲ νὰ τὰ βάζω μὲ τὸ σῶμα μου καὶ μὲ τὴν ψυχή μου, γιὰ νὰ μὴν ἐκτραποῦν σὲ τίποτε ἀνάρμοστο».

Ὁ δεύτερος εἶπε:

«Ἐγὼ ἀπὸ τότε ποὺ ἀρνήθηκα τὸν κόσμο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: Σήμερα ἀναγεννήθηκες, σήμερα ἄρχισες νὰ δουλεύεις στὸν Θεό, σήμερα ἄρχισες νὰ κατοικεῖς ἐδῶ σὰν ξένος. Ἔτσι κάθε μέρα νὰ αἰσθάνεσαι, σὰν ἕνας ξένος καὶ ὅτι αὔριο θὰ φύγεις».

Ὁ τρίτος εἶπε:

«Ἐγὼ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀνεβαίνω στὸν Κύριό μου, καὶ ἀφοῦ τὸν προσκυνήσω, πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ἔπειτα κατεβαίνοντας προσκυνῶ τοὺς ἀγγέλους του καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ ἱκετέψουν τὸν Θεὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἀφοῦ τὸ κάνω αὐτό, κατεβαίνω στὴν ἄβυσσο καὶ ὅ,τι κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ σχίζουν τὰ ἐνδύματά τους καὶ κλαῖνε καὶ πενθοῦν γιὰ τὴ συμφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς πατέρες τους, αὐτὸ κάνω κι ἐγώ. Περιπλανιέμαι στοὺς τόπους τῆς κόλασης, βλέπω τὰ δικά μου μέλη (δηλαδὴ τοὺς ἐκεῖ ἄλλους χριστιανούς) νὰ βασανίζονται καὶ κλαίω μ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε».

Ὁ τέταρτος εἶπε:

«Ἐγὼ ἔτσι νιώθω, σὰν νὰ κάθομαι μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἀπὸ δῶ καὶ πέρα κανέναν συγγενῆ νὰ μὴν ξέρεις, ἀλλὰ πάντοτε νὰ βρίσκεσαι μ᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ἀναζητᾷς καὶ νὰ μιμεῖσαι τὸν καλὸ τρόπο τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἡ Μαρία ποὺ καθόταν κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ ἄκουγε τὰ λόγια του:

«Νὰ γίνετε ἅγιοι, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἅγιος. Νὰ γίνετε σπλαχνικοὶ καὶ τέλειοι, ὅπως ὁ Πατέρας σας εἶναι τέλειος. Νὰ διδαχτεῖτε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά».

Ὁ πέμπτος εἶπε:

«Ἐγὼ κάθε φορὰ βλέπω ἀγγέλους νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν γιὰ τὴν πρόσκληση τῶν ψυχῶν. Καὶ πάντοτε, περιμένοντας τὸ τέλος μου, λέω: Εἶναι ἕτοιμη ἡ καρδιά μου, Θεέ μου».

Ὁ ἕκτος εἶπε:

«Ἐγὼ καθὼς κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία στὸ κελί, νομίζω ὅτι ἀκούω ἀπὸ τὸν Κύριο αὐτὰ τὰ λόγια: Νὰ κοπιάστε γιὰ μένα κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, ἀκόμη λίγο νὰ ἀγωνιστεῖτε καὶ θὰ σᾶς δείξω τὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα μου. Ἂν μὲ ἀγαπᾶτε, ἂν εἴσαστε παιδιά μου, σὰν Πατέρα ποὺ παρακαλάει, νὰ αἰσθανθεῖτε γιὰ μένα σεβασμό, ἂν εἶστε ἀδελφοί μου, νὰ μὲ σεβαστεῖτε ὅπως ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε πολλὰ γιὰ σᾶς. Ἂν εἴσαστε πρόβατά μου, νὰ ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ ποιμένα, ἂν εἶστε δοῦλοι μου, νὰ ἀκολουθήσετε τὰ παθήματα τοῦ δεσπότη σας».

Ὁ ἕβδομος εἶπε:

«Ἐγὼ αὐτὰ τὰ τρία μελετῶ συνεχῶς καὶ λέω ἀδιάκοπα στὸν ἑαυτό μου: πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, γιὰ νὰ χαίρομαι μὲ τὴν ἐλπίδα, νὰ στηρίζομαι μὲ τὴν πίστη, καὶ μὲ τὴν ἀγάπη νὰ μὴ λυπήσω ποτὲ κανένα».

Ὁ ὄγδοος εἶπε:

«Ἐγὼ βλέπω τὸν διάβολο νὰ πετάει ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιεῖ. Ὅπου κι ἂν πάει, βλέπω μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια, καὶ ἀναφέρομαι ἱκετευτικὰ στὸν Δεσπότη μου Χριστὸ ἐναντίον του, ὥστε νὰ μείνει ἄπρακτος καὶ νὰ μὴν μπορέσει νὰ κάνει τίποτε σὲ κανέναν, ἰδίως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεό».

Ὁ ἔνατος εἶπε:

«Ἐγὼ ὅταν κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία, βλέπω τὴν ἐκκλησία τῶν νοερῶν δυνάμεων κι ἀνάμεσά τους τὸν Κύριό της δόξας νὰ λάμπει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους. Ὅταν μὲ βρεῖ ἀκηδία, ἀνεβαίνω στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπω τὴν ἔξοχη ὡραιότητα τῶν ἀγγέλων κι ἀκούω τοὺς ὕμνους ποὺ ἀνυψώνουν ἀκατάπαυστα στὸν Θεό, καθὼς καὶ τὴ μελῳδία τους. Ὑψώνομαι μὲ τοὺς ἤχους καὶ τὴ φωνὴ καὶ τὴ μουσικότητά τους, ὥστε νὰ νιώσω αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο:

«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ» καὶ ὅλα τὰ ἐπίγεια τὰ θεωρῶ στάχτη καὶ σκουπίδια».

Ὁ δέκατος εἶπε:

«Ἐγὼ πάντοτε βλέπω κοντά μου τὸν φύλακα ἄγγελό μου καὶ προσέχω τὸν ἑαυτό μου, ἔχοντας στὸ μυαλό μου αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ:

«Ἔβλεπα μπροστά μου τὸν Κύριο πάντοτε, ὅτι στέκεται στὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴν κλονισθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου».

Φοβοῦμαι λοιπὸν αὐτὸν ποὺ παρακολουθεῖ τὴν πορεία μου. Διότι τὸν βλέπω κάθε μέρα νὰ ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ καὶ νὰ παρουσιάζει τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μου».

Ὁ ἑνδέκατος εἶπε:

«Ἐγὼ προσωποποίησα τὶς ἀρετές, ὅπως π.χ. τὴν ἐγκράτεια, τὴ σωφροσύνη, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀγάπη κι ἔστησα τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσά τους ὥστε νὰ μὲ περικυκλώσουν αὐτές. Κι ὅπου κι ἂν πάω, λέω στὸν ἑαυτό μου: «Ποῦ εἶναι οἱ παιδαγωγοί σου; Μὴν ἀδιαφορήσεις, μὴν ἀκηδιάσεις, ἀφοῦ παντοτινὰ αὐτὲς τὶς ἔχεις δίπλα σου, ὅποια ἀρετὴ θέλεις κοντά σου εἶναι, καὶ καλὰ λόγια θὰ ποῦν στὸν Θεὸ γιὰ σένα, ὅτι δηλαδὴ βρῆκαν σὲ σένα ἀνάπαυση».

Ὁ δωδέκατος εἶπε:

«Ἐσεῖς, Πατέρες, ἔχοντας φτεροῦγες ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀποκτήσατε οὐράνια ζωή. Κι αὐτὸ καθόλου παράξενο δὲν εἶναι, σᾶς βλέπω νὰ στέκεστε ψηλὰ λόγῳ τῶν ἔργων σας καὶ νὰ ἐπιδιώκετε τὰ οὐράνια. Μὲ δύναμη μάλιστα μετακινεῖστε ἀπ᾿ τὴ γῆ ἐσεῖς ποὺ ἀποξενωθήκατε ἐντελῶς ἀπ᾿ αὐτήν. Πῶς νὰ σᾶς ὀνομάσω; Ἐπίγειους ἀγγέλους ἢ οὐράνιους ἀνθρώπους; Ἐγὼ κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου τόσο ἀνάξιο ἀκόμη καὶ νὰ ζεῖ, βλέπω μπροστά μου τὶς ἁμαρτίες μου. Ὅπου κι ἂν πάω, ὅπου κι ἂν στραφῶ τὶς βλέπω νὰ προχωροῦν πρὶν ἀπὸ μένα.

Στὰ καταχθόνια καταδίκασα τὸν ἑαυτό μου. Λέω «Θὰ εἶμαι μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἀξίζει. Μ᾿ αὐτοὺς ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ μὲ κατατάξουν». Βλέπω ἐκεῖ θρηνητικὲς κραυγὲς καὶ δάκρυα, ποὺ δὲν σταματοῦν ποτὲ καὶ εἶναι ἀνεκδιήγητα. Βλέπω κάποιους νὰ τρίζουν τὰ δόντια καὶ νὰ πηδοῦν μ᾿ ὅλο τους τὸ σῶμα καὶ νὰ τρέμουν ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ρίχνοντας στάχτη στὸ κεφάλι μου ἱκετεύω τὸν Θεὸ νὰ μὴ δοκιμάσω ἐκεῖνες τὶς συμφορές. Βλέπω καὶ μία θάλασσα ἀπὸ φωτιὰ νὰ παφλάζει καὶ νὰ φυσομανάει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ νὰ βρυχιέται, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι τὰ κύματα τῆς φωτιᾶς φτάνουν μέχρι τὸν οὐρανό. Καὶ μέσ᾿ τὴ φοβερὴ αὐτὴ θάλασσα ἀμέτρητους ἀνθρώπους ριγμένους ἀπὸ ἄγριους ἀγγέλους, καὶ ὅλοι μαζὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι μὲ μιὰ φωνὴ νὰ βγάζουν δυνατὲς κραυγὲς καὶ νὰ κράζουν μὲ ἰσχυροὺς θρήνους καὶ φωνὲς τέτοιες, ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει ἀκούσει. Σὰν ξερὰ χόρτα ὅλοι νὰ καίγονται, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ Θεοῦ νὰ φεύγουν μακριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους.

Τότε θρηνῶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς τολμᾷ νὰ μιλήσει ἢ νὰ δίνει τὴν προσοχή του σὲ κάτι ἐφήμερο, ἀφοῦ τόσο μεγάλα κακὰ περιμένουν τὸν κόσμο. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς κρατῶ τὸ πένθος στὴν καρδιά μου, κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται σὲ μένα ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: Τὰ δάκρυά μου ἔγιναν γιὰ μένα ψωμὶ μέρα καὶ νύχτα».

Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῶν σοφῶν καὶ πνευματικῶν Πατέρων. Μακάρι κι ἐμεῖς νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους μιὰ ζωὴ ἄξια νὰ τὴν θυμοῦνται, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Δεσπότη μας Χριστό, ἀφοῦ γίνουμε τέλειοι καὶ ἀψεγάδιαστοι.

2. Ἕνας Γέροντας εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ κατοικοῦσε στὴν πιὸ βαθιὰ ἔρημο ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια κι εἶχε ἀποκτήσει χάρισμα διορατικό, ὥστε νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: Δυὸ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἄκουσαν τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν καὶ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Βγῆκαν ἀπὸ τὰ κελιά τους καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καρδιά. Καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο.

Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες πλησίασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ μακριὰ βλέπουν κάποιον σὰν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ λευκὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόφους ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν ὅσιο σὲ ἀπόσταση περίπου τριῶν σημείων.

Τοὺς φώναξε:

«Ἀδελφοί, ἀδελφοί».

Αὐτοὶ τὸν ρώτησαν:

«Ποιὸς εἶσαι καὶ τί θέλεις;»

«Νὰ πεῖτε, τοὺς ἀποκρίθηκε, στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ συναντήσετε: θυμήσου αὐτὸ ποὺ σὲ παρακάλεσα».

Οἱ ἀδελφοὶ ἦρθαν, βρῆκαν τὸν Γέροντα, τὸν χαιρέτισαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ὠφελήθηκαν πολύ.

Τοῦ μίλησαν καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶδαν καθὼς ἔρχονταν, καὶ τὴν παράκλησή του. Ὁ Γέροντας κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἀλλὰ προσποιοῦνταν ὅτι δὲν τὸν ἤξερε. Μάλιστα ἔλεγε: «Κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ ἐδῶ». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια του τὸν ὑποχρέωναν νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ εἶδαν.

Ὁ Γέροντας τοὺς σήκωσε ὄρθιους καὶ τοὺς εἶπε:

«Δῶστε μου τὸν λόγο σας ὅτι δὲν θὰ μιλήσετε ἐπαινετικὰ σὲ κανέναν γιὰ μένα σὰν γιὰ κάποιον ἅγιο, μέχρι νὰ φύγω στὸν Κύριο, καὶ τότε θὰ σᾶς μιλήσω καθαρὰ γιὰ τὴν ὑπόθεση». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅπως τοὺς ζήτησε. Τοὺς λέει λοιπόν:

«Αὐτὸς ποὺ ἔχετε δεῖ ντυμένο στὰ λευκὰ εἶναι ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ καὶ παρακαλεῖ ἐμένα τὸν ἀδύναμο καὶ μοῦ λέει: «Ἱκέτευσε τὸν Κύριο γιὰ μένα, νὰ ξαναγυρίσω στὸν τόπο μου, γιατὶ ἔχει πιὰ συμπληρωθεῖ ἡ προθεσμία ποὺ ὁρίσθηκε σὲ βάρος μου ἀπὸ τὸν Θεό». Στὴν ἐρώτησή μου «ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ποινῆς σου;» ἀπάντησε:

«Συνέβη σὲ μία ἐπαρχιακὴ πόλη πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ παροργίζουν τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ τοὺς παιδεύσω μὲ εὐσπλαχνία. Ἐγὼ ὅμως ὅταν τοὺς εἶδα πολὺ νὰ ἀσεβοῦν, τοὺς ἐπέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ ἐξοντωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ μοῦ ἐπεβλήθη ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει τὴν ἀποστολή».

Ὅταν τοῦ εἶπα «καὶ πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕναν ἄγγελο;», ἐκεῖνος εἶπε:

«Ἂν δὲν ἤξερα ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσευχὴ τῶν γνήσιων δούλων του, δὲν θὰ ἐρχόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα».

Ἐγὼ ἀναλογίσθηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔκανε ἄξιο νὰ μιλάει μαζί του καὶ νὰ τὸν βλέπει, ἐπίσης οἱ ἄγγελοί του νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουν ἐπαφὴ μαζί τους, ὅπως ἔχει γίνει μὲ τοὺς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καὶ Κορνήλιο καὶ τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους. Ἔνιωσα κατάπληξη μ᾿ αὐτὰ καὶ δόξασα τὴν εὐσπλαχνία του».

Μετὰ ἀπ᾿ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ τρισμακάριστος πατέρας μας ἀναπαύτηκε. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἔθαψαν τιμητικὰ μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Κι ἐμεῖς ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ Γέροντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς του».

8. Ἕνας Γέροντας ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ μεριμνᾷ γιὰ τίποτε παρὰ μόνο γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρόσθετε:

«Κι ἂν ἀναγκασθῶ νὰ φροντίσω γιὰ γήινη ἀνάγκη, ποτὲ δὲν τὴν σκέφτομαι πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα της».

9. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ὅπως ἡ φωτιὰ καίει τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ ὀφείλει νὰ καίει τὰ πάθη.

10. Γιὰ κάποιο Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε σὲ κοινόβιο ἔλεγαν οἱ ἀδελφοὶ τῆς ἴδιας μονῆς ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πλεονεκτήματα ἀπέκτησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μοναχὸ αὐτῆς τῆς γενιᾶς: τὸ νὰ νηστεύει πολύ, τὸ νὰ ἀγρυπνεῖ πολὺ καὶ τὸ νὰ ἐργάζεται πολύ.

14. Ὁ ἅγιος Γέροντας Θεόδωρος ποὺ καταγόταν ἀπ᾿ τὰ Ἄδανα, μᾶς διηγήθηκε ὅτι ὅταν ζοῦσε στὰ μέρη τῆς Ἁγίας Πόλεως, στὸ κοινόβιο τοῦ Πενθουκλᾶ, κοντὰ στὸν ἅγιο ποταμὸ Ἰορδάνη, ἦρθε κάποιος ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας θέλοντας νὰ γίνει μοναχὸς στὸ μοναστῆρι αὐτό. Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν δέχτηκε.

Ἔμεινε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πνευματικὰ ἀπ᾿ τὴν καλὴ κατάσταση τοῦ μοναστηριοῦ, μιὰ ποὺ εἶχε ἀρκετὸ χρυσάφι τὸ φέρνει καὶ τὸ δίνει στὸν ἀββᾶ, λέγοντάς του:

«Ἀββᾶ, ἐπειδὴ ὠφελήθηκα ἀπ᾿ τὴν ζωὴ στὸ κοινόβιο καὶ θέλω ἐὰν καὶ ὁ Θεὸς συγκατανεύει, νὰ κάνεις τὴν κουρά μου καὶ νὰ μοῦ δώσεις τὸ ἅγιο σχῆμα, πᾶρε αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ διαχειρίσου την ὅπως νομίζεις», καὶ τοῦ δείχνει τὸ χρυσάφι.

Ὁ ἡγούμενος ὅμως ποὺ ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ, δὲν ἔσπευσε νὰ πάρει τὸ χρυσάφι, ἀλλὰ τοῦ λέει:

«Αὐτά, παιδί μου, ἐδῶ δὲν τὰ χρειαζόμαστε. Ὅπως γνωρίζεις δὲν εἴμαστε πολυέξοδοι στὶς ἀνάγκες μας, ἀλλ᾿ ὅπως τύχει μὲ φτηνὰ πράγματα περνοῦμε, καθὼς ζοῦμε ἐδῶ στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πήγαινε καὶ δώσ᾿ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε νὰ παρακαλεῖ καὶ νὰ λέει:

«Τὸ ἔταξα, πάτερ, ὅπου ἐγκαταβιώσω, ἐκεῖ νὰ τὰ προσφέρω».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Ἐγώ, παιδί μου, ἐὰν τὰ πάρω, θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς. Γιατὶ δὲν μάθαμε νὰ συγκεντρώνουμε θησαυρὸ ἐπάνω στὴ γῆ». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε λέγοντας, «Πάρε τα, Πάτερ, καὶ ὅπως νομίζεις διαχειρίσου τα». Τότε ὁ ἀββᾶς δέχτηκε τὸν χρυσὸ καὶ τοῦ ἔκανε τὴν κουρὰ καὶ τοῦ ᾿δωσε τὸ ἅγιο σχῆμα.

Κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ ὅμως δὲν ξόδεψε ὁ ἀββᾶς τὰ χρήματα, ἀλλὰ περίμενε θέλοντας νὰ δεῖ τὴν προκοπή του. Ὡστόσο κανένας δὲν γνώριζε, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός, ὅτι ὑπῆρχαν ἀκόμη τὰ χρήματα. Στὴν ἀρχὴ λοιπόν, ποὺ εἶχε ἀκόμη τὴ θέρμη τῆς ἀποταγῆς, ἐκπλήρωνε κάθε ὑποταγὴ καὶ ἔκανε ἀκούραστα καὶ τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ καιρὸ ἄρχισε νὰ χαλαρώνει καὶ νὰ μὴ δείχνει τὴν ἴδια προθυμία, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε κάπως νὰ μουρμουρίζει λέγοντας:

«Ἐγὼ εἶχα δώσει πολλὰ λεφτὰ στὸ κοινόβιο καὶ δὲν τρώω δωρεὰν τὸ ψωμί».

Ὅταν ἄκουσαν λοιπὸν αὐτὰ κάποιοι ἀδελφοί, ἄρχισαν νὰ σκανδαλίζονται καὶ προπαντὸς οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί. Ὅταν τό ᾿μαθε αὐτὸ ὁ ἀββᾶς, τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:

«Δὲν μὲ πίεσες, ἀδελφέ, σὺ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ δεχθῶ τὰ χρήματά σου; Δὲν τὰ ἔχεις δώσει γιὰ νὰ τὰ μοιράσουμε στοὺς φτωχούς; Ἢ μήπως κάναμε συμφωνία νὰ μὴν ἐργάζεσαι καὶ νὰ σκανδαλίζεις τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τοὺς γογγυσμούς σου; Ὄχι, ἔτσι, παιδί μου, γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει: Προσέξτε νὰ μὴν σκανδαλίσετε κανέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς μικρούς».

Κι ἐνῷ πολλὲς καὶ διάφορες νουθεσίες τοῦ ἔκαμε ὁ ἀββᾶς, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ τὴ διαβολικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἐνισχύθηκε μέσα του ἀπ᾿ τὴν πονηρὴ συνήθεια τοῦ γογγυσμοῦ. Βλέποντας, λοιπόν, ὁ ἀββᾶς ὅτι δὲν ἀλλάζει γνώμη, τοῦ λέει κάποια μέρα, «Ἔλα, ἀδελφέ, νὰ πᾶμε κάτω στὸν Ἰορδάνη». Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸ μοναστῆρι βρίσκεται σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπ᾿ τὸ ποτάμι. Κατέβηκαν, λοιπόν, ἐντελῶς μόνοι οἱ δυό τους.

Καὶ καθὼς περπατοῦσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, ἄρχισε ὁ ἀββᾶς νὰ τὸν νουθετεῖ. Βγάζει κάποια στιγμὴ τὸ χρυσάφι ἔτσι ὅπως ἦταν σφραγισμένο καὶ τοῦ λέει: «Τὸ γνωρίζεις αὐτό;» «Ναί, δέσποτα», τοῦ ἀπαντᾷ.

Τότε τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς: «Πάρε, παιδί μου, τὸν χρυσὸ καὶ εἴτε, ὅπως ἔταξες, δώσ᾿ τα στοὺς φτωχούς, εἴτε κατὰ τὴν κρίση σου κράτα τα. Γιατὶ δὲν παραβαίνω τὸν κανόνα τοῦ κοινοβίου ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν χρημάτων, οὔτε πάλι σκανδαλίζω τοὺς ἀδελφούς, ὥστε νὰ παροργίζω καὶ τὸν Θεό. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μένεις μαζί μας χωρὶς νὰ κάνεις διακόνημα, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί. Καὶ ἐγὼ ὅταν ἤμουν νέος ἔκανα τὸ ἴδιο καὶ μέχρι τώρα πιέζω τὸν ἑαυτό μου νὰ κάνω ὅσο μπορῶ, ὅπως καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ γνωρίζεις».

Ὁ ἀδελφὸς μόλις εἶδε τὸν χρυσὸ καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἀπ᾿ τὸν ἀββᾶ, πέφτει στὰ πόδια του λέγοντας:

«Συγχώρεσέ με, πάτερ, αὐτὰ τὰ ἔχω δώσει στὸν Θεὸ καὶ σὲ σᾶς, καὶ δὲν τὰ παίρνω πίσω».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Παιδί μου, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, διότι ὅλα εἶναι δικά του δημιουργήματα. Ζητάει ὅμως τὴν ψυχική μας σωτηρία. Ἀποκλείεται νὰ τὰ κρατήσω αὐτὰ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε πέφτοντας στὰ πόδια του καὶ λέγοντας: «Δὲν σηκώνομαι ἀπ᾿ τὰ πόδια σου, ἐὰν δὲν μοῦ δώσεις τὸν λόγο σου ὅτι δὲν θὰ μὲ ἀναγκάσεις νὰ τὰ πάρω».

Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Γέροντας νὰ τὸν παρακαλεῖ μὲ πόνο ψυχῆς, τοῦ λέει:

«Σύμφωνοι, παιδί μου, οὔτε κι ἐγὼ στὸ ἑξῆς σὲ ἀναγκάζω νὰ τὰ πάρεις, ἀλλ᾿ οὔτε κι ἐγὼ τὰ κρατῶ».

Καὶ μόλις, λοιπόν, σηκώθηκε ὁ ἀδελφός, λύνει ὁ ἀββᾶς τὸ κομπόδεμα καὶ τοῦ λέει:

«Αὐτὰ εἶναι, παιδί μου, τὰ νομίσματα».

Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ὅπως μοῦ ᾿κανες τὴ χάρη νὰ συμφωνήσεις μαζί μου, πάτερ, μὴ μοῦ ξαναμιλήσεις γι᾿ αὐτά».

Κι ὁ Γέροντας χαμογέλασε ἤρεμα καὶ εἶπε, «Ὄχι, παιδί μου».

Καὶ μόλις εἶπε αὐτά, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ἀδελφοῦ, τὰ ἐκσφενδονίζει στὸν βυθὸ τοῦ ποταμοῦ. Καὶ λέει στὸν ἀδελφό: «Ὅλα αὐτά, παιδί μου, διδαχτήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὰ περιφρονοῦμε, ὁ ὁποῖος εἶπε:

«Ποιὸ τὸ ὄφελος ἂν κάποιος κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του;»

Καὶ «πόσο δύσκολα θὰ μποῦν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χρήματα!»

Κι ὁ Μωυσῆς, πάλι, ὅταν εἶδε τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ ἔχουν ξεπέσει στὴν εἰδωλολατρία, τὸ ἴδιο τὸ χρυσὸ αὐτὸ εἴδωλο, ἀφοῦ τὸ ἔσπασε σὲ πολὺ μικρὰ κομμάτια, τὸ διασκόρπισε μέσα στὰ νερά, δείχνοντας πὼς ἀπ᾿ ὅλα τὰ πράγματα προτιμότερη εἶναι ἡ εὐσέβεια.

Ἔλα, λοιπόν, παιδί μου, στὸ κοινόβιο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἀγωνίσου χωρὶς ντροπὴ σὲ κάθε διακόνημα γιὰ τὸν Κύριο, φέροντας στὴ μνήμη σου τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ ἔλεγε:

«Δὲν ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του λύτρο γιὰ πολλούς».

Βλέποντας ὁ ἀδελφὸς τὴν θεοφιλῆ πρόθεση τοῦ ἀββᾶ καὶ τὴν περιφρόνησή του πρὸς τὰ χρήματα, ἔνιωσε κατάνυξη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέστρεψε μαζί του στὸ κοινόβιο. Ἀπέκτησε μεγάλη ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ σὲ ὅλους. Καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἐκοιμήθη σ᾿ αὐτὴ τὴ μονή.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ Η ΔΟΞΑ

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
Τελευταίες δημοσιεύσεις:  Ταξινόμηση ανά  
Δημιουργία νέου θέματος Απαντήστε στο θέμα  [ 7 Δημοσιεύσεις ] 

Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]


Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 3 επισκέπτες


Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράφετε τις δημοσιεύσεις σας σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να επισυνάπτετε αρχεία σε αυτή τη Δ. Συζήτηση

Αναζήτηση για:
Μετάβαση σε:  
Powered by phpBB® Forum Software © phpBB Group

Ελληνική μετάφραση από το phpbbgr.com