Αρχική

Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]




Δημιουργία νέου θέματος Απαντήστε στο θέμα  [ 44 Δημοσιεύσεις ]  Μετάβαση στην σελίδα 1, 2, 3, 4, 5  Επόμενο
Συγγραφέας Μήνυμα
 Θέμα δημοσίευσης: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Τετ 03 Ιούλ 2013, 23:05 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
Εικόνα

Γεννήθηκε τὸ 251 στὴν Ἄνω Αἴγυπτο ἀπὸ γονεῖς χριστιανούς, ποὺ κατεῖχαν μεγάλη περιουσία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἀντώνιος ἔδειχνε μὲ ὅλη του τὴν διαγωγὴ ἔκτακτη ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Σὲ ἡλικία 18-20 χρόνων, χάνει τοὺς δυὸ γονεῖς του καὶ δοκιμάζει πολλή θλίψη καὶ ὀδύνη. Ὅμως, συνέρχεται γρήγορα καὶ συγκεντρώνει ὅλη τὴν προσοχή του στὴ θεία θεωρία καὶ στὴ φροντίδα τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς. Τὸ βέλος τοῦ θείου ἔρωτα δὲν ἀργεῖ νὰ χτυπήσει τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀντωνίου. Καθὼς μία Κυριακὴ ἄκουγε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὴν περικοπὴ σχετικῶς μὲ τὸν πλούσιο νεανίσκο, στὸν ὁποῖο ὁ Κύριός μας εἶπε: «Ἂν θέλεις νὰ γίνεις τέλειος, πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις», τόση ἐντύπωση τοῦ δημιούργησε, ποὺ τὴν ἐξέλαβε ἀμέσως σὰν θεία ὑπόδειξη καὶ πρόσκληση. Ἀφοῦ πρῶτα τακτοποίησε τὴν μικρότερη ἀδελφή του, ἔπειτα μοίρασε στοὺς φτωχότερους οἰκογενειάρχες ὅλη τὴν μεγάλη πατρική του περιουσία καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο γιὰ μεγαλύτερη πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελειότητα. Πράγματι, ὁ ἀγῶνας του μέσα στὴν ἔρημο ἀποδίδει πλούσιους πνευματικοὺς καρπούς. Γίνεται ὁ ἀσκητὴς τῶν ἀσκητῶν καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς χριστιανικῆς γῆς ἔρχονται νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ δυὸ πολύφωτοι ἀστέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Σὲ ἡλικία περίπου 105 χρόνων, ὁ Μέγας Ἀντώνιος παραδίδει πρὸς τὸ Θεὸ τὴν ψυχή του.

--------------------------------------------------------------------------------------------------

Διάλογος του Μεγάλου Αντωνίου μετά του Αγγέλου

Οὗτος ὁ Μακάριος καὶ Πανθαύμαστος Ἀββᾶς καὶ Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος ὁ μέγας, εἰς καιρὸν ὁποῦ εὑρίσκετο εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἀσκήτευεν, ἐφάνη πρὸς αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου εἰς σχῆμα Καλογήρου, καὶ ὡς τὸν εἶδεν ὁ Ὅσιος, ἔκαμε πρὸς αὐτὸν μετάνοιαν.

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς αὐτόν, Εὐλόγησον Πάτερ Ἅγιε.

Ὁ δὲ Ἅγιος νομίζοντας ὅτι εἶνε καλόγηρος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖσε ἐρημίτας, λέγει πρὸς αὐτόν• ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σε τέκνον μου καὶ πλησιάσας πρὸς τὸν Ἄγγελον εἶπεν εἰς αὐτόν• ἂς περιπατήσωμεν μαζὺ ὁλίγον δρόμον καὶ περιπατῶντες εἶπεν ὁ Ὅσιος• θαυμάζω, ἀδελφὲ εἰς τὴν θεωρίαν σου καὶ εἰς τὴν νεότητα καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν ὁποῦ ἔχεις καὶ ἐκπλήττομαι, διότι τοσοῦτον κάλλος δὲν εἶδον εἰς ἄλλον ἄνθρωπον καὶ διὰ τοῦτο στοχάζομαι πῶς δὲν εἶσαι ἄνθρωπος.

Λοιπὸν ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν• ὁ δὲ Ἄγγελος ποιήσας μετάνοιαν, λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον.

Πάτερ Ἅγιε, μὲ βλέπεις, ἐγὼ ἄνθρωπος δὲν εἶμαι, ἀλλά, Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤλθα νὰ σὲ διδάξω μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνα ὁποῦ δὲν ἠξεύρεις, καὶ τὰ ὁποῖα ἐπιθυμεῖς νὰ μάθῃς• λοιπὸν ἐρῶτα με ὅτι θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ. Τότε ἔπεσεν ὁ Ἅγιος καὶ ἔκανε μετάνοιαν τοῦ Ἀγγέλου λέγοντας• «Εὐχαριστῶ σοι Κύριε ὁ Θεός μου, ὅτι μοῦ ἔπεμψας ὁδηγὸν διὰ νὰ μοῦ φανέρωση κεκρυμμένα μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἐπιθυμοῦσα νὰ μάθω.» Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον, ἐρῶτα με λοιπόν.

Ὁ δὲ Ἅγιος ἀποκριθείς, εἶπεν• εἰς τὸν αἰώνιον ἐκεῖνον κόσμον, γνωρίζονται οἱ ἀποθαμμένοι ἄνθρωποι ἕνας τὸν ἄλλον;

Ὁ δὲ Ἄγγελος ἀποκριθείς, εἶπε, πρὸς τὸν Ὅσιον• βλέπεις εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ὁποῦ ἀφ΄ ἑσπέρας κοιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὸ πρωὶ ὅταν ξημερώσῃ ἀπαντῶνται ἕνας τὸν ἄλλον καὶ χαιρετοῦνται καὶ συνομιλοῦν ὡς φίλοι, ἀναφέροντες τὰ ὅσα εἶχον προμελετήσει, τοιουτοτρόπως γίνεται καὶ εἰς ἐκεῖνον τὸν Κόσμον, καὶ ἕνας τὸν ἄλλον γνωρίζεται καὶ συνομιλεῖ, καὶ καθὼς ἕνας ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει ἄλλον ἐδῶ καὶ ἐρωτῶντας μανθάνει ποῖος εἶναι, οὕτω γίνεται καὶ ἐκεῖ• πλὴν οἱ δίκαιοι μόνον γνωρίζονται, οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅμως διόλου.

Λέγει του ὁ Ἅγιος - εἶπέ μοι καὶ τοῦτο παρακαλῶ σε, ὅταν εὐγαίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὶ γίνεται; Καὶ τὰ μνημόσυνα διατὶ τὰ κάμνουσι; καὶ τὶ ὄφελος δίδουσιν εἰς τοὺς ἀποθαμένους;

Λέγει του ὁ Ἄγγελος "Ἄκουσον, πάτερ Ἅγιε" ἡ ψυχὴ ἀφοῦ εὔγει ἀπὸ τὸ κορμί, τὴν λαμβάνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὑπάγουν εἰς τὸν οὐρανὸν -διὰ νὰ προσκύνησῃ• τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν γίνεται ὅμως καὶ τοῦτο• ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕως τὴν γῆν εἶναι τάγματα δαιμόνων, τὰ ὁποῖα λέγονται ἐναέρια Τελώνια τῶν ψυχῶν, καὶ ἀπαιτοῦσιν ἐκεῖνα τὰ πονηρὰ πνεύματα τὴν ψυχὴν καὶ φέρουσιν τὰ κατάστιχά των εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι γραμμέναι οἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὰ δείχνουν εἰς τοὺς Ἀγγέλους• λέγοντες εἰς αὐτούς, ὅτι τὴν δεῖνα ἡμέραν εἰς τὰς τόσας τοῦ μηνὸς ἐποίησε τὴν δεῖνα ἁμαρτίαν, δηλαδὴ ἐδῶ ἔκλεψεν, ἐκεῖ ἐπόρνευσεν, ἐδῶ ἐμοίχευσεν, ἐκεῖ ἐμαλακίσθη, εἰς τὸν δεῖνα τόπον εἶπε ψέμματα• εἰς ἄλλον ἔκαμεν ἄλλην ἁμαρτίαν καὶ πάλιν ἂν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε καλοσύνην ξέρουν καὶ οἱ Ἄγγελοι τὰ ἐδικά των κατάστιχα μὲ τὰ ὁποῖα δείχνουσι καὶ αὐτοὶ πόσας καλοσύνας ἔκαμεν εἰς τὴν ζωήν του, δηλαδὴ ἐλεημοσύνην ἢ λειτουργίαν, ἢ νηστείαν, ἢ προσευχήν, ἢ σαρανταλείτουργον, ἢ ἄλλας καλὰς ἀρετάς, καὶ ἂν εὑρεθῶσιν περισσότεραι αἱ καλοσύναι ἁρπάζουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ἀναβιβάζουν εἰς τὸ δεύτερον σκαλούνι, καὶ ἐκεῖ εὐρίσκουν ἄλλο τάγμα δαιμόνων, δυνατώτερον τρίζοντες τὰ ὀδόντιά των, ὡσὰν ἀγριότατα θηρία, καὶ ὑβρίζουν τὴν ψυχὴν καὶ πάσχουν νὰ τὴν ἁρπάξουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Ἀγγέλων, γίνεται μία μεγάλη διάλεξις καὶ μέγας θόρυβος διὰ νὰ δυνηθοῦν οἱ Ἄγγελοι νὰ ἐλευθερώσουν τὴν ψυχὴν ἐκείνην ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δαιμόνων, καὶ ἂν ἐλευθερωθῇ ἀναβαίνει εἰς τὸ τρίτον σκαλούνι καὶ ἐκεῖ εἶναι ἄλλο τάγμα δαιμόνων δυνατώτερον καὶ ἀγριότερον καὶ γίνεται μέγας ἀγῶν, πολὺ σύγχυσις καὶ ταραχὴ εἰς αὐτούς πῶς νὰ κερδίσωσι τὴν ἐλλεεινὴν ἐκείνην ψυχήν, οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν μιαρῶν δαιμόνων καὶ ἂν λυτρωθῇ καὶ ἀπὸ αὐτούς, ὑπάγουν καὶ εἰς τὸ παραπάνω σκαλούνιον ἕως οὗ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ ἕβδομον, καὶ ἐκεῖ εἶναι ἄλλο τάγμα δαιμόνων ὁποῦ λέγεται τῆς πορνείας• καὶ τὶς διηγήσεται πάτερ Ἅγιε, τὴν τοσαύτην ταραχὴν καὶ τὸν θόρυβον ὁποῦ κάμνουσι καὶ φοβερίζουν τὴν ταλαίπωρον ἐκείνην ψυχήν, καὶ ἂν τύχῃ καλόγηρος, τότε γίνεται ἄκομα σφοδρότερος θόρυβος• λέγοντες εἰς ἐκείνην τὴν ἐλεεινὴν ψυχήν που ὑπάγεις, ὁποῦ ἐσὺ ἐπόρνευσες καὶ ἐμόλυνες τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα• ἀποστρέφου εἰς τὰ ὀπίσω καὶ πήγαινε εἰς τὸ σκότος καὶ τὸν βρομερὸν τόπον τοῦ ᾅδου. Ἀλλοίμονον λοιπὸν εἰς αὐτήν! καὶ ποῖα γλῶσσα δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν τοιαύτην τιμωρίαν ὁποῦ κάμνουν οἱ δαίμονες εἰς τὴν κατάδικον ἐκείνην ψυχήν! Ἐγὼ τίμιε Πάτερ, εἶμαι Ἄγγελος, καὶ πάλιν φρίττω, πόσον μᾶλλον νὰ μὴ τρέμῃ ἐκείνη ἡ ψυχὴ τὴν τοιαύτην παίδευσιν ὁποῦ λαμβάνει! Ἐὰν ὅμως ἐξ' ἐναντίας εὑρεθῇ ἡ ψυχὴ καθαρὰ ἀπὸ ἁμαρτίαις τὴν ἁρπάζουν οἱ Ἄγγελοι καὶ ἀναβαίνει χαίρουσα εἰς τὸν Χριστόν, τότε βλέπει τοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὴν λαμπρότητα ἐκείνην τὴν ἄριστον, καὶ ἀκούει τῶν Ἀγγέλων τὴν μελῳδίαν καὶ τὸ κάλλος ἐκεῖνο τὸ ἀμήχανον.

Ἐρώτησε δὲ ὁ Ὅσιος, καὶ τὰ μνημόσυνα διατὶ τὰ κάμνουν;

Ἀπέκριθη ὁ Ἄγγελος• αἱ τρεῖς γίνονται, ἐπειδὴ εἶπα ὅτι εἰς τὰς τρεῖς ἡμέρας ἔρχεται ἡ ψυχὴ καὶ προσκυνᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται πῶς πέμπονται, ὥσπερ κανίσκιον εἰς τὸν Κύριον, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς ταύτης• καὶ μετὰ τὴν προσκύνησιν τὴν περνοῦν πάλιν οἱ Ἄγγελοι καὶ δείχνουν εἰς αὐτὴν τοὺς τόπους ὁποῦ ἐπεριπάτησεν μὲ τὸ σῶμα καὶ τῆς ἐνθυμίζουν τὰς πράξεις, ὁποῦ εἰς αὐτοὺς ἔκαμε, λέγοντες εἰς αὐτήν, ἐδῶ ἔκλεψες, ἐκεῖ ἐπόρνευσες, ἀλλοῦ ἐφόνευσες, ἐκεῖ ἐβλασφήμησες καὶ ἀκολούθως τῆς ἐνθυμίζουν ὅλας τὰς ἁμαρτίας ὁποῦ εἰς ὅλην τὴν ζωὴν ἔκαμε, καὶ πάλιν τῆς δείχνουν ὅσα καλὰ ἔπραξε• δηλαδὴ ἐδῶ ἔκανες ἐλεημοσύνην, ἐκεῖ νηστείαν, ἐδῶ λειτουργίαν, ἐκεῖ μετάνοιαν, ἐδῶ παράκλησιν, ἐκεῖ ἀγρυπνίαν, ἐδῶ προσευχήν, ἐκεῖ γονυκλισίαν καὶ ὅσα ἄλλα ἀγαθὰ ἔπραξεν εἰς τὰς ἡμέρας ὅλας τῆς ζωῆς της• καὶ τὴν ἐννάτην ἡμέραν πάλιν ἔρχεται εἰς προσκύνησιν καὶ διὰ τοῦτο κάμνουν τὰ μνημόσυνα καὶ τὰς λειτουργίας πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνωνται τὰ μνημόσυνα. Πέρνουσιν αὐτὴν πάλιν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὑπάγουν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ τῆς δείχνουν τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, τὰς ἀναπαύσεις τῶν δικαίων, καὶ ὡσὰν ἰδῇ τὰς κατοικίας ἐκείνας τὰς ὡραίας καὶ θαυμαστάς, παρακαλεῖ τοὺς ἀγγέλους διὰ νὰ σταθῇ ἐκεῖ καὶ αὐτὴ εἰς ἐκεῖνα τὰ ἀγαθὰ τῶν δικαίων• πέρνοντάς την δὲ πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ, τὴν ὑπάγουν εἰς τὴν κόλασιν καὶ τῆς δείχνουν πῶς κολάζονται οἱ ἁμαρτωλοί, λέγοντες εἰς αὐτήν, οὗτος ἐστὶν ὁ πύρινος ποταμὸς (δείχνοντες τοὺς τόπους), ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος ἐστὶν ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, καὶ καθεξῆς τῆς δείχνουν ὅλας τὰς κολάσεις τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ὡσὰν τελειώσουν αἱ τεσσαράκοντα ἡμέραι, ὑπάγουν πάλιν τὴν ψυχὴν καὶ προσκυνᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τοῦτο πάλιν γίνονται τὰ μνημόσυνα, ἐπειδὴ μέλλει ἡ ψυχὴ νὰ λάβῃ τὴν ἀπόφασιν ὅθεν μέλλει νὰ τὴν διατάξῃ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, νὰ κατοικήσῃ ἕως τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ μὲ τὸ ἴδιον της κορμὶ κατὰ τὰ ἔργα της.

Τότε στενάξας ὁ Ἅγιος ἐκ καρδίας καὶ δακρύσας πικρῶς, εἶπεν ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἁμαρτωλόν, ὁποῦ ἐγεννήθη, καλλήτερα ἦτον εἰς αὐτὸν νὰ μὴν γεννηθῇ, καὶ μακάριος ἐκεῖνος ὁ δίκαιος ἄνθρωπος ὅταν ἐγεννήθῃ• καὶ ἀκολούθως λέγει ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον• παρακαλῶ σε εἰπέ μοι καὶ τοῦτο, ἡ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν ἔχει τέλος;

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπεν• οὔτε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει τέλος, ἀλλ' οὔτε καὶ ἡ κόλασις εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἔχει τέλος, καὶ ἐὰν ἔπερνέ τις ἄνθρωπος κάθε χιλίους χρόνους ἕνα κόκκον ἀπὸ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης ἢ μίαν σταλαγματιὰν νερὸν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἤθελεν ἐλπίσει τινὰς νὰ σωθῇ κανένα καιρόν, ἀμὴ ἡ κόλασις εἶναι διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἡ αἰώνιος βασιλεία διὰ τοὺς δικαίους, καὶ δὲν ἔχουν τέλος.

Λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον, εἰπέ μοι παρακαλῶ σε καὶ τοῦτο• ποῖος Ἄγγελος εἶναι εὐσπλαγχνικώτερος εἰς τὸ νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ πρεσβεύῃ δι΄αὐτούς;

Καὶ ὁ Ἄγγελος ἀποκριθεὶς εἶπεν• ὅλοι οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἅγιοι ἔχουν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποθοῦσι τὴν σωτηρίαν των, πλέον δὲ πάντων τούτων, ἡ Κυρία ἡμῶν Δέσποινα Θεοτόκος ἔχει περισσοτέραν τὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀκαταπαύστως δέεται εἰς τὸν Μονογενῆ της Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, δι' αὐτούς, καὶ διὰ τὴν παράκλησίν της στέκεται ὁ κόσμος ἕως τὴν σήμερον, ὁποῦ ἔμελλε ν' ἀπωλεσθῇ διὰ τὰς ἁμαρτίας, καὶ διὰ τὴν καταφρόνησιν ὁποῦ κάμουν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους.

Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον• ποίαν ἁμαρτίαν μισεῖν ὁ Θεὸς περισσότερον ἀπὸ τὰς ἄλλας;

Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἄγγελος εἶπε• τὴν μιαρὰν ὑπερηφάνειαν, διατὶ αὐτὴ ἔκαμε τὸν πρῶτον ἄγγελον καὶ φωτεινὸν ἑωσφόρον διάβολον, ῥίπτοντάς τον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς κολάσεως• ὁμοίως ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ παρακοὴν ἐξέπεσεν ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον, καὶ ὁ Φαρισσαῖος ὡς διαλαμβάνει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, κατεκρίθη. Καὶ ὅστις πέσει εἰς τοῦτο τὸ πάθος, δυσκόλως εἶναι νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐὰν δὲν ἐπιστρέψῃ εἰς ταπείνωσιν.

Ἐρωτῶ σε καὶ τοῦτο Ἅγιε Ἄγγελε, εἶπεν ὁ Ὅσιος• Ποῖοι ἄνθρωποι κολάζονται περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Λέγει δὲ ὁ Ἄγγελος πρὸς τὸν Ἅγιον• οἱ πόρνοι καὶ οἱ βλάσφημοι ἄνθρωποι ἔχουν δυνατωτέραν κόλασιν, ὁμοίως καὶ οἱ φονεῖς, οἱ μοιχοί, οἱ ἀρσενοκοίται, οἱ κλέπται, οἱ προδόται, καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ πορνεύσαντες καὶ ὕστερον λειτουργοῦσιν, ὁμοίως καὶ οἱ μοναχοί, καὶ αἱ μοναχαί, οἱ διάκονοι καὶ αἱ διακόνισαι, ὁποῦ μιαίνουν τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ μεθοῦν. Ἐπειδή, τίμιε Πάτερ, τὸ πεσὸν Τάγμα τῶν Ἀγγέλων μέλλει ν΄ ἀποκατασταθῇ ἀπὸ τοὺς καθαροὺς Ἱερεῖς καὶ Μοναχούς, διὰ τοῦτο ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαραιτοῦν τὴν ἀκολουθίαν τους διὰ τὰ κοσμικὰ ἔργα, ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι μίαν ἡμέραν νὰ ἀφήσουν τὴν ἀκολουθίαν καὶ τὸν κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικόν, θέλλουν δώσει δι' αὐτὸν λόγον εἰς τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, πόσῳ μᾶλλον ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀπαραιτοῦν ὅλως διόλου τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν. Λέγει δὲ πάλιν ὁ Ὅσιος, οἱ καταφρονηταὶ τῆς ἁγίας Κυριακῆς, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ δουλεύουν τὴν Κυριακήν, ἔχουν καμμίαν ἄνεσιν; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἄγγελος, εἶπεν• Οὐαί! ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι καταφρονοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν καὶ τὰς Δεσποτικὰς καὶ Θεομητορικὰς ἑορτὰς καὶ τῶν Ἁγίων τὰς μνήμας καταφρονοῦν, αὐτοὶ καταφρονοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν Μητέρα του, καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅστις τιμᾷ καὶ ἑορτάζει τὰς ἑορτὰς τῆς Κυρίας ἡμῶν καὶ Δεσποίνης Θεοτόκου, καὶ τὰς μνήμας τῶν Ἁγίων, τὸν βοηθοῦν καὶ αὐτοί, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην παῤῥησίαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὅ,τι ζητήσουν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν των, τὰ λαμβάνουν ἀναμφιβόλως. Εἰ δὲ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποδιώξουν τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ λόγου τους, οὔτε τὸν Θεὸν ἔχουν φίλον, οὔτε τοὺς Ἁγίους του, ἐπειδὴ ἀκολουθοῦν τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, πράγματα πλαστὰ καὶ φθαρτά, καὶ ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἄνθρωπος, ἢ ἱερεύς, ἢ μοναχός, ἢ κοσμικὸς ὅστις δὲν τιμᾷ τὴν Κυριώνυμον ἡμέραν, Θεοῦ πρόσωπον δὲν βλέπει, ἀλλ΄ οὔτε ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας.

Καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλεις νὰ μάθῃς, εἶπεν εἰς τὸν ὅσιον ὁ Ἄγγελος, ἐρώτησόν με, διότι εἶναι ὥρα καὶ βιάζομαι διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ παρασταθῶ εἰς τὸν Κύριόν μου.

Τότε στενάξας ὁ Ἅγιος, καὶ δακρύσας πικρῶς εἶπεν• Οὐαὶ εἰς ἐμέ! διότι ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου μου μὲ βίαν ὑπάγει ἀσώματος, ἂν καὶ ἀναμάρτητος, μὲ φόβον εἰς τοὺς οὐρανοὺς διὰ ν' ἀποδώσῃ δοξολογίαν εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεόν, ἡμεῖς δὲ ὁποῦ ἔχομεν σῶμα γεμάτον ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ δὲν βάνομεν ποσῶς εἰς τὸν νοῦν μας τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καταφρονοῦμεν τὰ προστάγματά του, καὶ δὲν ἐπιμελούμεθα τὴν σωτηρίαν μας, τὶ θέλομεν πάθει;

Τότε λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον παρακαλῶ σε εἶπέ μοι, ποία προσευχὴ ἁρμόζει εἰς τὸν Μοναχόν;

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον, εἰ μέν ἐστιν ἄνθρωπος γραμματισμένος, τὸν ψαλμὸν τοῦ προφήτου Δαβίδ, τουτέστιν τό, "Ἐλέησόν με ὁ Θεός κτλ." εἰ δέ ἐστιν ἀγράμματος, τὸ "Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν". Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι δυνατωτέρα, ὑπάρχει καὶ εὐκολωτέρα πάντων τῶν προσευχῶν, μάλιστα καὶ πολλοὶ κατέλειπον ἄλλας προσευχὰς καὶ μόνον αὐτὴν ἐκράτησαν, νέοι καὶ γέροντες, ἀμαθεῖς καὶ πεπαιδευμένοι, καὶ ὅσοι ἐβουλήθησαν διὰ νὰ σωθοῦν, αὐτὴν ἀναφέρουν εἰς τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὰ κελλία τους, αὐτὴν νὰ λέγουν ἱστάμενοι καὶ ὁδοιποροῦντες, καὶ ἐργαζόμενοι μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ πόθου, ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει ἡ τοιαύτη προσευχὴ εἰς βουλέμενον σωθῆναι.

Καὶ πάλιν ὁ ὅσιος εἶπεν "Ἐπειδὴ ἦλθες, δέομαί σου δίδαξόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ φανέρωσέ μου καὶ τοῦτο• ἐὰν εὑρεθῇ τις ἄνθρωπος καὶ διδάξῃ ἕτερον καὶ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἔχει τίποτε μισθόν;

Καὶ ὁ Ἄγγελος εἶπεν• ὅστις ἄνθρωπος διδάξει ἄλλον καὶ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ σώσει τὴν ψυχήν του, ἔχει διπλὸν τὸν μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν.

Ταῦτα εἶπε ὁ Ἄγγελος πρὸς τὸν ὅσιον, καὶ εὐλόγησας αὐτόν, εἶπεν Εὐλόγησον πάτερ καὶ ἐμέ. Τότε ὁ Ὅσιος προσκυνήσας αὐτὸν λέγει "Πορεύου εἰς εἰρήνην καὶ εἰς τὰ ἀμάραντα κάλλη τοῦ Παραδείσου, καὶ παράστηθι τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, καὶ πρέσβευεν εἰς αὐτὴν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ ἀναχωρήσας ὁ Ἄγγελος ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανόν".

Ὁ δὲ Ὅσιος Ἀββᾶς μακάριος Ἀντώνιος ἀπελθὼν εἰς τὸ κελλίον του, ἐδιηγήθη πάντα εἰς τοὺς μοναχοὺς ἀδελφούς του καὶ συνασκητάς του, δοξάζων καὶ εὐλόγων τὸν Θεόν, οὗ ἡ δόξα, τὸ κράτος καὶ ἡ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

--------------------------------------------------------------------------------------------------


Διάλογος του Μεγάλου Αντωνίου μετά του Δαίμονος

Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἠσκήτευεν εἰς τὴν ἔρημον, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Δαίμων τὰ μεσάνυκτα, καὶ τοῦ ἐκτύπησε τὴν πόρτα διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξῃ. Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα του, βλέπει ἔξαφνα ἄνθρωπον ἀλλόκοτον καὶ ἔστεκεν ἔξω.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ κτυπᾶς τὰ μεσάνυκτα τὴν πόρταν, καὶ τὶ θέλεις";

Λέγει του ὁ μιαρὸς Δαίμων "Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαίμων".

Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος "Πῶς ἦλθες, παγκάκιστε ἐδῶ";

Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Δαίμων "Ἦλθα νὰ σοῦ εἰπῶ πῶς μάχονται οἱ καλόγηροι καὶ λοιποὶ Χριστιανοί, ὑβριζόμενοι κατὰ πᾶσαν ὥραν, καὶ πῶς τοὺς κοσμικοὺς γυρίζω εὔκολα εἰς τὸ θέλημά μου".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Παγκάκιστε, διατὶ κάμνεις αὐτό";

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἐγὼ φθονῶ τοὺς καλογήρους, διότι ὁ αὐθέντης μου ὁ Ἑωσφόρος ἔχει πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, ἐπειδὴ μέλλει ὁ Θεὸς ν΄ἀποκαταστήσῃ τὸ Τάγμα τῶν Ἀγγέλων ὁποῦ ἐξέπεσεν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ κάμῃ Ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς καλοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς ταπεινοὺς Μοναχούς, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσον φθόνον εἰς αὐτούς".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐπειδὴ ἦλθες ἐδῶ, ὦ Δαίμων, ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ παντὸς τὸν κτίσαντα τὰ πάντα, νὰ σταθῇς αὐτοῦ ἕως οὗ νὰ ὁμολογήσῃς ὅλα ὅσα πράττεις".

Λέγει του ὁ Δαίμων "Διατὶ μὲ ἔδεσες Ἀντώνιε, ἐγὼ ἤλθα νὰ σοῦ πῶ τὸ καύχημά μου μόνον τό πῶς μάχονται οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ χριστιανοί, καὶ σὺ μὲ ἔδεσες";

Λέγει ὁ Ἅγιος "Εἶπέ μοι τὰ ἔργα τῶν Δαιμόνων, τὶ κάμνωσιν εἰς τοὺς Μοναχοὺς καὶ λοιποὺς χριστιανούς".

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἄκουσον Ἀντώνιε ἡμεῖς εἴμεθα πρῶτα ἄγγελοι καὶ ὁ Ἑωσφόρος, ὁ πρῶτος μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν ἐξέπεσε, διότι ἠθέλησε νὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ἐπάνωθεν τοῦ Θεοῦ, συλλογιζόμενος δὶς τὸν ἑαυτόν του νὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν Θεόν. «Καὶ ἔσομαι ὁμοίως τῷ Ὑψίστῳ». Καὶ μόλις τὸ ἐσυλλογίσθη, παρευθὺς ἔπεσε κάτω εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾅδου, ἀκολουθοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμεῖς, καὶ ἐξ αἰτίας τούτου, ἀπὸ ἄγγελοι ἐγείναμεν δαίμονες, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τὸν φθόνον εἰς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ τοὺς πειράζομεν. Ἀλλὰ ἄλλο δὲν μᾶς θανατώνει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν καὶ τὴν ταπείνωσιν ὁποῦ κάμνουν οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί- διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πασχίζομεν κατὰ πολλὰ διὰ νὰ τοὺς κάμωμεν οὔτε νὰ προσεύχωνται οὔτε νὰ νηστεύωσιν, ἀλλὰ νὰ ἀμελῶσι καὶ νὰ ὑπερηφανεύωνται, καὶ ἄλλοι νὰ λέγωσιν ὅτι εἶναι εὔμορφοι, ἐνῶ εἶναι ἄσχημοι, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι προκομμένοι καὶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ἄλφα, καὶ βάνωμεν πολλὴν ἔχθραν ἀνάμεσον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου διὰ νὰ μαλώνουν, καὶ ἐξ΄αἰτίας τούτου πηγαίνωμεν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἄλλους κάμνωμεν νὰ ἀρνῶνται τὸν Χριστόν, καὶ ἄλλους νὰ ἀφίνουν τὴν μοναχικὴν ζωὴν καὶ νὰ γίνωνται κοσμικοί, καὶ μ΄αὐτὸν τὸν τρόπον τοὺς πέρνομεν μαζὺ εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. Ἀλλ' ἄκουσε καὶ τοῦτο, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ἄλλο δὲν μᾶς πειράζει οὔτε ἡ προσευχή, οὔτε ἡ νηστεία, ὅσον ἡ ταπείνωσις. Καὶ αὐτὴν τὴν βλέπομεν εἰς πολλοὺς μοναχοὺς καὶ εἰς ὀλίγους κοσμικούς, ἀλλὰ αὐτοὺς τόσον πολὺ σπουδάζωμεν νὰ τοὺς σείρωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ὅσον τὸ σκουλίκι ὁποῦ βόσκει εἰς τὶ δένδρον καὶ πασχίζει νὰ τὸ ξηράνη καὶ νὰ τὸ καταντήσῃ ἄχρηστον εἰς τὸ νὰ κάμῃ καρπὸν ὥστε νὰ βαλθῇ εἰς τὴν φωτιάν. Τέτοιας λογῆς λοιπὸν πασχίζομεν καὶ ἡμεῖς ὥστε νὰ ξηράνωμεν τὴν καρδία αὐτῶν ὁποῦ πράττουσι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὕστερον νὰ τοὺς ῥίξωμεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ τοὺς κοσμικοὺς διατὶ τοὺς πειράζετε";

Λέγει του ὁ Δαίμων - ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς διὰ τὸν Ἀδὰμ ἔῤῥιψε τὸν πρῶτον μας, καὶ ἔχομεν πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, βλέπεις δὲ καὶ ἐτοῦτα τὰ μαχαίρια ὁποῦ ἔχω εἰς τὴν ζῶσιν μου. Ὅλα δι' αὐτοὺς τὰ ἔχω, καὶ ὅταν μεθύσωσιν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοὺς βάνω εἰς μάχην πολλὴν καὶ ἀπὸ λόγον εἰς λόγον πιάνονται, καὶ ἐγὼ ἀναμαζώνω τους καὶ σφάζονται, καὶ ὄχι ἐγὼ μοναχός μου, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποί μου ἀδελφοί.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἀδελφοί σου";

Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ πῶς λέγουν τὰ ὀνόματά των";

Λέγει του ὁ Δαίμων "Τὸν ἕναν τὸν λέγουν Κενόδοξον, ἤγουν τῆς κενοδοξίας, καὶ τὸν ἄλλον Θυμώδη, ἐπειδὴ θυμώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέρνονται, κάμνοντας καὶ ἀλλὰ πολλότατα κακά, δηλαδὴ νὰ πηγαίνωσιν εἰς τὰ κριτήρια, νὰ ἐξοδεύωσι τὸν βίον τους, ἔχοντες καὶ ἡμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς πολὺ διάφορον τουτέστι μερδικόν, μόνον ἐκείνους ἔχομεν ἐχθροὺς ὁποῦ δὲν ἀφίνουν τοὺς ἄλλους νὰ πηγαίνουν εἰς τοὺς Κριτάς, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐκείνους ὁποῦ δὲν κάμνουν τὸ θέλημα μας πολλὰ τοὺς πολεμοῦμεν, ἀλλὰ δὲν κάμνωμεν τίποτε, καὶ ὅταν ὑπάγωμεν εἰς τὸν πρῶτον μας πολὺ μᾶς μαλώνει καὶ ὑβρίζει. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ σε, νὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ ὑπάγω, ὅτι πολὺν καιρὸν ἔκαμα ἐδῶ, καὶ ἄργησα, καὶ πλέον μὴ μὲ ἐρωτᾷς, διότι πολὺ θέλει μὲ παιδεύσει ὁ αὐθέντης μου.

Λέγει του ὁ Ἅγιος, τόσους χρόνους ἔχετε, παγκάκιστοι ἐχθροί, ὁποῦ πειράζετε τὸν κόσμον καὶ ἀκόμη δὲν ἐχορτάσατε; Ἀμὴ πάλιν ὁρκίζω σε, εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεὸν νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν εἰς ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω.

Τότε λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, διατὶ μὲ ἔδεσες περισσότερον, ὁποῦ ἐγὼ βιάζομαι; πηγαίνω διατὶ πολὺν καιρὸν ἄργησα ἐδῶ ὁποῦ ἕως τώρα ἤθελα γυρίσει εἰς τὸ θέλημά μου πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὺ δὲν μὲ ἀφίνεις, καὶ ὅταν ὑπάγω μὲ μαλώνει ὁ αὐθέντης μου, ἐρῶτα με λοιπὸν ὀγρήγορα, διότι ὅλοι μου οἱ ἀδελφοὶ ὑπάγουν μὲ κανίσκια εἰς τὸν αὐθέντην μας τὸν πρῶτον, καὶ δὲν ἔχω μὲ τὶ νὰ ὑπάγω κ΄ἐγώ, ἐπειδὴ μὲ κατέστησες ἄμοιρον τῆς χάριτός μου, καὶ μὲ μαλώνουν οἱ ἀδελφοί μου ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τὰ πανηγύρια.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ποῖον εἶναι τὸ μεγαλήτερον σκάνδαλον ὁποῦ δίδετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες εἰς τοὺς ἀνθρώπους;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Κενοδοξίαν καὶ εἰς τοῦτο ἐγὼ πιάνω καὶ τοὺς δαιμονίζω, διὰ νὰ πιασθοῦν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ἔπειτα φθάνει καὶ ὁ θυμώδης ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφὸς καὶ τοὺς δίδει διπλὴν τὴν κενοδοξίαν καὶ τότε πιάνωμεν καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν πολλά, καὶ οὕτω κάμνουν τὸ θέλημα μας καὶ τότε ὑπάγωμεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ αὐτὸς πολὺ μᾶς χαίρεται, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ πῶς δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεόν, ἀλλὰ τολμᾶτε καὶ κάμνετε σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς;"

Λέγει του ὁ Δαίμων: "Ἀντώνιε, ἡμεῖς ἔχομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν θέλημα, καὶ ὅ,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, ἀφίνοντὰς μας καὶ οἱ Ἄγγελοί του νὰ πράξωμεν ὅ,τι θέλωμεν καὶ ἡ παραχώρησις αὕτη δίδεται εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους• διατὶ ὅσοι ἔχουν πίστιν σταθερὰν δὲν κάμνουν τὰ θελήματα μας, διὰ τοῦτο πηγαίνουμεν καὶ εἰς τὰ τραπέζια ὁποῦ ἔχουν παιγνίδια, καὶ κανένας δὲν μᾶς ἐμποδίζει, καὶ χαιρόμεθα καὶ ἡμεῖς μαζὺ μὲ αὐτούς, καὶ γίνονται ἰδικοί μας ὑπηρέται, καὶ ἀφίνοντες τὸν Θεὸν λατρεύουν ἡμᾶς καὶ πολλαὶς φοραῖς μᾶς ὑβρίζουν, ἀλλ´ ὅταν πίνουν τὸ κρασὶ μὲ τὰ παιγνίδια, πάλιν κάμνουν τὸ θέλημά μας".

Λέγει του ὁ Ἅγιος ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὲ εἰπῇς καὶ τοῦτο "Δηλ. τὴν Κυριακὴν τὶ κάμνετε εἰς τοὺς χριστιανούς;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς καθόλου δὲν ἀναπαυόμεθα ὅλον τὸν καιρόν, οὔτε παύομεν τὰ σκάνδαλα, μόνον εἰς αὐτὰ εὑρισκόμεθα παντοτεινά, καὶ τὴν Κυριακὴν κάμνομεν πολλὰ εἰς τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄλλους κάμνομεν νὰ ῥάπτουν, ἄλλους νὰ πραγματεύωνται, ἄλλους νὰ γελοῦν, ἄλλους νὰ τραγωδῶσι, καὶ εἰς τὰς γυναίκας, ἄλλας νὰ τὶς κάμνωμεν νὰ κεντῶσιν, ἄλλας νὰ πραγματεύονται τὴν Κυριακήν, κάμνομεν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναίκας νὰ πολυκοιμῶνται καὶ νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τοὺς δίδομεν πόνον εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ εἰς ἄλλο μέρος τοῦ κορμίου, διὰ νὰ εὐρίσκουν πρότασιν, νὰ λέγωσι πῶς δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τὸν χειμῶνα τοὺς δίδομεν ζέσταν, καὶ τὸ καλοκαίριον γλυκύτητα εἰς τὸν ὕπνον καὶ βάρος εἰς τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴ σηκωθοῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ οὕτω κάμνουν καὶ αὐτοὶ τὰ θέλημά μας. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν, φεύγωμεν ἀπ΄αὐτοὺς καὶ πηγαίνομεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὸ θέλημά μας, νὰ ἔχουν καὶ νὰ κρατοῦν τὸν βίον τους, σιμά των ὡς νὰ δουλεύουν τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς ἑορτὰς νὰ μὴν τιμοῦν. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ τιμοῦν τοὺς ἁγίους, παρακαλοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι δι` αὐτοὺς τὸν Θεόν, καὶ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ξαναφεύγουν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς θρηνοῦμεν πῶς τοὺς ἐχάσαμεν, διατὶ δὲν κάμνουν πλέον τὸ θέλημά μας, καὶ διὰ τοῦτο ὁ πρῶτος μας, πολλὰ συγχίζεται καὶ θλίβεται δι' αὐτούς, τότε δὲ, κάμνει σύναξιν μεγάλην εἰς ὅλους τοὺς Δαίμονας καὶ πολλὰ πολλὰ τοὺς μαλώνει καὶ τοὺς ὑβρίζει, πῶς δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ἐορτάζοντας τὰς Κυριακάς, διὰ τοῦτο μαλώνει ἡμᾶς καὶ τότε πηγαίνομεν καὶ ἡμεῖς καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν καὶ οὕτω κάμνουν πάλιν τὸ θέλημα μας, καὶ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ μᾶς χαίρεται κατὰ πολλάς, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς περισσοτέραν τιμήν, καὶ πάλιν στέλλει καθ' ἕναν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς διαφόρους ὑπηρεσίας, δηλαδὴ ἄλλους εἰς τὴν θάλασσαν νὰ παρακινοῦν τοὺς ναύτας νὰ πνίγουν τοὺς ἐπιβάτας διὰ νὰ πάρουν τὸν βίον τους ἂν ἔχουν, ἄλλους εἰς τὰ ποτάμια, καὶ πάλιν στέλλει τὸν ἔξαρχον μὲ ἑκατὸν πεντήκοντα Δαίμονας νὰ ταράσσουν τὴν θάλασσαν διὰ νὰ κινδυνεύουν τὰ καράβια, καὶ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ναῦται καὶ νὰ ὑβρίζουν τὴν πίστιν τους, καὶ νὰ λέγουν πολλὰς ἄλλας βλασφημίας, ἄλλους διὰ νὰ φονεύουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἄλλους εἰς τὰ παιγνίδια διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα νὰ μαλώνουν καὶ νὰ ὑβρίζωνται ἕνας τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ὁλίγον εἰς ὁλίγον πιάνονται καὶ δέρνονται καὶ ἔτζι κάμνουν τὸ θέλημά μας, δίδοντες εἰς αὐτοὺς πολὺν θυμὸν διὰ νὰ χάνουν τὸν μισθόν τους ἀπὸ τὸν Ἅγιον ὁποῦ ἐορτάζουν, καὶ ἄλλοι πάλιν δαίμονες εἰσχωροῦν εἰς ἀνδρόγυνα καὶ κάμνουν πολλὴν μάχην, καὶ ἄλλοι εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν περισσὸν βίον, διὰ νὰ σκληρύνουν, τὰς καρδίας των καὶ νὰ μὴ λυπῶνται τοὺς πτωχοὺς διόλου, ἀλλὰ μόνον νὰ παίρνουν τῶν πτωχῶν τὸ ἀμπέλι, ἢ τὸ χωράφι, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν πολὺ νὰ μὴ λυπῶνται οἱ πλούσιοι, τοὺς πτωχούς".

Τότε λέγει του ὁ Ἅγιος "Ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, νὰ μοῦ εἰπῇς καὶ τοῦτο τὶ ἔχετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες μὲ τοὺς πτωχούς;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἡμεῖς ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς διάφορον δὲν ἔχομεν, παρὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ κλέπτουν, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας δοῦλοι, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ φυλάττουν τὴν πίστιν τους, διάφορον δὲν ἔχομεν."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ δίδουν τὰ ἀργύρια τους μὲ τὸ διάφορον πῶς τοὺς ἔχετε;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας φίλοι."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ μαντεύουν πῶς τοὺς ἔχετε;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶναι ὡσὰν μανάδες μας, ἐπειδὴ πλανοῦν τὸν κόσμον, καὶ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν πολὺ διάφορον ἀπὸ αὐτούς, διατὶ ἀφίνουν τὸν Θεόν, καὶ κάμνουσι τὸ ἰδικόν μας θέλημα, ἐπειδὴ κάμνουν τὸν ἑαυτόν τους διὰ Θεὸν καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς διὰ νὰ δώσωμεν εἰς τὸν ἄρρωστον τὴν ὑγείαν του, καὶ τότε ὁ μαντατοφόρος Δαίμων στέλλει δώδεκα ὑπηρέτας νὰ κάμουν φαντασίαν, πῶς ἀπὸ τὴν μαντείαν ἐσηκώθη ὁ ἄρρωστος, καὶ εὐθύς, ὁ μαντατοφόρος Δαίμων γράφει εἰς τὸ κατάστιχόν του ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θέλημά του, διὰ τοῦτο καὶ ὁ αὐθέντης μας, πολλὰ τοὺς χαίρεται, καὶ τοὺς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἐκείνους ὁποῦ δὲν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν πῶς τοὺς ἔχετε;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ὡσὰν οἱ γονεῖς τὰ παιδία των - διατὶ ἡμέραν Κυριακὴν μᾶς ἅρπαξεν ὁ Χριστός, ὅσους εἴχαμεν εἰς τὴν κόλασιν."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Διατὶ ἐβάλλατε τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸν ἐσταύρωσαν;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Δὲν τὸ ἠξεύραμεν ὅτι ἦτον ὁ Θεός, ἀμὴ ἐνομίζαμεν αὐτὸν διὰ Προφήτην καὶ ἠπατήθημεν. Διότι τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν τὰς ἠξεύρει. Λοιπὸν παρακαλῶ σε Ἀντώνιε, ἄφησέ με νὰ ὑπάγω, διότι πολὺ ἄργησα, καὶ πλέον μὲ τοὺς ἀδελφούς μου δὲν θὰ ἔχω ἀνάπαυσιν."

Λέγει του ὁ Ἅγιος, "Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν σὲ ἀφίνω ἂν δὲν μοῦ εἰπῇς ἀκόμη τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων."

Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Δαίμων λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον "Πολὺ κακὸν ἔκαμες εἰς ἐμέ, Ἀντώνιε, καὶ μὲ ἀργοπορεῖς κάθοντάς με ἐδῶ ἀδιαφόρευτον. Καὶ κατὰ πολλὰ ζημιώνομαι, χάνοντας καὶ τὴν ὑπόληψίν μου ἀπὸ τὸν αὐθέντην μου."

Λέγει του ὁ Ἅγιος εἶπέ μοι καὶ τοῦτο "Αὐτοὺς ὁποῦ δὲν ἀγαποῦν ἕνας τὸν ἄλλον, πῶς τοὺς ἔχετε";

Λέγει ὁ Δαίμων "Ἐδικοί μας κουμπάροι εἶναι, διότι καὶ ἡμεῖς ἀγάπην ἀναμεταξύ μας δὲν ἔχομεν, καὶ ἐκεῖ ὁποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀγάπη δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἐμβῶμεν εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ ἐνεργήσωμεν ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ θέλομεν καὶ ἀρέσουν τοῦ αὐθέντος μας, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ περισσότερον ἄλλο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἰμὴ τὴν ἀγάπην, διὰ τοῦτο καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔχουν τὴν ἀγάπην πρὸς τοὺς γειτόνους των, στεκόμεθα μακρὰν ἀπὸ αὐτούς.

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ αὐτοὺς ὁποῦ δίδουν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς πῶς τοὺς ἔχετε";

Λέγει του ὁ Δαίμων "Πολλαῖς μαχαιριαῖς ἐμπήγουν εἰς τὴν καρδίαν μας ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ λυποῦνται τοὺς πτωχούς, διότι εὐσπλαγχνίζεται καὶ αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ ἅμα δώσουν τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς σβύνονται ἀπὸ τὸ κατάστιχον τῶν γραμμάτων μας αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ἡμεῖς χάνομεν τὸν κόπον μας, καὶ δὲν ἔχομεν ἀπὸ αὐτοὺς ποσῶς διάφορον."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ κρατοῦν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, πῶς τοὺς ἔχετε;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Αὐτοὶ εἶνε τραπεζῖται ἐδικοί μας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πέρνουν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ ἁρπάζομεν ἡμεῖς, καὶ διὰ τοῦτο ποτέ τους δὲν χορταίνουν, καὶ εἰς αὐτὸ χαιρόμεθα πολύ• ἀλλὰ δὲν ἤξευρα πῶς ἔχεις νὰ μὲ κρατήσῃς ἐδῶ τόσον καιρόν, ἀλλὰ ἤθελα νὰ φύγω μακρὰν ἀπὸ ἐσένα ὥσπερ δαίμων".

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Καὶ ἐγὼ θαυμάζω πῶς ἐσεῖς οἱ δαίμονες κάμνετε τόσον κακὸν εἰς τὸν κόσμον"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Διὰ τοῦτο μᾶς ἐκαταράσθη ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴν ἔχωμεν κανένα καλόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καλωσύνην ν΄ἀπέχωμεν πάντοτε καὶ διὰ τοῦτο ἐργαζόμεθα κάθε λογῆς κακὸν εἰς τὸν κόσμον, ὡς καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς, καὶ εἰς τοὺς πατριάρχας, καὶ εἰς τοὺς μητροπολίτας καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ ὁσίους καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ πλουσίους, καὶ εἰς ὅλους δίδομεν σχεδὸν τὴν φιλαργυρίαν, τὴν μάχην, τὴν ζηλίαν, τὸν φθόνον καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κακά, καὶ ὡς ἐκ τούτου γίνονται φίλοι μας. Καὶ τὶ νὰ σὲ εἰπῶ, Ἀντώνιε, αἱ τέχναι μας εἶναι ἀμέτρηται."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ εἰς τὰ παιδία τὶ κάμνετε ἐκεῖ ὁποῦ παίζουν;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Ἐκεῖ ἔχομεν ἡμεῖς τὴν χάριν μας καὶ κάμνομεν πολλὰς τέχνας διὰ νὰ σφαγοῦν ἢ νὰ ἐβγάλουν τὰ ὀμμάτια τους, ἢ νὰ τσακίσουν τὰ χέρια τοὺς καὶ τὰ ποδάρια τους, καὶ ἀλλὰ πολλὰ κακὰ ἐργαζόμεθα διὰ νὰ θυμώνεται τὸ ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, καὶ νὰ πηγαίνουν οἱ γονεῖς των εἰς τὰ κριτήρια καὶ εἰς τοὺς αὐθεντάδες νὰ ἐξοδιάζουν τὸ βίον τους καὶ νὰ χαλοῦν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νὰ τὰ φθείρουν τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι διάφορον ἐδικόν μας ὁποῦ ἔχωμεν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη."

Λέγει του ὁ Ἅγιος "Ἀμὴ εἰς τὸν διδάσκαλον, ὁποῦ μανθάνει τὰ παιδία ἱερὰ γράμματα, ὑπάγετε καὶ ἐκεῖ νὰ κάμνετε σκάνδαλα;"

Λέγει του ὁ Δαίμων "Εἰς αὐτὰ ὑπάγομεν, ἀμὴ στεκόμεθα ἀπὸ μακράν, διότι κρατοῦν τὰ βιβλία καὶ διαβάζουν τὰ γράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα πολλά μᾶς κατακρίνουν καὶ μᾶς κατηγοροῦν, διὰ τοῦτο δὲν ὑπάγωμεν σιμά των, παρ΄ὅταν παύσουν καὶ δὲν διαβάζουν, τότε ὑπάγωμεν κοντά των καὶ βάνωμεν εἰς αὐτὰ πολλοὺς λογισμοὺς διὰ νὰ μισοῦν τὸ γράμματα, διὰ νὰ μὴ διαβάζουν, ὥστε νὰ μισοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας, διατὶ διαβάζοντας πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδία γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν καὶ ἔχουμεν πολλὴν ἀδικίαν ἀπὸ αὐτά, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας βάνοντας εἰς αὐτά, μεγάλας παιδεύσεις καὶ τιμωρίας, καὶ τότε τὰ γράφομεν εἰς τὸ κατάστιχόν μας, συντρίβοντες ἀπὸ αὐτὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ὅσοι ἀναγινώσκουν τὰ γράμματα πολλὰ μᾶς ὑβρίζουν, καὶ διὰ τοῦτο κάμνομεν τὰ παιδία νὰ μισοῦν τὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τὰ ἰδοῦν, κάμνοντες καὶ τοὺς γονεῖς των νὰ γίνωνται ἀμελεῖς καὶ νὰ μὴν τὰ παιδεύουν εἰς τὰ γράμματα" ἐπειδὴ διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων δοξάζεται ὁ Θεὸς διὰ τὴν πολλὴν χάριν ὁποῦ ἔχουν.

Ταῦτα ἄκουσας ὁ Ἅγιος παρὰ τοῦ Δαίμονος, εἶπεν εἰς αὐτόν «Ἐπιτιμήσει σε, Κύριος ὁ Θεός, διάβολε, εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῆς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Καὶ παρευθὺς ἔγεινεν ἄφαντος ὁ Δαίμων ἀπ´ αὐτόν. Καὶ μείνας ὁ Ἅγιος ἐκστατικὸς ἐκείνην τὴν ὥραν, εἶπε "Θεὲ Παντοκράτωρ καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, αὐτὸς δεσπότα φιλάνθρωπε, ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ παμπόνηρου διαβόλου" καὶ ποιήσας προσευχὴν ὁ Ἅγιος ὕπνωσεν ὁλίγον. Προσελθὼν λοιπὸν Ἄγγελος Κυρίου εἶπε πρὸς αὐτόν "Ἀντώνιε, εἶδες τὸν πονηρὸν δαίμονα;" Ναί, εἶδα αὐτὸν ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος -ἀμὴ ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ συντυχαίνεις; Λέγει του, ὁ Ἄγγελος "Ἐγὼ εἶμι ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ ἤλθα νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ γράψεις τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων καὶ νὰ τὰς φανέρωσῃς εἰς τὸν Κόσμον". Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ ὅσιος, ἐνεθυμήθη τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπεν "Εὐχαριστῶ σοι Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, ὁποῦ ἔστειλας τὸν Ἄγγελόν σου λέγοντάς μου νὰ γράψω τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πῶς αὐτοὶ κάμνουσι φθόνους, φόνους, μάχας καὶ ζηλοφθονίας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνεργοῦν εἰς αὐτοὺς νὰ ἐχθρεύωνται ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακήν, ὁποῦ ἔγεινεν ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"

Διὰ τοῦτο τέκνα μου ἀγαπητά ἐν Χριστῷ, παρακαλῶ νὰ ἀκούσητε ταύτην μου τὴν νουθεσίαν, καὶ νὰ ἀπέχητε ἀπὸ κάθε λογῆς παιγνίδια καὶ ἀτοπήματα, ἐπειδὴ αὐτὰ χαίρονται νὰ βλέπουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὁποῦ προξενοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀμέτρητα σκάνδαλα, καὶ νὰ παρακαλῆτε τὸν Θεὸν νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰς ἐνέδρας τοῦ μιαροῦ ἐχθροῦ μας, δαίμονος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν βοηθόν μας, οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

--------------------------------------------------------------------------------------------------

Δύο διάλογοι του Μεγάλου Αντωνίου

Δύο διάλογοι, ὁ μὲν εἷς μεταξὺ αὐτοῦ τε καὶ τοῦ μιαροῦ Δαίμονος, ὁ δὲ ἕτερος μετὰ τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ, ὃν ἀπέστειλεν, ὅτε ἠσκήτευεν ἐν τῇ ἐρήμῳ. Ἀναγινωσκόμενοι ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ κατὰ τὴν 17η Ἰανουαρίου, τυπωθέντες πρὸς ψυχικὴν ὠφέλειαν τῶν ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἱερομένων καὶ τῶν μοναχῶν.

Τῷ Ἀναγινώσκοντι

Αἱ διηγήσεις αὗται ἀνταγραφεῖσαι παρά τινος Μοναχοῦ κατὰ τὸ 1842 (τοῦτο τὸ ἔτος εἶχε τὸ πρωτότυπον) ἔκ τινος παλαιοῦ χειρογράφου βιβλίου, εὑρισκομένου εἰς τὴν ἐν τῷ Ἁγίῳ ὄρει τοῦ Ἄθω βιβλιοθήκην τῆς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως, τῆς ἐπονομαζομένης τῆς Κουτλουμουσιανοῦ.

Ἡ τύπωσις τῶν διηγήσεων τούτων βεβαίως θέλει ὠφελήσει πολλούς, ἐπειδὴ τὰ ἐν αὐταῖς ἐνδιαλαμβανόμενα καθεκάστην ἡμέραν πράττονται παρ' ἡμῶν συνεργείᾳ τοῦ μιαροῦ Δαίμονος. Θέλει ὠφελήσει, λέγομεν, πολλούς, καὶ μάλιστα τοὺς Μοναχούς, ἵνα ἰδόντες τὰς πανουργίας τοῦ μιαροῦ Δαίμονος στερεωθῶσι περισσότερον εἰς τὴν ὁμολογίαν, ἣν ἔδωσαν ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἔλαβον τὸ Ἀγγελικὸν αὐτὸ σχῆμα, καὶ τοιουτοτρόπως ἕκαστος κατὰ τὴν δύναμιν αὐτοῦ νὰ διδάσκῃ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀφόβως ἔμπροσθεν τοῦ ποιμνίου του, εἰς ὃ ἐνεπιστεύθη πρὸς στήριξην τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν ἐκκλησίας• ἐπειδὴ κατ`αὐτὸν τὸν ἴδιον Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον καὶ Θεὸν μας• «Πύλαι ᾄδου οὗ κατισχύσουσιν αὐτήν».

Αἱ διηγήσεις αὗται τυπωθεῖσαι, ὡς ἦσαν γεγραμμέναι, δηλ. εἰς ἁπλὴν φράσιν, διὰ νὰ τὰς ἐννοῶσι καὶ οἱ ἡμιμαθεῖς, ἕνεκα τούτου παρακαλοῦμεν τοὺς λογιωτάτους, οἵτινες ἐγήρασαν εἰς τὴν σπουδὴν, νὰ μὴ μᾶς ἐπιφέρουσιν ἐπικρίσεις, Ὁ δὲ Πανάγαθος Θεὸς εἴθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ πονηροῦ Δαίμονος, πρεσβείας τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ὀσίου καὶ Πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Ἀμήν.

--------------------------------------------------------------------------------------------------

Θέλουν να κάμουν θαύματα

Δύσκολο στον άνθρωπο να έχη δόξα και τιμή χωρίς ζημία στην ψυχή του[69].
Δύσκολο όχι μόνο για τους εμπαθείς, εκείνους που αγωνίζονται να νικήσουν τα πάθη τους, αλλά και σ’ εκείνους που τα ενίκησαν• και στους αγίους. Γιατί, έστω και αν τους έδωκε ο Θεός την νίκη κατά της αμαρτίας, όμως δεν ξαναγυρίσουν στην αμαρτία και να ξαναϋποδουλωθούν στα πάθη• όπως έγινε με μερικούς, που δεν έδειξαν την απαιτούμενη νήψη και επαγρύπνηση, αλλά εθάρρησαν στον εαυτό τους, στην πνευματική τους κατάσταση! Η ροπή στην υπερηφάνεια, λέγει ο άγιος Μακάριος, εξακολουθεί να υπάρχη ακόμη και στις πιο καθαρές ψυχές[70]. Η ροπή αυτή είναι η πρώτη αιτία, που σπρώχνει τον άνθρωπο να γοητευθή από την αμαρτία και να ξαναγυρίση σ’ αυτήν. Και γι’ αυτό και το χάρισμα των ιαμάτων και όλα τα άλλα αντιληπτά χαρίσματα, είναι πολύ επικίνδυνα σ’ εκείνους που τα έλαβαν• γιατί γίνονται αντικείμενα μεγάλης τιμής από τους ανθρώπους με σαρκικό φρόνημα. Αντίθετα τα μη αντιληπτά χαρίσματα είναι σε ασύγκριτο βαθμό ανώτερα από εκείνα, που πέφτουν στην αντίληψή μας. Π.χ. το χάρισμα να οδηγή ψυχές στη σωτηρία, και να τις θεραπεύη από τα πάθη, ο κόσμος ούτε το καταλαβαίνει ούτε του δίνει σημασία. Και όχι μόνο δεν τιμά και δεν δοξάζει τους λειτουργούς του Θεού, που έχουν το χάρισμα αυτό, αλλά και τους ταλαιπωρεί και τους μισεί, επειδή έχουν πράξη διαφορετικά από εκείνη που δέχονται οι αρχές του κόσμου αυτού• επειδή «απειλούν την δεσποτεία του κοσμοκράτορα»[71].

Ο εύσπλαγχνος Θεός δίνει στους ανθρώπους εκείνο που τους είναι πράγματι αναγκαίο και ωφέλιμο• έστω και αν οι ίδιοι δεν το καταλαβαίνουν! Ποτέ δεν δίνει κάτι, που μπορεί να ωφελήση λίγο και βλάψη πολύ• έστω και αν οι άνθρωποι με σαρκικό φρόνημα και άγνοια, διψούν για κάτι τέτοια και τα αναζητούν.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει:
«Πολλοί έκαμαν θαύματα. Ανέστησαν και νεκρούς. Εκοπίασαν να επαναφέρουν αμαρτωλούς και πλανημένους στον δρόμο του Θεού• έκαμαν όπως θα ελέγαμε, θαύματα: μέσω αυτών ωδηγήθηκαν πολλοί στον Χριστό! Και όμως. Αυτοί, που έδωσαν σε άλλους ζωή, έπεσαν οι ίδιοι σε πάθη μιαρά, επειδή είχαν μόνοι τους προκαλέσει στον εαυτό τους τον θάνατο»[72].

Ο άγιος Μακάριος διηγείται ότι κάποιος συνασκητής του έλαβε το χάρισμα των ιαμάτων σε τέτοιο βαθμό, ώστε εθεράπευε κάθε είδους άρρωστο με μια απλή επίθεση των χεριών του. Όμως ο ασκητής αυτός, με το να δοξάζεται από τους ανθρώπους υπερηφανεύθη, και έπεσε στο πιο μεγάλο βάθος αμαρτίας[73]….

Στο βίο του αγίου Αντωνίου του μεγάλου γίνεται λόγος για κάποιο νεαρό μοναχό, που έδινε εντολές στους αγίους όναγρους στην έρημο και τον υπάκουαν. Ο όσιος Αντώνιος, όταν το άκουσε, είπε πως δεν είχε καθόλου εμπιστοσύνη στην πνευματική οικοδομή του θαυματουργού αυτού. Και δεν άργησε να έλθη η είδηση για τη θλιβερή πτώση του μοναχού[74].

Βιβλιογραφία

[69] Ισαάκ του Σύρου, Λόγος Α’.
[70] Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλία Ζ § 4.
[71] Τύχωνος του Ζαντόνσκ, τόμ. 15, επιστολή 103, 4.
[72] Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ΚΓ’ (έ.α. σελ. 94).
[73] Μακαρίου του Αιγυπτίου, ομιλία ΚΖ’ 16.
[74] Πατερικόν κατ’ αλφάβητον.



--------------------------------------------------------------------------------------------------

Σχετικά με την ενάρετη ζωή

1. Κάποια φορά την ώρα που ο άγιος Αντώνιος προσευχόταν στο κελί του, άκουσε μια φωνή που του έλεγε:

«Αντώνιε, δεν έφθασες ακόμη στο μέτρο του τάδε τσαγκάρη που ζει στην Αλεξάνδρεια».

Σηκώθηκε το πρωί, πήρε το βαϊτικο ραβδί του και πήγε να τον βρει. Έφθασε σε κείνο το μέρος και μπήκε στο εργαστήριό του.

Εκείνος όταν τον είδε ταράχτηκε. Του λέει λοιπόν ο Γέροντας:

«Μίλησέ μου για τις πράξεις σου».

Ο τσαγκάρης είπε:

«Δεν ξέρω να έχω κάνει ποτέ κάτι καλό, παρά μόνο, μόλις σηκωθώ το πρωί να καθήσω στο εργόχειρό μου, λέω ότι ολόκληρη η πόλη αυτή, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού για τις ενάρετες πράξεις τους και ότι μόνο εγώ κληρονομώ την κόλαση για τις αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω τα ίδια λόγια, πρίν κοιμηθώ».

Τ΄άκουσε αυτά ο αββάς Αντώνιος και είπε:

«Αληθινά, σαν καλός χρυσοχόος, ενώ κάθεσαι στο σπίτι, αναπαυτικά κληρονόμησες τη Βασιλεία των Ουρανών. Εγώ όλο μου τον χρόνο τον περνώ στην έρημο, όμως, καθώς δεν έχω διάκριση, δεν σε έφθασα».

5. Κάποτε την ώρα που προσευχόταν ο αββάς Μακάριος στο κελί του, άκουσε μια φωνή που έλεγε:

«Μακάριε, δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα των τάδε γυναικών αυτής εδώ της πόλης».

Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, πήρε το βαϊτικο ραβδί του κι άρχισε να οδοιπορεί για την πόλη.

Όταν έφτασε στην πόλη και βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα. Βγήκε η μία και τον υποδέχτηκε στο σπίτι. Αφού κάθισε για λίγο, ήρθε και η άλλη. Τις κάλεσε, κι εκείνες ήρθαν και κάθισαν μαζί του. Τις λέει ο Γέροντας:

«Για σας έκανα τόση πορεία και υπέμεινα τόσο κόπο, ώσπου να φτάσω από την έρημο. Πέστε μου λοιπόν την εργασία σας, ποια είναι;»

«Πάτερ -του λένε- πίστεψέ μας, δεν είμαστε η καθεμιά μας έξω από την κλίνη του άνδρα της μέχρι σήμερα. Ποια εργασία λοιπόν ζητάς από μας;»

Ο Γέροντας έβαλε μετάνοια και τις παρακαλούσε:

«Φανερώστε μου το έργο σας».

Τότε του λένε:

«Εμείς κατά κόσμον είμαστε ξένες μεταξύ μας. Έτυχε όμως να παντρευτούμε δύο αδελφούς κατά σάρκα. Και να, εδώ και δεκαπέντε χρόνια ως σήμερα κατοικούμε σ΄αυτό το σπίτι και δεν ξέρουμε να φιλονικήσαμε ποτέ ή να αναφερθήκαμε σε αισχρά πράγματα. Μάλιστα, ήρθε στο λογισμό μας να αφήσουμε τους άνδρες μας και να μπούμε στο τάγμα των μοναχών. Πολύ παρακαλέσαμε τους άνδρες μας να μας επιτρέψουν να φύγουμε, αλλά δεν τους πείσαμε. Έτσι, αφού δεν πετύχαμε αυτόν τον σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας και με τον Θεό, μέχρι τον θάνατό μας να μη βγει από το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος».

Όταν τ΄άκουσε αυτά ο αββάς Μακάριος, είπε:

«Αληθινά, δεν υπάρχει παρθένα ή παντρεμένη ή μοναχός ή κοσμικός, ο Θεός την πρόθεση ζητάει και δίνει το Άγιο Πνεύμα σε όλους».

6. Ο αββάς Ποιμήν είπε ότι ο αββάς Αντώνιος είχε πει για τον αββά Παμβώ ότι από τον φόβο του Θεού, που είχε, έκανε το Πνεύμα του Θεού να κατοικεί μέσα του.

7. Είπε ο αββάς Ποιμήν:

«Πολλοί από τους Πατέρες μας έγιναν ανδρείοι στην άσκηση, αλλά στη λεπτότητα των λογισμών ελάχιστοι».

8. Ο ίδιος είπε:

«Τρεις σωματικές πράξεις είδαμε στον αββά Παμβώ: Ασιτία κάθε μέρα ως το βράδυ, σιωπή και εργόχειρο».

9. Έλεγαν για τον αββά Ποιμένα ότι αν κάθονταν μπροστά του κάποιοι Γέροντες και μιλούσαν για αββά δε ή ανέφεραν το όνομα του αββά Σισόη, τους έλεγε: «Αφήστε τον αββά Σισόη, τα σχετικά μ΄αυτόν ξεπερνούν κάθε διήγηση».

16. Έλεγαν για τον αββά Σαρματά ότι πολλές φορές έκανε άσκηση επί σαράντα ημέρες σύμφωνα με τη γνώμη του αββά Ποιμένα, και περνούσαν οι μέρες σαν ένα τίποτε γι΄αυτόν. Ήρθε ο αββάς Ποιμήν και του λέει:

«Πές μου τι έχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο».

Εκείνος έλεγε: «Τίποτε περισσότερο».

Του λέει πάλι ο αββάς: «Δεν θα σ΄αφήσω, αν δεν μου πεις».

Εκείνος είπε: «Ένα μόνο είδα, ότι αν πω στον ύπνο «πήγαινε», πηγαίνει. Και αν πώ «έλα», έρχεται».

20. Έλεγαν για τον αββά Ωρ ότι ούτε ποτέ είπε ψέματα ούτε ορκίστηκε ούτε έδωσε κατάρα σε άνθρωπο ούτε μίλησε χωρίς να υπάρχει ανάγκη.

21. Ο ίδιος ο αββάς Ωρ έλεγε στον μαθητή του Παύλο:

«Πρόσεχε να μη φέρεις ποτέ σ΄αυτό το κελί ανάρμοστα λόγια».

22. Έλεγαν για τον αββά Ωρ και τον αββά Θεόδωρο ότι συνήθιζαν αδιάκοπα να βάζουν αρχή για κάθε καλό και να ευχαριστούν τον Θεό.

31. Δύο άνθρωποι συμφώνησαν και έγιναν ασκητές. Έκαναν μεγάλη άσκηση κι έζησαν ενάρετη ζωή. Ο ένας συνέβη να γίνει ηγούμενος κοινοβίου. Ο άλλος παρέμεινε αναχωρητής και φτάνοντας στην τελειότητα της ασκήσεως, έκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, έλαβε το προορατικό χάρισμα, και αρρώστους θεράπευε. Εκείνος πού από ασκητής έγινε κοινοβιάρχης, όταν άκουσε ότι τόσα χαρίσματα αξιώθηκε να πάρει ο συνασκητής του, απομονώθηκε για τρεις βδομάδες από τους ανθρώπους και προσευχήθηκε εκτενώς στον θεό να του φανερώσει «πώς εκείνος κάνει θαύματα κι έχει γίνει περιβόητος σ΄όλους, εγώ όμως σε τίποτε απ΄αυτά δεν μετέχω».

Παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου σ΄αυτόν και του λέει:

«Εκείνος την πνευματική εργασία του μέσα στο κελί την κάνει με στεναγμούς και δάκρυα στον Θεό μέρα και νύχτα, πεινώντας και διψώντας για χάρη του Κυρίου. Εσύ καθώς μεριμνάς για πολλά, έχεις την επικοινωνία με τους πολλούς, έ, σου φτάνει η παρηγοριά των ανθρώπων».

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Τετ 03 Ιούλ 2013, 23:55 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
Φοβερή οπτασία του Αγίου Αντωνίου γιά τούς αιρετικούς: Άλογα κτήνη γύρω απὸ τήν Αγία Τράπεζα.


Εἶναι ὄντως φοβερὸ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος σχετικὰ μὲ τὴν παρουσία αἱρετικῶν μέσα σὲ ὀρθόδοξους ναούς. Τὸ ὅραμα αὐτὸ αἰτιολογεῖ, ἐξηγεῖ παραστατικὰ γιὰ ποιὸ λόγο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπαγορεύουν μὲ συνοδικοὺς κανόνες τὴν εἴσοδο αἱρετικῶν σὲ καθαγιασμένους χώρους, τὴν συμμετοχὴ τους σὲ ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες, τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὰ συλλείτουργα. Οἱ αἱρετικοὶ μὴ δεχόμενοι τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν πατέρα τους τὸν διάβολο, στὴν προβολὴ πλανεμένων ἀπόψεων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία τους «μᾶλλον ἄγονος καὶ ἄλογος καὶ διανοίας ἐστὶν οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡμιόνων ἀλογία».
Συγκλονίσθηκε λοιπόν, καὶ ἐτρόμαξε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὅταν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ δῇ στὸ ὅραμά του τοὺς Ἀρειανοὺς νὰ περικυκλώνουν τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο ὡς ἡμίονοι (= μουλάρια), νὰ τὸ λακτίζουν καὶ νὰ τὸ μιαίνουν. Τόση ἦταν ἡ λύπη καὶ ἡ στεναχώρια του, ὥστε ἔβαλε τὰ κλάμματα, ὅπως πικράθηκαν καὶ ἔκλαυσαν πολλοὶ εὐσεβεῖς, ὅταν εἶδαν τὸν αἱρεσιάρχη πάπα νὰ εἰσάγεται μέσα στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι, τὸν ὁποῖο μάλιστα Ἅγιο κατήργησε τὸ Βατικανό, καὶ νὰ τὸν μολύνῃ. Εἴμαστε βέβαιοι πὼς, ἂν διαβάσουν καὶ μάθουν αὐτὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἁγίου οἱ πατριάρχες,οἱ ἀρχιεπίσκοποι καὶ οἱ ἐπίσκοποι, ἂν βέβαια ἐξακολουθοῦν ὡς Ὀρθόδοξοι νὰ σέβονται καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θὰ διακόψουν τὶς λειτουργικὲς ἀμοιβαῖες φιλοξενίες καὶ ἐπισκέψεις, τὶς ἑβδομάδες συμπροσευχῆς καὶ τὶς ἀποστολὲς ἀντιπροσωπειῶν στὶς θρονικὲς ἑορτές. Γιατὶ διαφορετικὰ θὰ συμπεριλαμβάνονται καὶ αὐτοὶ ὡς συνεργοὶ στὸ φρικτὸ ὅραμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου.
Κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὸ «Βίο», ἐνῶ ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐργόχειρό του καθιστὸς ὁ Μ. Ἀντώνιος, περιῆλθε σὲ ἕνα εἶδος ἐκστάσεως καὶ ἀναστέναζε πολὺ βλέποντας τὴν ὀπτασία. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα στράφηκε πρὸς τοὺς παρισταμένους μοναχούς, ἐξακολούθησε νὰ στενάζῃ καὶ νὰ τρέμῃ. Ἔπεσε στὰ γόνατα γιὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ ἔμεινε γονατιστὸς ἐπὶ πολλὴ ὥρα. Ὅταν σηκώθηκε ἔκλαιγε ὁ Γέροντας. Ἐτρόμαξαν οἱ παριστάμενοι καὶ ἐφοβήθηκαν πολύ, γι’ αὐτὸ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπίεσαν πολὺ καὶ τὸν ἐξεβίασαν ἀναστέναξε πάλι καὶ εἶπε: «Παιδιά μου εἶναι καλύτερα νὰ πεθάνω, πρὶν νὰ συμβοῦν ὅσα εἶδα στὴν ὀπτασία. Θὰ πέσῃ στὴν Ἐκκλησία ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ παραδοθῇ σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἄλογα κτήνη. Εἶδα τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ, στὸ Κυριακὸ τῆς σκήτης νὰ περικυκλώνεται σ’ ὅλες τὶς πλευρὲς ἀπὸ μουλάρια, τὰ ὁποῖα κλωτσοῦσαν καὶ χοροπηδοῦσαν, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν αὐτὰ τὰ ἄλογα κτήνη. Εἴδατε καὶ ἀντιληφθήκατε πῶς ἐστέναζα προηγουμένως; Τὸ ἔκανα γιατὶ ἄκουσα φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Θὰ μιανθῇ τὸ θυσιαστήριό μου». Αὐτὰ εἶδε ὁ Γέροντας. Καὶ μετὰ ἀπὸ δύο ἀκριβῶς ἔτη ἔγινε ἐπίθεση τῶν Ἀρειανῶν καὶ ἡ ἁρπαγὴ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη μὲ τὴ βία, τὰ ἔδωσαν σὲ εἰδωλολάτρες νὰ τὰ κρατοῦν, τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ μετέχουν στὶς συνάξεις τους καὶ παρόντων αὐτῶν ἔκαναν στὴν Ἁγία Τράπεζα ὅ,τι ἤθελαν. Τότε καταλάβαμε ὅλοι μας, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅτι τὰ λακτίσματα ἐκεῖνα τῶν ἡμιόνων προεμήνυαν στὸν Ἀντώνιο ὅσα πράττουν τώρα οἱ Ἀρειανοὶ ὡς κτήνη. Μετὰ τὴν ὀπτασία ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη ὁ Γέροντας νὰ ἐνθαρρύνῃ καὶ νὰ παρηγορήσῃ τοὺς γύρω του λέγοντας: «Μὴ λυπᾶσθε, παιδιά μου, γιατὶ ὅπως ὀργίσθηκε ὁ Κύριος, ἔτσι πάλι καὶ θὰ θεραπεύσῃ τὸ κακό. Σύντομα ἡ Ἐκκλησία θὰ ἐπαναποκτήσῃ τὴν ὀμορφιά της καὶ θὰ λάμψῃ. Θὰ δεῖτε αὐτοὺς ποὺ ἐξορίστηκαν νὰ ἐπιστρέφουν, τὴν ἀσέβεια νὰ ὑποχωρῇ καὶ νὰ κρύβεται, καὶ τὴν εὐσεβὴ πίστη νὰ ἐμφανίζεται καὶ νὰ κυριαρχῇ παντοῦ, ἀρκεῖ σεῖς νὰ μὴν μιανθῆτε ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν, γιατὶ δὲν εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστὸλων, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου, ἄλογη καὶ ἄκαρπη, σὰν τὴν ἀλογία τῶν ἡμιόνων».

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Τετ 03 Ιούλ 2013, 23:59 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
Οι τρεις Καλόγεροι και ο Άγιος Αντώνιος

Γράφει ο Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

Σταμάτησαν σ᾽ ἕνα ξέφωτο νά ξαποστάσουν. Προσπάθησαν νά βροῦν λίγη σκιά, κάτω ἀπό τά ἀραιά φύλλα κάποιων μικρῶν δέντρων. ῾Ο ἥλιος φαινόταν νά τούς εἶχε τσακίσει.
῾Ο ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι ἀπό τό μέτωπό τους, ἐνῶ οἱ μανδύες τους κολλοῦσαν πάνω στά κουρασμένα κορμιά τους. Καί οἱ τρεῖς ἔκαναν τήν ἴδια κίνηση: ἔβγαλαν γρήγορα τό φλασκί ἀπό τό ταγάρι τους καί τό σήκωσαν στά διψασμένα χείλη τους. ᾽Ανασήκωσαν λίγο ἀπό τό κεφάλι τους καί τόν μαῦρο σκοῦφο τους.

῾Δόξα Σοι, ὁ Θεός᾽, ἀκούστηκε ψιθυριστή ἡ φωνή τους.

῾Σέ λίγο φτάνουμε στόν προορισμό μας᾽, εἶπε μέ ἀνακούφιση ὁ μεγαλύτερος, ὁ π. ᾽Αββακούμ, ἕνας λιοκαμένος καλόγερος μεσαίου ἀναστήματος πού τώρα ἔπαιρναν τά γένια του λίγο ν᾽ ἀσπρίζουν.

῾᾽Ελπίζουμε νά βροῦμε καί πάλι τόν Γέροντα, ὅπως καί πέρσι᾽, συμπλήρωσε ὁ νεώτερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, ψηλός καί ἀρκετά ἀδύνατος αὐτός, μέ ἀραιά λεπτά μαῦρα γένια.

῾῾Ο Γέροντας δέν φεύγει ἀπό τήν καλύβη του ποτέ, ἐκτός κι ἄν συντρέξει πολύ μεγάλη ἀνάγκη᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ τρίτος, ὁ π. Βαρνάβας, ὁ πιό εὔσωμος ἀπό τούς ἄλλους καστανογένης καλόγερος, μέ ρόζους στά χέρια ἀπό τίς πολλές χειρωνακτικές ἐργασίες.

῾Νά, σάν τήν περίπτωση πρίν λίγα χρόνια, πού ἔμαθε γιά τούς χριστιανούς πού διώκονταν λόγω τῆς πίστης τους στήν ᾽Αλεξάνδρεια. ῎Ενιωσε τήν ἀνάγκη, εἶπε, νά πάει νά τούς δεῖ, νά τούς παρασταθεῖ, νά προσευχηθεῖ γιά τήν καλή ὁμολογία τους. Κι ἀκόμη νά τούς ἐνισχύσει μέ τήν δική του παρουσία. ῞Ολοι δά ξέρουν τήν μεγάλη φήμη του ὡς ἁγίου. Καί μόνο ἡ ἐμφάνισή του στήν δίκη τους – ἄς τήν ποῦμε δίκη βέβαια - ἔκανε τούς ὑποψήφιους μάρτυρες νά πάρουν μεγάλο θάρρος. ῎Ακουσα μάλιστα ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ κριτής σάν νά φοβήθηκε πού τόν εἶδε μπροστά του. Θά ἐπέτρεψε φαίνεται ὁ Κύριός μας τό φῶς τῆς ἁγιότητάς του νά τό δεῖ κι ἐκεῖνος. Σάν φωτιά πού κατακαίει βεβαίως᾽, ἔσπευσε ἀμέσως νά συμπληρώσει.

῎Επεσε σιωπή γιά λίγο. ῾Η ἀνάσα τους ὅλο καί γινόταν καί πιό ἥσυχη καί κανονική. ῾Η ἀνάπαυση καί τό νερό ἀνανέωναν τίς δυνάμεις τους. Βυθίστηκε ὁ καθένας στίς σκέψεις του.

῏Ηταν γνωστοί μεταξύ τους. ᾽Ασκήτευαν καί οἱ τρεῖς σέ κοντινές ἀποστάσεις, ἀλλά ἐκεῖνο πού τούς ἕνωσε περισσότερο ἦταν ὅταν πρίν μερικά χρόνια ἀποφάσισαν νά πᾶνε νά ἐπισκεφτοῦν μαζί τόν μεγάλο Γέροντα, τόν ᾽Αντώνιο. ῾Ο καθένας εἶχε τούς δικούς του ξεχωριστούς λόγους, ἀλλά καί οἱ τρεῖς ἑνώνονταν κάτω ἀπό τόν κοινό παρανομαστή: ἡ χάρη τοῦ ἁγίου νά τούς καθοδηγήσει στά δύσκολα μονοπάτια τῆς ζωῆς πού εἶχαν διαλέξει νά ἀκολουθήσουν.

Εἶχαν ξεκινήσει μέ ἐνθουσιασμό. Κάποιοι λιγοστοί ἀσκητές στά περίχωρα τῶν χωριῶν τους τούς γοήτευσαν στήν ἐπιλογή τῆς ἀφιερωμένης ζωῆς. ῎Εβλεπαν ἔντονα τήν διαφορά πού εἶχαν αὐτοί ἀπό τούς ἄλλους χριστιανούς τοῦ κόσμου. Οἱ κοσμικοί χριστιανοί μέ τούς ὁποίους ζοῦσαν, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἴδιοι, χριστιανοί ἦταν βεβαίως, ἀλλά σάν νά τούς ἔλειπε κάτι: δέν ὑπῆρχε ἐκείνη ἡ μυστική χαρά πού φαίνεται νά βγαίνει μέσα ἀπό τήν καρδιά, γιά τήν ὁποία διάβαζαν στά εὐαγγέλια καί τίς ἐπιστολές τῶν ἀποστόλων. Στούς πολλούς ἦταν ἔντονη ἡ στροφή στά πράγματα τοῦ κόσμου. Οἱ δουλειές τους τούς ἀπορροφοῦσαν. Τά προβλήματα τῆς οἰκογένειάς τους τούς κατέβαλλαν. Μιά μελαγχολία καί μιά κατήφεια γυρόφερνε τήν μίζερη ζωή τους. Κι ὅταν συνάντησαν αὐτούς τούς ἀσκητές, πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπ᾽ τούς ἄλλους σάν μιά ἀντίδραση στόν ἀποχρωματισμένο χριστιανισμό τους, κι εἶδαν τήν χαρά πού ἀνέβλυζε ἀπό τά μάτια τους, ἔνιωσαν σάν νά τούς καλοῦσε ὁ Θεός νά γίνουν σάν κι αὐτούς. Ναί, ποθοῦσαν μιά ζωή ἀφιερωμένη στόν Κύριο.

Τό ἔκαναν, ἀλλά μετά ἀπό κάποιο διάστημα ἄρχισαν τά προβλήματα. Λογισμοί ἄρχισαν νά τούς τυραννοῦν μέ ἀποτέλεσμα νά τούς ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Τό ξεκάθαρο προηγουμένως τοπίο γινόταν τώρα θολό μέσα στήν ψυχή τους. ῾Η ἀπελπισία ἄρχισε νά ἐμφανίζεται δειλά στήν ἀρχή, πιό ἔντονα ἔπειτα, στήν ζωή τους, χωρίς νά ξέρουν ἀκριβῶς τί γίνεται. ῾Η ἀπειρία στήν πνευματική ζωή ἔδειχνε φανερά τά σημάδια της. Κατέφυγαν γι᾽ αὐτό στούς ἀσκητές τῆς περιοχῆς τους. ᾽Αλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν γέμισαν τήν καρδιά. Δέν τούς πληροφόρησαν ὅσο ἤθελαν. Τότε ἦταν πού σκέφτηκαν τόν μεγάλο ἅγιο. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Αντώνιος φάνταζε σάν ἡ μόνη λύση. ῾Θεοφιλή᾽ τόν ὀνόμαζαν ὅλοι. ῏Ηταν βεβαιωμένο ὅτι αὐτός ἤξερε τά μυστικά τῆς καρδιᾶς, καί μάλιστα δοσμένα ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τό ἀποφάσισαν. ῾Ετοιμάστηκαν νά πᾶνε νά τόν δοῦν, νά τόν συναντήσουν, νά τόν ρωτήσουν. Καί τό ἔκαναν μιά φορά, δυό φορές, τρεῖς φορές. Γιατί στόν ἅγιο βρῆκαν αὐτό πού ἔψαχναν: ὁ ἀββᾶς ᾽Αντώνιος τούς ἔδινε κάθε φορά ὅ,τι διψοῦσε ἡ καρδιά τους. Καί τό συγκλονιστικότερο: χωρίς κάποιες φορές κἄν νά τόν ρωτήσουν. ῾Ο φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νοῦς του διέβλεπε τά μύχια τῆς ψυχῆς τους.

Κάθε φορά ὅμως ρωτοῦσαν οἱ δύο μεγαλύτεροι. ῾Ο π. ᾽Αββακούμ καί ὁ π. Βαρνάβας. Αὐτοί, ἴσως λόγω καί τοῦ μεγαλύτερου θάρρους ἀπό τήν ἡλικία τους ἔθεταν τά ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τους. Τό τί τούς ἀπασχολοῦσε κάθε φορά μέ τούς λογισμούς τους. Τούς πειρασμούς πού ἀντιμετώπιζαν ἀπό τίς δαιμονικές ἐπιθέσεις. Τίς τρικλοποδιές πού τούς ἔβαζε ὁ πονηρός μέ τά ἐκ δεξιῶν ὅπλα. ῾Ο νεώτερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, ἄκουγε καί δέν ρωτοῦσε τίποτε. ῾Ο μεγάλος ἀββάς τό ἔβλεπε ἀλλά δέν ἔλεγε τίποτε. Ποτέ δέν στράφηκε στόν ᾽Ιωάννη νά τοῦ κάνει κάποια παρατήρηση. Νά ρωτήσει ἐκεῖνος γι᾽ αὐτόν.

Φέτος λοιπόν ἦταν ἡ τέταρτη φορά τῆς ἐπίσκεψής τους. Οἱ λογισμοί καί τά προβλήματα εἶχαν καί πάλι σωρευτεῖ. ῾Ο ἅγιος ἦταν ἡ λύση καί ἡ παρηγοριά τους.

῾Μήπως πρέπει νά φεύγουμε;᾽ ρώτησε σεμνά καί μέ συστολή ὁ ᾽Ιωάννης. ῾῎Αν ἀργήσουμε θά μᾶς πάρει τό βράδυ καί θά κινδυνέψουμε᾽.

Σηκώθηκαν. Μάζεψαν τά πράγματά τους πού τά εἶχαν ἀφήσει παράμερα καί μέ ζωντάνια κατευθύνθηκαν στόν προορισμό τους.

Κάποτε ἔφτασαν. ῾Ο ᾽Αντώνιος σάν νά τούς περίμενε καί ἦταν ἔξω ἀπό τό καλύβι του.

῾Καλῶς τούς ἅγιους πατέρες᾽, φώναξε εὐδιάθετα. ῾Εἴχατε καλή πορεία;᾽

῾Μέ τίς εὐχές σου, δόξα τῷ Θεῷ᾽, εἶπε ὁ π. ᾽Αββακούμ. ῾Γέροντα, παρακαλούσαμε τόν Κύριο νά σέ βροῦμε ἐδῶ καί ὑγιῆ᾽, ξανάπε. ῾Σοῦ φέραμε καί κάποια παξιμάδια καί χορταρικά, ἀπό αὐτά πού τρῶς᾽.

῾Εὐλογημένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ᾽, εἶπε ὁ ἅγιος. ῾Καλοδεχούμενα, ἀφοῦ εἶναι προσφορά τῆς ἀγάπης καί τῆς καρδιᾶς σας. Νά᾽ στε εὐλογημένοι κι ἐσεῖς᾽.

Τούς ὑποδέχτηκε ὁ ἅγιος καί τούς φίλεψε ὅ,τι εἶχε στό φτωχό καλύβι του. ᾽Αφοῦ λίγο ξεκουράστηκαν ἦρθε κατευθεῖαν στό θέμα: ῾Τί εἶναι αὐτό πού σᾶς ἀπασχολεῖ αὐτήν τήν φορά, ἀδελφοί μου; Γιατί καί πάλι ὑποβληθήκατε σ᾽ αὐτόν τόν μεγάλο κόπο, νά ἐπισκεφθεῖτε τόν ἀχρεῖο δοῦλο τοῦ Θεοῦ ᾽Αντώνιο;᾽

῾᾽Αββᾶ, σέ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγάπη σου᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ π. Βαρνάβας. ῾Κάθε φορά ὁ λόγος σου χύνεται σάν βάλσαμο στίς ψυχές μας καί φεύγουμε μέ μεγάλη παρηγοριά καί δύναμη. Νιώθουμε ἀπό τήν ἄλλη ὅτι οἱ προσευχές σου μᾶς συνοδεύουν ὅλη τήν χρονιά καί μᾶς ἀνοίγουν δρόμο ἐκεῖ πού ἄλλοτε ἤμασταν στό σκοτάδι. Μά, αὐτήν τήν φορά θέλω νά σέ ρωτήσω γιά κάτι πού μέ ταλαιπωρεῖ καί δέν μέ ἀφήνει νά ἡσυχάσω ὁλάκερες βραδιές. Σάν νά ἔχει κολλήσει ἡ σκέψη μου σ᾽ αὐτό καί μοῦ δημιουργεῖ μεγάλη ἀναταραχή᾽.

῾Γιά τί πράγμα πρόκειται;᾽ ρώτησε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ὁ ᾽Αντώνιος καί τά μαῦρα μάτια του γεμάτα ἀπό ἀγάπη κοίταξαν ἴσια στά μάτια τοῦ π. Βαρνάβα.

῾Γέροντα, πῶς νά τό πῶ; Διαβάζω στόν λόγο τοῦ Θεοῦ γιά τά πονηρά πνεύματα πού μᾶς πολεμοῦν, ἐνῶ βλέπω τήν δική μου καθημερινά ἀδυναμία. Πῶς, πατέρα μου, θά μπορέσω νά ἀντιμετωπίσω τόν διάβολο καί τά ὄργανά του; Μέ πιάνει μιά λιποψυχία καί ἔχω ἀρχίσει νά πιστεύω ὅτι δέν θά μπορέσω νά περάσω ἀπό τά τελώνια, ὅταν θά φεύγει ἡ ψυχή μου ἀπό τό ρυπαρό σῶμα μου. ῾Η κόλαση μοῦ ἔχει γίνει ἐφιάλτης. Νιώθω ἤδη ὅτι βρίσκομαι ἐκεῖ καί βασανίζομαι χωρίς ἐπιστροφή καί διέξοδο. Γέροντα, εἶμαι φοβισμένος καί ἀπελπισμένος᾽. Σταμάτησε ὁ καλόγερος καί δάκρυα ἄρχισαν νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό του, πού εἶχε γείρει κατάκοπο πρός τά κάτω.

Σάν φωνή ἀπό τόν οὐρανό ἀκούστηκε μετά ἀπό λίγο ἡ φωνή τοῦ ἁγίου: ῾Μήν ἀνησυχεῖς, παιδί μου. ῾Ο πειρασμός τοῦ πονηροῦ σοῦ δημιουργεῖ ὅλη αὐτήν τήν κατάσταση. Γιατί αὐτό μόνο μπορεῖ νά κάνει ὁ τρισκατάρατος: νά δημιουργεῖ φόβο. ῾Ο φόβος εἶναι τό κλίμα καί ἡ ἀτμόσφαιρά του. Καταβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτόν, χάνει τήν ἀνδρειοσύνη του, εἶναι ἕτοιμος νά ὑποταχτεῖ. Τό ἴδιο δέν συμβαίνει καί στά ἀνθρώπινα; Τί κάνει ἕνας ἐχθρός γιά νά ὑποτάξει τόν ἀντίπαλο; Προσπαθεῖ νά τοῦ δημιουργήσει φόβο. Νά τόν κάνει νά πιστέψει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι μεγαλύτερος καί ἰσχυρότερος ἀπό αὐτόν. ῎Αν τοῦ δημιουργήσει κλίμα ἡττοπάθειας, ἤδη τόν ἔχει στό χέρι. ῾Η ὑποδούλωσή του εἶναι θέμα μικροῦ χρόνου. Αὐτή λοιπόν εἶναι καί ἡ τακτική τοῦ διαβόλου. Νά δημιουργήσει φόβο στήν ψυχή. Κι ὅταν δεῖ τόν φόβο σ᾽ αὐτήν, τότε εἶναι εὔκολο νά τήν ὁδηγήσει στά νύχια του.

᾽Εκτός ὅμως ἀπό φόβο δέν μπορεῖ νά προκαλέσει κάτι ἄλλο στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος. Γιατί δέν ἔχει τήν ἐξουσία. Καί μάλιστα σ᾽ ἐμᾶς τούς βαπτισμένους χριστιανούς. Μή ξεχνᾶς, ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἕνας ἡττημένος, ἀφότου ἦλθε ὁ Χριστός μας. ῾Ο Χριστός τόν κατήργησε καί τόν ἐξαφάνισε. ῎Αν ἐξακολουθεῖ καί ὑπάρχει καί δρᾶ, εἶναι γιατί ᾽Εκεῖνος τόν ἀφήνει καί τόν ἀξιοποιεῖ γιά τό λυτρωτικό Του ἔργο. Ποτέ δηλαδή ὁ Θεός δέν καταστρέφει τά δημιουργήματά Του, ἔστω κι ἄν πρόκειται γιά τόν διάβολο, καί ποτέ βεβαίως δέν μᾶς ἀφήνει ἀπροστάτευτους. Λοιπόν, ὁ διάβολος δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτος. ῞Ο,τι δράση παρουσιάζει εἶναι ἡ δράση πού τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος, κι αὐτό γιά τό καλό μας. ῎Αν ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου θά μᾶς εἶχε ἀφανίσει ὅλους, ὡς ἀνθρωποκτόνος ἀπαρχῆς. ᾽Αλλά δέν ἔχει, εἴπαμε, τήν ἐξουσία.

Εἶπα, ὅμως, ὅτι δέν ἔχει ἐξουσία ἰδίως σέ ἐμᾶς τούς βαπτισμένους. Καί ἐδῶ θέλω, ἀδελφοί μου᾽, στράφηκε καί στούς ἄλλους ὁ ἅγιος Γέροντας, ῾νά προσέξετε ἰδιαιτέρως. Γιατί ἄν καταλάβουμε αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός μέ τό ἅγιο βάπτισμά μας, θά δοῦμε ὅτι ἔχουμε τήν λύση ὅλων τῶν πνευματικῶν προβλημάτων μας στά χέρια μας. Θέλω νά πῶ᾽, ἀνασηκώθηκε λίγο ὁ Γέροντας καί ἄλλαξε λίγο στάση, ῾ὅτι μέ τό βάπτισμα γίναμε μέλη τοῦ Χριστοῦ. Κλαδιά στό δέντρο πού εἶναι ᾽Εκεῖνος. Ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματός Του. ῾Η σχέση μας δηλαδή μέ τόν Χριστό εἶναι μιά σχέση ἄμεση καί οὐσιαστική. Εἴμαστε, θά λέγαμε, ἡ προέκτασή Του. Δέν εἶναι ἄλλο πιά ὁ Χριστός καί ἄλλο ἐμεῖς. Εἴδατε πῶς ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος τό λέει; Τό σῶμα μας εἶναι ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί γι᾽ αὐτό δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας, ἀλλά στόν Θεό. Δέν ζῶ ἐγώ, σημειώνει ἀλλοῦ, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ λογισμός μας δέν πρέπει νά ἀποπροσανατολίζεται σέ λογισμούς τοῦ πονηροῦ. ῾Ο λογισμός μας πρέπει νά δένεται, νά εἶναι κολλημένος πράγματι, στήν ἀλήθεια πού ἀποκάλυψε γιά ἐμᾶς ὁ ῎Ιδιος: Τοῦ ἀνήκουμε καί εἴμαστε κομμάτι Του. Ποῦ νά σταθεῖ λοιπόν ὁ φόβος καί ἡ ἀπελπισία; Ποῦ νά ἀφεθοῦμε ἔτσι στήν κυριαρχία τῆς κόλασης ὡς ζωῆς πού μᾶς περιμένει; Τό μυαλό καί ἡ καρδιά μας στόν Χριστό καί μόνο σ᾽ Αὐτόν. Αὐτή εἶναι ἡ λύση καί ἡ διέξοδος σέ ὅλα. Καί τότε, κατά πόσο σκεφτόμαστε καί ἀγαπᾶμε τόν Κύριο καί κατά πόσο φανερώνουμε αὐτήν τήν ἀγάπη μας ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας πού εἶναι μιά ἄλλη παρουσία δική Του, ἀρχίζουμε καί αἰσθανόμαστε σέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας τήν χάρη Του, καί στήν ψυχή καί στό σῶμα μας. Τό μυστικό λοιπόν τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά εἴμαστε στραμμένοι πάντοτε μέ ἀγάπη πρός τόν Κύριο. Νά νιώθουμε τήν δωρεά πού μᾶς ἔκανε μέ τό βάπτισμά μας. Γι᾽ αὐτό καί μᾶς τρέφει ἔπειτα καί μέ τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του᾽.

Εἶπε ὁ Γέροντας καί σκούπισε τά μάτια του πού εἶχαν πλημμυρίσει ἀπό δάκρυα ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν Κύριο.

῾Γέροντα, παρόμοιες σκέψεις ταλαιπωροῦν καί ἐμένα᾽, ψιθύρισε μέ συστολή καί βαθύ σεβασμό καί ὁ π. ᾽Αββακούμ. ῾Μέ τά λεγόμενά σου πῆρα ἀπάντηση καί στούς δικούς μου ταραγμένους λογισμούς καί προβληματισμούς. Καταλαβαίνω ὅτι πράγματι εἶναι πειρασμός τοῦ Πονηροῦ νά μήν μένουμε στήν βασική ἐντολή τοῦ Θεοῦ μας, δηλαδή νά Τόν ἀγαπᾶμε μέ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή μας, ὅπως τό ἴδιο καί τόν συνάνθρωπό μας. Τώρα συνειδητοποιῶ ὅτι δίνοντας ὤθηση στήν σκέψη καί τήν καρδιά μου νά βρίσκομαι ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἐντολή Του, δέν ὑπάρχουν περιθώρια γιά ἄλλους λογισμούς πειρασμικούς. Γέροντα, σέ εὐχαριστῶ καί σέ παρακαλῶ νά συνεχίσεις νά προσεύχεσαι γιά ἐμᾶς. Εἴμαστε τόσο ἀδύναμοι᾽, ἀναστέναξε μέ πόνο.

῾Ο νεώτερος καλόγερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, δέν ἔλεγε καί πάλι τίποτε. Φαινόταν κατανυγμένος κι ἦταν ἀλλοιωμένη ἡ ὄψη του, σάν νά ἀντίκρυζε ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς. Τό βλέμμα του κοιτοῦσε πότε στό χῶμα, ἐκεῖ πού καθόταν, καί πότε τό ὕψωνε μέ λαχτάρα στό πρόσωπο τοῦ ᾽Αντωνίου. Τό στόμα του ὅμως τό κρατοῦσε κλειστό.

῾Ο ἅγιος δέν ἄντεξε αὐτήν τήν φορά. ῾Παιδί μου᾽, τοῦ εἶπε, ῾οἱ ἄλλοι ὅλα τά προηγούμενα χρόνια, ὅπως καί φέτος, ἔρχονται καί κάθε φορά κάτι μέ ρωτᾶνε. ᾽Εσύ ἔρχεσαι καί ποτέ δέν μοῦ θέτεις κάποιον προβληματισμό σου. Δέν θέλεις κάτι νά μέ ρωτήσεις; Κάνεις πού κάνεις τόν κόπο, γιατί δέν ἐκμεταλλεύεσαι τήν εὐκαιρία; Δέν εἶναι κόπος γιά ἐμένα νά ἀπαντῶ σέ ὅ,τι ταλαιπωρεῖ τόν ἀδελφό μου. Γιά μένα, ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς εἶναι καί ἕνας Χριστός. ῞Οπως τό εἴπαμε καί προηγουμένως γιά τό βάπτισμά μας. Τό ἀναφέρει ὅμως καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: Εἶδες τόν ἀδελφό σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου. Μή φοβᾶσαι λοιπόν ὅτι θά μέ κουράσεις. Χαρά μου εἶναι ἡ βοήθεια, ὅταν μπορῶ νά τήν προσφέρω. Πές λοιπόν καί σύ τόν προβληματισμό σου᾽.

῾᾽Αββᾶ᾽, ψιθύρισε ὁ π. ᾽Ιωάννης. ῾Βεβαίως ἔχω καί ἐγώ λογισμούς μέ τούς ὁποίους παλεύω. Βεβαίως ἀντιμετωπίζω κινδύνους στήν πνευματική μου ζωή. ᾽Αλλά ἀπό τήν μιά ἔχω τούς καλούς ἐδῶ ἀδελφούς μου, οἱ ὁποῖοι μέ τά δικά τους ἐρωτήματα ἐκφράζουν καί τούς δικούς μου προβληματισμούς, ὁπότε οἱ ἀπαντήσεις πού παίρνουν ἰσχύουν καί γιά ἐμένα. ᾽Αλλά ἀπό τήν ἄλλη...᾽. Κοντοστάθηκε ὁ καλόγερος. ῾᾽Από τήν ἄλλη...᾽ ξανάπε, χωρίς νά ὁλοκληρώσει.

῾᾽Από τήν ἄλλη;᾽ ρώτησε ὁ μέγας ῞Ηλιος καί τό βλέμμα του καί πάλι σάν ἀκτίνα ἱλαροῦ φωτός χάϊδεψε τό ταπεινό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.

῾᾽Από τήν ἄλλη, ἀρκεῖ μοι τό βλέπειν σε, Πάτερ. Μοῦ ἀρκεῖ νά σέ βλέπω, Πατέρα. Μέ μόνη τήν θωριά σου σβήνονται ὅλες οἱ ἀπορίες μου καί οἱ προβληματισμοί μου. Σάν νά βλέπω τόν ἴδιο τόν Θεό καί τήν ἀγάπη Του. Καί νιώθω ὅτι δέν ὑπάρχουν πιά ἐρωτήματα. Μπροστά σου τά καταλαβαίνω ὅλα᾽.

῞Εν᾽ ἀεράκι φάνηκε νά φυσάει ἁπαλά ἐκείνη τήν ὥρα καί μιά γλυκιά αὔρα δροσιᾶς τύλιξε τούς πνευματοφόρους συνομιλητές, φέρνοντας μιάν ἀπόκοσμη εὐωδία σάν ἀπό πανάκριβο μύρο. ῎Αν κανείς τούς ἔβλεπε ἀπό κάποια ἀπόσταση, θά ἔβλεπε ὅτι καί οἱ τρεῖς μέ τόν μεγάλο ἀββᾶ ἀνάμεσά τους ἦταν μέσα σ᾽ ἕνα γαλαζόλευκο φῶς πού ὅμοιό του στήν γῆ δέν μπορεῖ κανείς νά ἀντικρύσει.


ΠΗΓΗ
synodoiporia.blogspot.gr

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Παρ 05 Ιούλ 2013, 12:46 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
Παραινέσεις περί ήθους ανθρώπων και χρηστής πολιτείας
Αγίου Αντωνίου


Αναδημοσίευση από: www.pigizois.gr

1. Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΟΣΕΒΕΙΑΣ

Οι άνθρωποι καταχρηστικά λέγονται λογικοί. Δεν είναι λογικοί όσοι έμαθαν απλώς τα λόγια και τα βιβλία των αρχαίων σοφών, αλλ' όσοι έχουν τη λογική ψυχή και μπορούν να διακρίνουν ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό και αποφεύγουν τα πονηρά και βλαβερά στην ψυχή, τα δε αγαθά και ψυχωφελή, τα αποκτούν πρόθυμα με τη μελέτη και τα εφαρμόζουν με πολλή ευχαριστία προς τον Θεό. Αυτοί μόνοι πρέπει να λέγονται αληθινά λογικοί άνθρωποι.

2. Ο ΑΛΗΘΙΝΑ ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο αληθινά λογικός άνθρωπος ένα μόνο ζήλο έχει: να πείθεται και να αρέσει στο Θεό των όλων.

Σ' αυτό και μόνον πρέπει να εκπαιδεύει την ψυχή του, ώστε ν' αρέσει στο Θεό, ευχαριστώντας για την τόσο μεγάλη Του πρόνοια και ρύθμιση των όλων, οτιδήποτε κι' αν του τύχη στη ζωή του.

Γιατί είναι άτοπο, τους μεν Ιατρούς, που μας δίδουν και πικρά και δυσάρεστα φάρμακα, να τους ευχαριστούμε για την υγεία του σώματός μας, προς τον Θεόν δε να είμαστε αχάριστοι, για τα πράγματα που μας φαίνονται δυσάρεστα και δύσκολα και να μην ξέρομε ότι όλα γίνονται όπως πρέπει και προς το συμφέρον μας κατά την Πρόνοιά Του.

Η γνώσις (του θελήματος του Θεού) και η πίστη στο Θεό, είναι η σωτηρία και η τελειότης της ψυχής.

3. ΟΙ ΜΕΓΙΣΤΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΑΣ
Την εγκράτεια, την ανεξικακία, την σωφροσύνη, την καρτερία, την υπομονή και τα όμοιά τους, τις έχουμε πάρει σαν μέγιστες και ενάρετες δυνάμεις από το Θεό. Αυτές αντιπαρατάσσονται και αντιστέκονται και βοηθούν σε όλες εκείνες τις δυσκολίες που προέρχονται εκείθεν (από τον αντικείμενων εχθρό — τον διάβολο).

Εάν τις γυμνάζομε και τις έχομε πρόχειρες τις δυνάμεις αυτές, τότε πια τίποτε δεν φαίνεται να μας γίνεται δύσκολο ή οδυνηρό ή αφόρητο, γιατί αναλογιζόμαστε πως όλα είναι ανθρώπινα και νικώνται από τις (παραπάνω) αρετές που έχομε μέσα μας.

Αυτό δεν το σκέπτονται οι ψυχικά ανόητοι. Διότι ούτε καν λογαριάζουν πως όλα γίνονται καλά και όπως πρέπει προς το συμφέρον μας, για να λάμψουν τελείως οι αρετές και να στεφανωθούμε (βραβευθούμε) από το Θεό.

4. Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
(Θα είσαι πνευματικός άνθρωπος), όταν λογαριάζεις για φαντασία και μόνον και μάλιστα ολιγοχρόνια την απόκτηση χρημάτων και την άφθονη χρησιμοποίησή τους και όταν γνωρίζεις ότι η ενάρετη και αρεστή στο Θεό πολιτεία διαφέρει πολύ από τον πλούτο.

Όταν το μελετάς αυτό, ασφαλώς και το διατηρείς στη μνήμη σου, δεν θα στενάξεις, δεν θα θρηνήσεις και δεν θα κατηγορήσεις κανέναν, αλλά για όλα θα ευχαριστήσεις το Θεό, βλέποντας τους χειρότερους από σένα να στηρίζονται στα λόγια και στα χρήματα.

(Έχε υπ' όψη σου, ότι τα χρήματα) είναι το χειρότερο πάθος της ψυχής, καθώς και η επιθυμία, η δόξα και η άγνοια.

5. ΤΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο λογικός άνθρωπος εξετάζοντας τον εαυτό του, δοκιμάζει ποια πράγματα του πρέπουν και τον συμφέρουν, ποια είναι ζητήματα της ψυχής και ωφέλιμα και ποια ξένα προς την ψυχή. Έτσι αποφεύγει όσα βλάπτουν την ψυχή, διότι του είναι ξένα και τον χωρίζουν από την αθανασία.

6. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ Η ΜΕΤΡΙΑ ΖΩΗ
Όσον μετριότερα ζει κανείς, τόσο ευτυχέστερος είναι (ευδαίμων), γιατί δεν φροντίζει για πολλά, για δούλους, γεωργούς και ν' αποκτήσει ζώα.

Διότι όταν προσηλωνόμαστε σ' αυτά και περιπέσομε αργότερα στις δυσχέρειες που τα επακολουθούν, κατηγορούμε το Θεό (ως αίτιον).

Από την αυθαίρετη αυτή επιθυμία μας (τον πλούτο), ποτίζεται ο θάνατος και έτσι πλανημένοι μένομε στο σκοτάδι της αμαρτωλής ζωής, χωρίς να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας.

7. ΔΥΣΚΟΛΗ ΑΛΛΑ ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ Η ΑΡΕΤΗ
Πρέπει να μη λέμε ότι δεν είναι δυνατόν στον άνθρωπο να επιτύχει ενάρετο βίο, αλλά μόνον ότι δεν είναι εύκολο. Ούτε είναι εύκολο να το αντιληφθούν αυτό οι τυχόντες άνθρωποι. Συμμετέχουν σε ενάρετη ζωή όσοι είναι ευσεβείς και έχουν νουν θεοφιλή (που σκέπτονται όπως αρέσει στο Θεό). Γιατί ο κοινός νους, είναι κοσμικός (σκέπτεται κατά το θέλημα του ανθρώπου) και ευμετάβολος, που παρέχει νοήματα αγαθά και κακά, αφού επηρεάζεται από τα φυσικά πράγματα και ρέπει προς την ύλη.

Ενώ ο θεοφιλής νους, τιμωρεί την κακία την οποία ενσωματώνονται αυτοπροαίρετα οι άνθρωποι από ραθυμία.

8. ΟΙ ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΙ
Οι αγράμματοι και ακαλλιέργητοι άνθρωποι, θεωρούν τα λόγια γελοίο πράγμα και δεν θέλουν να τ' ακούνε, επειδή ελέγχεται η αγραμματοσύνη τους και θέλουν να είναι όλοι όμοιοί τους.

Κατά τον ίδιο τρόπο και όσοι ζουν και συμπεριφέρονται ακόλαστα, φροντίζουν (να αποδείξουν) ότι όλοι είναι χειρότεροί τους, νομίζοντας πως από το πλήθος των κακών θα επιτύχουν το ακατηγόρητο για τους εαυτούς των.

Η άτονη (χαλαρή και νωθρή) ψυχή (τους) θολώνει από την κακία που περιλαμβάνει ασωτία, υπερηφάνεια, απληστία, οργή, προπέτεια, λύσσα, φόνο, οδυρμό, φθόνο, πλεονεξία, αρπαγή, πόνο, ψευδός, ηδονή, οκνηρία, λύπη, δειλία, αρρώστια, μίσος, κατηγορία, αδυναμία, πλάνη, άγνοια, απάτη, λήθη Θεού.

Με τέτοια και παρόμοια (κακίες) τιμωρείται η άθλια ψυχή που χωρίζει τον εαυτό της από το Θεό.

9. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΡΕΤΗΣ
Αυτοί που λένε πως θέλουν να ζήσουν την ενάρετη και ευλαβή και ένδοξη ζωή, δεν πρέπει να κρίνονται από το πλαστό ήθος (εξωτερική συμπεριφορά), ούτε από την ψεύτικη πολιτεία, αλλά να κρίνονται από τα ίδια τα έργα τους, όπως οι τεχνίτες, ζωγράφοι και ανδριαντοπλάστες, διότι αυτά δείχνουν θετικά την ενάρετη και θεοφιλή πολιτεία τους και από το εάν αποστρέφονται σαν παγίδες όλες τις πονηρές ηδονές (πράγμα που δείχνει αρνητικά την ενάρετη πολιτεία τους).

10. Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΗΣ
Απ' αυτούς που σκέπτονται σωστά, θεωρείται κακότυχος ο πλούσιος και ευγενής, όταν δεν έχει καλλιέργεια ψυχική και όλες του βίου τις αρετές.

Όπως (αντίθετα) ο φτωχός και τυχόν δούλος θεωρείται ευτυχής, αν είναι στολισμένος με παίδευση (της ψυχής) και με αρετή του (βίου.)

Όπως περιπλανώνται οι ξένοι στους δρόμους, έτσι καταστρέφονται και χάνονται, πλανεμένοι από τις επιθυμίες και όσοι δεν δείχνουν επιμέλεια για ενάρετη ζωή.

11. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΠΟΙΟΣ
Ανθρωποποιός πρέπει να λέγεται αυτός που μπορεί τους απαίδευτους να τους ημερώσει, για ν' αγαπήσουν τα έργα του λόγου και την παιδεία.
Κατά τον ίδιο τρόπο κι' εκείνοι που αναμορφώνουν αυτούς που ζουν ακόλαστη ζωή και τους μεταστρέφουν στην ενάρετη και αρεστή στο Θεό διαγωγή, πρέπει να λέγονται ανθρωποποιοί, αφού αναπλάθουν τους ανθρώπους.

Διότι πραότης και εγκράτεια, είναι η ευτυχία και αγαθή ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων.

12. ΠΩΣ ΝΟΙΩΘΟΥΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

Πρέπει οι άνθρωποι στα ήθη και την πολιτεία τους, να συμπεριφέρονται αληθινά, όπως αξίζει. Διότι όταν κατορθωθεί αυτό, εύκολα κατανοούνται και τα περί Θεού. Διότι (τότε καταλαβαίναμε ότι) όποιος σέβεται το Θεό με όλη του την καρδιά και την πίστη, λαμβάνεται πρόνοια παρά του Θεού να κυριαρχεί του θυμού και της επιθυμίας. Διότι όλων των κακών αίτια (συνεπώς και της κακής συμπεριφοράς) είναι η επιθυμία και ο θυμός.


13. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΘΡΩΠΟΣ

Άνθρωπος λέγεται ή ο λογικός ή εκείνος που ανέχεται (δέχεται) να διορθωθεί. Ο αδιόρθωτος καλείται απάνθρωπος, διότι αυτό (η αδιορθωσιά) είναι χαρακτηριστικό των απάνθρωπων. Κάτι τέτοιους καλόν είναι να τους αποφεύγομε. Γιατί αυτοί που συζούν με την κακία, δεν επιτρέπεται να καταταγούν ποτέ μεταξύ των αθανάτων (πνευματικών ανθρώπων — η κακία είναι υλική, θνητή κατάσταση).


14. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΟ
Αυτό που μας κάνει άξιους να ονομαζώμεθα άνθρωποι, είναι να έχομε μαζί μας παρούσα την αληθινή λογική. Όταν μας λείπει το λογικό, τότε διαφέρομε από τα άλογα ζώα, μόνον ως προς την διάπλαση του σώματος και τη φωνή. Ας αναγνωρίσει λοιπόν ο μυαλωμένος άνθρωπος, ότι (εξ αιτίας του λογικού, του πνευματικού του μέρους) είναι αθάνατος και θα μισήσει (τότε) κάθε αισχρή επιθυμία, που γίνεται αιτία του (πνευματικού) θανάτου στους ανθρώπους.


15. ΑΛΗΘΙΝΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Όπως κάθε τέχνη διαμορφώνει διακοσμητικά την ύλη που χρησιμοποιεί κι' επιδεικνύει έτσι την αρετή της, όπως π.χ. αυτός που επεξεργάζεται το ξύλο ή ο άλλος το χαλκό και άλλος το χρυσό και τον άργυρο, έτσι κι εμείς, όταν ακούμε για την καλή ζωή και την ενάρετη και αρεστή στο Θεό συμπεριφορά, οφείλουμε να φανερώνουμε ότι είμαστε στ' αλήθεια άνθρωποι, δηλαδή όντα λογικής ψυχής (στη διάθεση και στις αντιδράσεις μας) και όχι μονάχα ως προς τη διάπλαση του σώματος. Η αληθινά λογική και θεοφιλής ψυχή, γνωρίζει αμέσως ποια θέση να πάρει σ' όλα τα ζητήματα της ζωής. Και παρακαλεί τρυφερά για επιείκεια το Θεό και Τον ευχαριστεί ειλικρινά γιατί όλη της η ορμή και η διάνοια είναι προς το Θεό.


16. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Όπως οι κυβερνήτες κατευθύνουν σκόπιμα το πλοίο ώστε να μη το προσαράξουν σε ύφαλο πέτρα ή σε κάποιον σκόπελο, έτσι και όσοι έχουν ζήλο για την ενάρετη ζωή, ας εξετάζουν με επιμέλεια ποια πρέπει να κάνουν και ποια ν' αποφεύγουν. Και να θεωρούν ότι τους συμφέρουν οι αληθινοί και θείοι νόμοι, ώστε να κόψουν τις πονηρές ενθυμήσεις (λογισμούς) της ψυχής.


17. ΧΑΛΙΝΑΓΩΓΗΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Όπως οι κυβερνήτες και οι αμαξηλάτες με προσοχή και επιμέλεια κατορθώνουν το ταξίδι τους, έτσι και όσοι επιμελούνται την ορθή και ενάρετη ζωή πρέπει να μελετούν και να φροντίζουν πως θα ζήσουν όπως πρέπει και αρέσει στο Θεό. Διότι αυτός που θέλει και που εννόησε, ότι μπορεί (να το κάνη αυτό) πιστεύοντας, αυτός προχωρεί στην αφθαρσία.


18. Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ελεύθερους να νομίζεις όχι αυτούς που είχαν την τύχη να είναι ελεύθεροι, αλλά αυτούς που είναι στη ζωή και στους τρόπους ελεύθεροι (από τα πάθη). Δεν πρέπει δηλαδή να ονομάζονται αληθινά ελεύθεροι οι άρχοντες, όταν είναι πονηροί ή ακόλαστοι, γιατί είναι δούλοι των υλικών παθών.


Ελευθερία και ευτυχία είναι (εσωτερικό ζήτημα) της ψυχής, (είναι) η γνήσια καθαρότης της ψυχής και η καταφρόνησης των πρόσκαιρων.


19. Η ΧΡΗΣΤΗ ΕΠΙΔΕΙΞΕΙΣ
Θύμιζε πάντα στον εαυτό σου, τι είναι ανάγκη να δείχνεις αδιάκοπα ποιος είσαι, αλλά με τη χρηστή συμπεριφορά και κυρίως με τα έργα σου. Διότι έτσι και τους γιατρούς οι άρρωστοι, όχι από τα λόγια, άλλα από τα έργα τους βρίσκουν και τους αναγνωρίζουν για σωτήρες και ευεργέτες.


20. ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΕΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Γνωρίσματα της λογικής και ενάρετης ψυχής, είναι το βλέμμα, το βάδισμα, η φωνή, το γέλιο, ο τόπος που συχνάζει, οι άνθρωποι που συναναστρέφεται.


Όλα αυτά έχουν αλλάξει εντελώς (στην ενάρετη ψυχή) κι έχουν προσαρμοσθεί προς το ευπρεπέστερο. Γιατί ο θεοφιλής νους των ψυχών αυτών, σαν ανύσταχτος θυρωρός, αποκλείει να μπαίνουν τα κακά και αισχρά υπονοούμενα (σε κάθε τέτοιο γνώρισμα).


21. Η ΨΥΧΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΑ
Εξέταζε ότι σε αφορά και βγάζε δοκιμασμένες αποφάσεις (για τη στάση που θα τηρήσεις στο κάθε τι). Διότι οι άρχοντες και οι δεσπότες έχουν εξουσία μόνον του σώματος και όχι βέβαια της ψυχής. Να σου είναι μάλιστα αυτή η αρχή, πρόχειρη δια παντός. Συνεπώς, αν διατάσσουν φόνους ή τίποτε άτοπα ή άδικα και ψυχοβλαβή, δεν πρέπει να πειθαρχείτε σ' αυτούς, έστω κι αν βασανίζουν το σώμα. Διότι ο Θεός δημιούργησε την ψυχή ελεύθερη και αυτεξούσια, για (να αποφασίζει) όσα πράττει, τα καλά ή τα κακά.


22. Η ΑΠΟΦΥΓΗ ΔΑΙΜΟΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
Η λογική ψυχή φροντίζει με επιμέλεια να μένει απαλλαγμένη από αδιέξοδο (κακοτοπιά), από τύφο (τυφλή υπερηφάνεια), αλαζονεία (ματαιοδοξία), απάτη, φθόνο, αρπαγή και τα όμοια, όσα είναι έργα δαιμόνων ή πονηρής προαιρέσεως. Όλα αυτά κατορθώνονται με σπουδαία φροντίδα και επίμονη μελέτη, από τον άνθρωπο που κυβερνά τις επιθυμίες του, ώστε να μη τον παρορμούν σε φαύλες ηδονές.


23. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ
(Ακόμη και) αυτοί που ασκητεύουν λίγο και όχι τέλεια και από κινδύνους απαλλάσσονται και δεν έχουν ανάγκη από φύλακες. Νικώντας δε την επιθυμία στο κάθε τι βρίσκουν το δρόμο προς τον Θεό εύκολα κι ευτυχισμένα.


24. ΟΙ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ
Οι λογικοί άνθρωποι δεν είναι αναγκαίο να δίνουν προσοχή στις πολλές συναναστροφές, αλλά στις ωφέλιμες, τις οποίες κατευθύνει το θέλημα του Θεού, διότι έτσι προχωρούν πάλιν οι άνθρωποι σε ζωή και σε φως αιώνιο.


25. ΤΡΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥΣ ΒΙΟΥ
Όσοι επιζητούν ενάρετη και θεοφιλή ζωή, πρέπει να έχουν απαλλαγή από την οίηση και από κάθε κούφιο και ψεύτικη ιδέα και να φροντίζουν επιμελώς για χρηστή διόρθωση της ζωής και της γνώμης τους. Διότι ο θεοφιλής και αμετάβλητος (ο σταθερός σ' αυτό) νους, είναι στοιχείων εξυψώσεως και δρόμος προς τον Θεό.


26. Η ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ
Ουδέν όφελος να μαθαίνει κανείς τους λόγους (και τις αιτίες των πραγμάτων), εάν απουσιάζει (από τη μάθηση αυτή) η ενάρετη και στο Θεό αρεστή πολιτεία της ψυχής. Αιτία πάντων των κακών είναι η πλάνη, η απάτη (της κούφιας γνώσεως) και η αγνωσία του Θεού.


27. ΠΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΘΕΟΦΙΛΕΙΣ
Η εξάσκησης του καλλίστου (ενάρετου) βίου και η επιμέλεια της ψυχής, δημιουργούν τους αγαθούς και αγαπητούς εις τον Θεόν ανθρώπους. Διότι εκείνος που ζητεί τον Θεό, τον βρίσκει, νικώντας την επιθυμία σ' όλα τα ζητήματα και μη ξεκολλώντας από την προσευχή. Μόνον αυτός δεν φοβάται τους δαίμονας (που απεχθάνονται τον ενάρετο βίο).


28. Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΒΙΟΤΙΚΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ
Όσοι εξαπατώνται (και παρασύρονται) από ελπίδες βιοτικών απολαύσεων, αν και γνωρίζουν σε όλο το βάθος, όσα πρέπει να γίνουν για τη θεάρεστη ζωή, (και δεν τα εφαρμόζουν), αυτοί παθαίνουν κάτι παρόμοιο μ' εκείνους, που αγόρασαν μεν (τα φάρμακα και) τα όργανα της ιατρικής, αλλά ούτε γνωρίζουν, ούτε φροντίζουν να τα χρησιμοποιήσουν.


Ώστε για τα αμαρτήματα που πράξαμε, ουδέποτε να κατηγορούμε ούτε την αιτία τους, ούτε άλλον κανέναν, αλλά τους εαυτούς μας. Διότι εάν αυτή η ίδια η ψυχή θέλει να αδιαφορεί (πνευματικά, δηλαδή να αμελεί την εφαρμογή της ενάρετης ζωής), τότε δεν μπορεί να είναι ανίκητη.


29. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Σ' εκείνον που δεν γνωρίζει να διακρίνει τι είναι το αγαθό και ποιο είναι το κακό, δεν του επιτρέπεται να κρίνει τους αγαθούς και κακούς. Διότι ο άνθρωπος που γνωρίζει τον Θεόν, είναι αγαθός κι αν δεν είναι αγαθός, τίποτα δεν γνωρίζει, ούτε θα μάθει ποτέ τίποτα. Διότι το αγαθόν είναι τρόπος γνώσεως του Θεού.


30. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΠΟΝΤΩΝ
Οι αγαθοί και θεοφιλείς (αγαπημένοι από το Θεό) άνδρες, ελέγχουν περί του κακού κατά πρόσωπον παρόντας τους ανθρώπους. Εάν δεν είναι παρόντες, δεν τους κακολογούν. Αλλ' ούτε και σ' αυτούς που επιχειρούν να ειπούν κάτι (κακό κατά των απόντων) το επιτρέπουν.



31. ΟΧΙ ΤΡΑΧΥΤΗΤΑ ΤΡΟΠΩΝ
Κατά τις συναναστροφές να αποφεύγεται κάθε τραχύς τρόπος, διότι τους λογικούς ανθρώπους ταιριάζει να τους στολίζει η ντροπή και η σωφροσύνη, περισσότερο από τας παρθένους. Άλλωστε ο θεοφιλής νους, είναι φως που φωτίζει λαμπρά την ψυχή από όλες τις μεριές, όπως ο ήλιος το σώμα.


32. ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΥΛΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Σε κάθε ψυχικό πάθος (πνευματικό πρόβλημα) που σου συσσωρεύεται (και δεν ξέρεις πως να το τακτοποίησεις), θυμήσου ότι όσοι ορθοφρονούν και θέλουν να βάλουν τα ζητήματά τους στην πρέπουσα θέση και με ασφάλεια, απ' αυτούς δεν θεωρείται γλυκεία η απόκτηση φθαρτών χρημάτων (πραγμάτων), αλλά οι ορθές και αληθινές απόψεις (για κάθε ζήτημα και μάλιστα για τα μεγάλα θέματα: του προορισμού μας επί της γης, της λυτρώσεως από την αμαρτία και της σωτηρίας της ψυχής). Αυτές τους κάνουν ευτυχείς. Διότι ο μεν πλούτος και κλέβεται και αρπάζεται από δυνατότερους και μόνον η αρετή της ψυχής είναι κτήμα και εξασφαλισμένο και απαραβίαστο, που και μετά θάνατον σώζει όσους την έχουν αποκτήσει. Όταν σκέπτονται έτσι, δεν τους συναρπάζουν οι φαντασιοπληξίες του πλούτου και των λοιπών απολαύσεων.


33. Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΣΤΟ ΘΕΟ
Δεν πρέπει οι άστατοι και απαίδευτοι να αποδοκιμάζουν τους γραμματισμένους. Γραμματισμένος είναι ο άνθρωπος που αρέσει στο Θεό, εκείνος, που ως επί το πλείστον σιωπά ή συζητεί για ολίγα και αναγκαία και αρεστά εις τον Θεόν.


34. Η ΤΡΟΦΗ ΠΟΥ ΑΠΟΘΕΩΝΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Όσοι επιδιώκουν την ενάρετη και θεοφιλή πολιτεία, φροντίζουν για τις αρετές της ψυχής, γιατί τους είναι δικό τους κτήμα και αιώνια απόλαυση. Τα πρόσκαιρα τα απολαμβάνουν εφ' όσον είναι δυνατόν και όπως ο Θεός δίνει και θέλει, χρησιμοποιώντας τα με χαρά και ευχαριστώντας με όλη τους την καρδιά, έστω κι αν είναι μέτρια. Διότι με τα πολυτελή φαγητά, τρέφονται τα σώματα σαν υλικά. Την ψυχή όμως την αποθεώνει η γνώση (του θελήματος) του Θεού και η εγκράτεια, η αγαθότητα και η ευεργεσία, η ευσέβεια και η πραότης.


35. Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ
Όσοι από τους ισχυρούς της γης αναγκάζουν (τους άλλους) να επιχειρούν άτοπες και ψυχοβλαβείς πράξεις, δεν μπορούν να κυριαρχήσουν στην ψυχή, που έχει δημιουργηθεί αυτεξούσια. Το σώμα δεσμεύουν, αλλ' όχι και την προαίρεση (τη διάθεση), της οποίας κύριος έχει ορισθεί ο λογικός άνθρωπος, από τον κτίσαντα Θεόν, ο οποίος είναι ισχυρότερος πάσης εξουσίας και ανάγκης και πάσης δυνάμεως.


36. Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΥΛΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
Όσοι νομίζουν δυστυχία το χάσιμο των χρημάτων ή τέκνων ή δούλων ή οποιασδήποτε άλλης υπάρξεως (προσώπου ή πράγματος), ας γνωρίζουν, ότι πρώτα - πρώτα πρέπει να αρκούνται σε όσα τους δίδονται από το Θεό. Κι όταν είναι ανάγκη να τα αποδώσουν, να το κάνουν πρόθυμα και με ευγνωμοσύνη, χωρίς καθόλου να κακιώνουν για τη στέρησή τους ή μάλλον για την επιστροφή. Διότι, αφού μεταχειρίστηκαν πράγματα που δεν είναι δικά τους, πάλιν τα επέστρεψαν.


37. Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΓΝΩΜΗ ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ
Έργον χρηστού ανθρώπου είναι να μη πουλά την ελεύθερη γνώμη, αποβλέποντας να λάβει χρήματα, έστω κι αν τύχει να είναι πάρα πολλά, όσα προσφέρονται. Διότι τα βιοτικά μοιάζουν με όνειρο και οι φαντασίες του πλούτου είναι άδηλες (δεν ξέρεις που θα καταλήξουν), και ολιγοχρόνιες.


38. Η ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΕΝΑΡΕΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Οι αληθινοί άνθρωποι ας επιδιώκουν να πολιτεύονται αξιαγάπητα στο Θεό και ενάρετα τόσον πολύ, ώστε να διαλάμπει ο ενάρετος βίος τους, μεταξύ των άλλων ανθρώπων, όπως ακριβώς (φροντίζουν να) μπαίνει μικρή (ταινία από) πορφύρα, επάνω στα άσπρα μέρη των ενδυμάτων για στολισμό, για να λάμπουν ξέχωρα και ν' αναγνωρίζονται, γιατί έτσι επιμελούνται ασφαλέστερα τις αρετές της ψυχής.


39. Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Οι φρόνιμοι άνθρωποι πρέπει να εξετάζουν καλά τη δύναμη και τον καταρτισμό της ψυχικής αρετής που υπάρχει μέσα τους και έτσι να προετοιμάζονται για ν' αντιστέκονται στα πάθη που απανταίνουν, ανάλογα με την (ηθική και πνευματική) δύναμη που υπάρχει στον εαυτό τους, δωρισμένη σ' αυτούς εκ φύσεως από τον Θεόν.
Η δύναμις που αντιστέκεται προς μεν το κάλλος και προς κάθε επιθυμία ψυχοβλαβή είναι η εγκράτεια προς τους κόπους και τη φτώχεια, η καρτερία και προς την κοροϊδία και το θυμό, η ανεξικακία και τα παρόμοια.


40. ΠΩΣ ΑΠΟΚΤΑΤΑΙ Η ΣΟΦΙΑ
Να γίνει ξαφνικά κανείς αγαθός και σοφός είναι αδιανόητο, αλλά (είναι δυνατόν) με κουραστική μελέτη, συνεργασία και συναναστροφή και με την πείρα, τον καιρό και την άσκηση και την επιθυμία του αγαθού έργου. (Ο καρπός που αποδίδει) ο αγαθός και θεοφιλής άνθρωπος, που αληθινά γνωρίζει τον Θεόν, (είναι ότι) δεν σταματά να κάνη αφθόνως πάντα όσα αρέσουν στον Θεό. Σπάνια όμως ευρίσκονται τέτοιοι άνθρωποι.



41. Ο ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΛΟΪΚΩΝ
Οι απλοϊκότεροι άνθρωποι δεν πρέπει να απελπίζονται και να παραμελούν εντελώς τη θεοφιλή και ενάρετη πολιτεία και να την καταφρονούν, θεωρώντας την ακατόρθωτη και ακατάληπτη γι' αυτούς. Αλλά πρέπει να μελετούν κατά δύναμιν και να δείχνουν επιμέλεια για τον (ψυχικό) εαυτό τους. Διότι, έστω κι αν δεν μπορούν στο έπακρον, ανάλογα με την αρετή τους, ν' αποκτήσουν και τη σωτηρία, όμως, με την μελέτη και την επιθυμία (γι' αυτήν), ή θα γίνουν καλλίτεροι ή δεν θα γίνουν χειρότεροι, πράγμα που δεν είναι και μέτριο όφελος της ψυχής.


42. ΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΟΗΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Ο άνθρωπος, κατά το λογικό μέρος, συνδέεται με την ανείπωτη (την ανέκφραστη) και θεία δύναμη και κατά το σωματικό συγγενεύει προς τα ζώα. Κάτι λίγοι όμως, όσοι είναι τέλειοι άνθρωποι και λογικοί, επιδιώκουν σοβαρά νάχουν και την γνώμη και την (παραπάνω) συγγένεια προς τον Θεό και Σωτήρα. Κι αυτό το δείχνουν με τα έργα και την ενάρετη πολιτεία (τους).


Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι, οι ψυχικά ανόητοι, αφού εγκατέλειψαν εκείνη τη θεϊκή και αθάνατη υιοθεσία, ρέπουν πια προς τη νεκρή και κακότυχη και ολιγοχρόνια συγγένεια του σώματος (τη σωματική συγγένεια προς τα ζώα) φρονώντας τα σαρκικά, σαν τα άλογα ζώα, ανάβοντας από τις ηδονές κι έτσι χωρίζουν τους εαυτούς των από το Θεό και σύρουν την ψυχή από τους ουρανούς, κάτω στο βάραθρο, με αιτία τα (κατώτερα) θελήματα της.


43. Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
Ο λογικός άνθρωπος, εφ' όσον θυμάται τη μετουσία και συνάφειά (του) προς το θείον, δεν θα αγαπήσει ποτέ κανένα γήινο ή ταπεινό, αλλά έχει το νου στραμμένο στα ουράνια και αιώνια.


Γνωρίζει ακόμη, ότι η θέληση του Θεού είναι το να σωθεί ο άνθρωπος, γιατί αυτή (η θέληση του Θεού) είναι αιτία όλων των καλών και πηγή των αιωνίων αγαθών στους ανθρώπους.


44. ΟΙ ΚΑΚΕΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ
Όταν βρεις κάποιον να φιλονικεί και να αντιμάχεται την αλήθεια και τα ολοφάνερα (πράγματα), πάψε τη φιλονικία και αποχώρησε, φύγε απ' αυτόν, μιας και απολιθώθηκε το μυαλό του (δεν νοιώθει).


Διότι όπως τα καλά κρασιά τα αχρηστεύει το χαλασμένο νερό, κατά τον ίδιο τρόπο και τους ενάρετους, στην πράξη και στη γνώμη, τους διαφθείρουν (τους καταστρέφουν) οι κακές συναναστροφές.


45. Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Αν καταβάλλουμε κάθε επιμέλεια και μηχανευόμαστε τα πάντα, για ν' αποφύγομε τη σωματική απονέκρωση, πόσο μάλλον οφείλαμε να σπουδάζομε, πως ν' αποφύγομε την ψυχική απονέκρωση' διότι σ' όποιον θέλει να σωθεί, δεν υπάρχει κανένα άλλο εμπόδιο, παρά μόνο η αμέλεια και η οκνηρία της ψυχής.


46. ΛΟΓΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Θεωρούνται πως δεν είναι καλά, όσοι δυσκολεύονται να εννοήσουν τα συμφέροντα και τις σωστές κουβέντες. Όσοι πάλιν, μολονότι κατανοούν την αλήθεια, όμως χωρίς εντροπή (την αμφισβητούν και μάλιστα) φιλονικούν, αυτών έχει νεκρωθεί το λογικό, έχει αποθηριωθεί ο τρόπος τους (συμπεριφέρονται σαν θηρία) και δεν γνωρίζουν τον Θεό, ούτε έχει φωτιστή η ψυχή τους.


47. Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ
Τα γένη των ζώων τα έπλασε ο Θεός με το λόγο Του, για τις αλλεπάλληλες ανάγκες, άλλα για τροφή κι' άλλα με σκοπό να υπηρετήσουν (τον άνθρωπο).


Τον άνθρωπο τον δημιούργησε θεατή όλων αυτών και των έργων τους και ευγνώμονα εξηγητή (δηλ. διευθυντή και ερμηνευτή τους).


Ας προσέχουν λοιπόν οι άνθρωποι, μήπως πεθάνουν χωρίς να δουν και χωρίς να εννοήσουν τον Θεόν και τα έργα Του, όπως τα άλογα θηρία.


Πρέπει μάλιστα να γνωρίζει ο άνθρωπος, ότι ο Θεός δύναται τα πάντα. Τίποτε πάλιν δεν του εναντιώνεται, γιατί δύναται τα πάντα, άλλα και, εκ του μη όντος, όλα όσα θέλει τα δημιούργησε και τα κάνει, με το λόγο Του, για σωτηρία των ανθρώπων.


48. ΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΓΕΙΑ
Τα ουράνια είναι αθάνατα, από την αγαθότητα που υπάρχει μέσα τους, ενώ τα επίγεια έγιναν θνητά, διότι υπάρχει μέσα τους η αυθαίρετη κακία, η οποία πιάνει τους ανόητους από την οκνηρία τους και από τη (θεληματική) άγνοια του Θεού (αγνωσία).


49. ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ο θάνατος, όταν νοείται (καλά), είναι για τους ανθρώπους αθανασία, όταν όμως δεν εννοούν (το πνευματικό του νόημα), είναι γι' αυτούς τους ανόητους, θάνατος. Αυτόν τον θάνατο (το σωματικό) δεν πρέπει να τον φοβάται κανείς, άλλα την απώλεια της ψυχής, που συνίσταται σε αγνωσία του Θεού. Αυτό, είναι αληθινά φοβερό για την ψυχή (η αγνωσία του Θεού).


50. Η ΚΑΚΙΑ ΠΑΘΟΣ ΥΛΙΚΟ
Η κακία είναι πάθος υλικό. Συνεπώς, δεν γίνεται να υπάρξει σώμα χωρίς κακία. Η λογική όμως ψυχή, όταν το νόηση αυτό, αποτινάζει το βάρος της ύλης, που είναι η κακία και σαν ανασάνει από τέτοιο βάρος, υψώνει τον νου προς τα άνω, γνωρίζει το Θεό των όλων και προσέχει το σώμα σαν εχθρό και πολέμιο, μη υπακούοντας σ' αυτό. Έτσι στεφανώνεται τελικά από τον Θεό η ψυχή, επειδή νίκησε τα πάθη της κακίας και της ύλης.

51. Η ΚΑΚΙΑ ΥΠΟΔΟΥΛΩΝΕΙ
Η κακία, όταν γνωρισθεί από την ψυχή, μισείται σαν θηρίο βρωμερότατο. Όταν όμως αγνοείται (η φύση της), αγαπάται από εκείνον που την αγνοεί. Τον έχει αιχμάλωτο και τον τραβά σαν δούλο, τον εραστή της. Κι' ο κακότυχος και άθλιος, ούτε βλέπει το συμφέρον του, ούτε νοιώθει, άλλα νομίζει ότι στολίζεται από την κακία και αγάλλεται.


52. Η ΚΑΘΑΡΗ ΨΥΧΗ - Η ΚΑΚΗ ΨΥΧΗ
Η καθαρή ψυχή, επειδή είναι αγαθή, φωτίζεται και λαμπρύνεται από το Θεό και τότε ο νους νοεί αγαθά και γεννάει λόγια θεοφιλή.


Όταν όμως η ψυχή, από κακία κυλιστεί στο βόρβορο, επειδή ο Θεός την αποστρέφεται, μάλλον επειδή η ψυχή χωρίζει τον εαυτό της από το Θεό, τότε, οι πονηροί δαίμονες, αφού σφηνωθούν απανωτοί στο λογισμό, ψιθυρίζουν στην ψυχή τις ανόσιες (μιαρές) πράξεις, μοιχείες, φόνους, αρπαγές, ιεροσυλίες και τα παρόμοια, όσα είναι έργα δαιμόνων.


53. Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - Η ΑΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Όσοι γνωρίζουν τον Θεόν γεμίζουν από αγαθές σκέψεις για όλα τα προβλήματα και επιθυμώντας τα ουράνια, καταφρονούν τα βιοτικά.


Αυτοί, ούτε σε πολλούς αρέσουν, ούτε αυτοί αρέσκονται σε πολλούς. Γι' αυτό όχι μόνον μισούνται, αλλά και κατακοροϊδεύονται από τους πολλούς ανόητους.


Ανέχονται όλα τα παθήματα της φτώχειας, επειδή γνωρίζουν, ότι όσα φαίνονται στους πολλούς κακά, είναι γι' αυτούς αγαθά. (Κι' αυτό) γιατί, όποιος αντιλαμβάνεται τα ουράνια, πιστεύει στο Θεό, επειδή γνωρίζει ότι όλα είναι δημιουργήματα της θελήσεώς Του.


Εκείνος όμως που δεν νοιώθει (τα ουράνια ζητήματα), δεν πιστεύει ποτέ, ότι ο κόσμος είναι έργον του Θεού και ότι έγινε για τη σωτηρία του ανθρώπου. (Δεν αντιλαμβάνονται ότι η πνευματική αντιμετώπιση της φτώχειας, π.χ., αλλά και κάθε δυσχέρειας, συντελεί στην σωτηρία μας).


54. Ο ΘΕΟΣ ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΦΑΝΗΣ
Όσοι είναι γεμάτοι από την κακία και μεθάνε από την αγνωσία, δεν γνωρίζουν τον Θεόν, ούτε επαγρυπνούν ψυχικά. Ο Θεός όμως είναι νοητός και δεν είναι μεν ορατός, όμως είναι καταφάνερος μέσα στα ορατά, σαν τη ψυχή μέσα στο σώμα. Κι αν το σώμα είναι αδύνατον να υπάρχει χωρίς ψυχή, έτσι και όλα, όσα βλέπουμε και υπάρχουν, είναι αδύνατον να υπάρξουν χωρίς Θεόν.


55. ΓΙΑΤΙ ΕΓΙΝΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
- Γιατί έγινε ο άνθρωπος;


- (Έγινε) για να κατανοεί τα ποιήματα του Θεού, κι έτσι να Τον ιδεί και να Τον δοξάσει, γιατί τα έκτισε για τον άνθρωπο.


Ο δε νους (η φρόνηση) που είναι λίαν αγαπητός στο Θεό, είναι αόρατο αγαθόν, που χαρίζεται από το Θεό στους άξιους, δια μέσου χρηστής συμπεριφοράς.

56. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Ελεύθερος είναι εκείνος που δεν είναι δούλος των ηδονών, αλλά κυριαρχεί στο σώμα, με τη φρόνηση και τη σωφροσύνη, και αρκείται, με πολλή ευχαριστία, σ` αυτά που του δίδονται από τον Θεό, έστω κι αν τύχει νάναι πάρα πολύ μέτρια.


Διότι, εάν ο θεοφιλής νους και η ψυχή συμφωνήσουν, ειρηνεύει όλο το σώμα, έστω κι αν δεν θέλει• γιατί όταν η ψυχή το θέλει, κάθε σωματική ανταρσία σβήνεται.


57. Η ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ
Εκείνοι που δεν αγαπούν όσα έχουν για την ύπαρξή τους, αλλά επιθυμούν περισσότερα, σκλαβώνουν τον εαυτό τους στα πάθη, που ταράζουν την ψυχή, και της επιβάλλουν λογισμούς και φαντασίες, ότι αυτά που έχουν είναι κακά.


Και όπως τα ρούχα, που ράβονται πλατειά, εμποδίζουν τους αγωνιστές στο τρέξιμο, έτσι και η όρεξη για την υπέρμετρη περιουσία δεν επιτρέπει στις ψυχές ούτε ν' αγωνίζονται, ούτε να σωθούν.


58. Η ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΩΤΙΚΩΝ
Φυλακή και τιμωρία στον καθέναν είναι το να μένει σε κάτι παρά τη θέλησή του και χωρίς τη συγκατάθεσή του. Να είσαι λοιπόν ευχαριστημένος με όσα έχεις, για να μην αυτοτιμωρηθείς, χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι, ένεκα αχαριστίας.


Ένας είναι ο δρόμος προς αυτό: η καταφρόνηση των βιοτικών.


59. ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΟΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Όπως μας έδωσε ο Θεός την όραση, για να αναγνωρίζομε όσα βλέπομε, ποιο είναι το άσπρο και ποιο το μαύρο χρώμα, έτσι και το λογικό, μας το χάρισε ο Θεός, για να ξεχωρίζομε όσα συμφέρουν στην ψυχή.


Όταν όμως η επιθυμία κρατηθεί ανεξάρτητη από το λογικό, γεννά ηδονή και δεν επιτρέπει στην ψυχή να σωθεί ή να ενωθεί με τον Θεό.


60. ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ
Δεν είναι αμαρτήματα όσα γίνονται κατά φύσιν, αλλά τα πονηρά, που φωλιάζουν στην προαίρεση. Το να τρώγει κανείς, δεν είναι αμαρτία, αλλά το να τρώγει χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς σεμνότητα και χωρίς εγκράτεια. (Διότι το φαγητό) έχει σκοπό να κρατήσει το σώμα στη ζωή, αλλά χωρίς καμία πονηρή επινόηση.


Ούτε το να βλέπει κανείς αγνά είναι αμαρτία, αλλά το να βλέπει φθονερά και υπερήφανα και αχόρταγα (με πονηρό βλέμμα).


Επίσης (αμαρτία είναι) το να μην ακούει κανείς ειρηνικά, αλλά με οργή.


(Αμαρτία είναι) και το να μη χαλιναγωγεί κανείς τη γλώσσα του προς ευχαριστία και προσευχή, αλλά (να την αφήνει αχαλίνωτη) στο να κατηγορεί.


Προσέτι (είναι αμαρτία) και το να μη εργάζονται τα χέρια με σκοπό την ελεημοσύνη, αλλά σε φόνους και αρπαγές.


Έτσι, κάθε μέρος του σώματος αμαρτάνει, όταν, παρά το θέλημα του Θεού, εργάζεται αυτοπροαίρετα τα πονηρά έργα, αντί των αγαθών.


61. ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ
Εάν έχεις αμφιβολία, ότι η κάθε μία πράξη παρακολουθείται αφ' υψηλού από τον Θεό, εξέτασε (τον εαυτό σου) και θα δεις, ότι συ, που είσαι άνθρωπος και χώμα, μπορείς να εξετάζεις και να εννοείς ταυτοχρόνως πολλά και διάφορα θέματα.


Πόσον μάλλον ο Θεός, που τα βλέπει όλα σαν σπυρί σιναπιού. Αυτός που τα πάντα ζωογονεί και τρέφει όπως θέλει;


62. Ο ΦΥΛΑΞ ΑΓΓΕΛΟΣ
Όταν κλείσεις τις πόρτες του σπιτιού και είσαι μόνος, γνώριζε ότι είναι παρών μαζί σου ο ορισμένος για κάθε άνθρωπον από τον Θεό άγγελος, τον οποίον οι Έλληνες ονομάζουν οικείο δαίμονα (προσωπικό δαιμόνιον).


Αυτός, που είναι ακοίμητος και απαραλόγιστος (δεν μπορεί κανείς να τον εξαπατήσει), στέκεται πάντοτε μαζί σου, τα βλέπει όλα και δεν εμποδίζεται από το σκοτάδι.


Μαζί μ' αυτόν, γνώριζε πως και ο Θεός υπάρχει σε κάθε τόπον. Γιατί δεν υπάρχει τόπος ή ύλη καμία, μέσα στην οποία να μην είναι ο Θεός, εφ' όσον είναι απ' όλους και απ' όλα μεγαλύτερος και όλους τους -περικλείει στο χέρι Του.


63. ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙΤΕ ΑΣΙΓΗΤΑ ΤΟΝ ΘΕΟ
Εάν οι στρατιώτες μένουν πιστοί στον Καίσαρα, επειδή απ' αυτόν χορηγούνται οι τροφές, πόσον μάλλον εμείς οφείλομε να επιδιώκομε να ευχαριστούμε αδιάκοπα με ασίγητα στόματα και να αρέσομε στο Θεό, που έκτισε τα πάντα για τον άνθρωπο;


64. ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και η χρηστή πολιτεία είναι ανθρώπου καρπός, αρεστός στο Θεό.


Οι καρποί της γης δεν ωριμάζουν σε μια ώρα, άλλα με τον καιρό, με βροχές και επιμέλεια. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι καρποί των ανθρώπων λαμπρύνονται με ασκητική ζωή και μελέτη, με το χρόνο και την καρτερία, με εγκράτεια και υπομονή.


Εάν μ' αυτά φανείς κάποτε ευλαβής σε μερικούς (ευσεβής και θεοφοβούμενος), μην πιστεύεις στον εαυτό σου, εφ' όσον είσαι ακόμα στο σώμα και μη θεωρείς ότι τίποτε δικό σου είναι αρεστό στο Θεό, γιατί πρέπει να γνωρίζεις, ότι δεν είναι εύκολο στον άνθρωπο να φυλάξει μέχρι τέλους το αναμάρτητον.


65. Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Τίποτε στον άνθρωπο δεν είναι πολυτιμότερο από το λόγο (το λογικό). Τόσο δυνατός είναι ο λόγος, ώστε με το λόγο και την ευχαριστία λατρεύουμε τον Θεό.


Εάν μεταχειριζώμεθα άχρηστα ή δυσφημιστικά λόγια, καταδικάζουμε την ψυχή μας. Συνεπώς, το να μεταχειρίζεται κανείς αυθαιρέτως λόγια ή έργα πονηρά και ν' αποδίδει σ' άλλους ή στη φύση του την αιτία για όσα αμαρτάνει, αυτό είναι έργον αναίσθητου άνθρωπου (που δεν αισθάνεται ότι καταδικάζεται, παρ' όλον ότι έχει το λογικό).


66. ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΨΥΧΙΚΩΝ ΠΑΘΩΝ
Αν φροντίζομε να θεραπεύομε τα πάθη του σώματος, γιατί αλλιώς θα γίνομε καταγέλαστοι στους γνωστούς μας, πολύ περισσότερο είναι ανάγκη να τρέχομε να θεραπεύομε τα πάθη της ψυχής, γιατί μέλλομε να κριθούμε κατά πρόσωπον Θεού, για να μη βρεθούμε (εκεί) τιποτένιοι ή καταγέλαστοι.


Έχομε το αυτεξούσιο και συνεπώς, όταν επιθυμούμε τις πονηρές πράξεις, μπορούμε να μην τις επιδιώξουμε, αρκεί να το θελήσομε. Το μπορούμε και στην εξουσία μας είναι να ζήσομε όπως αρέσει στο Θεό και κανείς δεν μπορεί να μας αναγκάσει ποτέ, να πράξομε άθελά μας κάτι το πονηρό. Γιατί, έτσι αγωνιζόμενοι, θα γίνομαι άξιοι του Θεού άνθρωποι και θα ζούμε σαν άγγελοι στον ουρανό.


67. ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗ
Εάν το θέλεις γίνεσαι δούλος των παθών, εάν το θέλεις μένεις ελεύθερος και δεν θα υποκύψεις στα πάθη, διότι ο Θεός σε έπλασε αυτεξούσιο.


Όποιος (με καλή χρήση του αυτεξουσίου) νικά τα πάθη της σαρκός, στεφανώνεται με την αφθαρσία.


Εάν βέβαια δεν ήταν τα πάθη, δεν θα ήσαν και οι αρετές, ούτε και στέφανοι, που δωρίζονται από το Θεό στους ανθρώπους που είναι άξιοι (στεφάνου).


68. Η ΨΥΧΙΚΗ ΤΥΦΛΩΣΗ
Όσοι δεν βλέπουν (ότι αυτό είναι) το (αληθινό) συμφέρον τους, αν και γνωρίζουν το αγαθό, είναι ψυχικά τυφλοί και έχει γίνει τελείως αναίσθητη μέσα τους η διάκριση (μεταξύ καλού και κακού).


Ώστε δεν πρέπει να προσέχομε τη νοοτροπία τους κι αυτό για να μην περιπέσομε κατ' ανάγκην κι εμείς, απρονόητα, στα ίδια, σαν τυφλοί (για να μη στραβωθούμε ψυχικά).


69. Η ΟΡΓΗ ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΦΑΛΛΟΥΝ
Δεν πρέπει να οργιζώμεθα με αυτούς που αμαρτάνουν, έστω κι αν όσα πράττουν είναι εγκλήματα άξια τιμωρίας. Αλλά οφείλομε τους φταίχτες, για λόγους δικαιοσύνης κυρίως, να τους κάνομε να μετανοήσουν και να τιμωρηθούν εάν πρέπει, είτε βάζοντας μονάχοι τους την τιμωρία είτε μέσω άλλων. Όμως να οργιζώμεθα ή να θυμώνουμε δεν είναι ανάγκη. Διότι η οργή οδηγεί σε πράξεις τιμωρίας από πάθος μόνον και όχι με (ορθή) κρίσιν και κατά το δίκαιο.


Αλλά ούτε κι' αυτούς που ελεούν παρά το πρέπον πρέπει να τους παραδεχώμεθα.


Γι` αυτό, τούτο το καλό και για το δίκαιον, πρέπει να τιμωρούνται οι πονηροί και όχι από το έμφυτο μέσα μας πάθος της οργής.


70. Η ΨΥΧΗ ΜΟΝΗ ΕΙΝΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ
Μόνα τα αποκτήματα της ψυχής είναι ασφαλή και απαραβίαστα. Και είναι αυτά, η ενάρετη και αρεστή στο Θεό διαγωγή, καθώς και η γνώση και η πράξη των αγαθών έργων.


Διότι ο πλούτος είναι τυφλός οδηγός και σύμβουλος ανόητος και καταστρέφει την «αναίσθητον» ψυχήν, σ' αυτόν που κάνει κακή και μαλθακή χρήση του πλούτου.



71. Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΘΑΡΤΟΣ
Πρέπει οι άνθρωποι ή να μην αποκτούν τίποτα περισσό ή εφ' όσον έχουν πρέπει να γνωρίζουν με πάσαν βεβαιότητα ότι όλα τα βιοτικά είναι εκ φύσεως φθαρτά και χάνονται εύκολα ή είναι για πέταμα και σπάζουν. Συνεπώς οφείλουν οι άνθρωποι (που τάχουν περισσά) να μην αδιαφορούν προς τα γεγονότα αυτά (προς την πραγματικότητα αυτήν).


72. ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΤΟΥΣ ΣΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΝΟΥΣ
Γνωρίζετε ότι οι σωματικοί πόνοι είναι φυσική ιδιότητα του σώματος, που είναι φθαρτό και υλικό.


Πρέπει λοιπόν, η καταρτισμένη ψυχή να προβάλλει στα σωματικά πάθη ευχαρίστως καρτερία και υπομονή και να μην κατηγορεί το Θεό, ότι έκαμε το σώμα (να πονά).

73. ΑΘΛΗΣΗ ΠΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ
Αυτοί που αγωνίζονται στους Ολυμπιακούς αγώνας, δεν στεφανώνονται επειδή νίκησαν τον έναν ή τον άλλον ή και έναν τρίτον, αλλ' όταν νικήσουν όλους όσοι αγωνισθούν μαζί τους.


Έτσι λοιπόν και καθένας που θέλει να στεφανωθεί από τον Θεό, πρέπει να γυμνάζει την ψυχή του στο να γίνει σώφρων (συνετός και φρόνιμος) πνευματικός αθλητής. Όχι μόνον σχετικά με τα σωματικά, αλλά και για τα οικονομικά κέρδη, όπως τις αρπαγές και το φθόνο, τις τροφές, τις κενοδοξίες, τις ύβρεις και τα φονικά και όσα άλλα τέτοια (πάθη) υπάρχουν.


74. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Να μην επιδιώξομε τη χρηστή και θεοφιλή πολιτεία για τον ανθρώπινο έπαινο, αλλά για την σωτηρία της ψυχής να προτιμήσομε την ενάρετη ζωή. Διότι ο θάνατος κάθε μέρα είναι μπροστά στα μάτια μας και τον βλέπουμε. Τα ανθρώπινα άλλωστε είναι άδηλα.


75. Η ΠΡΩΤΗ ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΘΟΣ
Στην εξουσία μας είναι να ζήσομε με σωφροσύνη (δηλαδή με σύνεση και με καθαρόν το νου). Το να πλουτίσομε δεν είναι στην εξουσία μας.


Τι από τα δύο λοιπόν να κάνομε; Πρέπει να καταδικάσομε την ψυχή μας από μια ολιγοχρόνια φαντασία πλούτου, την οποία δεν έχομε εξουσία να την αποκτήσομε;


(Ασφαλώς όχι). Αλλά (τότε, επιτρέπεται έστω) να επιθυμούμε (απλώς) τον πλούτο;


- Ω! Πόσον ανόητα τρέχομε (τρέχει το μυαλό μας), γιατί αγνοούμε ότι μπροστά από κάθε αρετή προηγείται η ταπεινοφροσύνη, όπως και σε όλα τα πάθη προηγείται η γαστριμαργία (λαιμαργία, αχορτασιά) και η επιθυμία των βιοτικών (σαρκικών ή υλικών ή κοσμικών πραγμάτων).


76. ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΟΠΟΙ ΟΠΛΑ ΑΡΕΤΗΣ
Πρέπει να ενθυμούνται αδιάκοπα, οι μυαλωμένοι άνθρωποι, ότι εάν ανεχόμαστε στη ζωή μας μικρούς και ολιγοχρόνιους κόπους, θα απολαύσομε μετά θάνατον μεγίστη ηδονή και αιώνια τροφή (πνευματική απόλαυση), εμείς οι άνθρωποι.


Ώστε αυτός που παλεύει με τα πάθη και θέλει να στεφανωθεί από το Θεό, εάν πέσει (νικηθεί), να μη μικροψυχήση (να μην τα χάση) και μείνει πεσμένος σε απελπισία (για τη σωτηρία του). Αλλά, αφού σηκωθεί, πάλιν να παλέψει και να φροντίσει (να νικήσει για) να στεφανωθεί (βραβευθεί). Μέχρις εσχάτης αναπνοής διαρκώς να σηκώνεται από την πτώση που θα του συμβεί. Διότι οι σωματικοί κόποι είναι όπλα (για επιδίωξη) των αρετών και γίνονται έτσι σωτήριοι της ψυχής.


77. ΝΕΚΡΩΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΒΙΩΤΙΚΑ
Οι βιοτικές περιστάσεις δημιουργούν τους άνδρες και τους αθλητές, τους άξιους να στεφανωθούν από το Θεό. Πρέπει λοιπόν, με τη ζωή τους να νεκρώσουν τα μέλη του σώματος για όλα τα βιοτικά. Διότι ο νεκρός ουδέποτε θα φροντίσει για κάτι βιοτικό.


78. ΑΤΡΟΜΗΤΗ Η ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΗ ΨΥΧΗ
Δεν πρέπει η λογική και αγωνιζόμενη ψυχή να ζαρώνει με το πρώτο και να δειλιάζει μπροστά στα πάθη που τη βρίσκουν, για να μη γίνει καταγέλαστη από δειλία. Διότι όταν η ψυχή ταράζεται από τις ιδιωτικές φαντασίες, (τα χάνει και) ξεφεύγει από την πρέπουσα συμπεριφορά.


Στο δρόμο προς τα αιώνια αγαθά πάνε μπροστά, ως γνωστόν, οι ψυχικές αρετές, ενώ αιτίες των κολάσεων (πνευματικών και δικαίων τιμωριών) είναι οι αυθαίρετες κακίες των ανθρώπων.


79. ΟΙ 5 ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ 4 ΠΑΘΗ ΝΙΚΩΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ
Ο λογικός (πνευματικός) άνθρωπος πολεμείται από τις υπάρχουσες σ' αυτόν λογικές αισθήσεις με τα πάθη της ψυχής.
Και είναι οι αισθήσεις του σώματος πέντε: Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Δια μέσου των πέντε αυτών αισθήσεων, υποκύπτοντας στα τέσσερα δικά της πάθη η άθλια ψυχή αιχμαλωτίζεται απ' αυτά. Τα τέσσαρα πάθη της ψυχής είναι κενοδοξία, χαρά, θυμός και δειλία.


Όταν όμως με φρόνηση και με επιλογισμό (σκέψη -διαλογισμό), στρατηγώντας καλά ο άνθρωπος, κυριαρχήσει και νικήσει τα πάθη, (τότε) δεν πολεμείται πλέον, αλλά ειρηνεύει ψυχικά και στεφανώνεται νικητής από τον Θεό.


80. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ - ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΥ
Απ' αυτούς που μένουν στα πανδοχεία, μερικοί παίρνουν κρεβάτια. Άλλοι όμως, που δεν έχουν κρεβάτι αλλά κοιμούνται χάμω στο έδαφος, παρ' όλον τούτο ροχαλίζουν όπως ακριβώς αυτοί που κοιμούνται στα κρεβάτια. Κι' αφού θα περιμένουν να περάσει το σκοτάδι της νύχτας, αφήνουν τα κρεβάτια του πανδοχείου από τα χαράματα και βγαίνουν όλοι μαζί, βαστάζοντας μόνον τα δικά τους πράγματα.


Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι όσοι έρχονται στη ζωή και όσοι έζησαν μέτρια και όσοι έζησαν με δόξα και πλούτο, φεύγουν από τη ζωή ακριβώς σαν από πανδοχείο, χωρίς να παίρνουν μαζί τους τίποτε από την μαλθακότητα του βίου και τον πλούτο, παρά μόνον τα δικά τους έργα, ή καλά ή κακά, αυτά που έπραξαν στην ζωή τους οι ίδιοι.



81. ΑΣΚΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΜΕ ΠΡΑΟΤΗΤΑ
Όταν κατέχεις ανώτερη εξουσία (είσαι άρχοντας ή διοικητής), να μην απειλήσεις με θάνατο, ποτέ καθέναν τόσο πρόχειρα, ξέροντας ότι εκ φύσεως και συ υπόκεισαι στο θάνατο και ότι η ψυχή σαν τελευταίο χιτώνα ξεντύνεται το σώμα.


Γνωρίζοντας αυτό καλά, εξάσκησε (την εξουσία με) πραότητα και κάνοντας καλό να ευχαριστείς δια παντός τον Θεό. Διότι εκείνος που δεν συμπονά (τους άλλους συνανθρώπους του) δεν έχει αρετή μέσα του.


82. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Να διαφύγει κανείς το θάνατο είναι αδύνατο και αναπόφευκτο.


Γνωρίζοντάς το αυτό οι αληθινά λογικοί άνθρωποι και γυμνασμένοι στις αρετές και στον θεοφιλή λογισμό, δέχονται το θάνατο χωρίς στεναγμούς και φόβο και πένθος, γιατί θυμούνται ότι ο θάνατος είναι απαραίτητος και (συνεπάγεται) την απαλλαγή από όλα τα κακά της ζωής.


83. ΝΑ ΛΥΠΟΥΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΣ

Αυτούς που λησμονούν τη χρηστή και αρεστή στο Θεό πολιτεία και δεν παραδέχονται τα ορθά και θεοφιλή δόγματα, δεν χρειάζεται να τους μισούμε, αλλά μάλλον να τους ελεούμε σαν ανάπηρους ως προς τη διάκριση και τυφλούς ως προς την καρδιά και τη διάνοια. Διότι εφ' όσον δέχθηκαν το κακό για καλό, χάνονται από την άγνοια και δεν γνωρίζουν το Θεό οι τρισάθλιοι και ανόητοι ψυχικά.


84. ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΣΕΒΕΙΑ
Απόφευγε να μιλείς στους πολλούς τα λόγια περί ευσεβείας και καλής ζωής. Δεν το λέγω από φθόνο, αλλά νομίζω ότι θα θεωρηθείς από τους ασυλλόγιστους ως καταγέλαστος. Διότι το όμοιο με το όμοιο χαίρει και τα λόγια αυτά έχουν λίγους ακροατές, ίσως δε και πολύ σπάνιους. Καλλίτερα είναι να μην μιλείς, μήπως (οι λόγοι σου) δεν φέρουν εκείνο (το αποτέλεσμα) που θέλει ο Θεός προς σωτηρία του ανθρώπου.


85. ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑ
Η ψυχή συμπάσχει με το σώμα (όταν πονά), αλλά το σώμα δεν συμπάσχει με την ψυχή. Όπως παραδείγματος χάριν, όταν κόβεται το σώμα, συμπάσχει και η ψυχή και πάλιν, όταν το σώμα είναι εύρωστο και υγιαίνει, τα πάθη της ψυχής ευχαριστούνται μαζί του. Ενώ όταν η ψυχή σκέπτεται, δεν σκέπτεται καθόλου και το σώμα, αλλά μένει αφημένο στον εαυτό του.


Διότι η διανόηση είναι πάθος της ψυχής, όπως ακριβώς και η άγνοια και η υπερηφάνεια και η απιστία και η πλεονεξία και το μίσος και ο φθόνος και η οργή και η ολιγωρία και η κενοδοξία και η τιμή και η διχόνοια και η αίσθησης του αγαθού. Διότι όλα αυτά ενεργούνται δια της ψυχής.


86. ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
Εφ' όσον εννοείς τα περί Θεού, να είσαι ευσεβής, χωρίς φθόνο, αγαθός, σώφρων, πράος, χαριστικός κατά δύναμιν, κοινωνικός, αφιλόνεικος και τα όμοια. Διότι αυτό είναι το απαραβίαστο απόκτημα της ψυχής, να αρέσει στο Θεό με τέτοιες πράξεις και με το να μην κρίνει κανέναν και να λέει για κανέναν, ότι ο δείνα είναι κακός και αμάρτησε. Αλλά καλλίτερο είναι να συζητάμε τα δικά μας κακά, και να ερευνάμε μέσα μας τη δική μας πολιτεία, εάν είναι αρεστή στο Θεό. Διότι, τι μας μέλει εμάς, εάν άλλος είναι πονηρός;


87. ΣΗΜΑΔΙ ΣΩΖΟΜΕΝΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ο αληθινός άνθρωπος επιδιώκει να είναι ευσεβής. Ευσεβής δε είναι εκείνος που δεν επιθυμεί τα ξένα (πράγματα). Ξένα προς τον άνθρωπο είναι όλα τα κτιστά.


Όλα λοιπόν (αυτά) τα καταφρονεί, γιατί αυτός είναι εικόνα του Θεού. Εικόνα του Θεού γίνεται ο άνθρωπος, όταν πολιτεύεται ορθά και ευάρεστα στο Θεό. Άλλωστε κι' αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει, εάν δεν παρατήσει ο άνθρωπος τα βιοτικά. Εκείνος μάλιστα που έχει νουν θεοφιλή γνωρίζει ότι κάθε ψυχική ωφέλεια και κάθε ευλάβεια προέρχεται απ' αυτό (από την ψυχική ανάταση υπεράνω των βιοτικών).


(Επίσης) ο θεοφιλής άνθρωπος, δεν κατηγορεί κανέναν άλλον για όσα αυτός αμαρτάνει κι' αυτό είναι σημάδι ψυχής που θέλει να σωθεί.


88. Ο ΥΛΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Όσοι επιδιώκουν την πρόσκαιρη απόκτηση υλικού πλούτου με βίαια μέσα και αγαπούν με όρεξη τα έργα της κακίας, ενώ αγνοούν τον θάνατο και την απώλεια της ψυχής τους και δεν έχουν στόχο, οι άθλιοι, το (πνευματικό) συμφέρον τους, δεν αναλογίζονται τι πάσχουν από την κακία οι άνθρωποι μετά θάνατον.


89. Ο ΘΕΟΣ ΑΝΑΙΤΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ
Η κακία είναι πάθος της ύλης (υλικό). Ο Θεός δεν είναι αίτιος της κακίας, άλλα τη γνώση και την επιστήμη και την ικανότητα να διακρίνουν το αγαθό και το κακό, καθώς και το αυτεξούσιον, τα έδωσε με το παραπάνω στους ανθρώπους.


Εκείνη που γεννά τα πάθη της κακίας, είναι η αμέλεια και η οκνηρία των ανθρώπων. Γιατί ο Θεός είναι καθ' ολοκληρίαν αναίτιος.


Εξ άλλου οι δαίμονες έγιναν πονηροί με δική τους προαίρεση γνώμης (εκλογή), όπως ακριβώς και οι περισσότεροι των ανθρώπων.

90. ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΟΥΣ
Όποιος συζεί με την ευσέβεια, δεν επιτρέπει στην κακία να εισχωρήσει κρυφά μέσα στην ψυχή, κι' όταν απουσιάζει η κακία δεν υπάρχει ούτε κίνδυνος, ούτε βλάβη στην ψυχή.


Τους ευσεβείς, ούτε ο απαίσιος δαίμων, ούτε το πεπρωμένο τους κυριαρχεί. Διότι ο Θεός τους γλιτώνει από τα κακά και αβλαβείς φυλασσόμενοι ζουν ισόθεοι (ζουν θεϊκή ζωή).


Κι' αν κανείς επαινέσει έναν τέτοιον άνθρωπο, (αυτός δεν δέχεται τον έπαινο και) περιγελάει μέσα του εκείνους που τον επαινούν. Εάν πάλι τον κατηγορήσει κανείς, δεν απολογείται προς τους υβριστές του, ούτε βεβαίως αγανακτεί προς τα λεγόμενα εναντίον του.



91. ΠΩΣ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΟΜΕ ΤΟ ΚΑΚΟ
Το κακό παρακολουθεί τη φύση, όπως το δηλητήριο το χάλκωμα και η λέρα (η βρωμιά) το σώμα. Αλλά ούτε το δηλητήριο (τη σκουριά) το έκαμε ο χαλκωματάς, ούτε τη λέρα οι γονείς (που το γέννησαν). Έτσι ούτε ο Θεός έκαμε την κακία, αλλ' έχει δώσει και γνώση και διάκριση στον άνθρωπο, για ν' αποφεύγει το κακόν, ξέροντας ότι βλάπτεται απ' αυτό και τιμωρείται.


Πρόσεχε λοιπόν καλά, μήπως, βλέποντας κανέναν ν' απολαμβάνει εξουσία και πλούτο, τον καλοτυχίσεις, γιατί σου φάνταξε τα μυαλά ο δαίμονας. Αλλά να φέρνεις αμέσως το θάνατο μπρος στα μάτια σου και να μην επιθυμείς ποτέ κανένα κακό ή βιοτικό.


92. ΖΩΗ - ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ο Θεός μας, την αθανασία τη χάρισε στα ουράνια (πνευματικά). Τα επίγεια τα έκαμε ευμετάβλητα. Στο σύμπαν δώρισε ζωή και κίνηση. Όλα αυτά για τον άνθρωπο.


Ας μη σε συναρπάζει λοιπόν η βιοτική φαντασία του δαίμονος, που υποβάλλει τις πονηρές ενθυμήσεις στην ψυχή, άλλα να θυμάσαι αμέσως τα ουράνια αγαθά και να λες στον εαυτό σου: Εάν θέλω, από μένα εξαρτάται να νικήσω και σ' αυτόν τον αγώνα του πάθους. Δεν θα νικήσω όμως εάν θέλω να ικανοποιήσω τη δική μου όρεξη.


Αυτόν λοιπόν τον αγώνα κάνε, ο οποίος μπορεί να σώζει την ψυχή σου.


93. ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ζωή είναι η ένωση και συνάφεια του νου και της ψυχής και του σώματος. Ο θάνατος πάλιν είναι, όχι απώλεια (χάσιμο - εξαφάνιση) αυτών (των τριών) που ενώθηκαν, αλλά η διάλυση της ενώσεως αυτών.


94. ΕΡΓΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥΣ ΝΟΥ
Ο νους (η φρόνηση) δεν είναι ψυχή, αλλά δώρο Θεού, που σώζει την ψυχή. Και προτρέχει και συμβουλεύει την ψυχή ο νους αυτός, που είναι αρεστός στον Θεό:


Να καταφρονήσει τα πρόσκαιρα και υλικά και φθαρτά,


Να ερωτευθεί τα αιώνια και άφθαρτα και άϋλα αγαθά, και


Να περιπατεί σωματικά ως άνθρωπος, κατανοώντας και θεωρώντας νοερά όλα τα ουράνια και τα αφορώντα τον Θεό (ζητήματα).


Έτσι ο θεοφιλής νους γίνεται ευεργέτης και σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής.


95. ΛΥΠΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Όταν η ψυχή αφομοιωθεί και υποταχθεί στο σώμα, ευθύς σκοτίζεται από τη λύπη και την ηδονή και χάνεται, διότι και η λύπη και η ηδονή είναι ακριβώς σαν χυμοί του σώματος.


Αλλά ο θεοφιλής νους, πράττοντας τα αντίθετα, λυπεί το σώμα και σώζει την ψυχή, σαν γιατρός που κόβει ή καίει τα σώματα.


96. ΨΥΧΗ ΧΩΡΙΣ ΧΑΛΙΝΑΡΙ
Όσες ψυχές δεν τιμονεύονται από το λογικό και δεν κυβερνώνται από το νου, για να καταπνίγουν και να κυριαρχούν και να κυβερνούν τα πάθη (συναισθήματα), δηλαδή τη λύπη και την ηδονή, αυτές οι ψυχές χάνονται όπως τα αλόγα ζώα, διότι παρασύρεται το λογικό από τα πάθη, όπως ο αμαξηλάτης που νικήθηκε από τα άλογά του.


97. Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Μεγίστη αρρώστια της ψυχής και καταστροφή και χαμός, είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό, ο οποίος τα πάντα έφτιασε για τον άνθρωπο και του δώρισε το νου και το λογικό, με τα οποία πετώντας προς τα άνω, ενώνεται με το Θεό, καταλαβαίνοντας και δοξάζοντας τον Θεό.

98. Ο ΘΕΟΣ ΔΟΞΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΟΣΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟ
Η ψυχή είναι στο σώμα, στην ψυχή είναι ο νους και στο νου είναι ο λόγος.


(Όταν) με αυτά γίνεται αντιληπτός και δοξάζεται ο Θεός, αθανατίζει την ψυχή, δωρίζοντας της αφθαρσία και αιώνια πνευματική απόλαυση, γιατί ο Θεός χάρισε σ' όλα τα ποιήματα, την ύπαρξη από μόνη την αγαθότητά (Του).

99. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕΣΟΝ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Ο Θεός που έκαμε τον άνθρωπο να εξουσιάζει ο ίδιος τις σκέψεις και αποφάσεις του (αυτεξούσιον), επειδή (ο Θεός) δεν φθονεί, αλλά είναι αγαθός (καλός), έδωκε στον άνθρωπο και τη δύναμη, αν θέλει, να γίνει αρεστός στο Θεό.


Αρεστός δε γίνεται ο άνθρωπος στο Θεό, όταν δεν έχει μέσα του κακία.


Και εάν οι άνθρωποι επαινούν τα καλά έργα και τις αρετές μιας ψυχής δικαίας και αγαπητής στο Θεό (θεοφιλούς) και κατηγορούν τα κακά και αισχρά έργα, πολύ περισσότερο ο Θεός (επαινεί και βραβεύει τα καλά και τιμωρεί τα κακά έργα), γιατί θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν.


100. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ
Ο άνθρωπος, ότι καλό και αγαθό έργο έχει και κάνει είναι από τον Θεό, (ο οποίος είναι πηγή του αγαθού), γι' αυτό και έκαμε τον άνθρωπο (να είναι κι' αυτός αγαθός).


Ο άνθρωπος, ότι κακό έργο κάνει, είναι δικό του εύρημα και πηγάζει από την κακία που καλλιέργησε μέσα του και από τις (κακές) επιθυμίες (με τις οποίες) έχασε την αίσθηση του καλού.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Παρ 05 Ιούλ 2013, 12:47 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
101. Η ΑΛΟΓΗ ΨΥΧΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΟΥΛΗ ΣΤΟ ΣΩΜΑ
Η ψυχή, της οποίας το λογικό (η ορθή σκέψης) νικήθηκε και παρεσύρθη (από τις ηδονές), ενώ είναι αθάνατη και (πρέπει να είναι) κυρία του σώματος, γίνεται δούλη στο σώμα της με τις ηδονές, χωρίς να καταλαβαίνει ότι η καλοπέραση και η πολλή φροντίδα του σώματος, βλάπτει (θανάσιμα) την ψυχή. Αναίσθητη τότε (στο καλό) και σαν μωρή (πλέον) φροντίζει (μόνον) για την τροφή του σώματος.


102. Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Θεός είναι αγαθός. Ο άνθρωπος είναι πονηρός. Τίποτε κακό στον ουρανό, τίποτε καλό στη γη. Ο λογικός άνθρωπος όμως διαλέγει το καλλίτερο και (έτσι) γνωρίζει τον Θεό των όλων και τον ευχαριστεί και τον υμνεί, και πριν πεθάνει περιφρονεί το σώμα και το εμποδίζει να πραγματοποιήσει τις πονηρές αισθήσεις, γιατί γνωρίζει την καταστρεπτική τους ενέργεια, δηλαδή πώς θα χαθεί αιώνια.

103. Η ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΗΣΙΑ
Ο Πονηρός άνθρωπος αγαπά την πλεονεξία και καταφρονεί τη δικαιοσύνη, χωρίς ούτε να λογαριάζει το αβέβαιο, το άστατο και το ολιγοχρόνιο της ζωής του, ούτε να ενθυμείται το αδωροδόκητο και αναπόφευκτο του θανάτου. Κι' αν καταντήσει αισχρός και ανόητος γέρος, είναι σαν το σάπιο ξύλο, τελείως άχρηστος για οτιδήποτε.


104. ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΑΙΡΩΝ
Μόνον όταν δοκιμάζουμε λύπη, τότε αισθανόμεθα τις ηδονές και τη χαρά. Όπως, αν δεν διψάσει κανείς, δεν νοιώθει ευχαρίστηση όταν πίνει, ούτε τρώγει με ευχαρίστηση αν δεν πεινάσει, ούτε κοιμάται ευχάριστα αν δεν νυστάξει πολύ, ούτε νοιώθει τη χαρά, αν πρωτύτερα δεν λυπηθεί. Έτσι, ούτε τα αιώνια αγαθά θα απολαύσομε, αν δεν καταφρονήσουμε τα ολιγοχρόνια.


105. Ο ΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
Ο λόγος είναι υπηρέτης του νου. Διότι εκείνο που θέλει ο νους αυτό και εξηγεί ο λόγος.


106. Ο ΝΟΥΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ
Ο νους βλέπει τα πάντα, ακόμη και τα ουράνια πράγματα. Τίποτε δεν τον σκοτίζει, παρά μόνον η αμαρτία. Στον καθαρό νου τίποτε δεν είναι ακατάληπτο, καθώς και στο λόγο τίποτε δεν είναι ανείπωτο.

107. Η ΑΘΑΝΑΣ1Α ΤΟΥ ΝΟΥ
Κατά το σώμα ο άνθρωπος είναι θνητός, αλλά ως προς το νου και το λόγο είναι αθάνατος. Όταν σιωπάς, νοείς και αφού νοήσεις λαλείς (δηλαδή όταν με το νου σκεφθείς ένα πράγμα, τότε μπορείς να το εξωτερικεύσεις με το λόγο). Διότι με τη σιωπή ο νους γεννά το λόγο. Όταν προσφέρεται ευχάριστος λόγος στο Θεό, αποτελεί τούτο σωτηρία του ανθρώπου.


108. ΑΣΥΛΛΟΓΙΣΤΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
Όποιος λαλεί ακαταλόγιστα, δεν έχει νου. Διότι ενώ δεν καταλαβαίνει τίποτα, όμως ομιλεί. Αλλά συ εξέτασε (όχι τι θα πεις άλλα) τι σε συμφέρει να κάνης προς σωτηρία της ψυχής.

109. ΟΙ ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΛΟΓΟΙ, ΔΩΡΟ ΘΕΟΥ
Ο λόγος που έχει νόημα (πνευματικό) και είναι ψυχωφελής είναι δώρο Θεού, καθώς βέβαια και ο λόγος, ο γεμάτος φλυαρίες και που ζητεί τα μέτρα του ουρανού και της γης και του διαστήματος και τα μεγέθη του ηλίου και των άστρων, είναι εύρημα ανθρώπου που ματαιοπονεί. Γιατί ζητεί μάταια και με υπερηφάνεια αυτά που δεν ωφελούν σε τίποτα, σαν να θέλει να κουβαλήσει νερό με το κόσκινο.


Αυτά δεν είναι δυνατόν να τα βρουν οι άνθρωποι.

110. ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΩΝ Ο ΘΕΟΣ
Κανείς (άλλος) δεν βλέπει τον ουρανό, ούτε μπορεί να εννοήσει τα ουράνια πράγματα, παρά μόνον ο άνθρωπος που φροντίζει για ενάρετη ζωή και κατανοεί και δοξάζει τον ποιήσαντα αυτά για σωτηρία και ζωή του ανθρώπου.


Διότι ένας τέτοιος και θεοφιλής άνθρωπος, γνωρίζει ασφαλώς ότι, χωρίς το Θεό, τίποτε δεν υπάρχει. Αλλά πανταχού και σ' όλα (τα ποιήματα) είναι Αυτός ο απεριόριστος Θεός.


111. ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΨΥΧΗΣ
Όπως από την κοιλιά της μητέρας του βγαίνει ο άνθρωπος, έτσι και η ψυχή βγαίνει γυμνή από το σώμα. Άλλη μεν καθαρή και φωτεινή, άλλη με κηλίδες και λεκέδες (σπίλους) από τα πταίσματα και άλλη μαύρη από τα πολλά παραπτώματα.


Γι' αυτό η λογική και θεοφιλής ψυχή, σαν θυμάται και υπολογίζει τα μετά θάνατον κακά, πολιτεύεται (εδώ) ευσεβώς, για να μην καταδικασθεί απ' αυτά και τη ρίξουν (στην κόλαση). Διότι οι άπιστοι και ασεβούν και αμαρτάνουν, με το να καταφρονούν τα μετά θάνατον, οι ψυχικά ανόητοι.


112. ΛΗΘΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Όπως σαν βγεις από τη μητρική κοιλιά δεν θυμάσαι τίποτα από τα υπάρχοντα στην κοιλιά, έτσι κι όταν βγεις από το σώμα δεν θυμάσαι τίποτε από τα σωματικά.


113. Η ΑΦΘΑΡΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΨΥΧΩΝ
Όπως μετά που βγήκες από την κοιλιά (της μάνας σου) έγινες μεγαλύτερος και καλλίτερος στο σώμα, έτσι και σαν βγεις καθαρός και άσπιλος από το σώμα, θα είσαι ανώτερος και άφθαρτος και θα ζεις στους ουρανούς.

114. Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Όπως όταν τελειωθεί μέσα στην κοιλιά το σώμα, είναι ανάγκη να γεννηθεί, έτσι και η ψυχή, όταν εκπληρώσει τους όρους που όρισε ο Θεός, είναι ανάγκη να βγει από το σώμα.


115. ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ-ΚΑΤΑΔ1ΚΗ ΨΥΧΗΣ
Όπως θα χρησιμοποίησεις την ψυχή όταν είσαι μέσα στο σώμα, κατά τον ίδιο τρόπο και αυτή θα χρησιμοποίηση εσένα όταν εξέλθει από το σώμα. Όποιος χρησιμοποίηση το σώμα καλά και απολαυστικά εδώ, αυτός έκανε κακή χρήση του εαυτού του για τα μετά θάνατον. Διότι έτσι καταδίκασε σαν ανόητος την ψυχή του.


116. Η ΑΤΕΛΗΣ ΨΥΧΗ
Όπως το σώμα, όταν βγει ατελές από την κοιλιά δεν μπορεί να ανατραφεί, έτσι και η ψυχή, όταν βγει χωρίς να' χει κατορθώσει να γνωρίσει το Θεό με τη χρηστή πολιτεία, δεν μπορεί να σωθεί ή να ενωθεί με τον Θεό.


117. Η ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Το σώμα, ενωμένο με την ψυχή, βγαίνει από το σκότος της κοιλίας στο φως. Η δε ψυχή, ενωμένη με το σώμα, δένεται μαζί του στο σκοτάδι του σώματος. Γι' αυτό πρέπει κανείς να μισή και να παιδεύει το σώμα, σαν εχθρό και πολέμιο της ψυχής. Διότι το πλήθος των φαγητών και της καλοφαγίας διεγείρει (ξεσηκώνει) τα πάθη της κακίας στους ανθρώπους. Μόνον ή εγκράτεια της κοιλίας ταπεινώνει τα πάθη και σώζει την ψυχή.

118. Ο ΝΟΥΣ ΟΡΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Η όραση του σώματος είναι τα μάτια και η όραση της ψυχής είναι ο νους. Και όπως το σώμα, αν δεν έχει μάτια, είναι τυφλό και δεν βλέπει ούτε τον ήλιο που καταφωτίζει όλη τη γη και τη θάλασσα, ούτε μπορεί να απολαύσει το φως έτσι και υ ψυχή, εάν δεν έχει νουν αγαθόν και χρηστή πολιτεία, είναι τυφλή, και το Θεό, τον ποιητή και ευεργέτη των όλων, δεν Τον κατανοεί, ούτε Τον δοξάζει, ούτε μπορεί να απολαύσει τη δική Του αφθαρσία και τα αιώνια αγαθά.


119. ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Αναισθησία και μωρία της ψυχής είναι η αγνωσία του Θεού, διότι το κακό γεννάται από την αγνωσία, το δε αγαθόν προσγίνεται στους ανθρώπους από τη γνώση του Θεού και σώζει την ψυχή.


Εάν λοιπόν επιδιώκεις πρόθυμα να μην κάνης τα δικά σου θελήματα και διατηρείς ξάστερο το μυαλό σου και γνωρίζεις το Θεό, τότε έχεις το νου σου στις αρετές. Εάν επιδιώκεις να κάνης τα πονηρά θελήματά σου για ηδονή, μεθάς έτσι μέσα σε άγνοια του Θεού και χάνεσαι, όπως τα άλογα ζώα, χωρίς να θυμάσαι τα κακά που θα σου συμβούν μετά θάνατον.


120. ΠΡΟΝΟΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ
Πρόνοια είναι εκείνα που γίνονται από θεία ανάγκη, όπως το να ανατέλλει και να βασιλεύει κάθε μέρα ο ήλιος και να καρποφορεί η γη. Έτσι και νόμος λέγεται ό,τι γίνεται από ανάγκη. Όλα όμως έγιναν για τον άνθρωπο.



121. ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΟΝΗΡΙΑ
Σαν αγαθός που είναι ο Θεός, όσα κάνει, τα κάνει για τον άνθρωπο. Κι' όσα κάνει ο άνθρωπος, για τον εαυτόν του τα κάνει και τα καλά και τα κακά. Για να μη θαυμάζεις όμως την ευτυχία των κακών ανθρώπων, γνώριζε ότι, όπως οι πόλεις τρέφουν τους δήμιους και δεν επαινούν την κάκιστή τους προαίρεση, αλλά τους χρησιμοποιούν για να τιμωρούν τους άξιους τιμωρίας, κατά τον ίδιο τρόπο βέβαια και ο Θεός επιτρέπει στους πονηρούς να καταδυναστεύουν τα βιοτικά, ώστε δια μέσου αυτών να τιμωρούνται οι ασεβείς. Ύστερα όμως και αυτούς, τους παραδίδει στην κρίση, επειδή όχι από υπηρεσία προς το Θεό, αλλά από υποδούλωση στην πονηρή τους προαίρεση, έκαναν τόσα δεινά στους ανθρώπους


122. Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΩΝ
Αυτοί που σέβονται τα είδωλα, αν γνώριζαν κι αν έβλεπαν με την καρδιά τους τι σέβονται, δεν θα επλανώντο οι άθλιοι ποτέ μακριά από την ευσέβεια. Αλλά παρατηρώντας την καλαισθησία, την τάξη και την πρόνοια σ' όσα έγιναν και γίνονται από το Θεό, θα γνώριζαν Αυτόν που τα έφτιασε για τον άνθρωπο.


123. Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΕΧΕΙ ΑΦΘΟΝΑ ΤΗ ΖΩΗ
Ο άνθρωπος, σαν κακός και άδικος που είναι, μπορεί να φονεύει. Ο Θεός όμως δεν παύει ποτέ να χαρίζει ζωή και στους ανάξιους (ακόμη). Διότι επειδή δεν κινείται ποτέ από φθόνο και είναι αγαθός εκ φύσεως, θέλησε να γίνει ο κόσμος και έγινε και γίνεται για τον άνθρωπο και τη σωτηρία του.

124. Η ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Άνθρωπος είναι εκείνος που κατάλαβε τι είναι το σώμα, ότι δηλαδή είναι φθαρτό και ολιγοχρόνιο. Ένας τέτοιος άνθρωπος εννοεί και την ψυχή, πως είναι θεία και αθάνατη και πνοή Θεού, που συνεδέθη με το σώμα, για να ωριμάσει μέσω δοκιμασιών και ν' αποθεωθεί. Όποιος κατάλαβε την ψυχή, αυτός πολιτεύεται σωστά και όπως αρέσει στο Θεό, χωρίς να υπακούει στο σώμα κι' ακόμη, βλέποντας το Θεό με το μυαλό του, παρατηρεί νοητικά και όλα εκείνα τα αιώνια αγαθά, που χαρίζονται στην ψυχή από το Θεό.


125. ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Επειδή ο Θεός είναι πάντοτε αγαθός και χωρίς φθόνο, έχει δώσει στον άνθρωπο την εξουσία του καλού και του κακού, αφού του δώρισε γνώση, ώστε παρατηρώντας τον κόσμο και τα γινόμενα σ' αυτόν να γνωρίσει Αυτόν που εποίησε τα πάντα για τον άνθρωπο.


Στον ασεβή, επιτρέπεται να θέλει και να μην καταλαβαίνει. Γιατί του επιτρέπεται και να είναι άπιστος και να αστοχεί και να νιώθει τα αντίθετα της αλήθειας.


Τόσο μεγάλη εξουσία έχει ο άνθρωπος και του καλού και του κακού.


126. Ο ΝΟΥΣ ΒΟΗΘΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Είναι προσταγή του Θεού, με την αύξηση του σώματος, να γεμίζει και η ψυχή από νουν, ώστε ο άνθρωπος να εκλέξει από το καλό και το κακό εκείνο που του αρέσει.
Ψυχή η οποία δεν διαλέγει το καλό, δεν έχει νουν. Συνεπώς όλα μεν τα σώματα έχουν ψυχή, δεν λέγεται όμως πως κάθε ψυχή έχει νουν. Διότι ο θεοφιλής νους, δημιουργείται στους σώφρονος και οσίους (τους αγνούς) και δικαίους και καθαρούς και αγαθούς και ελεήμονας και στους ευσεβείς.


Η παρουσία του νου, αποτελεί για τον άνθρωπο βοήθεια στην πορεία του προς τον Θεό.


127. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΥΝΟΜΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ένα μόνον δεν επιτρέπεται στον άνθρωπο, το να είναι αθάνατος. Του επιτρέπεται να ενωθεί με τον Θεό, εάν καταλάβει ότι το μπορεί αυτό. Διότι όταν ο άνθρωπος θέλει και νοεί και πιστεύει και αγαπά, τότε, με χρηστή πολιτεία, γίνεται συνόμιλος του Θεού (ήτοι συναναστρέφεται τον Θεόν).


128. ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΑΟΡΑΤΩΝ
Το μάτι του ανθρώπου βλέπει μόνον αυτά που φαίνονται. Αλλά ο νους κατανοεί και τα αόρατα. Διότι ο θεοφιλής νους, είναι φως της ψυχής. Εκείνος που έχει νουν θεοφιλή, έχει φωτισμένη καρδιά και βλέπει τον Θεόν (νοερά) δια μέσου του ιδίου του νοός του.


129. ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ
Κανείς αγαθός δεν είναι αισχρός, εκείνος που δεν είναι καλός, είναι πάντως κακός και φιλοσώματος (φιλοτομαριστής).


Πρώτη όμως αρετή του ανθρώπου είναι η καταφρόνησης της σαρκός. Διότι ο χωρισμός από τα πρόσκαιρα, τα φθαρτά και τα υλικά, που γίνεται προαιρετικά (με τη θέλησή μας) και όχι από στέρηση (φτώχεια), μας κάνει κληρονόμους των αιωνίων και άφθαρτων αγαθών.

130. ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΘΑ
Όποιος έχει νουν (ο νουνεχής και σώφρων) γνωρίζει τι είναι ο εαυτός του, ότι δηλ. είναι άνθρωπος φθαρτός. Κι' εκείνος που γνωρίζει τον εαυτόν του, όλα τα γνωρίζει, ότι είναι ποιήματα του Θεού και έγιναν για τη σωτηρία του ανθρώπου. Διότι είναι στην εξουσία του ανθρώπου να τα καταλάβει όλα και να πιστέψει σωστά. Γνωρίζει ασφαλώς ο άνθρωπος αυτός ότι όσοι καταφρονούν τα βιοτικά, έχουν μεν ελάχιστον κόπο (τους κοστίζει αυτό βέβαια κάτι), αποκομίζουν όμως απόλαυση και αιώνια ανάπαυση παρά του Θεού μετά θάνατον.


131. ΨΥΧΗ ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΤΙΚΟ
Όπως το σώμα χωρίς την ψυχή είναι νεκρό, έτσι και η ψυχή χωρίς το νοητικό είναι αργή και δεν μπορεί να κληρονομήσει τον Θεό.


132. Ο ΘΕΟΣ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Μόνον τον άνθρωπο ακούει ο Θεός. Μόνον στον άνθρωπο ο Θεός φαίνεται. Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος (φίλος του ανθρώπου), όπου κι' αν είναι και (ταυτόχρονα) Θεός. Μόνος ο άνθρωπος είναι άξιος προσκυνητής του Θεού. Για τον άνθρωπο ο Θεός παίρνει άλλη μορφή (και γίνεται άνθρωπος).


133. ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΟΜΩΣ...
Ο Θεός για τον άνθρωπο εποίησε όλο τον ουρανό, που τον στολίζουν τα άστρα. Για τον άνθρωπο τη γη. Οι άνθρωποι (όμως) την καλλιεργούν για τους εαυτούς των. Όσοι δεν αισθάνονται την τόση πρόνοια του Θεού, είναι ανόητοι στην ψυχή.

134. ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ
Το καλό είναι αφανές, όπως και τα ουράνια (πράγματα). Το κακό είναι φανερό, όπως τα γήινα. Καλό είναι αυτό που δεν έχει σύγκριση (το ασύγκριτο). Ο άνθρωπος που έχει νουν διαλέγει το καλλίτερο. Διότι μόνον στον άνθρωπο είναι νοητός ο (ασύγκριτος) Θεός και τα ποιήματά Του.


135. Ο ΝΟΥΣ ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ο νους (το νοερό - το πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου) φαίνεται στην ψυχή και η φύσις (το υλικό - το φθαρτό στοιχείο) στο σώμα. Ο μεν νους αποτελεί την αποθέωση της ψυχής, ενώ στη φύση του σώματος ενυπάρχει η διάχυσης (η διάλυσης, η φθορά και καταστροφή). Ενώ σε κάθε σώμα υπάρχει φύσις, όχι όμως και σε κάθε ψυχή νους (δηλ. φρόνησης), γι' αυτό και δεν σώζεται κάθε ψυχή.


136. Η ΨΥΧΗ ΓΕΝΝΗΤΗ — Ο ΝΟΥΣ ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ
Η ψυχή είναι στον κόσμο, ως γεννητή, αλλά ο νους είναι υπεράνω του κόσμου, ως αγέννητος. Η ψυχή όμως η οποία κατανοεί τον κόσμο και θέλει να σωθεί, έχει κάθε ώρα ως νόμον απαράβατο και σκέπτεται μέσα της (δύο πράγματα):


ότι τώρα είναι ο αγών και η εξέτασις και δεν επιτρέπει (στον εαυτό της) να κάνη τον κριτή,


Και ότι χάνεται μία ψυχή ή και σώζεται από μικρή και αισχρή ηδονή.


137. ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
Στη γη κτίστηκαν από το Θεό γέννηση και θάνατος. Ενώ στον ουρανό πρόνοια και ανάγκη. Κι' όλα έχουν γίνει για τον άνθρωπο και τη σωτηρία του.


Ο Θεός, μη έχοντας ανάγκη από κανένα αγαθό, για τους ανθρώπους δημιούργησε ουρανό και γη και τα στοιχεία (της φύσεως), διότι φιλοτιμείται να τους δώσει μ' αυτά κάθε απόλαυση.


138. ΘΝΗΤΑ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΑ
Τα θνητά υπόκεινται στα αθάνατα, τα δε αθάνατα υπηρετούν τους θνητούς, υπηρετούν δηλαδή τα στοιχεία της φύσεως, τον άνθρωπο, από τη φιλανθρωπία και την έμφυτη αγαθότητα του Θεού, που τα έκτισε. (Αθάνατο εννοεί εδώ κάθε τι πού διαρκεί επί μακροτάτων χρόνων).


139. ΕΥΣΕΒΗΣ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΒΛΑΠΤΕΙ
Όποιος φτώχυνε και δεν μπορεί να βλάψει, δεν υπολογίζεται στους ευσεβείς (από την πράξη αυτή). Αλλά εκείνος που μπορεί να βλάψει και δεν χρησιμοποιεί τη δύναμή του στο κακό, αλλά λυπάται τους ταπεινότερους (του), από σεβασμό στο Θεό, εκείνος λαβαίνει τις καλές αμοιβές και μετά θάνατον.


140. ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Από τη φιλανθρωπία του Θεού που μας έπλασε, πάρα πολλοί είναι οι δρόμοι για τη σωτηρία, που επιτρέπουν τις ψυχές και τις ανεβάζουν στους ουρανούς. Γιατί οι ψυχές των ανθρώπων απολαμβάνουν κι' εξασφαλίζουν, για μεν την αρετή τις (πρέπουσες) αντιμισθίες και για τα αμαρτήματα τις τιμωρίες.



141. Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ
Ο Υιός είναι μέσα στον Πατέρα και το Πνεύμα μέσα στον Υιό και ο Πατήρ μέσα και στους δύο. Με την πίστη γνωρίζει ο άνθρωπος όλα τα αόρατα και νοούμενα. Και πίστη είναι η θεληματική συγκατάθεσης της ψυχής.


142. ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΗΔΟΝΕΣ ΑΙΤΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Όπως ακριβώς εκείνοι που αναγκάζονται, σε διάφορες περιστάσεις ή ανάγκες, να κολυμπούν στα μεγάλα ποτάμια, αν δεν τα χάσουν, διασώζονται γιατί, κι' αν είναι ορμητικά τα ρεύματα, έστω κι' αν παρ' ολίγον να ρουφηχτούν, αν πιαστούν σ' οτιδήποτε φυτρωμένο στις όχθες, γλιτώνουν. Όσοι όμως βρεθούν μεθυσμένοι, έστω κι' αν χίλιες μύριες φορές τέλεια έμαθαν να κολυμπούν, επειδή νικώνται από το κρασί, το ρεύμα τους παρασύρει κάτω απ' το νερό και διαγράφονται από τους ζωντανούς.


Κατά τον ίδιο τρόπο και η ψυχή, όταν μπλεχθεί στα σύρματα και στους περισπασμούς των ρευμάτων της ζωής, εάν δεν έλθει στα συγκαλά της, αφού ξεζαλιστεί από την κακία της ύλης και δεν εννοήσει ότι μολονότι είναι θεία και αθάνατη, όμως συνεδέθη, για να δοκιμαστεί, με την ολιγόχρονη, πολύπαθη και θνητή ύλη του σώματος, μέλλει να παρασύρεται από τις σωματικές ηδονές στην καταστροφή, καταφρονώντας τον εαυτό της και μεθυσμένη από την αγνωσία (του Θεού) μιας και δεν θ' αντιλαμβάνεται την κατάστασή της, ούτε θα βοηθάει τον εαυτό της, αφανίζεται και βρίσκεται έξω από τους σωζόμενους. Διότι πολλάκις το σώμα μας συμπαρασύρει σαν ποτάμι προς απρεπείς ηδονές.


143. ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΑ ΠΑΘΗ
Η λογική ψυχή, μένοντας αμετακίνητη στην καλή προαίρεση (διάθεση), χαλιναγωγεί σαν τ' αλόγα το θυμικό και το επιθυμητικό και νικώντας τα ακαταλόγιστα πάθη της, τα περισφίγγει και καταβάλλοντος τα στεφανώνεται και αξιώνεται να έχει κατοικία στους ουρανούς.


Αυτό είναι έπαθλο νίκης και των κόπων, που λαμβάνει από τον Θεό που την έκτισε.


144. Η ΠΙΣΤΗ ΨΥΧΗ ΔΕΝ ΘΟΡΥΒΕΙΤΑΙ
Η αληθινά λογική ψυχή, βλέποντας τις ευτυχίες των πονηρών και την ευημερία των αναξίων δεν θορυβείται, σαν φαντάζεται τις απολαύσεις τους στη ζωή αυτή, όπως οι ασυλλόγιστοι άνθρωποι.


Διότι γνωρίζει πολύ καλά και της τύχης το άστατο και του βίου το άδηλο και της ζωής το ολιγοχρόνιο και της δικαιοσύνης του Θεού το αδωροδόκητο και πιστεύει η ψυχή αυτή ότι, ακόμη και για την αναγκαία τροφή της ο Θεός δεν παραμελεί.


145. Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Η ζωή του σώματος και η απόλαυσης του βίου τούτου, μέσα σε πολύν πλούτο και σε εξουσία, καταντούν θάνατος της ψυχής. Ενώ ο κόπος και η υπομονή και η μετ' ευχαριστίας στέρηση και ο θάνατος (νέκρωση) του σώματος, είναι ζωή και αιώνια τροφή (απόλαυση) της ψυχής.


146. Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ
Η λογική ψυχή, καταφρονώντας την υλική κτίση και την ολιγόχρονη ζωή, εκλέγει και προτιμά την ουράνια απόλαυση και την αιώνια ζωή, που την παίρνει από το Θεό με τη χρηστή πολιτεία (συμπεριφορά).


147. ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟ ΚΑΚΗ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ
Όσοι φορούν ρούχα βουτηγμένα στη λάσπη, λερώνουν τα ρούχα αυτών που θ' ακουμπήσουν επάνω τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι κακής προαιρέσεως, που ακολουθούν στραβό δρόμο στη ζωή, όταν συναναστρέφονται με τους απλοϊκώτερους και τους μιλούν λόγια άπρεπα, μολύνουν σαν βόρβορος με την ακοή την ψυχή τους.


148. ΑΡΧΗ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Αρχή αμαρτίας είναι η επιθυμία, με την οποία χάνεται η λογική ψυχή. Αλλά αρχή σωτηρίας και βασιλείας των ουρανών, γίνεται στην ψυχή η αγάπη.


149. ΣΑΝ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ Η ΑΜΕΛΗΣ ΨΥΧΗ
Όπως το παραμελημένο χάλκωμα, που δεν το περιποιείται κανείς, σαπίζει πεταμένο και αχρησιμοποίητο από τη σκουριά, γίνεται άχρηστο και σιχαμερό, κατά τον ίδιο τρόπο και η αργή ψυχή, που δεν φροντίζει για τη χρηστή πολιτεία και για την επιστροφή προς τον Θεό, φθείρεται κι' αυτή, όπως ο χαλκός από τη σκουριά και καταντά ποταπή και άχρηστη προς σωτηρία, επειδή χωρίζει τον εαυτό της, με τις πονηρές πράξεις του σκότους, από τη σκέπη και προστασία του Θεού και έτσι σωρεύεται επάνω της η κακία, που μαζεύεται σαν σκουριά επάνω στην ύλη του σώματος, από την (πνευματική) αδιαφορία της.


150. ΑΓΑΘΟΣ, ΑΠΑΘΗΣ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ Ο ΘΕΟΣ
Ο Θεός είναι αγαθός και απαθής και αμετάβλητος. Εάν κανείς θεωρεί εύλογο και αληθινό ότι δεν μεταβάλλεται ο Θεός, αλλά απορεί:


Πως χαίρει με τους αγαθούς και αποστρέφεται τους κακούς, οργίζεται με όσους αμαρτάνουν και γίνεται ίλεως όταν λατρεύεται;


Είναι πρέπον να ειπούμε, ότι ο Θεός ούτε χαίρει ούτε οργίζεται, διότι το να χαίρει κανείς και να λυπάται είναι πάθος, ούτε με δώρα κολακεύεται, διότι θα νικιόταν από την ηδονή. Δεν είναι σωστό και δίκαιον, να επηρεάζεται το θείον, ευμενώς ή δυσμενώς, από τα ανθρώπινα πράγματα. Αλλά ο Θεός είναι αγαθός. Μόνον ωφελεί και ουδέποτε βλάπτει. Μένει πάντα ο ίδιος.


Εμείς όμως, μένοντας αγαθοί, επειδή έτσι Του μοιάζουμε, συναπτόμαστε με το Θεό, κι' αν γίνομαι κακοί, χωριζόμαστε από το Θεό, επειδή παύουμε να του μοιάζουμε. Εάν ζούμε την αρετή, προσκολλόμαστε (και αφοσιωνόμαστε) στο Θεό. Εάν γίνομαι κακοί, Τον κάνομε εχθρό μας (ανθρωποπαθώς), αφού δεν θα οργίζεται άδικα, μιας και τα αμαρτήματά μας όχι μόνον δεν αφήνουν το Θεό να λάμπει μέσα μας, αλλά και μας δένουν με τους δαίμονας, που θα μας κολάσουν.


Όταν όμως, με προσευχές και με καλά έργα, βρίσκομαι άφεση των αμαρτιών, δεν υπηρετούμε το Θεό ούτε Τον μεταβάλλομε, αλλά με τα έργα και με την μας προς το θείον γιατρεύαμε τη δική μας την κακία. Και πάλιν απολαμβάναμε την αγαθότητα του Θεού.


Ώστε είναι το ίδιο να ειπούμε πως ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς και ο ήλιος κρύβεται στους στερημένους όραση.


151. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΣΕΒΕΙΑ
Η ευσεβής ψυχή γνωρίζει το Θεό των όλων. Διότι η ευσέβεια δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το να κάνομε το θέλημα του Θεού, πράγμα που είναι γνώση του Θεού και συνίσταται στο να είναι ο άνθρωπος άφθονος (χωρίς φθόνο), φρόνιμος, πράος, χαριστικός κατά δύναμιν, κοινωνικός, αφιλόνεικος και ότι αρεστό στο θέλημα του Θεού.


152. Ο ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ - ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΑΘΩΝ
Η γνώση (του θελήματος) του Θεού και ο φόβος του Θεού είναι θεραπευτικά μέσα των υλικών παθών. Διότι αν κατέχει την ψυχή η αγνωσία του Θεού, θα μείνουν τα πάθη ανίατα και θα σαπίσουν ολότελα την ψυχή. Η ψυχή σαπίζει, σαν από χρόνιο έλκος, από την κακία, για την οποία είναι ανεύθυνος ο Θεός, μιας κι έστειλε στους ανθρώπους επιστήμη και γνώση.


153. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ
Τον άνθρωπο τον γέμισε ο Θεός με επιστήμη και γνώση, φροντίζοντας να ξεκαθαρίσει τα πάθη και την αυθαίρετη κακία και θέλοντας, από την αγαθότητά Του, να μεταθέσει το θνητό στην αθανασία (να κάμει τον άνθρωπο αθάνατο).

154. ΚΑΘΑΡΟΣ ΝΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΘΕΟ
Μόνον ο νους που είναι μέσα σε καθαρή και φιλόθεο ψυχή βλέπει αληθινά τον αγέννητο και αθεώρητο και ανείπωτων Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός για τους καθαρούς στην καρδιά.


155. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ ΨΥΧΗΣ
Στέφανος αφθαρσίας, αρετή και σωτηρία του ανθρώπου, είναι το να υποφέρει ευχαρίστως και με προθυμία τις συμφορές.


Μεγίστη βοήθεια της ψυχής γίνεται η κυριαρχία θύμου, γλώσσης, κοιλίας, ηδονών.


156. Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η συνεκτική δύναμης του κόσμου είναι η πρόνοια του Θεού. Και δεν υπάρχει πουθενά τόπος έρημος από τη θεία Πρόνοια.


Πρόνοια είναι ο αυτοτελής (ο απολύτως τέλειος) λόγος του Θεού, που δίδει τον τύπο (τη μορφή) της ύλης από την οποία προέρχεται ο κόσμος και είναι δημιουργός και τεχνίτης όλων των γινομένων. Γιατί δεν είναι δυνατόν να στολισθεί η ύλη χωρίς τη διακριτική δύναμη του λόγου, ο οποίος είναι εικόνα και νους και σοφία και πρόνοια του Θεού.


157. ΠΩΣ ΚΥΛΑ Η ΨΥΧΗ ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ
Η επιθυμία, που προέρχεται από την ενθύμηση (αναμνήσεις), είναι ρίζα των σκοτεινών παθών.


Η ψυχή καθώς βυθίζεται στην ανάμνηση της επιθυμίας, αγνοεί τον εαυτό της, ότι είναι πνοή Θεού κι έτσι κατρακυλάει προς το αμάρτημα, χωρίς να λογαριάζει η ανόητη, τα μετά θάνατον κακά.


158. ΟΙ ΑΝΙΑΤΕΣ ΨΥΧΙΚΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ
Πιο μεγάλη και ανίατη αρρώστια και απώλεια της ψυχής είναι η αθεΐα και η φιλοδοξία. Διότι (αυτά που είναι) η επιθυμία του κακού, είναι στέρηση του αγαθού. Αγαθόν δε είναι το να κάνη κανείς άφθονα όλα τα καλά, όσα αρέσουν στο Θεό των όλων.


159. Ο ΘΕΟΣ ΜΟΝΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΙΛΕΙ
Μόνος ο άνθρωπος είναι δεκτικός του Θεού (μπορεί να νοήσει τον Θεό). Διότι μόνον μ' αυτό το ζώον ομιλεί ο Θεός, τη νύχτα με τα όνειρα και την ημέρα με το νου. Και με όλα προλέγει και προσημαίνει τα μέλλοντα αγαθά στους άξιούς Του ανθρώπους.


160. ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τίποτε δεν είναι δύσκολο σ' αυτόν που πιστεύει και θέλει να νοήσει τον Θεό. Εάν μάλιστα θέλεις και να Τον δεις, βλέπε την αρμονία και την πρόνοια όλων όσα έγιναν και γίνονται με το λόγο Του. Πάντα δε (έγιναν) για τον άνθρωπο.



161. ΑΓΙΟΣ Ο ΚΑΘΑΡΟΣ ΑΠΟ ΚΑΚΙΑ
Άγιος ονομάζεται ο καθαρός από κακία και αμαρτήματα. Γι' αυτό και μεγαλύτερο κατόρθωμα της ψυχής, που και στο Θεό αρέσει, είναι το να μην υπάρχει κακία στον άνθρωπο.


162. ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Το όνομα καθορίζει ένα πράγμα μεταξύ πολλών. Άρα είναι ανόητο να νομίζει κανείς ότι ο Θεός, ενώ είναι ένας και μόνον, έχει άλλο όνομα. Γιατί το όνομα Θεός αυτό ακριβώς σημαίνει: Τον άναρχο που τα έφτιασε όλα για τον άνθρωπο.


163. ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΟΣ
Εάν η συνείδησή σου σε ελέγχει για πράξεις πονηρές και τις παραδέχεσαι, τότε κόψε τες από την ψυχή σου, προσδοκώντας τις καλές πράξεις. Διότι ο Θεός είναι δίκαιος και φιλάνθρωπος.


164. ΠΟΙΟΣ Ο ΑΧΩΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Γνωρίζει τον Θεό και γνωρίζεται από τον Θεό ο άνθρωπος που επιδιώκει με κάθε τρόπο να είναι αχώριστος από το Θεό. Αχώριστος του Θεού γίνεται ο άνθρωπος που μένει αγαθός παρά πάντα (τα εμπόδια) και κυριαρχεί σ' όλες τις ηδονές, όχι επειδή του χορηγήθηκαν λιγοστές, αλλά από θέληση και εγκράτεια δική του.


165. ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΝΟΗΤΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ευεργέτησε αυτόν που σε αδικεί και θάχεις φίλο το Θεό. Σε κανένα μη διαβάλεις τον εχθρό σου. Εξάσκησε αγάπη, σωφροσύνη, υπομονή, εγκράτεια και τα όμοια. Γιατί αυτή (η εξάσκηση) είναι η γνώση του Θεού και ακολούθηση του Θεού, μέσω ταπεινοφροσύνης και των ομοίων αρετών.


Αυτά δεν είναι έργα των τυχόντων, αλλά ψυχής νοητικής (που εννοεί την πνευματική της φύση).


166. ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΑΓΓΕΛΩΝ - ΑΝΘΡΩΠΩΝ - ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΦΥΤΩΝ
Με αφορμή αυτούς που τολμούν να λέγουν ασεβώς ότι τα φυτά και τα λάχανα έχουν ψυχή, έγραψα το κεφάλαιο αυτό προς χάριν των απλών ανθρώπων, για να έχουν κάποια είδηση (σχετική).


- Τα φυτά έχουν μεν τη φυσική ζωή, αλλά ψυχή δεν έχουν.
- Ο άνθρωπος λέγεται λογικό ζώον, διότι έχει νουν (νόηση - σκέψη), (ο οποίος νους) καταλαβαίνει και μαθαίνει τέχνες και επιστήμες.
- Τα άλλα όμως ζώα της γης και του αέρος έχουν φωνή, γιατί έχουν πνεύμα (πνοή) και ψυχή (αισθητικό βίον).
- Και όλα μεν όσα μεγαλώνουν και μικραίνουν (γηράσκουν) είναι μεν ζώα (ζώντα όντα), γιατί ζουν και αυξάνονται, αλλά δεν έχουν όλα ψυχή.
- Εις τα ζώα (γενικώς τα ζώντα όντα), διακρίναμε τέσσαρα διάφορα (είδη) διότι:
- Όλα τα άλλα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς ζωή (αφανίζονται μετά θάνατον). Κάθε όμως ψυχή, μολονότι ανθρώπινη, είναι αεικίνητη από έναν τόπο σ' άλλον τόπο.


167. ΟΙ ΦΑΝΤΑΣ1ΕΣ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ
Όταν σου έλθουν φαντασίες κάποιας ηδονής, φυλάξου, μήπως αμέσως συναρπαγής απ' αυτήν. Και αφού κυριαρχήσεις λίγο τη φαντασία, θυμήσου το θάνατο και σκέψου πως είναι ανώτερη ηδονή, να έχεις συνειδητή επίγνωση πως νίκησες αυτή την πλάνη της ηδονής.


168. ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΚΑΚΙΑ
Όπως στην κάθε γέννηση συνυπάρχει και το πάθος, διότι κάθε τι που γεννιέται στη ζωή αυτό και φθείρεται, έτσι και στο πάθος ενυπάρχει η κακία.


Μη λοιπόν πεις, ότι ο Θεός δεν μπορούσε να κόψη την κακία. Διότι αυτοί που τα λέγουν αυτά, τα λένε από αναισθησία και από μωρία.


Δεν υπήρχε πραγματικά ανάγκη να κόψη ο Θεός την ύλη, διότι αυτά είναι πάθη της ύλης (υλικά).


Ο Θεός όμως ξέκοψε την κακία από τους ανθρώπους για το συμφέρον τους και τους δώρισε νουν και επιστήμη και γνώση και διάκριση του καλού, ώστε, γνωρίζοντας την κακία και ότι βλαπτόμαστε απ' αυτήν, να την αποφεύγομε. Αλλά ο ανόητος άνθρωπος ακολουθεί την κακία και σεμνοπερηφανεύεται γι' αυτήν και μάχεται, σαν περιπλεγμένος σε δίχτυα, κυριευμένος εσωτερικά απ' αυτήν, χωρίς να μπορέσει ποτέ να ανυψωθεί διανοητικά, για να ιδεί και να γνωρίσει τον Θεό, ο οποίος όλα τα έκαμε προς σωτηρία και αποθέωση του ανθρώπου.


169. ΠΟΥ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ
Τα θνητά (οι κακοί άνθρωποι) φθονούν τους εαυτούς τους γι` αυτό προγνωρίζουν αυτόν τον θάνατο. (Διότι) κάθε τι το αθάνατο είναι αγαθό και γι' αυτό το προσλαμβάνει η όσια (αγνή) ψυχή. Ενώ κάθε θνητό είναι κακό και γι' αυτό συνταιριάζει με την ανόητη και άθλια ψυχή.


170. ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΣΟΥ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ
Όταν πηγαίνεις ευχαριστημένος να πέσεις στο κρεβάτι σου, αφού αναλογιστείς μέσα σου τις ευεργεσίες και την τόσο μεγάλη πρόνοια του Θεού, γεμίζεις από αγαθές έννοιες και χαίρεσαι περισσότερο.


Τότε ο ύπνος του σώματος γίνεται για σένα ξύπνημα της ψυχής και το κλείσιμο των ματιών σου γίνεται αληθινή δράση του Θεού και η σιωπή σου, κυοφορώντας μέσα σου το αγαθόν, αναπέμπει συνειδητά, από το βάθος της ψυχής και μ' όλη της τη δύναμη, δόξα προς το Θεό των όλων.


Διότι, όταν απουσιάζει η κακία από τον άνθρωπο, τότε, παραπάνω από κάθε πολυτελή θυσία, η ευχαριστία και μόνη αρέσει στο Θεό. Σ' Αυτόν πρέπει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.



AMHN

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Σάβ 07 Σεπ 2013, 22:49 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

Ἡ καθαρὴ ψυχή, ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθή, φωτίζεται καὶ λαμπρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ τότε ὁ νοῦς νοεῖ ἀγαθὰ καὶ γεννάει λόγια θεοφιλῆ.

Ὅταν ὅμως ἡ ψυχή, ἀπὸ κακία, κυλισθῆ στὸ βόρβορο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὴν ἀποστρέφεται, μᾶλλον ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ χωρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὸν Θεό, τότε, οἱ πονηροὶ δαίμονες, ἀφοῦ σφηνωθοῦν ἀπανωτοὶ στὸ λογισμό, ψιθυρίζουν στὴν ψυχὴ τὶς ἀνόσιες (μιαρές) πράξεις, μοιχεῖες, φόνους, ἁρπαγές, ἱεροσυλίες καὶ τὰ παρόμοια, ὅσα εἶναι ἔργα δαιμόνων.

Ἡ ἐξάσκησις τοῦ ἐναρέτου βίου καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς δημιουργοῦν τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ἀγαπητοὺς εἰς τὸν Θεὸν ἀνθρώπους. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ τὸν Θεό, τὸν βρίσκει, νικώντας τὴν ἐπιθυμία σ’ ὅλα τὰ ζητήματα καὶ μὴ ξεκολλώντας ἀπὸ τὴν προσευχή. Μόνον αὐτὸς δὲν φοβᾶται τοὺς δαίμονας.

Ἡ λογικὴ ψυχή, καταφρονώντας τὴν ὑλικὴ κτῆσι καὶ τὴν ὀλιγόχρονη ζωή, ἐκλέγει καὶ προτιμᾶ τὴν οὐράνια ἀπόλαυσι καὶ τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ τὴν παίρνει ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴ χρηστὴ πολιτεία (συμπεριφορά).

Ἅγιος ὀνομάζεται ὁ καθαρὸς ἀπὸ κακία καὶ ἁμαρτήματα. Γι’ αὐτὸ καὶ μεγαλύτερο κατόρθωμα τῆς ψυχῆς, ποὺ καὶ στὸν Θεὸ ἀρέσει, εἶναι τὸ νὰ μὴν ὑπάρχει κακία στὸν ἄνθρωπο.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Τετ 25 Σεπ 2013, 15:11 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
Τὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα
Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov


Κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, θὰ σᾶς ὁδηγήσω, ἀδελφοί, σ’ ἕνα πνευματικὸ θέαμα.

Κάποτε ὁ μεγάλος ὅσιος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος, ὁ ἐρημίτης τῆς Αἰγύπτου, μὲ θεία ἀποκάλυψη εἶδε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες σὰν δίχτυα πάνω σ’ ὅλη τὴ γῆ, γιὰ τὴν παγίδευση καὶ τὴν ψυχικὴ καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Στέναξε τότε μὲ πόνο ὁ ὅσιος καὶ ρώτησε τὸν Κύριο: «Ποιὸς τάχα, Κύριε, θὰ μπορέσει νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;»(1).

Βυθίζομαι μὲ τὴ σκέψη στὴν παρατήρηση τῶν διχτυῶν τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁπλωμένα ὄχι μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μέσα του. Τὸ ἕνα δίχτυ εἶναι σφιχτοδεμένο μὲ τὸ ἄλλο. Κάποια δίχτυα εἶναι στημένα σὲ σειρές. Ἄλλα ἀφήνουν μεγάλα ἀνοίγματα, αὐτὰ ὅμως ὁδηγοῦν σὲ ἀναρίθμητες πτυχώσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγει κανείς. Θρηνῶ πικρά, βλέποντας τὰ πολύπλοκα σατανικὰ δίχτυα! Αὐθόρμητα ρωτάω κι ἐγώ, ὅπως ὁ ἐρημίτης ὅσιος: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ γλιτώσει ἀπ’ αὐτά;”.

Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ διάφορα βιβλία ποὺ μεταδίδουν δῆθεν τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βυθίζουν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ ἔχουν γραφεῖ μὲ τὴν ἀπροκάλυπτη ἤ συγκαλυμμένη ἐπήρεια τοῦ σκοτεινοῦ καὶ μοχθηροῦ κοσμοκράτορα. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ προέρχονται ἀπὸ λογικὴ ἀρρωστημένη καὶ φθαρμένη λόγω τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν «τὴν ἀνθρώπινη δολιότητα καὶ τὰ τεχνάσματα ποὺ μηχανεύεται ἡ ἀπάτη», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου(2), καθὼς προέρχονται ἀπὸ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι «χωρὶς λόγο ὑπερηφανεύονται μὲ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία μυαλὸ τους»(3).

Ὁ πλησίον, στὴν ἀγάπη τοῦ ὁποίου ὀφείλω νὰ ἀναζητῶ τὴ σωτηρία, κι αὐτὸς γίνεται γιὰ μένα δίχτυ, ποὺ μὲ παγιδεύει καὶ μὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι πιασμένος στὰ δίχτυα ψεύτικων διδασκαλιῶν καὶ πλανερῶν σοφιστειῶν.

Ὁ δικός μου νοῦς εἶναι σημαδεμένος ἀπὸ τὴν πτώση, εἶναι καλυμμένος μὲ τὸ πέπλο τοῦ ζόφου, εἶναι δηλητηριασμένος ἀπὸ τὸ ψέμα. Ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μου, λοιπόν, πλανεμένος καθὼς εἶναι ἀπὸ τὸν κοσμοκράτορα, ἁπλώνει ἀνεπίγνωστα τὰ δικά του δίχτυα, γιὰ νὰ αὐτοπαγιδευθεῖ. Ἀκόμα κι ὅταν ἦταν στὸν παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, ἀδιάκριτα καὶ ἀπερίσκεπτα θέλησε ν’ ἀποκτήσει μία γνώση ὀλέθρια, θανάσιμη!(4). Καὶ μετὰ τὴν πτώση του, ἔγινε ἀκόμα πιὸ ἀδιάκριτος, ἀκόμα πιὸ ἀπερίσκεπτος. Μὲ θρασύτητα μεθᾶ ἀπὸ τὸ ποτήρι τῆς φαρμακερῆς γνώσεως, διώχνοντας ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὴν ἐπιθυμία νὰ γευθεῖ τὸ θεϊκὸ ποτήρι τῆς σωτήριας γνώσεως.

Καὶ γιὰ τὴν καρδιά μου πόσα δίχτυα! Δίχτυα χοντρὰ καὶ δίχτυα λεπτά! Ποιὰ ἀπ’ αὐτὰ νὰ θεωρήσω πιὸ ἐπικίνδυνα, πιὸ φοβερά; Δὲν ξέρω. Ὁ κυνηγὸς εἶναι ἔμπειρος καὶ ἐπιδέξιος· αὐτὸν ποὺ θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χοντρὰ δίχτυα του, θὰ τὸν πιάσει στὰ λεπτά. Ὁ σκοπὸς τοῦ κυνηγιοῦ εἶναι ἕνας: ἡ ψυχικὴ καταστροφή.

Τὰ δίχτυα εἶναι στημένα καὶ καμουφλαρισμένα μὲ ποικίλους τρόπους καὶ μὲ ἐξαιρετικὴ τέχνη. Ἡ πτώση εἶναι μεταμφιεσμένη, εἶναι ντυμένη μὲ ροῦχα θριάμβου —μὲ τὴν ὑποκρισία, μὲ τὴν κενοδοξία, μὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια— καὶ κρύβει ἀπατηλὰ τὸ σκοτεινὸ πρόσωπό της πίσω ἀπὸ ἕνα πνευματικό, ἕνα οὐράνιο προσωπεῖο ἀρετῆς. Ἡ ἀκόλαστη ἀγάπη εἶναι συχνὰ κρυμμένη πίσω ἀπὸ μιά φαινομενικὰ ἁγία ἀγάπη. Ἡ σαρκικὴ γλυκύτητα παρουσιάζεται συχνὰ σὰν γλυκύτητα πνευματική. Ὁ κοσμοκράτορας μὲ ὅλα τὰ μέσα προσπαθεῖ νὰ κρατήσει τὸν ἄνθρωπο δεμένο μὲ τὴ φθαρμένη φύση του. Κι αὐτὸ φτάνει γιὰ τὴν ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἔστω καὶ χωρὶς μεγάλες πτώσεις στὴν ἁμαρτία. Τὰ βαριὰ ἁμαρτήματα τὰ ὑποκαθιστᾶ ὁλοκληρωτικά, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀκριβεῖς ὑπολογισμοὺς τοῦ νοητοῦ κυνηγοῦ, τὸ ὑπερήφανο φρόνημα ἑνὸς χριστιανοῦ ἱκανοποιημένου ἀπὸ τὶς ἀρετές του, τὶς ἀρετὲς τῆς φθαρμένης φύσεως, ἑνὸς χριστιανοῦ πεσμένου στὴν αὐταπάτη· αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Κύριο.

Καὶ γιὰ τὸ σῶμα μου πόσα δίχτυα! Τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τί δίχτυ ποὺ εἶναι! Καὶ πόσο ἐπωφελεῖται ἀπ’ αὐτὸ ὁ κοσμοκράτορας! Συγκαταβαίνοντας στὶς κατώτερες ροπὲς καὶ ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, φτάνουμε νὰ μοιάζουμε στὰ ἄλογα ζῶα. Τί γκρεμός! Τί ξεπεσμὸς ἀπὸ τὴ θεία ὁμοίωση! Φεύγουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πέφτουμε σ’ αὐτὸν τὸν βαθὺ καὶ φοβερὸ γκρεμό, ὅταν παραδινόμαστε στὶς βαριὲς σαρκικὲς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες, ἀκριβῶς γιὰ τὴ βαρύτητά τους, ὀνομάζονται πτώσεις(5). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐλαφριὲς σαρκικὲς ἀπολαύσεις δὲν εἶναι λιγότερο ὀλέθριες. Γιὰ χάρη τους παραμελοῦμε τὴν ψυχή μας καὶ λησμονοῦμε τὸν Θεό, τὸν οὐρανό, τὴν αἰωνιότητα, τὸν προορισμό μας.

Ὁ κοσμοκράτορας μὲ τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις κατορθώνει νὰ μᾶς κρατᾶ σὲ διαρκή περισπασμὸ καὶ νὰ μᾶς προξενεῖ νοητικὸ σκοτισμό. Οἱ θύρες, διαμέσου τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ὁρατὸ κόσμο, εἶναι οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις. Μέσ’ ἀπ’ αὐτές, λοιπόν, τὶς θύρες ὁ κοσμοκράτορας εἰσάγει ἀκατάπαυστα στὴν ψυχὴ αἰσθητικὲς ἱκανοποιήσεις, ποὺ τὴν ὁδηγοῦν στὴν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Ἐντυπωσιακὰ ἠχεῖ ἡ μουσικὴ στὶς περιβόητες ἐπίγειες συναυλίες, μία μουσικὴ ποὺ ἐκφράζει καὶ ξεσηκώνει διάφορα πάθη. Τέτοια πάθη προβάλλονται καὶ στὶς ἐπίγειες θεατρικὲς παραστάσεις, τέτοια πάθη ἀναμοχλεύονται μ’ ὅλες τὶς ἐπίγειες τέρψεις. Ὁ ἄνθρωπος μὲ κάθε δυνατὸ μέσο κυνηγᾶ τὴν ἀπόλαυση τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν σκοτώνει. Μεθυσμένος ἀπ’ αὐτό, λησμονεῖ τὸ σωτήριο θεῖο ἀγαθὸ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου.

Νὰ μιά ἁπλὴ ἀπεικόνιση τῶν διχτυῶν ποὺ ἔχει ἁπλώσει ὁ κοσμοκράτορας γιὰ τὴ σύλληψη τῶν χριστιανῶν. Ναί, μόνο ἕνα ἄτεχνο ζωγράφισμά τους ἐπιχείρησα, ἀδελφοί, ἀλλὰ αὐτὸ ἀσφαλῶς θὰ σᾶς προκάλεσε τρόμο, ἀσφαλῶς θὰ γέννησε μέσα σας τὸ ἐρώτημα: “Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα;”.

Ἀκόμα δὲν τελείωσε, ὅμως, ὁ φοβερὸς πίνακας! Ἀκόμα κινεῖται ὁ χρωστήρας μου ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ!

Τί λέει. λοιπόν, ὁ Θεός; Κάνει μία προφητεία, ποὺ ἤδη ἐπαληθεύεται. Στοὺς ἔσχατους καιρούς, προαναγγέλλει, «ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν θὰ ψυχρανθεῖ»(6). Ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ πιὸ στέρεος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι στοὺς ἔσχατους καιροὺς θὰ αὐξηθοῦν τόσο τὰ διαβολικὰ δίχτυα ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ πιάνονται σ’ αὐτά.

Πράγματι! Κοιτάζω τὸν κόσμο. Καὶ τί βλέπω; Τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, ἂν τὰ συγκρίνουμε μ’ ἐκεῖνα τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐποχῆς, αὐξήθηκαν πολύ, πολλαπλασιάστηκαν ἀνυπολόγιστα. Πολλαπλασιάστηκαν τὰ βιβλία μὲ τὶς ψεύτικες διδασκαλίες. Πολλαπλασιάστηκαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐνσαρκώνουν διάφορες πλάνες καὶ τὶς μεταδίδουν στοὺς ἄλλους. Πολλοὶ λίγοι, ἐλάχιστοι εἶναι πιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἁγία ἀλήθεια. Ἐνισχύθηκε ὁ σεβασμὸς πρὸς τὶς φυσικὲς ἀρετὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ γνώση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν μειώθηκε καὶ ἡ ἔμπρακτη ἐργασία τους σχεδὸν ἐξαφανίστηκε. Ἡ ὑλιστικὴ ζωὴ κυριαρχεῖ καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ τρεμοσβήνει. Οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ οἱ βιοτικὲς μέριμνες καταβροχθίζουν τὸν χρόνο μας. Δὲν ἔχουμε καιρὸ οὔτε νὰ σκεφτοῦμε τὸν Θεό. «Ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, θὰ ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν», κι ἐκείνων ἀκόμα ποὺ θὰ ἀγαποῦσαν θερμὰ τὸν Θεό, ἂν τὸ κακὸ δὲν ἦταν τόσο διάχυτο, ἂν τὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα διαβόλου δὲν εἶχαν τόσο πολλαπλασιαστεῖ.

Δικαιολογημένη ἦταν ἡ λύπη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Πιὸ δικαιολογημένη εἶναι ἡ λύπη τοῦ χριστιανοῦ τοῦ καιροῦ μας, ποὺ βλέπει τὰ σατανικὰ δίχτυα. Εὔλογο εἶναι τὸ θρηνητικὸ ἐρώτημά του: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;”.

Τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν μεγάλο ὅσιο τῆς ἐρήμου: «Ἡ ταπεινοφροσύνη ξεφεύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα, ποὺ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν!»(7).

Θεϊκὴ ἀπάντηση! Ἀπάντηση ποὺ διώχνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε ἀμφιβολία. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ μὲ δυὸ λόγια ἀποκαλύπτει τὸν σίγουρο τρόπο κατατροπώσεως τοῦ ἐχθροῦ μας, τὸν σίγουρο τρόπο διαλύσεως τῶν πολύπλοκων παγίδων του, ποὺ στήνει μὲ μαεστρία χάρη στὴν πολυχρόνια καὶ καταχθόνια ἐμπειρία του.

Ἂς περιτειχίσουμε μὲ τὴν ταπείνωση τὸν νοῦ, μὴν ἀφήνοντάς τον νὰ κυνηγᾶ τὶς γνώσεις ἀνεξέλεγκτα καὶ ἀπερίσκεπτα. Ἂς τὸν φυλάξουμε ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ποὺ κρύβονται συχνὰ πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὸ προσωπεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἂς τὸν κάνουμε νὰ ὑπακούει ταπεινὰ στὴν Ἐκκλησία, «ἀνατρέποντας ψεύτικους ἰσχυρισμοὺς καὶ καθετὶ ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ»(8. Ὅλος θλίψη, ὅλος δυσκολία εἶναι στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν νοῦ ὁ στενὸς δρόμος(9 τῆς ὑπακοῆς στὴν Ἐκκλησία. Τελικά, ὅμως, αὐτὸς ὁ δρόμος τὸν φέρνει στὴν εὐρυχωρία καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς πνευματικῆς γνώσεως. Μπροστὰ στὴν πνευματικὴ γνώση ἐξαφανίζονται ὅλες οἱ ἐνστάσεις τῆς σαρκικῆς καὶ τῆς ψυχικῆς λογικῆς ἐναντίον τῆς ἀκριβοῦς ὑποταγῆς στὴν Ἐκκλησία.

Ἂς μὴν ἐπιτρέπουμε στὸν νοῦ μας τὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συντάξει οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ συγγραφεῖς γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει σαφὴς ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία ὅτι ἀποτελοῦν ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος μελετᾶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῶν συγγραφέων, ὁπωσδήποτε κοινωνεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ οἰκοῦσε μέσα τους καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα τους. Ὅποιος, ἀντίθετα, μελετᾶ τὰ συγγράμματα τῶν αἱρετικῶν, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἀποκαλοῦνταν ἅγιοι, κοινωνεῖ μὲ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πλάνης(10 καί, δείχνοντας τὸν κρυφὸ ἐγωισμό του μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὴν Ἐκκλησία πέφτει στὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα.

Τί νὰ κάνουμε μὲ τὴν καρδιά μας; Αὐτὴ τὴν ἀγριελιὰ ἂς τὴν μπολιάσουμε μ’ ἕνα κλαδάκι ἀπὸ ἥμερη καὶ καρποφόρα ἐλιά, ἂς τὴν κεντρίσουμε μὲ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ Χριστοῦ, ἂς τῆς μεταδώσουμε τὴν εὐαγγελικὴ ταπείνωση, ἂς τὴν ἀναγκάσουμε νὰ οἰκειωθεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ διαπιστώσουμε τότε τὴν ἐναντίωσή της στὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἀκατάπαυστη ἀντιλογία της στὶς θεῖες ἐντολές, τὴν πεισματικὴ ἀνυποταξία της στὸν Κύριο. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀντίδραση τῆς καρδιᾶς μας θὰ δοῦμε σὰν σὲ καθρέφτη τὴν πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴ δική μας πτώση. Βλέποντάς την, ἂς κλάψουμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ Πλάστη καὶ Σωτήρα μας, ἂς πονέσουμε λυτρωτικά. Καὶ ὅσο δὲν θεραπευόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη, ἂς παραμένουμε σ’ αὐτὸν τὸν πόνο. Γιατί «καρδιὰ συντριμμένη καὶ ταπεινωμένη δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψει ὁ Θεὸς»(11), δὲν θὰ τὴν ἀφήσει στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Θεός, ὡς Πλάστης μας καὶ ἀπόλυτος Κύριός μας, μπορεῖ νὰ ἀναπλάσει τὴν καρδιά μας, ἂν αὐτὴ ἀδιάλειπτα Τὸν ἱκετεύει μὲ δάκρυα καὶ νὰ τὴ μεταβάλει ἀπὸ καρδιὰ φιλάμαρτη σὲ καρδιὰ φιλόθεη, ἁγία.

Ἂς φυλᾶμε συνεχῶς τὶς σωματικές μας αἰσθήσεις, μὴν ἀφήνοντας τὴν ἁμαρτία νὰ περνᾶ μέσ’ ἀπ’ αὐτὲς στὸ ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς. Ἂς χαλιναγωγήσουμε τὰ φιλοπερίεργα μάτια μας καὶ τὰ φιλοπερίεργα αὐτιά μας. Ἂς ἐπιβάλουμε σκληρὴ τιμωρία στὴ γλώσσα μας, τὸ μικρὸ αὐτὸ μέλος τοῦ σώματος ποὺ προκαλεῖ τόσο ἰσχυροὺς σεισμούς. Ἂς ταπεινώσουμε τὶς ἄλογες σαρκικὲς ὁρμὲς μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀγρυπνία, τὸν σωματικὸ κόπο, τὴ συχνὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴν ἀδιάλειπτη καὶ προσεκτικὴ προσευχή. Πόσο λίγο διαρκοῦν οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις! Καὶ μὲ πόση δυσοσμία τελειώνουν! Ἀπεναντίας, ὅταν τὸ σῶμα, περιτειχισμένο μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φύλαξη τῶν αἰσθήσεων, λουσμένο στὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας καὶ ἁγιασμένο μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, γίνεται μυστικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλες οἱ ἀπόπειρες τοῦ ἐχθροῦ γιὰ τὴν παγίδευση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυχαίνουν.

Ἡ ταπεινοφροσύνη καταστρέφει ὅλα τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν! Ἀμήν.

Σημειώσεις1. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ἀπόφθεγμα ζ΄. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π., Β΄, 26. 2. Ἐφ. 4:14. 3. Κολ 2:18. 4. Βλ. Γεν. 2:16-17 3:1-6. 5. Βλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. ὅ.π., ΙΕ΄, 40. 6. Ματθ. 24:12. 7. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, ὅ.π. 8. Β΄ Κορ. 10:4-5. 9. Πρβλ Ματθ. 7:14. 10. Πρβλ. Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Βιβλίον Α΄. Περὶ διακρίσεως. 11. Πρβλ. Ψαλμ. 50:19.



Ἀπό τό βιβλίο:Ἀσκητικὲς Ἐμπειρίες, τόμος Β΄, ἐκδ. Παρακλήτου

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Παρ 03 Ιαν 2014, 00:32 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
Ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγ.Ἀντωνίου ἀπὸ τὸν Ἅγ.Ἀθανάσιο

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝ ΤΗ ΞΕΝΗ ΜΟΝΑΚΟΥΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΧΑΝΔΡΕΙΑΣ

26.837

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ.

Ἀγαθὴν ἅμιλλαν ἐνεστήσασθε πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ μοναχοὺς, ἤτοι παρισωθῆναι, ἢ καὶ ὑπερβάλλεσθαι τούτους προελόμενοι τῇ κατ' ἀρετὴν ὑμῶν ἀσκήσει. Καὶ γὰρ καὶ παρ' ὑμῖν λοιπὸν μοναστήρια, καὶ τὸ τῶν μοναχῶν ὄνομα πολιτεύεται. Ταύτην μὲν οὖν τὴν πρόθεσιν δικαίως ἄν τις ἐπαινέσειε, καὶ εὐχομέ νων ὑμῶν, ὁ Θεὸς τελειώσειεν· ἐπειδὴ δὲ ἀπῃτή σατε καὶ παρ' ἐμοῦ περὶ τῆς πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἀντωνίου, μαθεῖν θέλοντες ὅπως τε ἤρξατο τῆς ἀσκή σεως, καὶ τίς ἦν πρὸ ταύτης, καὶ ὁποῖον ἔσχε τοῦ βίου τὸ τέλος, καὶ εἰ ἀληθῆ τὰ περὶ αὐτοῦ λεγό μενά ἐστιν, ἵνα καὶ πρὸς τὸν ἐκείνου ζῆλον ἑαυτοὺς ἀγάγητε· μετὰ πολλῆς προθυμίας ἐδεξάμην τὸ παρ' ὑμῶν ἐπίταγμα. Κἀμοὶ γὰρ μέγα κέρδος ὠφελείας ἐστὶ καὶ τὸ μόνον Ἀντωνίου μνημονεύειν. Οἶδα δὲ, ὅτι καὶ ὑμεῖς ἀκούσαντες, μετὰ τοῦ θαυμάσαι τὸν ἄν θρωπον, θελήσετε καὶ ζηλῶσαι τὴν ἐκείνου πρόθεσιν· ἔστι γὰρ μοναχοῖς ἱκανὸς χαρακτὴρ πρὸς ἄσκησιν ὁ Ἀντωνίου βίος. Οἷς μὲν οὖν ἠκούσατε περὶ αὐτοῦ παρὰ τῶν ἀπαγγειλάντων, μὴ ἀπιστήσητε, ὀλίγα δὲ μᾶλλον ἀκηκοέναι παρ' αὐτῶν νομίζετε· πάντως γὰρ κἀκεῖνοι μόγις τοσαῦτα διηγήσαντο. Ἐπεὶ κἀγὼ, προτραπεὶς παρ' ὑμῶν, ὅσα ἂν διὰ τῆς ἐπιστολῆς ση μανῶ, ὀλίγα τῶν ἐκείνου μνημονεύσας ἐπιστείλω· καὶ ὑμεῖς δὲ μὴ παύσησθε τοὺς ἐνθένδε πλέοντας ἐρω τᾷν. Ἴσως γὰρ, ἑκάστου λέγοντος ὅπερ οἶδε, μόγις ἐπαξίως ἡ περὶ ἐκείνου γένηται διήγησις. Ἐβουλόμην γὰρ οὖν, δεξάμενος ὑμῶν τὴν ἐπιστολὴν, μετα 26.840 πέμψασθαί τινας τῶν μοναχῶν, τῶν μάλιστα πυκνό τερον εἰωθότων πρὸς αὐτὸν παραγίνεσθαι· ὡς ἄν τι πλέον μαθὼν πληρέστερον ὑμῖν ἐπιστείλω· ἐπειδὴ δὲ γὰρ καὶ ὁ καιρὸς τῶν πλωΐμων συνέκλειε, καὶ ὁ γραμματοφόρος ἔσπευδε· διὰ τοῦτο ἅπερ αὐτός τε γινώσκω (πολλάκις γὰρ αὐτὸν ἑώρακα), καὶ ἃ μαθεῖν ἠδυνήθην παρ' αὐτοῦ, ἀκολουθήσας αὐτῷ χρό νον οὐκ ὀλίγον, καὶ ἐπιχέων ὕδωρ κατὰ χεῖρας αὐτοῦ, γράψαι τῇ εὐλαβείᾳ ὑμῶν ἐσπούδασα· πανταχοῦ τῆς ἀληθείας φροντίσας, ἵνα μήτε πλέον τις ἀκούσας ἀπιστήσῃ, μήτε πάλιν ἐλάττονα τοῦ δέοντος μαθὼν, καταφρονήσῃ τοῦ ἀνδρός.

Ἀντώνιος γένος μὲν ἦν Αἰγύπτιος, εὐγενῶν δὲ γονέων καὶ περιουσίαν αὐτάρκη κεκτημένων, καὶ 26.841 Χριστιανῶν αὐτῶν ὄντων, Χριστιανικῶς ἀνήγετο καὶ αὐτός. Καὶ παιδίον μὲν ὢν, ἐτρέφετο παρὰ τοῖς γο νεῦσι, πλέον αὐτῶν καὶ τοῦ οἴκου μηδὲν ἕτερον γινώ σκων· ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐξήσας ἐγένετο παῖς, καὶ προ έκοπτε τῇ ἡλικίᾳ, γράμματα μὲν μαθεῖν οὐκ ἠνέσχετο, βουλόμενος ἐκτὸς εἶναι καὶ τῆς πρὸς τοὺς παῖδας συν ηθείας· τὴν δὲ ἐπιθυμίαν πᾶσαν εἶχε, κατὰ τὸ γεγραμ μένον περὶ τοῦ Ἰακὼβ, ὡς ἄπλαστος οἰκεῖν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Συνήγετο μέντοι μετὰ τῶν γονέων ἐν τῷ Κυριακῷ· καὶ οὔτε ὡς παῖς ἐῤῥᾳθύμει, οὔτε ὡς τῇ ἡλικίᾳ προκόπτων κατεφρόνει· ἀλλὰ καὶ τοῖς γονεῦσιν ὑπετάσσετο, καὶ τοῖς ἀναγνώσμασι προσ έχων, τὴν ἐξ αὐτῶν ὠφέλειαν ἐν ἑαυτῷ διετήρει. Οὔτε δὲ πάλιν ὡς παῖς ἐν μετρίᾳ περιουσίᾳ τυγχάνων ἠνώχλει τοῖς γονεῦσι ποικίλης καὶ πολυτελοῦς ἕνεκα τροφῆς, οὔτε τὰς ἐκ ταύτης ἡδονὰς ἐζήτει· μόνοις δὲ οἷς ηὕρισκεν ἠρκεῖτο, καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει.

Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τῶν γονέων, αὐτὸς μόνος κατελείφθη μετὰ μιᾶς βραχυτάτης ἀδελφῆς· καὶ ἦν ἐτῶν ἐγγὺς δέκα καὶ ὀκτὼ, ἢ καὶ εἴκοσι γεγονὼς, αὐ τός τε τῆς οἰκίας καὶ τῆς ἀδελφῆς ἐφρόντιζεν. Οὔπω δὲ μῆνες ἓξ παρῆλθον τοῦ θανάτου τῶν γονέων αὐ τοῦ, καὶ κατὰ τὸ εἰωθὸς προερχόμενος εἰς τὸ Κυριακὸν, καὶ συνάγων ἑαυτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐλογί ζετο περιπατῶν, πῶς οἱ μὲν ἀπόστολοι πάντα κατα λιπόντες ἠκολούθησαν τῷ Σωτῆρι· οἱ δὲ ἐν ταῖς Πράξεσι πωλοῦντες τὰ ἑαυτῶν ἔφερον καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων, εἰς διάδοσιν τῶν χρείαν ἐχόντων, τίς τε καὶ πόση τούτοις ἐλπὶς ἐν οὐρανοῖς ἀπόκειται. Ταῦτα δὴ ἐνθυμούμενος, εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ συνέβη τότε τὸ Εὐαγγέλιον ἀναγι νώσκεσθαι, καὶ ἤκουσε τοῦ Κυρίου λέγοντος τῷ πλου σίῳ· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησον πάντα τὰ ὑπάρχοντά σοι, καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοῖς. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ὥσπερ θεόθεν ἐσχηκὼς τὴν τῶν ἁγίων μνήμην, καὶ ὡς δι' αὐτὸν γενομένου 26.844 τοῦ ἀναγνώσματος, ἐξελθὼν εὐθὺς ἐκ τοῦ Κυρια κοῦ, τὰς μὲν κτήσεις ἃς εἶχεν ἐκ προγόνων (ἄρουραι δὲ ἦσαν τριακόσιαι εὔφοροι καὶ πάνυ καλαὶ), ταύτας ἐχαρίσατο τοῖς ἀπὸ τῆς κώμης, ἵνα εἰς μηδ' ὁτιοῦν ὀχλήσωσιν αὐτῷ τε καὶ τῇ ἀδελφῇ. Τὰ δὲ ἄλλα ὅσα ἦν αὐτοῖς κινητὰ, πάντα πωλήσας, καὶ συναγαγὼν ἀργύριον ἱκανὸν, δέδωκε τοῖς πτωχοῖς, τηρήσας ὀλίγα διὰ τὴν ἀδελφήν.

Ὡς δὲ, πάλιν εἰσελθὼν εἰς τὸ Κυριακὸν, ἤκουσεν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου λέγοντος, Μὴ μεριμνήσητε περὶ τῆς αὔριον, οὐκ ἀνασχόμενος ἔτι μένειν, ἐξελθὼν διέδωκε κἀκεῖνα τοῖς μετρίοις. Τὴν δὲ ἀδελφὴν παραθέμενος γνωρίμοις καὶ πισταῖς παρ θένοις, δούς τε αὐτὴν εἰς Παρθενῶνα ἀνατρέφε σθαι, αὐτὸς πρὸ τῆς οἰκίας ἐσχόλαζε λοιπὸν τῇ ἀσκή σει, προσέχων ἑαυτῷ καὶ καρτερικῶς ἑαυτὸν ἄγων. Οὔπω γὰρ ἦν οὕτως ἐν Αἰγύπτῳ συνεχῆ μονα στήρια, οὐδ' ὅλως ᾔδει μοναχὸς τὴν μακρὰν ἔρημον, ἕκαστος δὲ τῶν βουλομένων ἑαυτῷ προσέχειν οὐ μα κρὰν τῆς ἰδίας κώμης καταμόνας ἠσκεῖτο. Ἦν τοίνυν ἐν τῇ πλησίον κώμῃ τότε γέρων, ἐκ νεότητος τὸν μονήρη βίον ἀσκήσας· τοῦτον ἰδὼν Ἀντώνιος, ἐζήλωσεν ἐν καλῷ· καὶ πρῶτον μὲν ἤρξατο καὶ αὐτὸς μένειν ἐν τοῖς πρὸ τῆς κώμης τόποις. Κἀκεῖθεν εἴ που τινὰ σπουδαῖον ἤκουεν, προερχόμενος ἐζήτει τοῦτον ὡς ἡ σοφὴ μέλισσα· καὶ οὐ πρότερον εἰς τὸν ἴδιον τόπον ἀνέκαμπτεν, εἰ μὴ τοῦτον ἑωράκει, καὶ ὥσπερ ἐφόδιόν τι τῆς εἰς ἀρετὴν ὁδοῦ παρ' αὐτοῦ λα βὼν, ἐπανῄει. Ἐκεῖ τοίνυν τὰς ἀρχὰς διατρίβων, τὴν διάνοιαν ἐστάθμιζεν, ὅπως πρὸς μὲν τὰ τῶν γονέων μὴ ἐπιστρέφηται, μηδὲ τῶν συγγενῶν μνημονεύῃ· ὅλον δὲ τὸν πόθον καὶ πᾶσαν τὴν σπουδὴν ἔχῃ περὶ τὸν τόνον τῆς ἀσκήσεως. Εἰργάζετο γοῦν ταῖς χερσὶν, ἀκούσας· Ὁ δὲ ἀργὸς μηδὲ ἐσθιέτω· καὶ τὸ μὲν 26.845 εἰς τὸν ἄρτον, τὸ δὲ εἰς τοὺς δεομένους ἀνήλισκε. Προσηύχετο δὲ συνεχῶς, μαθὼν, ὅτι δεῖ κατ' ἰδίαν προσεύχεσθαι ἀδιαλείπτως. Καὶ γὰρ προσεῖχεν οὕτως τῇ ἀναγνώσει, ὡς μηδὲν τῶν γεγραμμένων ἀπ' αὐτοῦ πίπτειν χαμαὶ, πάντα δὲ κατέχειν, καὶ λοιπὸν αὐτῷ τὴν μνήμην ἀντὶ βιβλίων γίνεσθαι.

Οὕτω μὲν οὖν ἑαυτὸν ἄγων, ἠγαπᾶτο παρὰ πάντων ὁ Ἀντώνιος· αὐτὸς δὲ τοῖς σπουδαίοις, πρὸς οὓς ἀπήρχετο, γνησίως ὑπετάσσετο, καὶ καθ' ἑαυτὸν ἑκάστου τὸ πλεονέκτημα τῆς σπουδῆς καὶ τῆς ἀσκή σεως κατεμάνθανε· καὶ τοῦ μὲν τὸ χαρίεν, τοῦ δὲ τὸ πρὸς τὰς εὐχὰς σύντονον ἐθεώρει· καὶ ἄλλου μὲν τὸ ἀόργητον, ἄλλου δὲ τὸ φιλάνθρωπον κατενόει· καὶ τῷ μὲν ἀγρυπνοῦντι, τῷ δὲ φιλολογοῦντι προσεῖχε· καὶ τὸν μὲν ἐν καρτερίᾳ, τὸν δὲ ἐν νηστείαις καὶ χαμευνίαις ἐθαύμαζε· καὶ τοῦ μὲν τὴν πραότητα, τοῦ δὲ τὴν μακροθυμίαν παρετηρεῖτο· πάντων δὲ ὁμοῦ τὴν εἰς τὸν Χριστὸν εὐσέβειαν, καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην ἐσημειοῦτο· καὶ οὕτω πεπληρωμέ νος, ὑπέστρεφεν εἰς τὸν ἴδιον τοῦ ἀσκητηρίου τόπον· λοιπὸν αὐτὸς τὰ παρ' ἑκάστου συνάγων εἰς ἑαυ τὸν, καὶ σπουδάζων ἐν ἑαυτῷ τὰ πάντων δεικνύναι· καὶ γὰρ πρὸς τοὺς καθ' ἡλικίαν ἴσους οὐκ ἦν φιλό νεικος, ἢ μόνον ἵνα μὴ δεύτερος ἐκείνων ἐν τοῖς βελτίοσι φαίνηται· καὶ τοῦτο ἔπραττεν ὥστε μηδένα λυπεῖν, ἀλλὰ κἀκείνους ἐπ' αὐτῷ χαίρειν. Πάντες μὲν οὖν οἱ ἀπὸ τῆς κώμης καὶ οἱ φιλόκαλοι, πρὸς οὓς εἶχε τὴν συνήθειαν, οὕτως αὐτὸν ὁρῶντες, ἐκάλουν θεοφιλῆ· καὶ οἱ μὲν ὡς υἱὸν, οἱ δὲ ὡς ἀδελφὸν ἠσπάζοντο.

Ὁ δὲ μισόκαλος καὶ φθονερὸς διάβολος οὐκ ἤνεγ κεν ὁρῶν ἐν νεωτέρῳ τοιαύτην πρόθεσιν. Ἀλλ' οἷα μεμελέτηκε ποιεῖν, ἐπιχειρεῖ καὶ κατὰ τούτου πράτ 26.848 τειν· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐπείραζεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς ἀσκήσεως καταγαγεῖν, ὑποβάλλων μνήμην τῶν κτη μάτων, τῆς ἀδελφῆς τὴν κηδεμονίαν, τοῦ γένους τὴν οἰκειότητα, φιλαργυρίαν, φιλοδοξίαν, τροφῆς τὴν ποικίλην ἡδονὴν, καὶ τὰς ἄλλας ἀνέσεις τοῦ βίου, καὶ τέλος τὸ τραχὺ τῆς ἀρετῆς, καὶ ὡς πολὺς αὐτῆς ἐστιν ὁ πόνος· τοῦ τε σώματος τὴν ἀσθένειαν ὑπετίθετο, καὶ τοῦ χρόνου τὸ μῆκος. Καὶ ὅλως πο λὺν ἤγειρεν αὐτῷ κονιορτὸν λογισμῶν ἐν τῇ διανοίᾳ, θέλων αὐτὸν ἀποσχοινίσαι τῆς ὀρθῆς προαιρέσεως. Ὡς δὲ εἶδεν ἑαυτὸν ὁ ἐχθρὸς ἀσθενοῦντα πρὸς τὴν τοῦ Ἀντωνίου πρόθεσιν, καὶ μᾶλλον ἑαυτὸν κα ταπαλαιόμενον ὑπὸ τῆς ἐκείνου στεῤῥότητος, καὶ ἀνατρεπόμενον τῇ πολλῇ πίστει, καὶ πίπτοντα ταῖς συνεχέσιν Ἀντωνίου προσευχαῖς· τότε δὴ τοῖς ἐπ' ὀμφαλοῦ γαστρὸς ὅπλοις ἑαυτοῦ θαῤῥῶν, καὶ καυχώμενος ἐπὶ τούτοις (ταῦτα γάρ ἐστιν αὐτοῦ τὰ πρῶτα κατὰ τῶν νεωτέρων ἔνεδρα), προσέρχεται κατὰ τοῦ νεωτέρου, νυκτὸς μὲν αὐτὸν θορυβῶν, μεθ' ἡμέ ραν δὲ οὕτως ἐνοχλῶν, ὡς καὶ τοὺς ὁρῶντας αἰσθέ σθαι τὴν γινομένην ἀμφοτέρων πάλην. Ὁ μὲν γὰρ ὑπέβαλλε λογισμοὺς ῥυπαροὺς, ὁ δὲ ταῖς εὐχαῖς ἀν έτρεπε τούτους· καὶ ὁ μὲν ἐγαργάλιζεν, ὁ δὲ, ὡς ἐρυ θριᾷν δοκῶν, τῇ πίστει καὶ ταῖς εὐχαῖς καὶ νη στείαις ἐτείχιζε τὸ σῶμα· καὶ ὁ μὲν διάβολος ὑπέμε νεν ὁ ἄθλιος καὶ ὡς γυνὴ σχηματίζεσθαι νυκτὸς, καὶ πάντα τρόπον μιμεῖσθαι, μόνον ἵνα τὸν Ἀντώνιον ἀπατήσῃ· ὁ δὲ τὸν Χριστὸν ἐνθυμούμενος, καὶ τὴν δι' αὐτὸν εὐγένειαν, καὶ τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς λογι ζόμενος, ἀπεσβέννυε τὸν ἄνθρακα τῆς ἐκείνου πλά νης. Πάλιν τε ὁ μὲν ἐχθρὸς ὑπέβαλλε τὸ λεῖον τῆς ἡδονῆς· ὁ δὲ, ὀργιζομένῳ καὶ λυπουμένῳ ἐοικὼς, τὴν ἀπειλὴν τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ σκώληκος τὸν πόνον ἐν εθυμεῖτο· καὶ ἀντιτιθεὶς ταῦτα, διέβαινε τούτων ἀβλα βής. Ἦν δὲ ταῦτα πάντα πρὸς αἰσχύνην γινόμενα τοῦ 26.849 ἐχθροῦ. Ὁ γὰρ νομίσας ὅμοιος γενέσθαι Θεῷ ὑπὸ νεανίσκου νῦν ἐπαίζετο· καὶ ὁ σαρκὸς καὶ αἵμα τος κατακαυχώμενος ὑπὸ ἀνθρώπου σάρκα φοροῦντος ἀνετρέπετο. Συνήργει γὰρ ὁ Κύριος αὐτῷ, ὁ σάρκα δι' ἡμᾶς φορέσας, καὶ τῷ σώματι δοὺς τὴν κατὰ τοῦ διαβόλου νίκην· ὥστε τῶν ὄντως ἀγωνιζομένων ἕκαστον λέγειν· «Οὐκ ἐγὼ δὲ, ἀλλ' ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί.»

Τέλος γοῦν, ὡς οὐκ ἠδυνήθη τὸν Ἀντώνιον οὐδ' ἐν τούτῳ καταβαλεῖν ὁ δράκων, ἀλλὰ καὶ ἔβλε πεν ἑαυτὸν ἐξωθούμενον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτοῦ, τρίζων τοὺς ὀδόντας, κατὰ τὸ γεγραμμένον, καὶ ὥσπερ ἐξιστάμενος, οἷός ἐστι τὸν νοῦν, τοιοῦτος ὕστερον καὶ τῇ φαντασίᾳ μέλας αὐτῷ φαίνεται παῖς· καὶ ὥσπερ ὑποπίπτων, οὐκέτι μὲν λογισμοῖς ἐπέβαινεν (ἐκβέβλητο γὰρ ὁ δόλιος), λοιπὸν δὲ ἀνθρωπίνῃ χρώμενος φωνῇ, ἔλεγε· Πολλοὺς μὲν ἠπάτησα, καὶ πλείστους κατέβαλον· νῦν δὲ, ὡς ἐπὶ πολλοῖς καὶ ἐπὶ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς πόνοις προσβαλὼν, ἠσθένησα. Εἶτα τοῦ Ἀντωνίου πυθομένου· Τίς εἶ σὺ ὁ τοιαῦτα λαλῶν παρ' ἐμοί; εὐθὺς ἐκεῖνος οἰκτρὰς ἠφίει φω νάς· Ἐγὼ τῆς πορνείας εἰμὶ φίλος· ἐγὼ τὰ εἰς ταύτην ἔνεδρα, καὶ τοὺς ταύτης γαργαλισμοὺς κατὰ τῶν νέων ἀνεδεξάμην, καὶ πνεῦμα πορνείας κέκλη μαι. Πόσους θέλοντας σωφρονεῖν ἠπάτησα! Πόσους ἐγκρατευομένους μετέπεισα γαργαλίζων! Ἐγώ εἰμι δι' ὃν καὶ ὁ προφήτης μέμφεται τοὺς πεσόντας, λέγων· Πνεύματι πορνείας ἐπλανήθητε· δι' ἐμοῦ γὰρ ἦσαν ἐκεῖνοι σκελισθέντες. Ἐγώ εἰμι ὁ πολλάκις σοι ὀχλήσας, καὶ τοσαυτάκις ἀνατραπεὶς παρὰ σοῦ. Ὁ δὲ Ἀντώνιος εὐχαριστήσας τῷ Κυρίῳ, καὶ καταθαῤῥήσας αὐτοῦ, φησὶ πρὸς αὐτόν· Πολὺ τοίνυν εὐκαταφρόνητος τυγχάνεις· καὶ γὰρ μέλας εἶ τὸν 26.852 νοῦν, καὶ ὡς παῖς ἀσθενής· οὐδὲ μία μοι λοιπόν ἐστι φροντὶς περὶ σοῦ· Κύριος γὰρ ἐμοὶ βοηθὸς, κἀγὼ ἐπόψομαι τοὺς ἐχθρούς μου. Ταῦτα ἀκούσας ὁ μέλας ἐκεῖνος, εὐθὺς ἔφυγε καταπτήξας τὰς φωνὰς, καὶ φοβηθεὶς ἔτι κἂν ἐγγίσαι τῷ ἀνδρί.

Τοῦτο πρῶτον ἆθλον Ἀντωνίου γέγονε κατὰ τοῦ διαβόλου· μᾶλλον δὲ τοῦ Σωτῆρος καὶ τοῦτο γέ γονεν ἐν τῷ Ἀντωνίῳ τὸ κατόρθωμα, τοῦ τὴν ἁμαρτίαν κατακρίναντος ἐν τῇ σαρκὶ, ἵνα τὸ δι καίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν, τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. Ἀλλ' οὔτε Ἀντώνιος, ὡς ὑποπεσόντος τοῦ δαίμονος, ἠμέλει λοιπὸν καὶ κατεφρόνει ἑαυτοῦ· οὔτε ὁ ἐχθρὸς, ὡς ἡττηθεὶς, ἐπαύετο τοῦ ἐνεδρεύειν. Περιήρχετο γὰρ πάλιν ὡς λέων, ζητῶν τινα πρόφασιν κατ' αὐ τοῦ. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, μαθὼν ἐκ τῶν Γραφῶν πολλὰς εἶναι τὰς μεθοδείας τοῦ ἐχθροῦ, συντόνως ἐκέχρητο τῇ ἀσκήσει, λογιζόμενος, ὅτι, εἰ καὶ μὴ ἴσχυσε τὴν καρδίαν ἐν ἡδονῇ σώματος ἀπατῆσαι, πειράσει πάν τως δι' ἑτέρας ἐνεδρεῦσαι μεθόδου· ἔστι γὰρ φιλαμαρτήμων ὁ δαίμων. Μᾶλλον οὖν καὶ μᾶλλον ὑπ επίαζε τὸ σῶμα καὶ ἐδουλαγώγει, μήπως, ἐν ἄλλοις νικήσας, ἐν ἄλλοις ὑποσυρῇ. Βουλεύεται τοίνυν σκληροτέραις ἀγωγαῖς ἑαυτὸν ἐθίζειν. Καὶ πολλοὶ μὲν ἐθαύμαζον, αὐτὸς δὲ ῥᾷον τὸν πόνον ἔφερεν· ἡ γὰρ προθυμία τῆς ψυχῆς, πολὺν χρόνον ἐμμείνασα, ἕξιν ἀγαθὴν ἐνειργάζετο ἐν αὐτῷ· ὥστε καὶ μικρὰν πρόφασιν λαμβάνοντα παρ' ἑτέρων, πολλὴν εἰς τοῦτο τὴν σπουδὴν ἐνδείκνυσθαι· ἠγρύπνει γὰρ το σοῦτον, ὡς πολλάκις καὶ ὅλην τὴν νύκτα διατελεῖν αὐτὸν ἄϋπνον· καὶ τοῦτο δὲ οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ πλειστάκις ποιῶν ἐθαυμάζετο. Ἤσθιέ τε ἅπαξ τῆς ἡμέρας μετὰ δύσιν ἡλίου· ἦν δ' ὅτε καὶ διὰ δύο, πολ λάκις δὲ καὶ διὰ τεσσάρων μετελάμβανε. Καὶ 26.853 ἦν αὐτῷ ἡ τροφὴ ἄρτος καὶ ἅλας· καὶ τὸ ποτὸν ὕδωρ μόνον. Περὶ γὰρ κρεῶν καὶ οἴνου περιττόν ἐστι καὶ λέγειν· ὅπου γε οὐδὲ παρὰ τοῖς ἄλλοις σπου δαίοις ηὑρίσκετό τι τοιοῦτον. Εἰς δὲ τὸν ὕπνον ἠρκεῖτο ψιαθίῳ· τὸ δὲ πλεῖστον καὶ ἐπὶ γῆς μόνης κατέκειτο. Ἀλείφεσθαι δὲ ἐλαίῳ παρῃτεῖτο, λέγων μᾶλλον πρέ πειν τοὺς νεωτέρους ἐκ προθυμίας ἔχειν τὴν ἄσκη σιν, καὶ μὴ ζητεῖν τὰ χαυνοῦντα τὸ σῶμα· ἀλλὰ καὶ ἐθίζειν αὐτὸ τοῖς πόνοις, λογιζομένους τὸ τοῦ Ἀπο στόλου ῥητόν· Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι. Τότε γὰρ ἔλεγεν ἰσχύειν τῆς ψυχῆς τὸν τόνον, ὅταν αἱ τοῦ σώματος ἀσθενῶσιν ἡδοναί. Καὶ ἦν αὐτῷ πα ράδοξος ὄντως καὶ οὗτος ὁ λογισμός· οὐ γὰρ ἠξίου χρόνῳ μετρεῖν τὴν τῆς ἀρετῆς ὁδὸν, οὐδὲ τὴν δι' αὐ τὴν ἀναχώρησιν, ἀλλὰ πόθῳ καὶ τῇ προαιρέσει. Αὐτὸς γοῦν οὐκ ἐμνημόνευε τοῦ παρελθόντος χρόνου· ἀλλὰ καθ' ἡμέραν, ὡς ἀρχὴν ἔχων τῆς ἀσκήσεως, μείζω τὸν πόνον εἶχεν εἰς προκοπὴν, ἐπιλέγων ἑαυτῷ τὸ τοῦ Παύλου ῥητὸν συνεχῶς· Τῶν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινό μενος· μνημονεύων τε καὶ τῆς φωνῆς τοῦ προφήτου Ἠλίου λέγοντος· Ζῇ Κύριος, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ σήμερον. Παρετηρεῖτο γὰρ, ὅτι, σήμερον λέγων, οὐκ ἐμέτρει τὸν παρελθόντα χρόνον· ἀλλ' ὡς ἀρχὴν ἀεὶ καταβαλλόμενος, καθ' ἡμέραν ἐσπούδα ζεν ἑαυτὸν παριστάνειν τοιοῦτον, οἷον χρὴ φαίνεσθαι τῷ Θεῷ, καθαρὸν τῇ καρδίᾳ, καὶ ἕτοιμον ὑπακούειν τῷ βουλήματι αὐτοῦ, καὶ μηδενὶ ἄλλῳ. Ἔλεγε δὲ ἐν ἑαυτῷ, δεῖν τὸν
ἀσκητὴν ἐκ τῆς πολιτείας τοῦ μεγάλου Ἠλίου καταμανθάνειν, ὡς ἐν ἐσόπτρῳ τὸν ἑαυτοῦ βίον ἀεί.

Οὕτω δὴ οὖν συσφίγξας ἑαυτὸν ὁ Ἀντώνιος, ἀπήρχετο εἰς τὰ μακρὰν τῆς κώμης τυγχάνοντα μνήματα, καὶ παραγγείλας ἑνὶ τῶν γνωρίμων δι' ἡμερῶν πολλῶν αὐτῷ κομίζειν τὸν ἄρτον, αὐτὸς εἰσ ελθὼν εἰς ἓν τῶν μνημάτων, καὶ κλείσαντος ἐκείνου 26.856 κατ' αὐτοῦ τὴν θύραν, ἔμενε μόνος ἔνδον. Ἔνθα δὴ μὴ φέρων ὁ ἐχθρὸς, ἀλλὰ μὴν καὶ φοβούμενος, μὴ κατ' ὀλίγον καὶ τὴν ἔρημον ἐμπλήσῃ τῆς ἀσκή σεως· προσελθὼν ἐν μιᾷ νυκτὶ μετὰ πλήθους δαιμόνων, τοσοῦτον αὐτὸν ἔκοψε πληγαῖς, ὡς καὶ ἄφωνον αὐτὸν ἀπὸ τῶν βασάνων κεῖσθαι χαμαί· δι εβεβαιοῦτο γὰρ οὕτω σφοδροὺς γεγενῆσθαι τοὺς πόνους, ὡς λέγειν μὴ δύνασθαι τὰς παρὰ ἀνθρώπων πληγὰς τοιαύτην ποτὲ βάσανον ἐμποιῆσαι. Θεοῦ δὲ προνοίᾳ (οὐ γὰρ παρορᾷ Κύριος τοὺς ἐλπίζοντας ἐπ' αὐτὸν), τῇ ἑξῆς παραγίνεται ὁ γνώριμος, κομί ζων τοὺς ἄρτους αὐτῷ· ἀνοίξας τε τὴν θύραν, καὶ τοῦτον ἰδὼν χαμαὶ κείμενον ὡς νεκρὸν, βαστά σας ἔφερεν εἰς τὸ τῆς κώμης Κυριακὸν, καὶ τίθησιν ἐπὶ τῆς γῆς. Πολλοί τε τῶν συγγενῶν, καὶ οἱ ἀπὸ τῆς κώμης, παρεκαθέζοντο ὡς ἐπὶ νεκρῷ τῷ Ἀντωνίῳ. Περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν ὁ Ἀντώνιος, καὶ διεγερθεὶς, ὡς εἶδε πάντας κοιμωμένους, καὶ μόνον τὸν γνώριμον γρηγοροῦντα, νεύσας ἥκειν αὐτὸν πρὸς αὐτὸν, ἠξίου πάλιν αὐτὸν βαστά σαι καὶ ἀποφέρειν εἰς τὰ μνήματα, μηδένα ἐξυπνίσαντα.

Ἀπηνέχθη οὖν παρὰ τοῦ ἀνδρὸς, καὶ συνήθως τῆς θύρας κεκλεισμένης, ἔνδον ἦν πάλιν μόνος. Καὶ στήκειν μὲν οὐκ ἴσχυε διὰ τὰς πληγάς· ἀνακεί μενος δὲ ηὔχετο. Καὶ μετὰ τὴν εὐχὴν ἔλεγε μετὰ κραυγῆς· Ὧδέ εἰμι ἐγὼ Ἀντώνιος· οὐ φεύγω τὰς παρ' ὑμῶν πληγάς. Κἂν γὰρ πλείονας ποιήσητε, οὐδέν με χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Εἶτα καὶ ἔψαλλεν· Ἐὰν παρατάξηται ἐπ' ἐμὲ παρεμ βολὴ, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία μου. Ὁ μὲν οὖν ἀσκητὴς ἐφρόνει καὶ ἔλεγε ταῦτα· ὁ δὲ μισόκαλος. ἐχθρὸς, θαυμάσας, ὅτι καὶ μετὰ τὰς πληγὰς ἐθάῤῥησεν ἐλθεῖν, συγκαλέσας αὐτοῦ τοὺς κύνας, καὶ διαῤῥηγνύμενος, ἔφη· Ὁρᾶτε ὅτι οὐ πνεύματι πορ νείας, οὐ πληγαῖς ἐπαύσαμεν τοῦτον· ἀλλὰ καὶ θρασύ νεται καθ' ἡμῶν· προσέλθωμεν ἄλλως αὐτῷ. Εὔκολον 26.857 δὲ τῷ διαβόλῳ τὰ εἰς κακίαν σχήματα. Τότε δὴ οὖν ἐν τῇ νυκτὶ κτύπον μὲν τοιοῦτον ποιοῦσιν, ὡς δοκεῖν πάντα τὸν τόπον ἐκεῖνον σείεσθαι· τοὺς δὲ τοῦ οἰκίσκου τέσσαρας τοίχους ὥσπερ ῥήξαντες οἱ δαίμο νες, ἔδοξαν δι' αὐτῶν ἐπεισέρχεσθαι, μετασχημα τισθέντες εἰς θηρίων καὶ ἑρπετῶν φαντασίαν· καὶ ἦν ὁ τόπος εὐθὺς πεπληρωμένος φαντασίας λεόν των, ἄρκτων, λεοπάρδων, ταύρων, καὶ ὄφεων, ἀσπί δων, καὶ σκορπίων, καὶ λύκων. Καὶ ἕκαστον μὲν τούτων ἐκίνει κατὰ τὸ ἴδιον σχῆμα. Ὁ λέων ἔβρυχε, θέλων ἐπελθεῖν, ὁ ταῦρος ἐδόκει κερατίζειν, ὁ ὄφις ἕρπων οὐκ ἔφθανε, καὶ ὁ λύκος ὁρμῶν ἐπεί χετο· καὶ ὅλως πάντων ὁμοῦ ἦσαν τῶν φαινομένων οἱ ψόφοι δεινοὶ, καὶ οἱ θυμοὶ χαλεποί. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, μαστιζόμενος καὶ κεντούμενος παρ' αὐτῶν, ᾔσθετο μὲν δεινοτέρου πόνου σωματικοῦ. Ἀτρέ μας καὶ μᾶλλον τῇ ψυχῇ γρηγορῶν ἀνέκειτο· καὶ ἔστενε μὲν διὰ τὸν τοῦ σώματος πόνον· νήφων δὲ τῇ διανοίᾳ καὶ ὥσπερ χλευάζων, ἔλεγεν· Εἰ δύναμίς τις ἦν ἐν ὑμῖν, ἤρκει καὶ μόνον ἕνα ἐξ ὑμῶν ἐλθεῖν· ἐπειδὴ δὲ ἐξενεύρωσεν ὑμᾶς ὁ Κύριος, διὰ τοῦτο κἂν τῷ πλήθει πειράζετέ πως ἐκφοβεῖν· γνώρισμα τῆς ἀσθενείας ὑμῶν τὸ τὰς ἀλόγων ὑμᾶς μιμεῖσθαι μορ φάς. Θαῤῥῶν γοῦν πάλιν ἔλεγεν· Εἰ δύνασθε καὶ ἐξουσίαν ἐλάβετε κατ' ἐμοῦ, μὴ μέλλετε, ἀλλ' ἐπί βητε· εἰ δὲ μὴ δύνασθε, τί μάτην ταράσσεσθε; Σφρα γὶς γὰρ ἡμῖν καὶ τεῖχος εἰς ἀσφάλειαν ἡ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν πίστις. Πολλὰ τοίνυν ἐπιχειρήσαντες, ἔτριζον κατ' αὐτοῦ τοὺς ὀδόντας, ὅτι μᾶλλον ἔπαιζον ἑαυτοὺς, καὶ οὐκ ἐκεῖνον.

26.860 Ὁ δὲ Κύριος οὐδὲ ἐν τούτῳ ἐπελάθετο τῆς ἀθλήσεως Ἀντωνίου, ἀλλ' εἰς ἀντίληψιν αὐτοῦ παρα γέγονεν. Ἀναβλέψας γοῦν, εἶδε τὴν στέγην ὥσπερ διανοιγομένην, καὶ ἀκτῖνά τινα φωτὸς κατ ερχομένην πρὸς αὐτόν. Καὶ οἱ μὲν δαίμονες ἐξαίφνης ἄφαντοι γεγόνασιν· ὁ δὲ πόνος τοῦ σώματος εὐθὺς ἐπέπαυτο, καὶ ὁ οἶκος πάλιν ἦν ὁλόκληρος. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, αἰσθόμενος τῆς ἀντιλήψεως, καὶ πλέον ἀναπνεύσας, κουφισθείς τε τῶν πόνων, ἐδέετο τῆς φανείσης ὀπτασίας, λέγων· Ποῦ ἦς; διὰ τί μὴ ἐξ ἀρχῆς ἐφάνης, ἵνα μου τὰς ὀδύνας παύσῃς; Καὶ φωνὴ γέγονε πρὸς αὐτόν· Ἀντώνιε, ὧδε ἤμην, ἀλλὰ περιέμενον ἰδεῖν τὸ σὸν ἀγώνισμα. Ἐπεὶ οὖν ὑπέμεινας, καὶ οὐχ ἡττήθης, ἔσομαί σοι ἀεὶ βοηθὸς, καὶ ποιήσω σε ὀνομαστὸν πανταχοῦ γενέ σθαι. Ταῦτα ἀκούσας, ἀναστὰς ηὔχετο· καὶ τοσοῦτον ἴσχυσεν, ὡς αἰσθέσθαι αὐτὸν, ὅτι πλείονα δύναμιν ἔσχεν ἐν τῷ σώματι μᾶλλον, ἧς εἶχε τὸ πρότερον. Ἦν δὲ τότε λοιπὸν ἐγγὺς τριάκοντα καὶ πέντε ἐτῶν.

Τῇ δὲ ἑξῆς προελθὼν, ἔτι μᾶλλον προθυμό τερος ἦν εἰς τὴν θεοσέβειαν, καὶ γενόμενος πρὸς τὸν γέροντα τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον, ἠξίου τὴν ἔρημον οἰκῆ σαι σὺν αὐτῷ. Τοῦ δὲ παραιτησαμένου διά τε τὴν ἡλικίαν, καὶ διὰ τὸ μηδέπω εἶναι τοιαύτην συν ήθειαν, εὐθὺς αὐτὸς ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὁ ἐχθρὸς, βλέπων αὐτοῦ τὴν σπουδὴν καὶ θέ λων ἐμποδίσαι ταύτην, ὑπέβαλεν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἀργυροῦ δίσκου μεγάλου φαντασίαν. Ἀντώνιος δὲ, συνεὶς τοῦ μισοκάλου τὴν τέχνην, ἔστη, καὶ τῷ δίσκῳ βλέπων, τὸν ἐν αὐτῷ διάβολον ἤλεγχε λέγων· Πόθεν ἐν ἐρήμῳ δίσκος; Οὐκ ἔστιν ἡ ὁδὸς αὕτη τε τριμμένη, οὐδέ ἐστιν ἴχνος ὁδευσάντων ὧδέ τινων· ἐκπεσὼν οὐκ ἠδύνατο λαθεῖν μέγιστος ὤν. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπολέσας, ἀναστρέψας καὶ ζητήσας εὗρεν ἂν διὰ τὸ ἔρημον εἶναι τὸν τόπον. Τοῦτο τέχνη τοῦ διαβό 26.861 λου γέγονεν. Οὐκ ἐμποδίσεις ἐν τούτῳ μου τὴν προ θυμίαν, διάβολε. Τοῦτο γὰρ σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπ ώλειαν. Καὶ τοῦτο τοῦ Ἀντωνίου λέγοντος, ἐξέλιπεν ἐκεῖνος, ὡσεὶ καπνὸς ἀπὸ προσώπου πυρός.

Εἶτα πάλιν οὐκ ἔτι φαντασίαν, ἀληθινὸν δὲ χρυσὸν ἐῤῥιμμένον ἐν ταῖς ὁδοῖς ἑώρακεν ἀπερχόμε νος. Εἴτε δὲ τοῦ ἐχθροῦ δείξαντος, εἴτε τινὸς κρείτ τονος δυνάμεως γυμναζούσης τὸν ἀθλητὴν, καὶ δει κνυούσης τῷ διαβόλῳ, ὅτι μηδὲ τῶν ἀληθῶς φροντί ζει χρημάτων· οὔτε αὐτὸς ἀπήγγειλεν, οὔτε ἡμεῖς ἔγνωμεν, πλὴν ὅτι χρυσὸς ἦν ὁ φαινόμενος. Ὁ δὲ Ἀντώνιος τὸ μὲν πλῆθος ἐθαύμασεν, ὡς δὲ πῦρ ὑπερβὰς, οὕτως αὐτὸν παρῆλθεν ὡς μηδὲ στρα φῆναι· ἀλλὰ καὶ δρόμῳ σπουδάσαι τοσοῦτον, ὥστε κρύψαι καὶ λαθεῖν τὸν τόπον. Μᾶλλον οὖν καὶ μᾶλ λον ἐπιτείνας τὴν πρόθεσιν, ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος. Καὶ παρεμβολὴν ἔρημον, καὶ διὰ τὸν χρόνον μεστὴν ἑρπετῶν εὑρὼν εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ, ἐκεῖ μετ έθηκεν ἑαυτὸν, καὶ ᾤκησεν ἐν αὐτῇ. Τὰ μὲν οὖν ἑρπετὰ, ὥσπερ τινὸς διώκοντος, εὐθὺς ἀνεχώρησαν· αὐτὸς δὲ, τὴν εἴσοδον ἀναφράξας, καὶ ἄρτους εἰς μῆ νας ἒξ ἀποθέμενος (ποιοῦσι δὲ τοῦτο Θηβαῖοι, καὶ πολλάκις μένουσι καὶ ὅλον ἐνιαυτὸν ἀβλαβεῖς), ἔχων ἔνδον ὕδωρ, ὥσπερ ἐν ἀδύτοις ἐγκαταδυόμενος μόνος ἔμενεν ἔνδον, μήτε αὐτὸς προϊὼν, μήτε τινὰ τῶν ἐρχομένων βλέπων. Αὐτὸς μὲν οὖν πολὺν χρόνον οὕτω συνῆψεν ἀσκούμενος· κατ' ἐνιαυτὸν μόνον ἄνω θεν ἀπὸ τοῦ δώματος δεύτερον δεχόμενος τοὺς ἄρτους.

Οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἐρχόμενοι τῶν γνωρίμων, ἐπεὶ μὴ συνεχώρει τούτους εἰσελθεῖν, ἔξω πολλάκις ἡμέρας καὶ νύκτας ποιοῦντες, ἤκουον ὡς ὄχλων ἔν δον θορυβούντων, κτυπούντων, φωνὰς ἀφιέντων οἰ κτρὰς, καὶ κραζόντων· Ἀπόστα τῶν ἡμετέρων· τί σοὶ καὶ τῇ ἐρήμῳ; οὐ φέρεις ἡμῶν τὴν ἐπιβου λήν. Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν εἶναί τινας σὺν αὐτῷ μαχο μένους ἀνθρώπους, καὶ τούτους διὰ κλιμάκων εἰσ εληλυθέναι πρὸς αὐτὸν ἐνόμιζον οἱ ἔξωθεν· ὡς δὲ διά τινος τρυμαλιᾶς παρακύψαντες, οὐδένα ἔβλεπον, τότε 26.864 δὴ λογισάμενοι δαίμονας εἶναι τούτους, καὶ φοβηθέν τες αὐτοὶ, τὸν Ἀντώνιον ἐκάλουν. Ὁ δὲ μᾶλλον τούτων ἤκουεν, ἢ ἐκείνων ἐφρόντιζε. Καὶ προσελ θὼν ἐγγὺς τῆς θύρας, παρεκάλει τοὺς ἀνθρώπους ἀναχωρεῖν καὶ μὴ φοβεῖσθαι· οὕτω γὰρ ἔλεγε τοὺς δαίμονας φαντασίας ποιεῖν κατὰ τῶν δειλιώντων. Ὑμεῖς οὖν σφραγίσατε ἑαυτοὺς, καὶ ἄπιτε θαῤῥοῦν τες· καὶ τούτους ἄφετε παίζειν ἑαυτοῖς. Οἱ μὲν οὖν ἀπήρχοντο τετειχισμένοι τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ. Ὁ δὲ ἔμενε, καὶ οὐδὲν ἐβλάπτετο παρ' αὐτῶν· ἀλλ' οὐδὲ ἔκαμνεν ἀγωνιζόμενος· ἡ γὰρ προσθήκη τῶν γινομένων αὐτῷ τῶν ἄνω θεωρημάτων, καὶ ἡ τῶν ἐχθρῶν ἀσθένεια, πολλὴν αὐτῷ τῶν πόνων ἀνάπαυ λαν παρείχετο, καὶ εἰς πλείονα προθυμίαν παρ εσκεύαζε. Καὶ γὰρ συνεχῶς παρέβαλλον οἱ γνώρι μοι, νομίζοντες εὑρίσκειν αὐτὸν νεκρὸν, καὶ ἤκουον αὐτοῦ ψάλλοντος· Ἀναστήτω, ὁ Θεὸς, καὶ δια σκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέ τωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν. Ὡς ἐκλείπει καπνὸς, ἐκλειπέτωσαν· ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς, οὕτως ἀπόλοιντο οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ· καὶ πάλιν· Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.

Εἴκοσι τοίνυν ἐγγὺς ἔτη διετέλεσεν, οὕτω καθ' ἑαυτὸν ἀσκούμενος, οὔτε προϊὼν, οὔτε παρά τινων συνεχῶς βλεπόμενος. Μετὰ δὲ ταῦτα, πολλῶν ποθούν των καὶ θελόντων αὐτοῦ τὴν ἄσκησιν ζηλῶσαι, ἄλλων τε γνωρίμων ἐλθόντων, καὶ βίᾳ τὴν θύραν καταβαλόντων καὶ ἐξεωσάντων· προῆλθεν ὁ Ἀντώνιος ὥσπερ ἔκ τινος ἀδύτου μεμυσταγωγημένος καὶ θεο φορούμενος· καὶ τότε πρῶτον ἀπὸ τῆς παρεμ βολῆς ἐφάνη τοῖς ἐλθοῦσι πρὸς αὐτόν. Ἐκεῖνοι μὲν οὖν, ὡς εἶδον, ἐθαύμαζον ὁρῶντες αὐτοῦ τό τε σῶμα τὴν αὐτὴν ἕξιν ἔχον, καὶ μήτε πιανθὲν, ὡς ἀγύμνα στον, μήτε ἰσχνωθὲν ὡς ἀπὸ νηστειῶν καὶ μά 26.865 χης δαιμόνων· τοιοῦτος γὰρ ἦν, οἶον καὶ πρὸ τῆς ἀναχωρήσεως ᾔδεισαν αὐτόν· τῆς δὲ ψυχῆς πάλιν κα θαρὸν τὸ ἦθος· οὔτε γὰρ ὡς ὑπὸ ἀνίας συνεσταλμέ νον ἦν, οὔτε ὑφ' ἡδονῆς διακεχυμένον, οὔτε ὑπὸ γέλωτος ἢ κατηφείας συνεχόμενον· οὔτε γὰρ ἑωρακὼς τὸν ὄχλον ἐταράχθη, οὔτε ὡς ὑπὸ τοσούτων κατασπα ζόμενος ἐγεγήθει· ἀλλ' ὅλος ἦν ἴσος, ὡς ὑπὸ τοῦ λόγου κυβερνώμενος, καὶ ἐν τῷ κατὰ φύσιν ἑστώς. Πολλοὺς γοῦν τῶν παρόντων τὰ σώματα πάσχοντας ἐθεράπευσεν ὁ Κύριος δι' αὐτοῦ· καὶ ἄλλους ἀπὸ δαι μόνων ἐκαθάρισε. Χάριν τε ἐν τῷ λαλεῖν ἐδίδου τῷ Ἀντωνίῳ· καὶ οὕτω πολλοὺς μὲν λυπουμένους παρ εμυθεῖτο, ἄλλους δὲ μαχομένους διήλλαττεν εἰς φι λίαν· πᾶσιν ἐπιλέγων μηδὲν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ προ κρίνειν τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης. Διαλεγόμενος δὲ καὶ παραινῶν μνημονεύειν περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ τῆς εἰς ἡμᾶς γενομένης τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας, ὃς οὐκ ἐφείσατο τοῦ ἰδίου Υἱοῦ, ἀλλ' ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν· ἔπεισε πολ λοὺς αἱρήσασθαι τὸν μονήρη βίον· καὶ οὕτω λοιπὸν γέγονε καὶ ἐν τοῖς ὄρεσι μοναστήρια, καὶ ἡ ἔρημος ἐπολίσθη ὑπὸ μοναχῶν, ἐξελθόντων ἀπὸ τῶν ἰδίων, καὶ ἀπογραψαμένων τὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς πο λιτείαν.

Χρείας δὲ γενομένης διελθεῖν αὐτὸν τὴν τοῦ Ἀρσενοΐτου διώρυγα (χρεία δὲ ἦν ἡ τῶν ἀδελφῶν ἐπίσκεψις), πλήρης ἦν ἡ διώρυξ κροκοδείλων. Καὶ μόνον εὐξάμενος, ἐνέβη αὐτός τε καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, καὶ διῆλθον ἀβλαβεῖς. Ὑποστρέψας δὲ εἰς τὸ μοναστήριον, τῶν αὐτῶν εἴχετο σεμνῶν καὶ νεανικῶν πόνων. Διαλεγόμενός τε συνεχῶς, τῶν μὲν ἤδη μοναχῶν τὴν προθυμίαν ηὔξανε, τῶν δὲ ἄλλων τοὺς πλείστους εἰς ἔρωτα τῆς ἀσκήσεως ἐκίνει, καὶ τα χέως, ἕλκοντος τοῦ λόγου, πλεῖστα γέγονε μοναστή ρια, καὶ πάντων αὐτῶν ὡς πατὴρ καθηγεῖτο.

Μιᾷ γοῦν ἡμέρᾳ προελθὼν, καὶ πάντων τῶν μοναχῶν ἐλθόντων πρὸς αὐτὸν, ἀξιούντων τε παρ' 26.868 αὐτοῦ ἀκοῦσαι λόγον, ἔλεγεν αὐτοῖς τῇ Αἰγυπτιακῇ φωνῇ ταῦτα· Τὰς μὲν Γραφὰς ἱκανὰς εἶναι πρὸς δι δασκαλίαν· ἡμᾶς δὲ καλὸν παρακαλεῖν ἀλλήλους ἐν τῇ πίστει, καὶ ἀλείφειν ἐν τοῖς λόγοις. Καὶ ὑμεῖς τοίνυν ὡς τέκνα φέρετε τῷ πατρὶ λέγοντες ἃ οἴδατε· κἀγὼ δὲ ὡς τῇ ἡλικίᾳ πρεσβύτερος ὑμῶν, ἃ οἶδα καὶ ὧν πεπείραμαι μεταδίδωμι. Ἔστω δὲ προηγουμένως κοινὴ πᾶσιν αὕτη σπουδὴ, ἀρξαμένους μὴ ὑπενδοῦ ναι, μηδὲ ἐκκακεῖν ἐν τοῖς πόνοις, μηδὲ λέγειν· Ἐχρο νίσαμεν ἐν τῇ ἀσκήσει· ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἀρχόμενοι καθ' ἡμέραν, τὴν προθυμίαν ἐπαυξήσωμεν. Ὅλος γὰρ ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος βραχύτατός ἐστι, μετρού μενος πρὸς τοὺς μέλλοντας αἰῶνας· ὥστε καὶ πάντα τὸν χρόνον ἡμῶν μηδὲν εἶναι πρὸς τὴν αἰώνιον ζωήν. Καὶ πᾶν μὲν πρᾶγμα ἐν τῷ κόσμῳ τοῦ ἀξίου πιπρά σκεται, καὶ ἴσον ἴσῳ τις ἀντικαταλλάσσει· ἡ δὲ ἐπαγ γελία τῆς αἰωνίου ζωῆς ὀλίγου τινὸς ἀγοράζεται. Γέγραπται γάρ· Αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν, κόπος καὶ πόνος. Ὅταν τοίνυν πάντα τὰ ὀγδοήκοντα ἔτη, ἢ καὶ ἑκατὸν διαμείνωμεν ἐν τῇ ἀσκήσει, οὐκ ἴσα τοῖς ἑκατὸν ἔτεσι βασιλεύσομεν, ἀλλ' ἀντὶ τῶν ἑκατὸν αἰῶνας αἰώνων βασιλεύσομεν· καὶ ἐπὶ γῆς ἀγωνισά μενοι, οὐκ ἐν γῇ κληρονομοῦμεν, ἀλλ' ἐν οὐρανοῖς ἔχομεν τὰς ἐπαγγελίας· πάλιν δὲ φθαρτὸν ἀποθέμε νοι τὸ σῶμα, ἄφθαρτον ἀπολαμβάνομεν αὐτό.

Ὥστε, τέκνα, μὴ ἐκκακῶμεν, μηδὲ νομί ζωμεν χρονίζειν, ἢ μέγα τι ποιεῖν. Οὐ γὰρ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς δόξαν. Μηδὲ εἰς τὸν κόσμον βλέποντες νομίζωμεν μεγάλοις τισὶν ἀποτε τάχθαι· καὶ γὰρ καὶ αὐτὴ πᾶσα ἡ γῆ βραχυτάτη πρὸς ὅλον τὸν οὐρανόν ἐστιν. Εἰ τοίνυν καὶ πάσης τῆς γῆς κύριοι ἐτυγχάνομεν, καὶ ἀπετασσόμεθα τῇ γῇ πάσῃ, οὐδὲν ἄξιον ἦν πάλιν πρὸς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὡς γὰρ εἴ τις καταφρονήσειε μιᾶς 26.869 χαλκῆς δραχμῆς, ἵνα κερδήσῃ χρυσᾶς δραχμὰς ἑκα τὸν, οὕτως ὁ πάσης τῆς γῆς κύριος ὢν, καὶ ἀποτασ σόμενος αὐτῇ, ὀλίγον ἀφίησι, καὶ ἑκατονταπλασίονα λαμβάνει. Εἰ δὲ οὐδὲ πᾶσα ἡ γῆ ἀξία τῶν οὐρανῶν ἐστιν, ὁ ἄρα ἀφεὶς ὀλίγας ἀρούρας, ὡς οὐδὲν κατα λιμπάνων, κἂν οἰκίαν ἢ χρυσίον ἱκανὸν ἀφῇ, οὐκ ὀφείλει καυχᾶσθαι ἢ ἀκηδιᾷν. Ἄλλως τε ὀφείλομεν λογίζεσθαι, ὅτι, κἂν μὴ ἀφῶμεν δι' ἀρετὴν, ἀλλ' ὕστερον ἀποθνήσκοντες καταλιμπάνομεν αὐτὰ πολ λάκις καὶ οἷς οὐ θέλομεν, ὡς ἐμνημόνευσεν ὁ Ἐκκλη σιαστής. Διὰ τί οὖν μὴ δι' ἀρετὴν ἡμεῖς καταλιμπά νομεν, ἵνα καὶ βασιλείαν κληρονομήσωμεν; Διὰ τοῦτο μηδὲ τοῦ κτᾶσθαί τις ἡμῶν ἐπιθυμίαν λαμβανέτω. Τί γὰρ κέρδος ταῦτα κτᾶσθαι, ἃ μηδὲ αἴρομεν μεθ' ἑαυ τῶν; τί οὐ μᾶλλον ἐκεῖνα κτώμεθα, ἃ καὶ μεθ' ἑαυτῶν ἆραι δυνάμεθα, ἅτινά ἐστι φρόνησις, δικαιο σύνη, σωφροσύνη, ἀνδρεία, σύνεσις, ἀγάπη, φιλο πτωχία, πίστις ἡ εἰς Χριστὸν, ἀοργησία, φιλοξενία; Ταῦτα κτώμενοι, εὑρήσομεν αὐτὰ πρὸ ἑαυτῶν ἐκεῖ ποιοῦντα ἡμῖν ξενίαν ἐν τῇ γῇ τῶν πραέων.

Ὥστε καὶ ἐκ τοιούτων πειθέτω τις ἑαυτὸν μὴ ὀλιγωρεῖν· καὶ μάλιστα, ἐὰν λογίσηται, δοῦλον ἑαυτὸν εἶναι τοῦ Κυρίου, καὶ ὀφείλοντα τῷ δεσπότῃ δουλεύειν. Ὥσπερ οὖν ὁ δοῦλος οὐκ ἂν τολμήσῃ λέ γειν· Ἐπειδὴ χθὲς εἰργασάμην, οὐκ ἐργάζομαι σήμερον· οὐδὲ τὸν παρελθόντα χρόνον μετρῶν, παύ σεται τῶν ἑξῆς ἡμερῶν, ἀλλὰ καθ' ἡμέραν, ὡς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ γέγραπται, τὴν αὐτὴν προθυμίαν δείκνυ σιν, ἵνα τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ἀρέσκῃ, καὶ μὴ κινδυ νεύσῃ· οὕτω καὶ ἡμεῖς καθ' ἡμέραν ἐπιμένωμεν τῇ ἀσκήσει, εἰδότες, ὅτι, ἐὰν μίαν ἡμέραν ἀμελήσωμεν, οὐ διὰ τὸν παρελθόντα χρόνον ἡμῖν συγχωρήσει, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀμέλειαν ἀγανακτήσει καθ' ἡμῶν. Οὕτως καὶ ἐν τῷ Ἰεζεχιὴλ ἠκούσαμεν· οὕτως καὶ ὁ Ἰούδας διὰ νύκτα μίαν ἀπώλεσε καὶ τοῦ παρελθόντος χρόνου τὸν κάματον.

26.872 Ἐχώμεθα οὖν, τέκνα, τῆς ἀσκήσεως, καὶ μὴ ἀκηδιῶμεν. Ἔχομεν γὰρ ἐν τούτῳ καὶ τὸν Κύριον συνεργὸν, ὡς γέγραπται· Παντὶ τῷ προαιρουμένῳ τὸ ἀγαθὸν συνεργεῖ ὁ Θεὸς εἰς τὸ ἀγαθόν. Εἰς δὲ τὸ μὴ ὀλιγωρεῖν ἡμᾶς καλὸν τὸ τοῦ Ἀποστόλου ῥητὸν μελετᾷν, τὸ, Καθ' ἡμέραν ἀποθνήσκω. Ἂν γὰρ καὶ ἡμεῖς, ὡς ἀποθνήσκοντες καθ' ἡμέραν, οὕτως ζῶμεν, οὐχ ἁμαρτήσομεν. Ἔστι δὲ τὸ λεγόμενον τοιοῦτον, ἵνα, ἐγειρόμενοι καθ' ἡμέραν, νομίζωμεν μὴ μένειν ἕως ἑσπέρας, καὶ πάλιν μέλλοντες κοιμᾶσθαι, νομί ζωμεν μὴ ἐγείρεσθαι· ἀδήλου φύσει καὶ τῆς ζωῆς ἡμῶν οὔσης, καὶ μετρουμένης καθ' ἡμέραν παρὰ τῆς Προνοίας. Οὕτω δὲ διακείμενοι, καὶ καθ' ἡμέραν οὕτω ζῶντες, οὔτε ἁμαρτήσομεν, οὔτε τινὸς ἐπιθυ μίαν ἕξομεν, οὔτε μηνιοῦμέν τινι, οὔτε θησαυρίσομεν ἐπὶ τῆς γῆς· ἀλλ' ὡς καθ' ἡμέραν προσδοκῶντες ἀποθνήσκειν, ἀκτήμονες ἐσόμεθα, καὶ πᾶσι πάντα συγχωρήσομεν· ἐπιθυμίας δὲ γυναικὸς, ἢ ἄλλης ῥυ παρᾶς ἡδονῆς, οὐδ' ὅλως κρατήσομεν, ἀλλ' ὡς παρ ερχομένην ἀποστραφησόμεθα· ἀγωνιῶντες ἀεὶ καὶ προβλέποντες τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως. Ἀεὶ γὰρ ὁ μείζων φόβος καὶ ὁ ἀγὼν τῶν βασάνων διαλύει τὸ λεῖον τῆς ἡδονῆς, καὶ τὴν ψυχὴν κλίνουσαν ἀν ίστησιν.

Οὐκοῦν ἀρξάμενοι καὶ ἐπιβάντες ἤδη τῇ ὁδῷ τῆς ἀρετῆς, ἐπεκτεινώμεθα μᾶλλον ἵνα φθάσωμεν ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν. Καὶ μηδεὶς εἰς τὰ ὀπίσω στρεφέσθω, ὡς ἡ γυνὴ τοῦ Λώτ· μάλιστα ὅτι Κύριος εἴρηκεν· Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα ἐπ' ἄροτρον, καὶ στραφεὶς εἰς τὰ ὀπίσω, εὔθετός ἐστιν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Τὸ δὲ στραφῆναι οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ μεταμεληθῆναι, καὶ πάλιν κοσμικὰ φρονεῖν. Μὴ φοβεῖσθε δὲ ἀκούοντες περὶ ἀρετῆς, μηδὲ ξενίζεσθε περὶ τοῦ ὀνόματος· οὐ γὰρ μακρὰν ἀφ' ἡμῶν ἐστιν οὐδ' ἔξωθεν ἡμῶν συνίσταται, ἐν 26.873 ἡμῖν δέ ἐστι τὸ ἔργον, καὶ εὔκολόν ἐστι τὸ πρᾶγμα, ἐὰν μόνον θελήσωμεν. Ἕλληνες μὲν οὖν ἀποδημοῦσι, καὶ θάλατταν περῶσι, ἵνα γράμματα μάθωσιν· ἡμεῖς δὲ οὐ χρείαν ἔχομεν ἀποδημῆσαι διὰ τὴν βασι λείαν τῶν οὐρανῶν, οὔτε περᾶσαι θάλατταν διὰ τὴν ἀρετήν. Φθάσας γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος· Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν· Οὐκοῦν ἡ ἀρετὴ τοῦ θέλειν ἡμῶν μόνου χρείαν ἔχει· ἐπειδήπερ ἐν ἡμῖν ἐστι, καὶ ἐξ ἡμῶν συνίσταται. Τῆς γὰρ ψυ χῆς τὸ νοερὸν κατὰ φύσιν ἑκούσης, ἡ ἀρετὴ συνίστα ται. Κατὰ φύσιν δὲ ἔχει, ὅτ' ἂν ὡς γέγονε μένει, γέγονε δὲ καλὴ καὶ εὐθὴς λίαν. Διὰ τοῦτο ὁ μὲν τοῦ Ναυῆ Ἰησοῦς παραγγέλλων ἔλεγε τῷ λαῷ· Εὐθύνατε τὴν καρδίαν ὑμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν Ἰσραήλ· ὁ δὲ Ἰωάννης· Εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους ὑμῶν. Τὸ γὰρ εὐθεῖαν εἶναι τὴν ψυχὴν, τοῦτό ἐστι τὸ κατὰ φύσιν νοερὸν αὐτῆς ὡς ἐκτίσθη. Πάλιν δὲ ὅτ' ἂν ἐκκλίνῃ, καὶ ἐν διαστροφῇ τοῦ κατὰ φύσιν γένηται, τότε κακία ψυχῆς λέγεται. Οὐκοῦν οὐκ ἔστι δυσχερὲς τὸ πρᾶγμα· ἐὰν γὰρ μείνωμεν ὡς γεγόνα μεν, ἐν τῇ ἀρετῇ ἐσμεν· ἐὰν δὲ λογιζώμεθα τὰ φαῦ λα, ὡς κακοὶ κρινόμεθα. Εἰ μὲν οὖν ἔξωθεν ἦν πο ριστέον τὸ πρᾶγμα, δυσχερὲς ὄντως ἦν· εἰ δὲ ἐν ἡμῖν ἐστι, φυλάξωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ ῥυπαρῶν λογι σμῶν, καὶ ὡς παρακαταθήκην λαβόντες, τηρήσωμεν τῷ Κυρίῳ τὴν ψυχήν· ἵν' αὐτὸς ἐπιγνῷ τὸ ποίημα αὐτοῦ, οὕτως οὖσαν, ὥσπερ αὐτὴν καὶ πεποίηκεν αὐτήν.

Ἔστω δὲ ἡμῖν ἀγὼν, ὥστε μὴ τυραννεῖν ἡμῶν θυμὸν, μηδὲ κρατεῖν ἡμῶν ἐπιθυμίαν. Γέγραπται γὰρ, ὅτι Ὀργὴ ἀνδρὸς δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργά ζεται· ἡ δὲ ἐπιθυμία, συλλαβοῦσα, τίκτει ἁμαρ τίαν· ἡ δὲ ἁμαρτία, ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θά νατον. Οὕτω δὲ πολιτευόμενοι νήφωμεν ἀσφαλῶς· καὶ, ὡς γέγραπται, πάσῃ φυλακῇ τηρῶμεν ἑαυτῶν τὴν καρδίαν. Ἐχθροὺς γὰρ ἔχομεν δεινοὺς καὶ πανούργους, τοὺς πονηροὺς δαίμονας· καὶ πρὸς τού τους ἐστὶν ἡμῖν ἡ πάλη, ὡς εἶπεν ὁ Ἀπόστολος· Οὐ πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς, καὶ 26.876 πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Πολὺς μὲν οὖν ἐστιν αὐτῶν ὁ ὄχλος ἐν τῷ καθ' ἡμᾶς ἀέρι, καὶ μακρὰν οὐκ εἰσὶν ἀφ' ἡμῶν· πολλὴ δέ τίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς ἡ διαφορά. Καὶ περὶ μὲν τῆς φύσεως αὐτῶν καὶ τῆς διαφορᾶς πολὺς ἂν εἴη λόγος, καὶ ἄλλων μει ζόνων ἢ καθ' ἡμᾶς ἐστι τὸ τοιοῦτον διήγημα· τὸ δὲ νῦν κατεπεῖγον καὶ ἀναγκαῖον ἡμῖν, γνῶναί ἐστι μό νον τὰς καθ' ἡμῶν αὐτῶν πανουργίας.

Πρῶτον τοίνυν τοῦτο γινώσκωμεν, ὅτι οἱ δαίμονες οὐ καθ' ὃ δαίμονες καλοῦνται, οὕτω γεγό νασιν· οὐδὲν γὰρ κακὸν ἐποίησεν ὁ Θεός· ἀλλὰ καλοὶ μὲν γεγόνασι καὶ αὐτοὶ, ἐκπεσόντες δὲ ἀπὸ τῆς οὐ ρανίου φρονήσεως, καὶ λοιπὸν περὶ τὴν γῆν καλιν δούμενοι, τοὺς μὲν Ἕλληνας ἠπάτησαν ταῖς φαντα σίαις, ἡμῖν δὲ τοῖς Χριστιανοῖς φθονοῦντες, πάντα κινοῦσι, θέλοντες ἐμποδίζειν ἡμᾶς τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνόδου· ἵνα μὴ ὅθεν ἐξέπεσον αὐτοὶ ἀνέλθωμεν ἡμεῖς. Δι' ὃ καὶ πολλῆς εὐχῆς, καὶ ἀσκήσεώς ἐστι χρεία· ἵνα τις, λαβὼν διὰ τοῦ Πνεύματος χάρισμα διακρί σεως πνευμάτων, γνῶναι δυνηθῇ τὰ κατ' αὐτούς· καὶ τίνες μὲν αὐτῶν εἰσιν ἔλαττον φαῦλοι, τίνες δὲ ἐκείνων φαυλότεροι, καὶ περὶ ποῖον ἐπιτήδευμα ἕκαστος αὐτῶν ἔχει τὴν σπουδὴν, καὶ πῶς ἕκαστος αὐτῶν ἀνατρέπεται καὶ ἐκβάλλεται. Πολλὰ γὰρ αὐ τῶν ἐστι τὰ πανουργεύματα, καὶ τὰ τῆς ἐπιβουλῆς κινήματα. Ὁ μὲν οὖν μακάριος Ἀπόστολος καὶ οἱ κατ' αὐτὸν ᾔδεισαν τὰ τοιαῦτα λέγοντες· Οὐ γὰρ αὐ τοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν· ἡμεῖς δὲ ἀφ' ὧν ἐπει ράθημεν παρ' αὐτῶν, ὀφείλομεν ἀλλήλους ὑπ' αὐτῶν διορθοῦσθαι. Ἐγὼ γοῦν, ἐκ μέρους πεῖραν αὐτῶν ἔχων, ὡς τέκνοις λέγω.

Οὗτοι μὲν οὖν, ἐὰν ἴδωσι καὶ πάντας μὲν Χρι 26.877 στιανοὺς, μάλιστα δὲ μοναχοὺς, φιλοπονοῦντας καὶ προκόπτοντας, πρῶτον μὲν ἐπιχειροῦσι καὶ πειρά ζουσιν, ἐχόμενα τρίβου τιθέντες σκάνδαλα· σκάνδαλα δὲ αὐτῶν εἰσιν οἱ πονηροὶ λογισμοί. Οὐ δεῖ δὲ ἡμᾶς φοβεῖσθαι τὰς ὑποβολὰς αὐτῶν· εὐχαῖς γὰρ καὶ νηστείαις καὶ τῇ εἰς τὸν Κύριον πίστει πίπτουσιν εὐθὺς ἐκεῖνοι. Ἀλλὰ καὶ πεσόντες οὐ παύονται, αὖ θις δὲ πάλιν προσέρχονται πανούργως καὶ δολίως. Ἐπειδὰν γὰρ ἐκ φανεροῦ καὶ ῥυπαρᾶς ἡδονῆς μὴ δυνηθῶσιν ἀπατῆσαι τὴν καρδίαν, ἄλλως πάλιν ἐπιβαίνουσι· καὶ λοιπὸν φαντασίας ἀναπλάττοντες ἐκφοβεῖν προσποιοῦνται,
μετασχηματιζόμενοι, καὶ μιμούμενοι γυναῖκας, θηρία, ἑρπετὰ, καὶ μεγέθη σωμάτων, καὶ πλῆθος στρατιωτῶν. Ἀλλ' οὐδὲ οὕτως δεῖ τὰς τούτων φαντασίας δειλιᾷν· οὐδὲν γάρ εἰσιν, ἀλλὰ καὶ ταχέως ἀφανίζονται· ἐὰν μάλιστα τῇ πίστει καὶ τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ ἑαυτόν τις περι φράττῃ. Τολμηροὶ δέ εἰσι καὶ λίαν ἀναιδεῖς. Ἐὰν γὰρ καὶ οὕτως ἡττηθῶσιν, ἄλλῳ τρόπῳ πάλιν ἐπι βαίνουσι.

Καὶ προσποιοῦνται μαντεύεσθαι, καὶ προ λέγειν τὰ μεθ' ἡμέρας ἐρχόμενα, δεικνύειν τε ἑαυ τοὺς ὑψηλοὺς ἄχρι τῆς στέγης φθάνοντας, καὶ πλατεῖς τῷ μεγέθει· ἵνα οὓς οὐκ ἠδυνήθησαν ἀπατῆσαι τοῖς λογισμοῖς, κἂν ταῖς τοιαύταις φαντασίαις ὑφαρπά σωσιν. Ἐὰν δὲ καὶ οὕτως εὕρωσι τὴν ψυχὴν ἠσφαλισμένην τῇ πίστει, καὶ τῇ ἐλπίδι τῆς διανοίας, λοιπὸν ἐπάγονται τὸν ἄρχοντα ἑαυτῶν Καὶ φαίνεσθαι αὐτοὺς πολλάκις ἔλεγε τοιού τους, οἷον τὸν διάβολον τῷ Ἰὼβ ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε, λέγων· Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς εἶδος ἑωσφόρου. Ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύονται λαμπάδες και όμεναι, καὶ διαῤῥιπτοῦνται ἐσχάραι πυρός· ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται καπνὸς καμίνου καιομένης πυρὶ ἀνθράκων. Ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἄν θρακες· φλὸξ δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύε ται. Τοιοῦτος δὲ φαινόμενος ὁ τῶν δαιμονίων ἄρχων, ἐκφοβεῖ, καθὰ προεῖπον, μεγάλα λαλῶν ὁ πανοῦργος, ὡς πάλιν ἐξήλεγξεν αὐτὸν ὁ Κύριος, τῷ μὲν Ἰὼβ 26.880 λέγων· Ἥγηται μὲν γὰρ σίδηρον ἄχυρα, χαλκὸν δὲ ὥσπερ ξύλον σαθρόν· ἥγηται δὲ θάλασσαν ὥσπερ ἐξάλειπτρον, τὸν δὲ τάρταρον τῆς ἀβύσ σου ὥσπερ αἰχμάλωτον· ἐλογίσατο ἄβυσσον ὡς περίπατον· διὰ δὲ τοῦ προφήτου· Εἶπεν ὁ ἐχθρός· Διώξας καταλήψομαι· καὶ πάλιν δι' ἑτέρου· Τὴν οἰκουμένην ὅλην καταλήψομαι τῇ χειρί μου, ὡς νεοσσιὰν, καὶ ὡς καταλελειμμένα ὠὰ ἀρῶ. Καὶ ὅλως τοιαῦτα κομπάζειν ἐπιχειροῦσι, καὶ ἐπαγγέλ λονται ταῦτα, ὅπως ἀπατήσωσι τοὺς θεοσεβοῦν τας. Ἀλλ' ἡμᾶς οὐδ' οὕτως πάλιν χρὴ τοὺς πιστοὺς τάς τε φαντασίας αὐτοῦ φοβεῖσθαι, καὶ ταῖς φωναῖς αὐτοῦ προσέχειν. Ψεύδεται γὰρ, καὶ οὐδὲν ὅλως ἀλη θὲς λαλεῖ. Ἀμέλει τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα λαλῶν καὶ θρασυνόμενος, ὡς μὲν δράκων εἱλκύσθη τῷ ἀγκίστρῳ παρὰ τοῦ Σωτῆρος, ὡς δὲ κτῆνος φορβαίαν ἔλαβε περὶ τὰς ῥῖνας, ὡς δὲ δραπέτης κρίκῳ δέδεται τοὺς μυκτῆρας, καὶ ψελλίῳ τετρύπηται τὰ χείλη. Καὶ δέδεται μὲν παρὰ τοῦ Κυρίου ὡς στρουθίον, εἰς τὸ καταπαίζεσθαι παρ' ἡμῶν· τέθεινται δὲ αὐτός τε καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δαίμονες, ὡς σκορπίοι καὶ ὄφεις, εἰς τὸ καταπατεῖσθαι παρ' ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν. Καὶ τούτου γνώρισμα, τὸ νῦν ἡμᾶς πολιτεύεσθαι κατ' αὐτοῦ. Ὁ γὰρ τὴν θάλασσαν ἐπαγγελλόμενος ἐξαλεί φειν καὶ τὴν οἰκουμένην καταλαμβάνειν, ἰδοὺ νῦν οὐ δύναται κωλῦσαι τὴν ἄσκησιν ὑμῶν, ἀλλ' οὐδὲ ἐμὲ λαλοῦντα κατ' αὐτοῦ. Μὴ τοίνυν προσέχωμεν οἷς ἂν λαλῇ (ψεύδεται γὰρ), μηδὲ δειλιῶμεν αὐτοῦ τὰς φαν τασίας, ψευδεῖς καὶ αὐτὰς τυγχανούσας. Οὐ γὰρ φῶς ἐστιν ἀληθὲς τὸ φαινόμενον ἐν αὐταῖς· τοῦ δὲ ἡτοιμασμένου πυρὸς αὐτοῖς μᾶλλον τὰ προοίμια καὶ τὰς εἰκόνας φέρουσι· καὶ ἐν οἷς κατακαίεσθαι μέλ λουσιν, ἐν τούτοις ἐκφοβεῖν τοὺς ἀνθρώπους πειρά ζουσιν. Ἀμέλει φαίνονται, καὶ παρ' αὐτὰ πάλιν ἀφα νίζονται· βλάψαντες μὲν οὐδένα τῶν πιστῶν, φέροντες 26.881 δὲ μεθ' ἑαυτῶν τὴν ἀφομοίωσιν τοῦ μέλλοντος αὐτοὺς δέχεσθαι πυρός. Ὅθεν οὐδὲ οὕτως φοβεῖσθαι τούτους προσήκει· πάντα γὰρ αὐτῶν διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ χάριν εἰς οὐδέν ἐστι τὰ ἐπιτηδεύματα.

Δόλιοι δέ εἰσι καὶ ἕτοιμοι πρὸς πάντα μετα βάλλεσθαι καὶ μετασχηματίζεσθαι. Πολλάκις γοῦν καὶ ψάλλειν μετ' ᾠδῆς προσποιοῦνται μὴ φαινόμε νοι, καὶ μνημονεύουσι τῶν ἀπὸ τῶν Γραφῶν λέξεων· ἔστι δὲ ὅτε καὶ ἀναγινωσκόντων ἡμῶν, εὐθὺς ὥσπερ ἠχὼ λέγουσιν αὐτοὶ τὰ αὐτὰ πολλάκις ἅπερ ἀνέγνω σται· καὶ κοιμωμένους ἡμᾶς διεγείρουσιν εἰς προσευχάς· καὶ τοῦτο συνεχῶς ποιοῦσι, σχεδὸν μὴ ἐπιτρέποντες ἡμῖν μηδὲ κοιμᾶσθαι. Ἔστι δὲ ὅτε καὶ ἀποτυποῦντες ἑαυτοὺς εἰς σχήματα μοναχῶν, ὡς εὐ λαβεῖς προσποιοῦνται λαλεῖν, ἵνα τῷ ὁμοίῳ σχή ματι πλανήσωσι, καὶ λοιπὸν ἔνθα θέλουσιν ἑλκύσωσι τοὺς ἀπατηθέντας παρ' αὐτῶν. Ἀλλ' οὐ χρὴ προσ έχειν αὐτοῖς, κἂν εἰς προσευχὴν διεγείρωσι, κἂν συμβουλεύωσι μήθ' ὅλως ἐσθίειν, κἂν κατηγορεῖν καὶ ὀνειδίζειν προσποιῶνται, ἐν οἷς ποτε συν έγνωσαν ἡμῖν. Οὐ γὰρ δι' εὐλάβειαν ἢ ἀλήθειαν ταῦτα ποιοῦσιν, ἀλλ' ἵνα τοὺς ἀκεραίους εἰς ἀπό γνωσιν ἐνέγκωσιν, καὶ ἀνωφελῆ τὴν ἄσκησιν εἴπωσι, ναυτιᾶσαί τε ποιήσωσι τοὺς ἀνθρώπους, ὡς φορτικοῦ καὶ βαρυτάτου ὄντος τοῦ μονήρους βίου, καὶ ἐμποδίσωσι τοὺς κατ' αὐτῶν πολιτευομένους.

Ὁ μὲν οὖν προφήτης ἀποσταλεὶς παρὰ τοῦ Κυρίου, ἐταλάνιζε τοὺς τοιούτους λέγων· Οὐαὶ ὁ ποτίζων τὸν πλησίον αὐτοῦ ἀνατροπὴν θολεράν. Τὰ γὰρ τοιαῦτα ἐπιτηδεύματα καὶ ἐνθυμήματα ἀνα τρεπτικὰ τῆς εἰς ἀρετὴν φερούσης ἐστὶν ὁδοῦ. Ὁ δὲ Κύριος αὐτὸς δι' ἑαυτοῦ, καίτοι τἀληθῆ λέγοντας τοὺς δαίμονας (ἀληθῆ γὰρ ἔλεγον· Σὺ εἶ ὁ Υἱὸς Θεοῦ) ὅμως ἐφίμου, καὶ λαλεῖν ἐκώλυε, μή ποτε μετὰ τῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἰδίαν κακίαν ἐπισπείρωσι, καὶ ἵνα καὶ ἡμᾶς συνεθίσῃ, μηδέποτε τοῖς τοιούτοις προσ έχειν, κἂν δοκῶσι τἀληθῆ λέγειν· καὶ γὰρ ἀπρεπὲς, ἔχοντας ἡμᾶς τὰς ἁγίας Γραφὰς, καὶ τὴν παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἐλευθερίαν, διδάσκεσθαι παρὰ τοῦ διαβόλου, τοῦ μὴ τηρήσαντος τὴν ἰδίαν τάξιν, ἀλλ' ἕτερα ἀνθ' ἑτέρων φρονήσαντος. Διὰ τοῦτο καὶ λαλοῦντα τοῦτον τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν λέξεις κωλύει λέγων· Τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· Ἵνα τί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ 26.884 δικαιώματά μου, καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου; Πάντα γὰρ ποιοῦσι, καὶ λαλοῦσι, καὶ θορυβοῦσι, καὶ ὑποκρίνονται, καὶ ταράττουσι πρὸς ἀπάτην τῶν ἀκεραίων. Καὶ κτύπους γοῦν ποιοῦσι, καὶ γελῶσιν ἀφρόνως καὶ συρίττουσιν· ἂν δὲ μή τις αὐτοῖς προσέχῃ, λοιπὸν κλαίουσι καὶ θρηνοῦσιν ὡς ἡττηθέντες. Ὁ μὲν οὖν Κύριος ὡς Θεὸς ἐφίμου τοὺς δαίμονας· ἡμᾶς δὲ, μαθόντας ἀπὸ τῶν ἁγίων, πρέπει κατ' ἐκείνους ποιεῖν, καὶ μιμεῖσθαι τὴν ἀνδρίαν αὐ τῶν. Καὶ γὰρ κἀκεῖνοι ταῦτα βλέποντες ἔλεγον· Ἐν τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρτωλὸν ἐναντίον μου, ἐκωφώθην, καὶ ἐταπεινώθην, καὶ ἐσίγησα ἐξ ἀγα θῶν· καὶ πάλιν· Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον, καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ. Καὶ ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων. Οὐκοῦν καὶ ἡμεῖς μήτε ἀκούωμεν αὐτῶν ὡς ἀλλο τρίων ὄντων ἡμῶν, μήτε ὑπακούωμεν αὐτῶν, κἂν εἰς εὐχὴν ἐγείρωσι, κἂν λαλῶσι περὶ νηστειῶν· τῇ δὲ προθέσει τῆς ἀσκήσεως ἑαυτῶν μᾶλλον προσέχωμεν, καὶ μὴ παρ' ἐκείνων ἀπατώμεθα πάντα πραττόντων μετὰ δόλου. Οὐ δεῖ δὲ φοβεῖσθαι αὐτοὺς, κἂν ἐπέρ χεσθαι δοκῶσι, κἂν θάνατον ἀπειλῶσιν· ἀσθενεῖς γάρ εἰσι, καὶ οὐδὲν δύνανται, ἢ μόνον ἀπειλεῖν.

Ἤδη μὲν οὖν περὶ τούτου παρερχόμενος εἴρηκα· καὶ νῦν δὲ πλατύτερον εἰπεῖν τὰ περὶ αὐτῶν οὐκ ὀκνητέον· ἀσφαλὴς γὰρ ὑμῖν ἡ ὑπόμνησις ἔσται, Ἐπιδημήσαντος τοῦ Κυρίου, πέπτωκεν ὁ ἐχθρὸς, καὶ ἠσθένησαν αἱ δυνάμεις αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο γοῦν μηδὲν δυνάμενος ὅμως ὡς τύραννος, καὶ πεσὼν οὐκ ἠρε μεῖ, ἀλλὰ κἂν λόγοις μόνον ἀπειλεῖ· καὶ τοῦτο ἕκα 26.885 στος ὑμῶν λογιζέσθω, καὶ δύναται καταφρονεῖν τῶν δαιμόνων. Εἰ μὲν οὖν τοιούτοις σώμασιν ἦσαν ἐνδε θέντες, ὥσπερ ἐσμὲν ἡμεῖς, δυνατὸν ἦν αὐτοῖς λέγειν, ὅτι Κρυπτομένους μὲν τοὺς ἀνθρώπους οὐχ εὑρίσκο μεν, εὑρόντες δὲ βλάπτομεν. Ἠδυνάμεθα δὲ καὶ ἡμεῖς κρυπτόμενοι λανθάνειν αὐτοὺς, κλείοντες κατ' αὐτῶν θύρας. Εἰ δὲ οὐκ εἰσὶν οὕτως, ἀλλὰ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν εἰσελθεῖν δύνανται, καὶ ἐν τῷ παντὶ ἀέρι τυγ χάνουσιν αὐτοί τε καὶ ὁ τούτων πρῶτος διάβολος· εἰσὶ δὲ κακοθελεῖς καὶ πρὸς τὸ βλάπτειν ἕτοιμοι, καὶ, ὡς εἶπεν ὁ Σωτὴρ, ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος ἐστὶν ὁ τῆς κακίας πατὴρ διάβολος· ζῶμεν δὲ νῦν ἡμεῖς καὶ μᾶλ λον κατ' αὐτοῦ πολιτευόμεθα· δῆλοί εἰσι μηδὲν ἰσχύοντες. Οὔτε γὰρ τόπος αὐτοὺς εἰς τὸ ἐπιβουλεύειν κωλύει, οὔτε φίλους ἡμᾶς ὁρῶσιν ἑαυτῶν, ἵνα φεί σωνται, οὔτε φιλάγαθοί εἰσιν, ἵνα διορθώσωνται· ἀλλὰ καὶ μᾶλλόν εἰσι πονηροί· καὶ οὐδὲν αὐτοῖς ἐστι περι σπούδαστον ὡς τὸ βλάπτειν τοὺς φιλαρέτους καὶ θεο σεβοῦντας. Διὰ δὲ τὸ μηδὲν δύνασθαι ποιεῖν, διὰ τοῦ το οὐδὲν ποιοῦσιν, ἢ μόνον ἀπειλοῦσιν· εἰ γὰρ ἠδύ ναντο, οὐκ ἂν ἔμελλον, ἀλλ' εὐθὺς ἐνήργουν τὸ κακὸν, ἑτοίμην ἔχοντες εἰς τοῦτο τὴν προαίρεσιν, καὶ μάλι στα καθ' ἡμῶν. Ἰδοὺ γοῦν νῦν συνελθόντες κατ' αὐ τῶν λαλοῦμεν, καὶ ἴσασιν, ὅτι, προκοπτόντων ἡμῶν, ἀσθενοῦσιν αὐτοί. Εἰ τοίνυν εἶχον ἐξουσίαν, οὐδένα ἂν ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἀφῆκαν ζῇν· βδέλυγμα γὰρ ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια. Ἐπειδὴ δὲ οὐδὲν δύναν ται, διὰ τοῦτο μᾶλλον ἑαυτοὺς τιτρώσκουσιν· ὅτι μηδὲν δύνανται ποιεῖν ὧν ἀπειλοῦσιν. Ἔπειτα κἀκεῖνο λογίζεσθαι χρὴ, πρὸς τὸ μὴ φοβεῖσθαι τού τους· εἰ τὸ δυνατὸν ὑπῆρχεν αὐτοῖς, οὐκ ἂν ἤρχοντο μετ' ὄχλου, οὐδὲ φαντασίας ἐποίουν, οὐδὲ μετασχη ματιζόμενοι ἐμεθόδευον· ἀλλ' ἤρκει καὶ μόνον ἐλθεῖν ἕνα, καὶ ποιῆσαι τοῦτο ὅπερ δύναται καὶ βούλεται· καὶ μάλιστα ὅτι πᾶς ὁ τὴν ἐξουσίαν ἔχων οὐ μετὰ φαντασίας ἀναιρεῖ, οὐδὲ τοῖς ὄχλοις ἐκφοβεῖ, ἀλλ' εὐ θὺς ὡς βούλεται τῇ ἐξουσίᾳ καταχρᾶται. Ἀλλ' 26.888 οἱ δαίμονες, μηδὲν δυνάμενοι, παίζουσιν ὡς ἐπὶ σκη νῆς, ἀλλάττοντες τὰς μορφὰς, καὶ τοὺς παῖδας ἐκφο βοῦντες, τῇ τῶν ὄχλων φαντασίᾳ καὶ τοῖς σχηματισμοῖς· ἐξ ὧν μᾶλλον καταφρονητέοι ὡς ἀσθενεῖς ὀφεί λουσιν εἶναι. Ὁ γοῦν ἀληθινὸς ἄγγελος, ἀποσταλεὶς παρὰ τοῦ Κυρίου κατὰ τῶν Ἀσσυρίων, οὐ χρείαν ἔσχεν ὄχλων, οὐ φαντασίας τῆς ἔξωθεν, οὐ κτύπων, οὐ κρότων· ἀλλ' ἠρέμα τῇ ἐξουσίᾳ ἐκέχρητο, καὶ ἀνεῖ λεν εὐθὺς ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε χιλιάδας. Οἱ δὲ μηδὲν δυνάμενοι δαίμονες, οἷοί εἰσιν οὗτοι, κἂν ταῖς φαντασίαις ἐκφοβεῖν πειράζουσιν.

Ἐὰν δέ τις τὰ τοῦ Ἰὼβ λογίσηται, καὶ εἴπῃ, Διὰ τί οὖν ἐξελθὼν ὁ διάβολος πάντα κατ' αὐτοῦ πε ποίηκε; καὶ τῶν μὲν ὑπαρχόντων αὐτὸν ἐψίλωσε, τὰ δὲ τέκνα ἀνεῖλε, καὶ ἐκεῖνον ἔπαισεν ἕλκει πονηρῷ; γινωσκέτω πάλιν ὁ τοιοῦτος, ὡς οὐκ ἦν ὁ διάβολος ὁ ἰσχύων, ἀλλ' ὁ Θεὸς ὁ παραδιδοὺς αὐτῷ πρὸς πεῖραν τὸν Ἰώβ· ἀμέλει μηδὲν δυνάμενος ποιῆσαι, ᾔτησε καὶ λαβὼν πεποίηκεν. Ὥστε καὶ ἐκ τούτου μᾶλλον καταγνωστέος ἐστὶν ὁ ἐχθρὸς, ὅτι, καίτοι θέ λων, οὐδὲ καθ' ἑνὸς ἴσχυσεν ἀνθρώπου δικαίου· εἰ γὰρ ἴσχυσεν, οὐκ ἂν ᾔτησεν· αἰτήσας δὲ οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ δεύτερον, φαίνεται ἀσθενὴς καὶ μηδὲν δυνάμενος. Καὶ οὐ θαυμαστὸν εἰ κατὰ τοῦ Ἰὼβ οὐκ ἴσχυσεν, ὅπου γε οὐδὲ κατὰ τῶν κτηνῶν αὐτοῦ ἐγίνετο ὄλεθρος, εἰ μὴ συγχωρήσας ἦν ὁ Θεός· ἀλλ' οὐδὲ κατὰ χοίρων ἔχει τὴν ἐξουσίαν· Παρεκάλουν γὰρ, ὡς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ γέγραπται, τὸν Κύριον, λέγοντες· Ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τοὺς χοίρους. Εἰ δὲ μηδὲ χοί ρων ἔχουσιν ἐξουσίαν, πολλῷ μᾶλλον τῶν κατ' εἰκόνα Θεοῦ γεγενημένων ἀνθρώπων οὐκ ἔχουσι.

Τὸν Θεὸν ἄρα μόνον φοβεῖσθαι δεῖ· τούτων δὲ καταφρονεῖν, καὶ μηδ' ὅλως αὐτοὺς δεδιέναι. Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὅσον ταῦτα ποιοῦσιν, ἐπιτείνωμεν ἡμεῖς τὴν ἄσκησιν κατ' αὐτῶν. Μέγα γὰρ ὅπλον ἐστὶ 26.889 κατ' αὐτῶν βίος ὀρθὸς, καὶ ἡ πρὸς Θεὸν πίστις. Φο βοῦνται γοῦν τῶν ἀσκητῶν τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυ πνίαν, τὰς εὐχὰς, τὸ πρᾶον, τὸ ἥσυχον, τὸ ἀφιλάργυ ρον, τὸ ἀκενόδοξον, τὴν ταπεινοφροσύνην, τὸ φιλόπτωχον, τὰς ἐλεημοσύνας, τὸ ἀόργητον, καὶ προηγουμέ νως τὴν εἰς τὸν Χριστὸν εὐσέβειαν. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ πάντα ποιοῦσιν, ἵνα μὴ ἔχωσι τοὺς καταπατοῦντας αὐτούς. Ἴσασι γὰρ τὴν κατ' αὐτῶν δοθεῖσαν χάριν τοῖς πιστοῖς παρὰ τοῦ Σωτῆρος, λέγοντος αὐτοῦ· Ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν ἐξουσίαν πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ.

Ἂν τοίνυν καὶ προλέγειν ὑποκρίνωνται, μὴ προσποιείσθω τις. Πολλάκις γὰρ πρὸ ἡμερῶν λέγουσι τοὺς μεθ' ἡμέρας ἀπαντῶντας ἀδελφούς· καὶ ἔρχονται μὲν ἐκεῖνοι. Ποιοῦσι δὲ τοῦτο οὗτοι, οὐ κηδόμενοι τῶν ἀκουόντων, ἀλλ' ἵνα πιστεύειν αὐτοῖς πείσωσιν αὐτοὺς, καὶ τότε λοιπὸν ὑποχειρίους ἔχοντες, ἀπολέσωσιν· ὅθεν οὐ δεῖ προσέχειν αὐτοῖς, ἀλλὰ καὶ λέγοντας ἀνα τρέπειν χρὴ, ὅτι μὴ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς τούτων. Τί γὰρ θαυμαστὸν, εἰ λεπτοτέροις χρώμενοι σώμασι μᾶλλον τῶν ἀνθρώπων, καὶ τοὺς ἀρξαμένους ὁδεύειν ἑωρακότες, προλαμβάνουσι τῷ δρόμῳ καὶ ἀπαγγέλ λουσι; τοῦτο καὶ ἵππῳ τις ἐπικαθήμενος προλέγει, προλαμβάνων τοῦ ὁδεύοντος τοῖς ποσίν· ὥστε οὐδ' ἐν τούτῳ χρὴ θαυμάζειν αὐτούς. Οὐδὲν γὰρ τῶν μὴ γενομένων προγινώσκουσιν· ἀλλὰ μόνος ὁ Θεός ἐστιν ὁ πάντα γινώσκων πρὶν γενέσεως αὐτῶν. Οὗτοι δὲ ἃ βλέπουσιν, ὡς κλέπται, προτρέχοντες ἀπαγγέλλουσι. Πόσοις νῦν τὰ ἡμῶν, καὶ ὅτι συνήλθομεν, καὶ ὁμιλοῦ μεν κατ' αὐτῶν σημαίνουσι, πρὶν παρ' ἡμῶν τις ἀπελ θὼν ἀπαγγείλῃ! Τοῦτο δὲ καὶ παῖς τις ταχυδρό μος ποιῆσαι δύναται, προλαβὼν τὸν βραδύναντα. Ὃ δὲ λέγω, τοιοῦτόν ἐστιν. Ἄν τις ἄρξηται περιπατεῖν ἀπὸ τῆς Θηβαΐδος, ἢ ἀπό τινος ἄλλης χώρας, πρὶν μὲν ἄρξηται περιπατεῖν, οὐκ ἴσασιν εἰ περιπατήσει· πε ριπατοῦντα δὲ τοῦτον ἑωρακότες, προτρέχουσι, καὶ πρὶν αὐτὸν ἐλθεῖν, ἀπαγγέλλουσι· καὶ οὕτω συμβαίνει τού 26.892 τους μεθ' ἡμέρας ἐλθεῖν. Πολλάκις δὲ τῶν περιπα τούντων ὑποστρεφόντων, ἐψεύσαντο αὐτοί.

Οὕτω καὶ περὶ τοῦ ποταμίου ὕδατος ἔστιν ὅτε φλυαροῦσιν· ἑωρακότες γὰρ πολλοὺς ὑετοὺς γινομέ νους ἐν τοῖς τῆς Αἰθιοπίας μέρεσι, καὶ εἰδότες, ὡς ἐξ ἐκείνων ἡ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ γίνεται, πρὶν ἐλ θεῖν εἰς τὴν Αἴγυπτον τὸ ὕδωρ, προτρέχοντες λέγουσι. Τοῦτο δ' ἂν καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰρήκασιν, εἰ τοσοῦτον ἠδύναντο δραμεῖν, ὅσον ἐκεῖνοι. Καὶ ὥσπερ ὁ σκοπὸς τοῦ Δαβὶδ, ἀνερχόμενος εἰς ὑψηλὸν, μᾶλλον τοῦ κάτω μένοντος προέβλεπε τὸν ἐρχόμενον· καὶ αὐτὸς δὲ ὁ προτρέχων ἔλεγε πρὸ τῶν ἄλλων, οὐ τὰ μὴ γενόμενα, ἀλλὰ τὰ ἤδη ὁδεύοντα καὶ γινόμενα· οὕτω καὶ οὗτοι κάμνειν αἱροῦνται, καὶ σημαίνουσιν ἄλλοις, ἵνα μόνον ἀπατῶσιν· ἂν μέντοι ἡ Πρόνοια μεταξύ τι βουλεύσηται περὶ τῶν ὑδάτων ἢ τῶν ὁδευόντων (ἔξεστι γὰρ αὐτῇ), ἐψεύσαντο οἱ δαίμονες, καὶ ἠπατήθησαν οἱ προσεσχηκότες αὐτοῖς.

Οὕτω συνέστη τὰ τῶν Ἑλλήνων μαντεῖα, καὶ οὕτως ἐπλανήθησαν παρὰ τῶν δαιμόνων τὸ πρίν· ἀλλὰ καὶ οὕτω πέπαυται λοιπὸν ἡ πλάνη. Ἦλθε γὰρ ὁ Κύριος ὁ σὺν αὐτῇ τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν καὶ τοὺς δαίμονας καταργήσας. Οὐδὲν γὰρ γινώσκουσιν ἀφ' ἑαυτῶν· ἀλλ' ὡς κλέπται, ἃ παρ' ἄλλοις ὁρῶσι, ταῦτα διαβάλλουσι· καὶ μᾶλλον στοχασταί εἰσιν ἢ προ γνῶσται. Διὸ, κἂν ἀληθῆ ποτε τοιαῦτα λέγωσι, μηδ' οὕτως αὐτοὺς θαυμαζέτω τις. Καὶ γὰρ καὶ ἰατροὶ πεῖραν ἔχοντες τῶν νοσημάτων, ἐπειδὰν θεωρήσωσιν ἐν ἄλλοις τὴν αὐτὴν νόσον, πολλάκις στοχαζόμενοι ἀπὸ τῆς συνηθείας προλέγουσι. Καὶ κυβερνῆται δὲ καὶ γεωργοὶ πάλιν, ἀπὸ τῆς συνηθείας βλέποντες τὴν τοῦ ἀέρος κατάστασιν, προλέγουσιν ἢ χειμῶνα ἢ εὔδιον ἀέρα ἔσεσθαι· καὶ οὐ διὰ τοῦτο ἐκ θείας ἐπιπνοίας αὐτοὺς ἄν τις εἴποι προλέγειν, ἀλλ' ἀπὸ τῆς πείρας καὶ τῆς συνηθείας. Ὅθεν εἰ καὶ οἱ δαίμονες τὰ αὐτά ποτε στοχαζόμενοι λέγουσι, μὴ διὰ τοῦτό τις αὐτοὺς θαυμαζέτω, μηδὲ προσεχέτω τούτοις. Τί γὰρ χρήσι 26.893 μον τοῖς ἀκούουσι τὸ εἰδέναι παρὰ τούτων πρὸ ἡμε ρῶν τὰ ἐρχόμενα; ἢ ποία σπουδὴ τὰ τοιαῦτα γινώ σκειν, κἂν ἀληθῶς γινώσκῃ; οὐ γὰρ ἀρετῆς ἐστι τοῦτο ποιητικὸν, οὐδὲ ἤθους ἀγαθοῦ πάντως ἐστὶ τοῦτο γνώ ρισμα. Οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν κρίνεται διὰ τί οὐκ οἶδε, καὶ οὐδεὶς μακαρίζεται, ὅτι μεμάθηκε καὶ ἔγνω· ἀλλ' ἐν τούτοις ἕκαστος ἔχει τὴν κρίσιν, εἰ τὴν πίστιν τετή ρηκε, καὶ τὰς ἐντολὰς γνησίως ἐφύλαξεν.

Ὅθεν οὐ δεῖ περὶ πολλοῦ ταῦτα ποιεῖσθαι· οὐδὲ διὰ ταῦτα ἀσκεῖσθαι καὶ πονεῖν, ἵνα προ γινώσκωμεν, ἀλλ' ἵνα Θεῷ καλῶς πολιτευόμενοι ἀρέ σωμεν. Εὔχεσθαί τε χρὴ, οὐχ ἵνα προγινώσκωμεν, οὐδὲ τοῦτον τῆς ἀσκήσεως ἀπαιτεῖν μισθόν· ἀλλ' ἵνα συνεργὸς ἡμῖν εἰς τὴν κατὰ τοῦ διαβόλου νίκην ὁ Κύ ριος γένηται. Εἰ δὲ ἅπαξ καὶ τοῦ προγινώσκειν ἡμῖν μέλει, καθαρεύωμεν τῇ διανοίᾳ. Ἐγὼ γὰρ πιστεύω, ὅτι καθαρεύουσα ψυχὴ πανταχόθεν, καὶ κατὰ φύσιν ἑστῶσα, δύναται, διορατικὴ γενομένη, πλείονα καὶ μακρότερα βλέπειν τῶν δαιμόνων, ἔχουσα τὸν ἀποκα λύπτοντα Κύριον αὐτῇ· οἵα ἦν ἡ τοῦ Ἐλισσαίου βλέ πουσα τὰ κατὰ τὸν Γιεζῆ, καὶ ὁρῶσα τὰς παρ' αὐτὴν ἑστώσας δυνάμεις.

Ὅταν τοίνυν νυκτὸς ἔρχωνται πρὸς ὑμᾶς, καὶ θέλωσι τὰ μέλλοντα λαλεῖν, ἢ λέγωσιν· Ἡμεῖς ἐσμεν οἱ ἄγγελοι· μὴ προσέχετε, ψεύδονται γάρ. Ἂν δὲ καὶ ἐπαινῶσι τὴν ἄσκησιν ὑμῶν, καὶ μακαρίζωσιν ὑμᾶς· μήτε ὑπακούετε, μήθ' ὅλως προσποιεῖσθε τούτους· σφραγίζετε δὲ μᾶλλον ἑαυτοὺς καὶ τὸν οἶκον, καὶ εὔ χεσθε· καὶ ὄψεσθε αὐτοὺς καὶ γινομένους ἀφανεῖς· δειλοὶ γάρ εἰσι, καὶ πάνυ φοβοῦνται τὸ σημεῖον τοῦ Κυριακοῦ σταυροῦ· ἐπειδήπερ ἐν αὐτῷ τούτους ἀπο δυσάμενος, παρεδειγμάτισεν ὁ Σωτήρ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀναιδέστερον στήκωσιν, ἐξορχούμενοι καὶ ποικιλλό μενοι ταῖς φαντασίαις· μὴ δειλιάσητε, μηδὲ πτήξητε, μηδὲ ὡς καλοῖς αὐτοῖς προσέχητε· καὶ γὰρ τὴν τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν φαύλων παρουσίαν εὐχερὲς καὶ δυ 26.896 νατόν ἐστι διαγνῶναι, τοῦ Θεοῦ διδόντος οὕτως. Ἡ μὲν γὰρ τῶν ἁγίων ὀπτασία οὐκ ἔστι τεταραγμένη. Οὐκ ἐρίσει γὰρ, οὔτε κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τις τῆς φωνῆς αὐτῶν. Ἡσύχως δὲ καὶ πράως γίνεται οὕτως, ὡς εὐθὺς χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ θάρσος ἐγγίνε σθαι τῇ ψυχῇ· ἔστι γὰρ μετ' αὐτῶν ὁ Κύριος, ὅς ἐστιν ἡμῶν μὲν χαρὰ, τοῦ δὲ Θεοῦ Πατρὸς ἡ δύναμις· οἵ τε λογισμοὶ αὐτῆς ἀτάραχοι καὶ ἀκύμαντοι διαμέ νουσιν· ὥστε καταυγαζομένην αὐτὴν ὑπ' αὐτῆς, τοὺς φαινομένους θεωρεῖν. Καὶ γὰρ πόθος τῶν θείων καὶ τῶν μελλόντων αὐτῇ ἐπεισέρχεται, καὶ θελήσει πάντως συναφθῆναι τούτοις, εἰ ἀπήρχετο μετ' αὐτῶν. Ἐὰν δὲ καὶ, ὡς ἄνθρωποι, τινὲς φοβηθῶσι τὴν τῶν καλῶν ὀπτασίαν, ἀφαιροῦσιν οἱ φαινόμενοι τὸν φόβον παρ' αὐτὰ τῇ ἀγάπῃ· ὡς ἐποίησε Γαβριὴλ τῷ Ζαχαρίᾳ, καὶ ὁ φανεὶς ἄγγελος ἐν τῷ θείῳ μνημείῳ ταῖς γυναιξὶ, καὶ ὁ τοῖς ποιμέσι λέγων ἐν τῷ Εὐαγ γελίῳ· Μὴ φοβεῖσθε. Ἔστι γὰρ ὁ φόβος ἐκείνων οὐ κατὰ δειλίαν ψυχῆς, ἀλλὰ κατ' ἐπίγνωσιν τῆς τῶν κρειττόνων παρουσίας. Τοιαύτη μὲν οὖν ἡ τῶν ἁγίων ὀπτασία.

Ἡ δὲ τῶν φαύλων ἐπιδρομὴ καὶ φαντασία τεταραγμένη, μετὰ κτύπου καὶ ἤχου καὶ κραυγῆς· οἵα ἂν γένοιτο νεωτέρων ἀπαιδεύτων καὶ λῃστῶν κίνησις. Ἐξ ὧν εὐθὺς γίνεται δειλία ψυχῆς, τάραχος καὶ ἀταξία λογισμῶν, κατήφεια, μῖσος πρὸς τοὺς ἀσκητὰς, ἀκηδία, λύπη, μνήμη τῶν οἰκείων, καὶ φόβος θανάτου· καὶ λοιπὸν ἐπιθυμία κακῶν, ὀλι γωρία πρὸς τὴν ἀρετὴν, καὶ τοῦ ἤθους ἀκαταστα σία. Ὅταν τοίνυν θεωρήσαντές τινα φοβηθῆτε, ἐὰν μὲν εὐθὺς ὁ φόβος ἀφαιρεθῇ, καὶ ἀντ' ἐκείνου γένηται χαρὰ ἀνεκλάλητος, καὶ εὐθυμία, καὶ θάρσος, καὶ ἀνάκτησις, καὶ τῶν λογισμῶν ἀταραξία, καὶ τὰ ἄλλα ὅσα προεῖπον, ἀνδρία τε καὶ ἀγάπη εἰς τὸν Θεὸν, θαρσεῖτε καὶ εὔχεσθε· ἡ γὰρ χαρὰ καὶ ἡ κα τάστασις τῆς ψυχῆς δείκνυσι τοῦ παρόντος τὴν ἁγιό τητα. Οὕτως Ἀβραὰμ ἰδὼν τὸν Κύριον ἠγαλλιάσατο· 26.897 καὶ ὁ Ἰωάννης, γενομένης φωνῆς παρὰ τῆς Θεοτό κου Μαρίας, ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει. Ἐὰν δὲ φανέντων τινῶν ταραχὴ γένηται, καὶ κτύπος ἔξωθεν, καὶ φαντασία κοσμικὴ, καὶ ἀπειλὴ θανάτου, καὶ ὅσα προεῖπον· γινώσκετε ὅτι φαύλων ἐστὶν ἡ ἔφοδος.

Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο γνώρισμα ὑμῖν ἔστω· ὅτ' ἂν τοίνυν ἐπιμένῃ δειλιῶσα ἡ ψυχὴ, παρουσία τῶν ἐχθρῶν ἐστιν. Οὐ γὰρ ἀφαιροῦνται τὴν δειλίαν τῶν τοιούτων οἱ δαίμονες, ὥσπερ πεποίηκεν ὁ μέγας ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τῇ Μαρίᾳ καὶ τῷ Ζαχαρίᾳ, καὶ ὁ φανεὶς ἐν τῷ μνημείῳ ταῖς γυναιξίν· ἀλλὰ μᾶλλον ὅταν ἴδωσι δειλιῶντας, αὐξάνουσι τὰς φαντασίας, ἵνα μειζόνως αὐτοὺς καταπτήξωσι· καὶ λοιπὸν ἐπιβάν τες, προσπαίζωσι λέγοντες· Πεσόντες προσκυνήσατε. Τοὺς μὲν οὖν Ἕλληνας οὕτως ἠπάτησαν· οὕτως γὰρ ἐνομίσθησαν παρ' αὐτοῖς ψευδώνυμοι θεοί· ἡμᾶς δὲ οὐκ ἀφῆκεν ὁ Κύριος ἀπατηθῆναι παρὰ τοῦ διαβόλου, ὁπηνίκα τὰς τοιαύτας αὐτῷ ποιοῦντι φαντασίας ἐπιτιμῶν εἴρηκεν· Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ· γέγραπται γάρ· Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις, καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις. Μᾶλλον οὖν καὶ μᾶλλον ὁ πανοῦργος διὰ ταῦτα καταφρονείσθω παρ' ἡμῶν· ὃ γὰρ εἴρηκεν ὁ Κύριος, τοῦτο ὑπὲρ ἡμῶν πεποίηκεν· ἵνα καὶ παρ' ἡμῶν ἀκούοντες οἱ δαίμονες τὰς τοιαύτας φωνὰς ἀνα τρέπωνται διὰ τὸν Κύριον, τὸν ἐν ταύταις αὐτοῖς ἐπιτιμήσαντα.

Οὐ δεῖ δὲ ἐπὶ τῷ δαίμονας ἐκβάλλειν καυχᾶ σθαι, οὐδ' ἐπὶ ταῖς θεραπείαις ἐπαίρεσθαι· οὐδὲ τὸν μὲν ἐκβάλλοντα δαιμόνια θαυμάζειν μόνον, τὸν δὲ μὴ ἐκβάλλοντα ἐξουθενεῖν· ἑκάστου δὲ τὴν ἄσκησιν καταμανθανέτω τις, καὶ ἢ μιμείσθω καὶ ζηλούτω, ἢ διορθούσθω. Τὸ γὰρ ποιεῖν σημεῖα οὐχ ἡμῶν· τοῦτο Σωτῆρος ἔργον ἐστί· τοῖς γοῦν μαθηταῖς ἔλεγε· Μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ δαιμόνια ὑμῖν ὑπο τάσσεται· ἀλλ' ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν γέγραπται ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Τὸ μὲν γὰρ ἐν οὐρανῷ γεγράφθαι 26.900 τὰ ὀνόματα, μαρτύριόν ἐστι τῆς ἡμῶν ἀρετῆς καὶ τοῦ βίου· τὸ δὲ ἐκβάλλειν δαίμονας, τοῦ δεδωκότος Σωτῆρός ἐστιν ἡ χάρις αὕτη. Ὅθεν τοῖς μὴ ἐν ἀρετῇ, ἀλλ' ἐν σημείοις καυχωμένοις, καὶ λέγουσι· Κύ ριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλο μεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιή σαμεν; ἀπεκρίνατο· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. Οὐ γὰρ γινώσκει Κύριος τὰς ὁδοὺς τῶν ἀσε βῶν. Καθόλου δὲ εὔχεσθαι δεῖ, καθὰ προεῖπον, λαμβάνειν χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων· ἵνα, καθὼς γέγραπται, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύω μεν.

Ἐβουλόμην μὲν οὖν σιωπῆσαι, καὶ μηδὲν ἐξ ἐμαυτοῦ λέγειν, ἀρκεῖσθαι δὲ μόνοις τούτοις· ἵνα δὲ μὴ νομίσητε ταῦτά με λέγειν ἁπλῶς, ἀλλ' ἀπὸ πείρας καὶ ἀληθείας πιστεύσητε ταῦτά με διηγεῖσθαι· διὰ τοῦτο, κἂν ὡς ἄφρων γένωμαι, ἀλλ' οἶδεν ὁ ἀκούων Κύριος τὸ τοῦ συνειδότος καθαρὸν, καὶ ὅτι οὐ δι' ἐμαυτὸν, τῆς δὲ ὑμῶν ἀγάπης χάριν καὶ προτροπῆς, ἃ εἶδον τῶν δαιμόνων ἐπιτηδεύματα, ταῦτα πάλιν λέγω. Ποσάκις ἐμακάρισάν με, κἀγὼ κατηρασάμην αὐτοὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ποσάκις προειρήκασι περὶ τοῦ ποταμίου ὕδατος, κἀγὼ πρὸς αὐτοὺς ἔλεγον· Καὶ ὑμῖν τί περὶ τούτου μέλει; Ἦλθόν ποτε ἀπειλοῦντες, καὶ ἐκύκλωσάν με ὡς στρατιῶται μετὰ πανοπλίας. Καὶ ἄλλοτε ἵππων καὶ θηρίων καὶ ἑρπετῶν ἐπλήρωσαν τὸν οἶκον· κἀγὼ ἔψαλλον· Οὗτοι ἐν ἅρμασι, καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις· ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα· καὶ ταῖς εὐχαῖς ἀνετράπησαν ἐκεῖνοι παρὰ τοῦ Κυ ρίου. Ἦλθόν ποτε ἐν σκοτίᾳ, φωτὸς ἔχοντες φαν τασίαν, καὶ ἔλεγον· Ἤλθομεν φᾶναί σοι, Ἀντώνιε· ἐγὼ δὲ, καμμύων τοὺς ὀφθαλμοὺς, ηὐχόμην, καὶ εὐθὺς ἐσβέσθη τὸ φῶς τῶν ἀσεβῶν. Καὶ μετὰ μῆνας ὀλίγους ἦλθον ὡς ψάλλοντες, καὶ λαλοῦντες ἀπὸ τῶν Γραφῶν· Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον. Ἔσεισάν ποτε τὸ μοναστήριον· ἐγὼ δὲ ηὐχόμην ἀκίνητος μένων τῷ φρονήματι. Καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν 26.901 ἐλθόντες ἐκρότουν, ἐσύριττον, ὠρχοῦντο. Ὡς δὲ ηὐ χόμην, καὶ ἀνεκείμην ψάλλων κατ' ἐμαυτόν· εὐθὺς ἤρξαντο θρηνεῖν καὶ κλαίειν, ὥσπερ ἐξατονήσαντες· ἐγὼ δὲ ἐδόξαζον τὸν Κύριον, τὸν καθελόντα καὶ παραδειγματίσαντα τὴν τόλμαν καὶ τὴν μανίαν αὐτῶν.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Παρ 03 Ιαν 2014, 00:33 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
Ἐφάνη ποτὲ δαίμων ὑψηλὸς λίαν μετὰ φαντασίας, καὶ τετόλμηκεν εἰπεῖν· Ἐγώ εἰμι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ· καὶ, Ἐγώ εἰμι ἡ πρόνοια· τί σοι θέλεις χαρίσωμαι; Ἐγὼ δὲ τότε μᾶλλον ἐνεφύσησα κατ' αὐτοῦ, τὸν Χριστὸν ὀνομάσας, καὶ τύψαι τοῦτον ἐπεχείρησα· καὶ ἔδοξα τετυφέναι, καὶ εὐθὺς ὁ τη λικοῦτος σὺν πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ δαίμοσι ἠφανίσθη ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Ἦλθέ ποτε νηστεύοντός μου, καὶ ὡς μοναχὸς ὁ δόλιος, ἔχων ἄρτων φαντασίαν· καὶ συνεβούλευε λέγων· Φάγε, καὶ παῦσαι τῶν πολ λῶν πόνων· ἄνθρωπος εἶ καὶ σὺ, καὶ μέλλεις ἀσθενεῖν. Ἐγὼ δὲ, νοήσας αὐτοῦ τὴν μεθοδείαν, ἀνέστην εὔξασθαι. Κἀκεῖνος οὐκ ἤνεγκεν· ἐξέλιπε γὰρ, καὶ διὰ τῆς θύρας ὡς καπνὸς ἐξερχόμενος ἐφάνη. Ποσά κις ἐν τῇ ἐρήμῳ φαντασίαν ἔδειξε χρυσοῦ, ἵνα μόνον ἅψωμαι, καὶ βλέψω! ἐγὼ δὲ κατέψαλλον αὐτοῦ, κἀ κεῖνος ἐτήκετο. Πολλάκις ἔκοπτόν με πληγαῖς, κἀγὼ ἔλεγον· Οὐδέν με χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χρι στοῦ· καὶ μᾶλλον αὐτοὶ μετὰ ταῦτα κατέκοπτον ἀλ λήλους. Οὐκ ἐγὼ δὲ ἤμην ὁ παύων ἐκείνους καὶ κατ αργῶν· ἀλλ' ὁ Κύριος ἦν, ὁ λέγων· Ἐθεώρουν τὸν Σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα. Ἐγὼ δὲ, τέκνα, μνημονεύων τοῦ ἀποστολικοῦ ῥητοῦ, μετεσχημάτισα ταῦτα εἰς ἐμαυτὸν, ἵνα μάθητε μὴ ἐκκακεῖν ἐν τῇ ἀσκήσει, μηδὲ φοβεῖσθαι τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων αὐτοῦ τὰς φαντασίας.


26.904 Καὶ ἐπειδὴ γέγονα ἄφρων διηγούμενος, δέξασθε καὶ τοῦτο πρὸς ἀσφάλειαν καὶ ἀφοβίαν· καὶ πιστεύσατέ μοι· οὐ ψεύδομαι γάρ. Ἔκρουσέ ποτέ τις ἐν τῷ μοναστηρίῳ τὴν ἐμὴν θύραν· καὶ ἐξελθὼν, εἶδόν τινα μακρὸν καὶ ὑψηλὸν φαινόμενον. Εἶτα πυ θομένου μου· Σὺ τίς εἶ; ἔφη· Ἐγώ εἰμι ὁ Σατανᾶς. Εἶτα λέγοντός μου· Τί οὖν ἐνταῦθα πάρει; ἔλεγεν ἐκεῖνος· Τί μέμφονταί με μάτην οἱ μοναχοὶ, καὶ οἱ ἄλλοι πάντες Χριστιανοί; Τί μοι καταρῶνται καθ' ὥραν; Ἐμοῦ δὲ εἰπόντος· Τί γὰρ αὐτοῖς ἐν οχλεῖς; ἔφη· Οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ ἐνοχλῶν αὐτοῖς, ἀλλ' αὐτοὶ ταράττουσιν ἑαυτούς· ἐγὼ γὰρ ἀσθενὴς γέγονα. Οὐκ ἀνέγνωσαν, ὅτι Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομ φαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις καθεῖλες; οὐκ ἔτι τόπον ἔχω, οὐ βέλος, οὐ πόλιν. Πανταχοῦ Χριστιανοὶ γεγόνασι· λοιπὸν καὶ ἡ ἔρημος πεπλήρωται μοναχῶν. Ἑαυτοὺς τηρείτωσαν, καὶ μὴ μάτην με καταράσθω σαν. Τότε θαυμάσας ἐγὼ τοῦ Κυρίου τὴν χάριν, εἶπον πρὸς αὐτόν· Ἀεὶ ψεύστης ὢν, καὶ μηδέποτε λέγων ἀλήθειαν, ὅμως τοῦτο νῦν, καὶ μὴ θέλων, εἴρηκας ἀληθές· ὁ γὰρ Χριστὸς, ἐλθὼν, ἀσθενῆ σε πεποίηκε, καὶ καταβαλὼν ἐγύμνωσεν. Ἐκεῖνος, ἀκούσας τὸ τοῦ Σωτῆρος ὄνομα, καὶ μὴ φέρων τὴν ἐκ τούτου καῦσιν, ἀφανὴς γέγονεν.

Εἰ τοίνυν καὶ αὐτὸς ὁ διάβολος ὁμολογεῖ μηδὲν δύνασθαι, ὀφείλομεν παντελῶς καταφρονεῖν αὐτοῦ τε καὶ τῶν δαιμόνων αὐτοῦ. Ὁ μὲν οὖν ἐχθρὸς μετὰ τῶν ἑαυτοῦ κυνῶν τοσαύτας ἔχει τὰς πανουργίας· ἡμεῖς δὲ, μαθόντες αὐτῶν τὴν ἀσθένειαν, καταφρο νεῖν αὐτῶν δυνάμεθα. Τοῦτον οὖν τὸν τρόπον μὴ προ καταπίπτωμεν τῇ διανοίᾳ, μηδὲ λογιζώμεθα ἐν τῇ ψυχῇ δειλίας, μηδὲ ἀναπλάττωμεν ἑαυτοῖς φό βους, λέγοντες· Μὴ ἄρα δαίμων ἐλθὼν ἀνατρέψῃ με· μὴ ἄρα βαστάξας καταβάλῃ, ἢ ἐξαίφνης ἐπιστὰς 26.905 ἐκταράξῃ. Μηδ' ὅλως ἐνθυμώμεθα τοιαῦτα, μηδὲ λυπώμεθα ὡς ἀπολλύμενοι· θαῤῥῶμεν δὲ μᾶλλον καὶ χαίρωμεν ἀεὶ, ὡς σωζόμενοι· καὶ λογιζώμεθα τῇ ψυχῇ, ὅτι Κύριος μεθ' ἡμῶν ἐστιν, ὁ τροπώσας καὶ καταργήσας αὐτούς. Καὶ διανοώμεθα δὲ καὶ ἐνθυμώμεθα ἀεὶ, ὅτι, ὄντος τοῦ Κυρίου μεθ' ἡμῶν, οὐδὲν ἡμῖν οἱ ἐχθροὶ ποιήσουσιν. Ἐλθόντες γὰρ, ὁποίους ἂν εὕρωσιν ἡμᾶς, τοιοῦτοι καὶ αὐτοὶ γίνον ται πρὸς ἡμᾶς, καὶ πρὸς ἃς εὑρίσκουσιν ἐν ἡμῖν ἐννοίας, οὕτω καὶ αὐτοὶ τὰς φαντασίας ἀφομοιοῦσιν. Ἐὰν μὲν οὖν δειλιῶντας εὕρωσι καὶ ταραττομένους, εὐθὺς αὐτοὶ, ὡς λῃσταὶ, τὸν τόπον ἀφύλακτον εὑρόν τες, ἐπιβαίνουσι· καὶ ὅπερ ἀφ' ἑαυτῶν λογιζόμεθα, τοῦτο μετὰ προσθήκης ποιοῦσιν. Ἐὰν γὰρ βλέ πωσιν ἡμᾶς φοβουμένους καὶ δειλιῶντας, μειζόνως αὐξάνουσι τὴν δειλίαν ἐν ταῖς φαντασίαις καὶ ταῖς ἀπειλαῖς, καὶ λοιπὸν ἐν τούτοις ἡ ταλαίπωρος κολά ζεται ψυχή· ἐὰν δὲ χαίροντας ἡμᾶς εὕρωσιν ἐν Κυ ρίῳ, καὶ λογιζομένους περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, καὶ ἐνθυμουμένους τὰ τοῦ Κυρίου, καὶ διαλογιζο μένους, ὅτι πάντα ἐν χειρὶ Κυρίου ἐστὶ, καὶ οὐδὲν ἰσχύει δαίμων κατὰ Χριστιανοῦ, οὐδὲ ὅλως ἐξουσίαν ἔχει κατά τινος· βλέποντες ἠσφαλισμέ νην τὴν ψυχὴν τοῖς τοιούτοις λογισμοῖς, ἀποστρέφον ται κατῃσχυμμένοι. Οὕτως τὸν μὲν Ἰὼβ ἰδὼν ὁ ἐχθρὸς περιπεφραγμένον, ἀνεχώρησεν ἀπ' αὐτοῦ· τὸν δὲ Ἰούδαν γυμνὸν ἀπὸ τούτων εὑρὼν, ᾐχμαλώτισεν. Ὥστε, εἰ θέλομεν καταφρονεῖν τοῦ ἐχθροῦ, λογιζώ μεθα ἀεὶ τὰ τοῦ Κυρίου, καὶ χαιρέτω ἀεὶ ἡ ψυχὴ τῇ ἐλπίδι· καὶ ὀψόμεθα ὡς καπνὸν τὰ τῶν δαιμόνων παίγνια, καὶ μᾶλλον φεύγοντας αὐτοὺς ἢ διώκοντας. Εἰσὶ γὰρ λίαν αὐτοὶ, καθὰ προεῖπον, δειλοὶ, προσδοκῶντες ἀεὶ τὸ ἡτοιμασμένον αὐτοῖς πῦρ.

Καὶ τοῦτο δὲ πρὸς ἀφοβίαν κατ' ἐκείνων ἔχετε παρ' ἑαυτοῖς τὸ τεκμήριον· Ὅταν τις φαντασία γένηται, μὴ προκατάπιπτε ἐν δειλίᾳ, ἀλλ' ὁποία ἂν ᾖ, θαῤῥῶν ἐρώτα πρῶτον· Τίς εἶ σὺ, καὶ πόθεν; 26.908 Καὶ ἐὰν μὲν ᾖ ἁγίων ὀπτασία, πληροφοροῦσί σε, καὶ τὸν φόβον σου εἰς χαρὰν μεταβάλλουσιν· ἐὰν δὲ δια βολική τις ᾖ, εὐθὺς ἐξασθενεῖ, βλέπουσα ἐῤῥωμένην τὴν διάνοιαν· ἀταραξίας γὰρ τεκμήριον τὸ ὅλως πυνθάνεσθαι· Τίς εἶ, καὶ πόθεν; Οὕτως ὁ μὲν τοῦ Ναυῆ, ἐρωτήσας, ἔμαθεν· ὁ δὲ ἐχθρὸς οὐκ ἔλαθεν ἐρωτήσαντα τὸν Δανιήλ.

Ταῦτα διαλεγομένου τοῦ Ἀντωνίου, πάντες ἔχαιρον· καὶ τῶν μὲν ὁ ἔρως τῆς ἀρετῆς ηὔξανε, τῶν δὲ ἡ ὀλιγωρία παρεκβαλεῖτο, καὶ ἄλλων ἡ οἴησις ἐπαύετο· πάντες τε ἐπείθοντο καταφρονεῖν τῆς δαιμονικῆς ἐπιβουλῆς, θαυμάζοντες τὴν δοθεῖσαν παρὰ τοῦ Κυρίου Ἀντωνίῳ χάριν εἰς τὴν διάκρισιν τῶν πνευμάτων. Ἦν οὖν ἐν τοῖς ὄρεσι τὰ μοναστή ρια ὡς σκηναὶ πεπληρωμέναι θείων χορῶν, ψαλλόν των, φιλολογούντων, νηστευόντων, εὐχομένων, ἀγαλ λιωμένων ἐπὶ τῇ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, καὶ ἐργαζομένων εἰς τὸ ποιεῖν ἐλεημοσύνας, ἀγάπην τε καὶ συμφωνίαν ἐχόντων εἰς ἀλλήλους. Καὶ ἦν ἀληθῶς ἰδεῖν ὥσπερ χώραν τινὰ καθ' ἑαυτὴν οὖσαν θεοσε βείας καὶ δικαιοσύνης. Οὐκ ἦν γὰρ ἐκεῖ ὁ ἀδικῶν ἢ ὁ ἀδικούμενος, οὐδὲ μέμψις φορολόγου· ἀλλὰ πλῆθος μὲν ἀσκητῶν, ἓν δὲ τῶν πάντων εἰς ἀρετὴν τὸ φρό νημα· ὥστε ἰδόντα τινὰ πάλιν τὰ μοναστήρια, καὶ τὴν τοιαύτην τῶν μοναχῶν τάξιν, ἀναφωνῆσαι καὶ εἰπεῖν· Ὡς καλοί σου οἱ οἶκοι, Ἰακὼβ, αἱ σκηναί σου, Ἰσραήλ! ὡσεὶ νάπαι σκιάζουσαι, καὶ ὡσεὶ παράδεισος ἐπὶ ποταμὸν, καὶ ὡσεὶ σκηναὶ, ἃς ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ ὡσεὶ κέδροι παρ' ὕδασιν.

Αὐτὸς μέντοι συνήθως καθ' ἑαυτὸν ἀναχω ρῶν ἐν τῷ ἑαυτοῦ μοναστηρίῳ, ἐπέτεινε τὴν ἄσκη σιν, καθ' ἡμέραν τε ἐστέναζεν, ἐνθυμούμενος τὰς 26.909 ἐν οὐρανῷ μονὰς, τόν τε πόθον ἔχων εἰς αὐτὰς, καὶ σκοπῶν τὸν ἐφήμερον τῶν ἀνθρώπων βίον. Καὶ γὰρ μέλλων ἐσθίειν καὶ κοιμᾶσθαι, καὶ ἐπὶ ταῖς ἄλλαις ἀνάγκαις τοῦ σώματος ἔρχεσθαι, ᾐσχύνετο, τὸ τῆς ψυχῆς λογιζόμενος νοερόν. Πολλάκις γοῦν μετὰ πολ λῶν ἄλλων μοναχῶν μέλλων ἐσθίειν, ἀναμνησθεὶς τῆς πνευματικῆς τροφῆς, παρῃτήσατο, καὶ μακρὰν ἀπ' αὐτῶν ἀπῆλθε, νομίζων ἐρυθριᾷν, εἰ βλέποιτο παρ' ἑτέρων ἐσθίων· ἤσθιε μέντοι καθ' ἑαυτὸν διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀνάγκην· πολλάκις δὲ καὶ μετὰ τῶν ἀδελφῶν· αἰδούμενος μὲν ἐπὶ τούτοις, παῤῥησια ζόμενος δὲ ἐπὶ τοῖς ὑπὲρ ὠφελείας λόγοις. Καὶ ἔλεγε χρῆναι τὴν πᾶσαν σχολὴν διδόναι τῇ ψυχῇ μᾶλλον ἢ τῷ σώματι, καὶ συγχωρεῖν μὲν διὰ τὴν ἀνάγκην ὀλί γον καιρὸν τῷ σώματι, τὸ δὲ ὅλον σχολάζειν τῇ ψυχῇ μᾶλλον, καὶ τὴν ταύτης ὠφέλειαν ζητεῖν· ἵνα μὴ αὕτη καθέλκηται ὑπὸ τῶν ἡδονῶν τοῦ σώματος, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ σῶμα παρ' αὐτῆς δουλαγωγῆται· τοῦτο γὰρ εἶναι τὸ λεγόμενον παρὰ τοῦ Σωτῆρος· Μὴ με ριμνήσητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι τί ἐνδύσησθε. Καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί φάγητε ἢ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε· ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἐπιζητεῖ. Ὑμῶν δὲ ὁ Πατὴρ οἶδεν, ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Πλὴν ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

Μετὰ ταῦτα κατέλαβε τὴν Ἐκκλησίαν ὁ κατὰ Μαξιμῖνον τὸ τηνικαῦτα γενόμενος διωγμός· καὶ τῶν ἁγίων μαρτύρων ἀγομένων εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἠκολούθησε καὶ αὐτὸς, ἀφεὶς τὸ μοναστήριον, λέγων· Ἀπέλθωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀγωνιζώμεθα κληθέν τες, ἢ θεωρήσωμεν τοὺς ἀγωνιζομένους. Καὶ πό θον μὲν εἶχε μαρτυρῆσαι· παραδοῦναι δὲ μὴ θέλων ἑαυτὸν, ὑπηρέτει τοῖς ὁμολογηταῖς ἔν τε τοῖς μετάλ λοις καὶ ἐν ταῖς φυλακαῖς. Πολλή τε ἦν αὐτῷ σπουδὴ ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἀγωνιζομένους μὲν τοὺς καλουμέ νους ἐπαλείφειν εἰς προθυμίαν, μαρτυροῦντας δὲ αὐ τοὺς ἀπολαμβάνειν καὶ προπέμπειν ἕως τελειωθῶσιν. 26.912 Ὁ γοῦν δικαστὴς, βλέπων αὐτοῦ τε καὶ τῶν σὺν αὐ τῷ τὸ ἄφοβον, καὶ τὴν εἰς τοῦτο σπουδὴν, παρήγ γειλε μηδένα τῶν μοναχῶν ἐν τῷ δικαστηρίῳ φαίνε σθαι, μηδὲ ὅλως ἐν τῇ πόλει διατρίβειν. Οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες ἔδοξαν κρύπτεσθαι τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὁ δὲ Ἀντώνιος τοσοῦτον ἐφρόντισεν, ὥστε καὶ μᾶλλον πλῦναι τὸν ἐπενδύτην, καὶ τῇ ἑξῆς ἔμπροσθεν ἐφ' ὑψηλοῦ στῆναι, καὶ φαίνεσθαι τῷ ἡγεμόνι λαμπρόν. Πάντων οὖν ἐπὶ τούτῳ θαυμαζόντων, καὶ τοῦ ἡγεμό νος ὁρῶντος, καὶ μετὰ τῆς τάξεως αὐτοῦ διαβαίνον τος, αὐτὸς ἀτρέμας εἱστήκει, δεικνὺς ἡμῶν τῶν Χρι στιανῶν τὴν προθυμίαν· ηὔχετο γὰρ καὶ αὐτὸς μαρ τυρῆσαι, καθὰ προεῖπον. Αὐτὸς μὲν οὖν λυπουμένῳ ἐῴκει, ὅτι μὴ μεμαρτύρηκεν· ὁ δὲ Κύριος ἦν αὐτὸν φυλάττων εἰς τὴν ἡμῶν καὶ τὴν ἑτέρων ὠφέλειαν, ἵνα καὶ ἐν τῇ ἀσκήσει, ἣν ἐκ τῶν Γραφῶν αὐτὸς μεμά θηκε, πολλοῖς διδάσκαλος γένηται. Καὶ γὰρ καὶ μό νον βλέποντες αὐτοῦ τὴν ἀγωγὴν, πολλοὶ τῆς πολι τείας αὐτοῦ ἐσπουδάζοντο ζηλωταὶ γενέσθαι. Πάλιν οὖν ὑπηρέτει συνήθως τοῖς ὁμολογηταῖς, καὶ ὡς συνδεδεμένος αὐτοῖς, ἦν κοπιῶν ἐν ταῖς ὑπηρεσίαις.

Ἐπειδὴ δὲ λοιπὸν ὁ διωγμὸς ἐπαύσατο, καὶ μεμαρτύρηκεν ὁ μακαρίτης ἐπίσκοπος Πέτρος, ἀπ εδήμησε, καὶ πάλιν εἰς τὸ μοναστήριον ἀνεχώρει, καὶ ἦν ἐκεῖ καθ' ἡμέραν μαρτυρῶν τῇ συνειδήσει, καὶ ἀγωνιζόμενος τοῖς τῆς πίστεως ἄθλοις. Καὶ γὰρ καὶ ἀσκήσει πολλῇ καὶ συντονωτέρᾳ ἐκέχρητο· ἐνήστευε γὰρ ἀεὶ, τὸ δὲ ἔνδυμα εἶχεν ἔνδον μὲν τρίχινον, ἐπάνω δὲ δερμάτινον, ὃ καὶ ἕως τελευτῆς τετήρηκε, μήτε σῶμα διὰ ῥύπον ὕδατι λούσας, μήθ' ὅλως τοὺς πόδας ἀπονίψας, ἢ κἂν ἁπλῶς εἰς ὕδωρ αὐτοὺς χωρὶς ἀνάγκης ἀνασχόμενος ἐμβαλεῖν· ἀλλ' οὐδὲ γυμνω θέντα τις αὐτὸν ἑώρακεν, οὐδὲ ὅλως τὸ σῶμά τις εἶ δε Ἀντωνίου γυμνὸν, εἰ μὴ ὅτε τελευτήσας ἐθάπτετο.

Ἀναχωροῦντι τοίνυν αὐτῷ, καὶ προθεμένῳ ποιῆσαι χρόνον, ὥστε μήτε αὐτὸν προϊέναι, μήτε τι νὰ δέξασθαι, Μαρτινιανός τις ἄρχων στρατιω τῶν, ἐλθὼν, ἐγίνετο δι' ὄχλου τῷ Ἀντωνίῳ· εἶχε γὰρ 26.913 ὑπὸ δαίμονος ἐνοχλουμένην τὴν θυγατέρα· ὡς δὲ ἐπὶ πολὺ διέμενε κόπτων τὴν θύραν καὶ ἀξιῶν ἐλθεῖν αὐ τὸν, καὶ εὔξασθαι τῷ Θεῷ διὰ τὴν παῖδα· ἀνοῖξαι μὲν οὐκ ἠνέσχετο, παρακύψας δὲ ἄνωθεν, εἶπεν· Ἄνθρω πε, τί μου κατακράζεις; ἄνθρωπός εἰμι κἀγὼ ὥσπερ καὶ σύ. Εἰ δὲ πιστεύεις τῷ Χριστῷ, ᾧ λατρεύω, ὕπαγε, καὶ ὡς πιστεύεις εὖξαι τῷ Θεῷ, καὶ γίνεται. Εὐθὺς οὖν ἐκεῖνος πιστεύσας, καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν Χριστὸν, ἀπῆλθεν, ἔχων τὴν θυγατέρα καθαρι σθεῖσαν ἀπὸ τοῦ δαίμονος. Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα δι' αὐ τοῦ πεποίηκεν ὁ Κύριος, ὁ λέγων· Αἰτεῖτε, καὶ δο θήσεται ὑμῖν. Πλεῖστοι γὰρ τῶν πασχόντων, μὴ ἀνοίγοντος αὐτοῦ τὴν θύραν, μόνον ἐκάθευδον ἔξω τοῦ μοναστηρίου, καὶ πιστεύοντες καὶ εὐχόμενοι γνη σίως, ἐκαθαρίζοντο.

Ὡς δὲ εἶδεν ἑαυτὸν ὀχλούμενον ὑπὸ πολλῶν καὶ μὴ ἀφιέμενον κατὰ γνώμην ἀναχωρεῖν, ὡς βού λεται· εὐλαβηθεὶς μὴ ἐξ ὧν ὁ Κύριος ποιεῖ δι' αὐτοῦ, ἢ αὐτὸς ἐπαρθῇ, ἢ ἄλλος τις ὑπὲρ ὅ ἐστι λογίσηται περὶ αὐτοῦ, ἐσκέψατο καὶ ὥρμησεν ἀνελθεῖν εἰς τὴν ἄνω Θηβαΐδα πρὸς τοὺς ἀγνοοῦντας αὐτόν. Καὶ δὴ παρὰ τῶν ἀδελφῶν δεξάμενος ἄρτους, ἐκάθητο παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ, σκοπῶν εἰ ἄρα παρέλθοι πλοῖον, ἵνα ἐμβὰς ἀνέλθῃ μετ' αὐτῶν. Ταῦτα δὲ αὐ τοῦ σκεπτομένου, φωνή τις ἄνωθεν γέγονε πρὸς αὐ τόν· Ἀντώνιε, ποῦ πορεύῃ, καὶ διὰ τί; Ὁ δὲ μὴ ταραχθεὶς, ἀλλ' ὡς εἰωθὼς καλεῖσθαι πολλάκις οὕτως, ἐπακούσας, ἀπεκρίνατο, λέγων· Ἐπειδὴ οὐκ ἐπιτρέπουσί μοι ἠρεμεῖν οἱ ὄχλοι, διὰ τοῦτο βούλομαι ἀνελ θεῖν εἰς τὴν ἄνω Θηβαΐδα, διὰ τὰς πολλὰς τῶν ὧδέ μοι γινομένας ἐνοχλήσεις, καὶ μάλιστα διὰ τὸ ἀπαιτεῖσθαί με παρ' αὐτῶν τὰ ὑπὲρ τὴν ἐμὴν δύνα μιν. Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη· Κἂν εἰς τὴν Θηβαΐδα ἀνέλθῃς, κἂν, ὡς ἐνθυμῇ, κατέλθῃς εἰς τὰ βουκόλια, πλείω καὶ διπλασίονα τὸν κάματον ἔχεις ὑπομένειν. Εἰ δὲ θέλεις ὄντως ἠρεμεῖν, ἄνελθε νῦν εἰς τὴν ἐνδο 26.916 τέραν ἔρημον. Τοῦ δὲ Ἀντωνίου λέγοντος· Καὶ τίς δείξει μοι τὴν ὁδόν; ἄπειρος γάρ εἰμι ταύτης· εὐθὺς ἔδειξεν αὐτῷ Σαρακηνοὺς μέλλοντας ὁδεύειν τὴν ὁδὸν ἐκείνην. Προσελθὼν τοίνυν, καὶ ἐγγίσας αὐ τοῖς ὁ Ἀντώνιος, ἠξίου σὺν αὐτοῖς εἰς τὴν ἔρημον ἀπελθεῖν. Οἱ δὲ, ὥσπερ ἐξ ἐπιτάγματος τῆς Προνοίας, προθύμως αὐτὸν ἐδέξαντο· καὶ ὁδεύσας τρεῖς ἡμέ ρας καὶ τρεῖς νύκτας μετ' αὐτῶν, ἦλθεν εἰς ὄρος ὑψη λὸν λίαν· καὶ ὕδωρ μὲν ἦν ὑπὸ τὸ ὄρος διειδέστατον, γλυκὺ, καὶ μάλα ψυχρόν. Πεδιὰς δὲ ἔξωθεν,
καὶ φοίνικες ἀμεληθέντες ὀλίγοι.

Ὁ οὖν Ἀντώνιος, ὥσπερ θεόθεν κινούμενος, ἠγάπησε τὸν τόπον· οὗτος γὰρ ἦν ὃν ἐσήμανεν ὁ λα λήσας αὐτῷ παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ. Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν δεξάμενος παρὰ τῶν συνοδευσάντων ἄρ τους, ἔμενεν ἐν τῷ ὄρει μόνος, οὐδενὸς ἑτέρου συνόντος αὐτῷ· ὡς γὰρ ἴδιον οἶκον ἐπιγνοὺς, εἶχε λοι πὸν τὸν τόπον ἐκεῖνον. Αὐτοί τε οἱ Σαρακηνοὶ, θεωρή σαντες τὴν Ἀντωνίου προθυμίαν, ἐξεπίτηδες ἐκείνην τὴν ὁδὸν διήρχοντο, καὶ χαίροντες ἔφερον ἄρ τους αὐτῷ· εἶχε δὲ καὶ τὴν ἀπὸ τῶν φοινίκων ὀλίγην τινὰ τότε καὶ εὐτελῆ παραμυθίαν. Μετὰ δὲ ταῦ τα, μαθόντες οἱ ἀδελφοὶ τὸν τόπον, ὡς τέκνα, πατρὸς μνημονεύοντες, ἐφρόντιζον ἀποστέλλειν αὐτῷ· ἀλλ' ὁρῶν ὁ Ἀντώνιος, ὅτι προφάσει τοῦ ἄρτου σκύλλον ταί τινες ἐκεῖ, καὶ κάματον ὑπομένουσι· φειδόμενος καὶ ἐν τούτῳ τῶν μοναχῶν, ἐβουλεύσατο καθ' ἑαυτὸν, καὶ τῶν εἰσερχομένων τινὰς πρὸς αὐτὸν ἠξίωσε κομί σαι αὐτῷ δίκελλαν, καὶ πέλεκυν, καὶ σῖτον ὀλίγον. Ὡς δὲ ἐκομίσθη ταῦτα, διοδεύσας τὴν περὶ τὸ ὄρος γῆν, βραχύτατόν τινα τόπον εὑρὼν ἐπιτήδειον, ἐγεώργησε· καὶ τὸν ἐκ τοῦ ὕδατος ποτισμὸν ἀφθόνως ἔχων, ἔσπει ρε. Καὶ κατ' ἐνιαυτὸν τοῦτο ποιῶν, εἶχεν ἐκεῖθεν τὸν ἄρτον· χαίρων, ὅτι μηδενὶ διὰ τοῦτο γενήσεται ὀχλη ρὸς, καὶ ὅτι ἐν πᾶσιν ἑαυτὸν ἀβαρῆ φυλάττει. Ἀλλὰ μετὰ ταῦτα βλέπων πάλιν τινὰς ἐρχομένους, ἐγεώρ γησε καὶ ὀλιγοστὰ λάχανα, ἵνα ὁ εἰσερχόμενος ἔχῃ τι νὰ παραμυθίαν ὀλίγην τοῦ καμάτου τῆς καλεπῆς ἐκεί νης ὁδοῦ. Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν τὰ ἐν τῇ ἐρήμῳ θηρία 26.917 προφάσει τοῦ ὕδατος ἐρχόμενα, πολλάκις ἔβλαπτον αὐτοῦ τὸν σπόρον καὶ τὴν γεωργίαν· αὐτὸς δὲ χαριέν τως κρατήσας ἓν τῶν θηρίων, ἔλεγε τοῖς πᾶσι· Διὰ τί με βλάπτετε, μηδὲν ἐμοῦ βλάπτοντος ὑμᾶς; Ἀπέλθετε, καὶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου μηκέτι ἐγγίσητε τοῖς ὧδε. Καὶ ἐξ ἐκείνου λοιπὸν, ὥσπερ φοβηθέντα τὴν παραγγελίαν, οὐκ ἔτι τῷ τόπῳ ἤγγισαν.

Αὐτὸς μὲν οὖν μόνος ἦν εἰς τὸ ἔσω ὄρος, ταῖς εὐχαῖς καὶ τῇ ἀσκήσει σχολάζων· οἱ δὲ ἀδελφοὶ οἱ διακονοῦντες αὐτῷ, ἠξίωσαν αὐτὸν, ἵνα διὰ μηνῶν εἰσ ερχόμενοι κομίζωσιν αὐτῷ ἐλαίας καὶ ὄσπριον καὶ ἔλαιον· γέρων γὰρ λοιπὸν ἦν. Ἐκεῖ τοίνυν ἀναστρε φόμενος, ὅσας ὑπέμεινε πάλας, κατὰ τὸ γεγραμμένον, οὐ πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἀντικειμένους δαίμονας, ἐκ τῶν εἰσερχομένων πρὸς αὐτὸν ἔγνωμεν. Καὶ γὰρ κἀκεῖ θορύβων, καὶ φωνῶν πολλῶν, καὶ κτύπων, ὡς ὅπλων ἤκουον· τό τε ὄρος νυκτὸς πλῆρες θηρίων γενόμενον ἔβλεπον· ἐθεώρουν δὲ καὶ αὐτὸν ὡς πρὸς βλεπομένους μαχόμενον, καὶ εὐχόμενον κατ' αὐ τῶν. Καὶ τοὺς μὲν ἐρχομένους πρὸς αὐτὸν παρεθάῤ ῥυνεν, αὐτὸς δὲ ἠγωνίζετο κάμπτων τὰ γόνατα καὶ προσευχόμενος τῷ Κυρίῳ. Καὶ ἦν ἀληθῶς θαύματος ἄξιον, ὅτι, μόνος ἐν τοιαύτῃ ἐρήμῳ ὢν, οὔτε δαιμό νων ἐφισταμένων ἐπτοεῖτο, οὔτε, τοσούτων ὄντων ἐκεῖ θηρίων τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν, ἐφοβεῖτο τούτων τὴν ἀγριότητα· ἀλλ' ἀληθῶς, κατὰ τὸ γεγραμμένον, πε ποιθὼς ἦν ἐπὶ Κύριον ὡς ὄρος Σιὼν, ἀσάλευτον ἔχων καὶ ἀκύμαντον τὸν νοῦν· ὥστε μᾶλλον τοὺς δαίμονας φεύγειν, καὶ τὰ θηρία τὰ ἄγρια, ὡς γέγραπται, εἰ ρηνεύειν πρὸς αὐτόν.

Ὁ μὲν οὖν διάβολος, ὡς ψάλλει Δαβὶδ, παρ ετηρεῖτο τὸν Ἀντώνιον, καὶ ἔτριζε κατ' αὐτοῦ τοὺς ὀδόντας· ὁ δὲ Ἀντώνιος παρεκαλεῖτο παρὰ τοῦ Σωτῆρος, ἀβλαβὴς διαμένων ἀπὸ τῆς ἐκείνου πανουρ γίας καὶ τῆς ποικίλης μεθοδείας. Ἀγρυπνοῦντι τοίνυν αὐτῷ νυκτὸς ἐπαφῆκε θηρία· καὶ σχεδὸν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἐρήμῳ πᾶσαι αἱ ὕαιναι, ἐξελθοῦσαι τῶν φωλεῶν, πε ριεκύκλωσαν, καὶ μέσος ἦν αὐτός· χαινούσης δὲ, καὶ δάκνειν ἑκάστης ἀπειλούσης, συνεὶς τὴν τοῦ ἐχθροῦ τέχνην, εἶπε πάσαις αὐταῖς· Εἰ μὲν ἐξουσίαν ἐλάβετε κατ' ἐμοῦ, ἕτοιμός εἰμι βρωθῆναι παρ' ὑμῶν· εἰ δὲ παρὰ δαιμόνων ὑπεβλήθητε, μὴ μέλλετε, ἀλλ' ἀναχω 26.920 ρεῖτε· Χριστοῦ γὰρ δοῦλός εἰμι. Ταῦτα τοῦ Ἀντωνίου λέγοντος, ἔφυγον ἐκεῖναι, ὡς ὑπὸ μάστιγος τοῦ λόγου, διωκόμεναι.

Εἶτα μεθ' ἡμέρας ὀλίγας, ὡς εἰργάζετο (ἔμελε γὰρ αὐτῷ καὶ κοπιᾷν), ἐπιστάς τις τῇ θύρᾳ, εἷλκε τὴν σειρὰν τοῦ ἔργου· σπυρίδας γὰρ ἔῤῥαπτε, καὶ ταύτας τοῖς εἰσερχομένοις ἀντὶ τῶν κομιζομένων αὐ τῷ ἐδίδου. Ἀναστὰς δὲ, εἶδε θηρίον, ἀνθρώπῳ μὲν ἐοι κὸς ἕως τῶν μηρῶν, τὰ δὲ σκέλη καὶ τοὺς πόδας ὁμοίους ἔχον ὄνῳ. Καὶ ὁ μὲν Ἀντώνιος μόνον ἑαυτὸν ἐσφράγισε, καὶ εἶπε· Χριστοῦ δοῦλός εἰμι· εἰ ἀπ εστάλης κατ' ἐμοῦ, ἰδοὺ πάρειμι. Τὸ δὲ θηρίον σὺν τοῖς ἑαυτοῦ δαίμοσιν οὕτως ἔφυγεν, ὡς ὑπὸ τῆς ὀξύτητος πεσεῖν καὶ ἀποθανεῖν. Ὁ δὲ τοῦ θηρίου θάνατος πτῶ μα τῶν δαιμόνων ἦν. Πάντα γὰρ ἐσπούδαζον ποιεῖν, ἵνα καταγάγωσιν αὐτὸν ἐκ τῆς ἐρήμου, καὶ οὐκ ἴσχυ σαν.

Ἀξιωθεὶς δέ ποτε παρὰ τῶν μοναχῶν κατελθεῖν πρὸς αὐτοὺς, καὶ ἐπισκέψασθαι διὰ χρόνου αὐ τούς τε καὶ τοὺς τόπους, ὥδευσε σὺν τοῖς μοναχοῖς τοῖς ἀπαντήσασι· κάμηλος δὲ ἐβάσταζε αὐτοῖς τοὺς ἄρτους καὶ τὸ ὕδωρ. Ἄνυδρος γὰρ ἡ ἔρημός ἐστιν ἐκείνη πᾶσα, καὶ οὐκ ἔστιν ὕδωρ πότιμον ὅλως, εἰ μὴ ἐν ἐκείνῳ τῷ ὄρει μόνῳ, ὅθεν καὶ ὑδρεύσαντο, ἐν ᾧ καὶ τὸ μοναστήριόν ἐστιν αὐτοῦ. Λείψαντος τοί νυν τοῦ ὕδατος ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ καύματος ὄντος σφο δροτάτου, πάντες ἔμελλον κινδυνεύειν. Περιελθόντες γὰρ τοὺς τόπους, καὶ μὴ εὑρόντες ὕδωρ, οὐδὲ περι πατεῖν ἐδύναντο λοιπὸν, ἀλλὰ κατέκειντο χαμαὶ, τήν τε κάμηλον ἀφῆκαν ἀπελθεῖν, ἀπογνόντες ἑαυτῶν. Ὁ δὲ γέρων, ὁρῶν πάντας κινδυνεύοντας, πάνυ λυπη θεὶς καὶ στενάξας, ὀλίγον ἀπ' αὐτῶν ἀπελθὼν, καὶ 26.921 κλίνας τὰ γόνατα, καὶ τὰς χεῖρας ἐκτείνας, προσηύ χετο· καὶ εὐθὺς ἐποίησεν ὁ Κύριος ὕδωρ ἐξελθεῖν, ἔνθα προσευχόμενος εἱστήκει· καὶ οὕτως πιόντες οἱ πάντες, ἀνέπνευσαν· καὶ τοὺς ἀσκοὺς πλήσαντες, ἐζήτησαν τὴν κάμηλον, καὶ εὗρον· συνέβη γὰρ τὸ σχοινίον εἴς τινα λίθον περιειληθῆναι, καὶ οὕτω κα τασχεθῆναι. Ἀγαγόντες τοίνυν καὶ ποτίσαντες, ἐπέθη καν ἐπ' αὐτὴν τοὺς ἀσκοὺς καὶ διώδευσαν ἀβλα βεῖς. Ὡς δὲ ἦλθεν εἰς τὰ ἔξω μοναστήρια, πάντες ὡς πατέρα βλέποντες κατησπάζοντο. Καὶ αὐτὸς δὲ, ὥσπερ ἐφόδια φέρων ἀπὸ τοῦ ὄρους, ἐξένιζεν αὐτοὺς τοῖς λό γοις, καὶ μετεδίδου τῆς ὠφελίας. Πάλιν τε ἦν χαρὰ ἐν τοῖς ὄρεσι, καὶ ζῆλος προκοπῆς, καὶ παράκλησις διὰ τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως. Ἔχαιρεν οὖν καὶ αὐτὸς, βλέπων τήν τε τῶν μοναχῶν προθυμίαν, καὶ τὴν ἀδελφὴν γηράσασαν ἐν παρθενίᾳ, καθηγουμένην τε καὶ αὐτὴν ἄλλων παρθένων.

Μεθ' ἡμέρας τοίνυν εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὸ ὄρος· καὶ τότε λοιπὸν πολλοὶ πρὸς αὐτὸν εἰσήρχοντο· καὶ ἄλλοι πάσχοντες ἐτόλμησαν εἰσελθεῖν· Πρὸς μὲν οὖν πάντας τοὺς εἰσερχομένους πρὸς αὐτὸν μοναχοὺς, τοῦτο συνεχῶς εἶχε τὸ παράγγελμα, πιστεύειν εἰς τὸν Κύριον, καὶ ἀγαπᾷν αὐτὸν, φυλάττειν τε ἑαυτοὺς ἀπὸ ῥυπαρῶν λογισμῶν καὶ σαρκικῶν ἡδονῶν, καὶ, ὡς ἐν ταῖς Παροιμίαις γέγραπται, μὴ ἀπατᾶσθαι χορτασίᾳ κοιλίας· φεύγειν τε κενοδοξίαν, καὶ εὔχεσθαι συν εχῶς, ψάλλειν τε πρὸ ὕπνου καὶ μεθ' ὕπνον, καὶ ἀπο στηθίζειν τὰ ἐν ταῖς Γραφαῖς παραγγέλματα, καὶ μνημονεύειν τῶν πράξεων τῶν ἁγίων, πρὸς τὸ τῷ ζή λῳ τούτων ῥυθμίζεσθαι τὴν ψυχὴν ὑπομιμνησκομέ νην ἐκ τῶν ἐντολῶν. Μάλιστα δὲ συνεβούλευε τὸ τοῦ Ἀποστόλου ῥητὸν συνεχῶς μελετᾷν· Ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν· καὶ τοῦτο κοι νῶς περὶ πάσης ἐντολῆς εἰρῆσθαι νομίζειν, ἵνα μὴ 26.924 ἐπὶ μόνῳ παροργισμῷ, ἀλλὰ μηδὲ ἐπὶ ἄλλῃ ἁμαρτίᾳ ἡμῶν ὁ ἥλιος ἐπιδύνῃ· καλὸν γὰρ καὶ ἀναγκαῖον, μήτε τὸν ἥλιον περὶ ἡμερινῆς κακίας, μήτε τὴν σελήνην περὶ νυκτερινῆς ἁμαρτίας, ἢ ὅλως ἐνθυμήσεως, κα ταγινώσκειν ἡμῶν. Ἵν' οὖν τοῦτο ἡμῖν περισώζηται, καλὸν ἀκοῦσαι τοῦ Ἀποστόλου καὶ φυλάξαι· φησὶ γάρ· Ἑαυτοὺς ἀνακρίνετε, καὶ ἑαυτοὺς δοκιμά ζετε. Καθ' ἡμέραν τοίνυν τῶν ἡμερινῶν καὶ τῶν νυ κτερινῶν πράξεων τὸν λόγον ἕκαστος παρ' ἑαυτῷ λαμβανέτω· καὶ, εἰ μὲν ἥμαρτε, παυέσθω· εἰ δὲ μὴ ἥμαρτε, μὴ καυχάσθω· ἀλλ' ἐπιμενέτω τῷ καλῷ, καὶ μὴ ἀμελείτω, μηδὲ κατακρινέτω τὸν πλησίον, μηδὲ δικαιούτω ἑαυτὸν, ὡς εἶπεν ὁ μακάριος ἀπόστο λος Παῦλος, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὁ τὰ κρυπτὰ ἐρευ νῶν. Πολλάκις γὰρ καὶ ἑαυτοὺς, ἐν οἷς πράττομεν, λανθάνομεν· καὶ ἡμεῖς μὲν οὐκ οἴδαμεν, ὁ δὲ Κύριος καταλαμβάνει πάντα. Αὐτῷ οὖν τὸ κρῖμα διδόντες, ἀλλήλοις συμπάσχωμεν, καὶ ἀλλήλων μὲν τὰ βάρη βαστάζωμεν, ἑαυτοὺς δὲ ἀνακρίνωμεν, καὶ ἃ ὑστεροῦ μεν, ἀναπληροῦν σπουδάζωμεν. Ἔστω δὲ καὶ αὕτη πρὸς ἀσφάλειαν τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν παρατήρησις· Ἕκαστος τὰς πράξεις καὶ τὰ κινήματα τῆς ψυχῆς, ὡς μέλλοντες ἀλλήλοις ἀπαγγέλλειν, σημειώμεθα καὶ γράφωμεν· καὶ θαῤῥεῖτε, ὅτι, πάντως αἰσχυνόμενοι γνωσθῆναι, παυσόμεθα τοῦ ἁμαρτάνειν, καὶ ὅλως τοῦ ἐνθυμεῖσθαί τι φαῦλον. Τίς γὰρ ἁμαρτάνων θέλει βλέπεσθαι; ἢ τίς ἁμαρτήσας, οὐ μᾶλλον ψεύδεται, λανθάνειν θέλων; Ὥσπερ οὖν βλέποντες ἀλλήλους, οὐκ ἂν πορνεύσαιμεν, οὕτως, ἐὰν ὡς ἀπαγγέλλοντες ἀλ λήλοις τοὺς λογισμοὺς γράφωμεν, μᾶλλον τηρήσομεν ἑαυτοὺς ἀπὸ λογισμῶν ῥυπαρῶν, αἰσχυνόμενοι γνω σθῆναι. Ἔστω οὖν ἡμῖν τὸ γράμμα ἀντὶ ὀφθαλμῶν τῶν συνασκητῶν· ἵνα, ἐρυθριῶντες γράφειν ὡς τὸ βλέπεσθαι, μήθ' ὅλως ἐνθυμηθῶμεν τὰ φαῦλα· οὕτω 26.925 δὲ τυποῦντες ἑαυτοὺς, δυνησόμεθα δουλαγωγεῖν τὸ σῶμα, καὶ ἀρέσκειν μὲν τῷ Κυρίῳ, πατεῖν δὲ τὰς τοῦ ἐχθροῦ μεθοδείας.

Ταῦτα μὲν τοῖς ἀπαντῶσι παρήγγελλε· τοῖς δὲ πάσχουσι συνέπασχε καὶ συνηύχετο· πολλάκις τε καὶ ἐν πολλοῖς ὁ Κύριος ἐπήκουεν αὐτοῦ· καὶ οὔτε ἐπακουόμενος ἐκαυχᾶτο, οὔτε μὴ ἐπακουόμενος ἐγόγ γυζεν· ἀλλ' ἀεὶ μὲν αὐτὸς ηὐχαρίστει τῷ Κυρίῳ, τοὺς δὲ πάσχοντας παρεκάλει μακροθυμεῖν, καὶ εἰδέναι, ὅτι οὔτε αὐτοῦ, οὔθ' ὅλως ἀνθρώπων ἐστὶν ἡ θερα πεία, ἀλλὰ μόνον τοῦ Θεοῦ τοῦ ποιοῦντος, ὅτε θέλει, καὶ οἷς βούλεται. Οἱ οὖν πάσχοντες ὡς θεραπείαν ἐδέχοντο καὶ τοὺς λόγους τοῦ γέροντος, μανθάνοντες καὶ αὐτοὶ μὴ ὀλιγωρεῖν, μακροθυμεῖν δὲ μᾶλλον· καὶ οἱ θεραπευόμενοι δὲ ἐδιδάσκοντο μὴ τῷ Ἀντωνίῳ εὐ χαριστεῖν, ἀλλὰ τῷ Θεῷ μόνῳ.

Εἷς γοῦν Φρόντων καλούμενος, ἀπὸ Παλατίου τυγχάνων, καὶ πάθος ἔχων δεινὸν, τήν τε γὰρ γλῶτ ταν ἑαυτοῦ κατήσθιε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔμελλε βλάπτεσθαι, εἰσελθὼν εἰς τὸ ὄρος, ἠξίου τὸν Ἀντώ νιον εὔξεσθαι περὶ αὐτοῦ. Ὁ δὲ εὐξάμενος, ἔλεγε τῷ Φρόντωνι· Ἄπελθε, καὶ θεραπεύῃ. Τοῦ δὲ βιασαμένου, καὶ μείναντος ἔνδον ἡμέρας, ἐπέμενε λέγων ὁ Ἀντώνιος· Οὐ δυνήσῃ μένων ὧδε θεραπευθῆναι. Ἔξελθε, καὶ φθάσας εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὄψει τὸ γινόμε νον εἰς σὲ σημεῖον. Πιστεύσας ἐκεῖνος ἐξῆλθε· καὶ ὡς μόνον εἶδε τὴν Αἴγυπτον, πέπαυτο τοῦ πάθους, καὶ γέγονεν ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸν λόγον Ἀντω νίου, ὃν εὐξάμενος ἔμαθε παρὰ τοῦ Σωτῆρος.

Παρθένος δέ τις ἀπὸ Βουσίρεως τῆς Τριπό λεως πάθος εἶχε δεινὸν καὶ λίαν αἰσχρόν. Τά τε γὰρ δάκρυα αὐτῆς, καὶ αἱ μύξαι, καὶ τὰ ἐκ τῶν ὤτων ὑγρὰ πίπτοντα χαμαὶ, σκώληκες εὐθὺς ἐγίνοντο· ἦν δὲ καὶ τὸ σῶμα παραλελυμένη, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἶχεν οὐ κατὰ φύσιν. Ταύτης οἱ γονεῖς μαθόντες ἀπερ χομένους πρὸς τὸν Ἀντώνιον μοναχοὺς, πιστεύσαν τες τῷ Κυρίῳ τῷ τὴν αἱμοῤῥοοῦσαν θεραπεύ σαντι, ἠξίωσαν μετὰ τῆς θυγατρὸς συνοδεῦσαι τού 26.928 τοις. Τῶν δὲ ἀνασχομένων, οἱ μὲν γονεῖς μετὰ τῆς παιδὸς ἔμειναν ἔξω τοῦ ὄρους παρὰ Παφνουτίῳ τῷ ὁμολογητῇ καὶ μοναχῷ· οἱ δὲ εἰσῆλθον, καὶ μόνον ὡς ἠθέλησαν ἀπαγγεῖλαι περὶ τῆς παρθένου, ἔφθασεν αὐτοὺς αὐτὸς, καὶ διηγήσατο τό τε πάθος τῆς παι δὸς, καὶ πῶς συνώδευσεν αὐτοῖς. Εἶτα τούτων ἀξιούν των ἐπιτραπῆναι κἀκείνους εἰσελθεῖν, τοῦτο μὲν οὐκ ἐπέτρεψεν, εἶπε δέ· Ὑπάγετε, καὶ εὑρήσετε αὐτὴν, εἰ μὴ ἀπέθανε, τεθεραπευμένην. Οὐ γὰρ ἐμόν ἐστι τοῦτο κατόρθωμα, ἵνα καὶ πρὸς ἐμὲ τὸν οἰκτρὸν ἄν θρωπον ἔλθῃ· ἀλλὰ τοῦ Σωτῆρός ἐστιν ἡ θεραπεία, τοῦ ποιοῦντος ἐν παντὶ τόπῳ τὸ ἔλεος αὐτοῦ τοῖς ἐπι καλουμένοις αὐτόν. Κἀκείνῃ τοίνυν ἐπένευσεν ὁ Κύ ριος εὐξαμένῃ, κἀμοὶ δεδήλωκεν ἡ αὐτοῦ φιλανθρω πία, ὅτι τὸ πάθος ἐκεῖ οὔσης τῆς παιδὸς θεραπεύσει. Γέγονε γοῦν τὸ θαῦμα, καὶ ἐξελθόντες εὗρον τοὺς γο νεῖς χαίροντας, καὶ τὴν παῖδα λοιπὸν ὑγιαίνουσαν.

Εἰσερχομένων δὲ δύο ἀδελφῶν τινων, καὶ λείψαν τος ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ὕδατος, ὁ μὲν εἷς ἀπέθανεν, ὁ δὲ ἕτε ρος ἔμελλε· μηκέτι γοῦν ἰσχύων ὁδεύειν, ἔκειτο καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεθνήξεσθαι προσδοκῶν. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, καθήμενος ἐν τῷ ὄρει, φωνήσας δύο μο ναχοὺς (συνέβη γὰρ ἐκεῖ τούτους εἶναι), ἤπειγε λέ γων· Λάβετε κεράμιον ὕδατος, καὶ δράμετε τὴν ἐπ' Αἴγυπτον ὁδόν· δύο γὰρ ἐρχομένων, ὁ μὲν εἷς ἄρτι τετελεύτηκεν, ὁ δὲ ἕτερος μέλλει, ἐὰν μὴ σπεύσητε. Τοῦτο γὰρ εὐχομένῳ μοι νῦν πεφανέρωται. Ἐλθόντες τοίνυν οἱ μοναχοὶ, εὗρον τὸν μὲν κείμενον νεκρὸν, καὶ ἔθαψαν, τὸν δὲ ἕτερον ἀνεκτήσαντο τῷ ὕδατι, καὶ ἀπήγαγον πρὸς τὸν γέροντα· ἦν γὰρ τὸ διάστημα ἡμέρας ὁδός. Ἐὰν δὲ ζητήσῃ τις, διὰ τί μὴ πρὸ τοῦ τελευτῆσαι τὸν ἄλλον οὐκ εἴρηκεν· οὐκ ὀρθῶς ζητεῖ τοῦτο λέγων. Οὐ γὰρ ἦν Ἀντωνίου τὸ 26.929 τοῦ θανάτου κρῖμα, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ καὶ περὶ ἐκεί νου κρίναντος, καὶ περὶ τούτου ἀποκαλύψαντος. Μόνον δὲ Ἀντωνίου τοῦτο θαῦμα ἦν, ὅτι ἐν τῷ ὄρει καθ ήμενος, εἶχε τὴν μὲν καρδίαν νήφουσαν, τὸν δὲ Κύ ριον δεικνύοντα αὐτῷ τὰ μακράν.

Καὶ γάρ ποτε πάλιν, καθήμενος ἐν τῷ ὄρει καὶ ἀναβλέψας, εἶδεν ἐν τῷ ἀέρι ἀναγόμενόν τινα, πολλήν τε τῶν ἀπαντώντων γινομένην τὴν χαράν. Εἶτα θαυμάζων καὶ μακαρίζων τὸν τοιοῦτον χορὸν, ηὔχετο μαθεῖν, τί ἂν εἴη τοῦτο. Καὶ εὐθὺς ἦλθεν αὐ τῷ φωνὴ, ταύτην εἶναι τοῦ Ἀμοῦν τὴν ψυχὴν, τοῦ ἐν τῇ Νιτρίᾳ μοναχοῦ. Ἦν δὲ οὗτος ἕως γήρως ἀσκητὴς διαμείνας. Καὶ τὸ διάστημα δὲ τὸ ἀπὸ Νι τρίας ἕως τοῦ ὄρους, ἔνθα ἦν ὁ Ἀντώνιος, ἡμερῶν ἐστι δεκατριῶν. Οἱ τοίνυν ὄντες μετὰ Ἀντωνίου, βλέποντες τὸν γέροντα θαυμάζοντα, ἠξίωσαν μαθεῖν· καὶ ἤκουσαν, ὅτι ἄρτι τετελεύτηκεν ὁ Ἀμοῦν. Ἦν γὰρ γνώριμος, διὰ τὸ πυκνότερον αὐτὸν ἐκεῖ παρα γίνεσθαι, καὶ πολλὰ καὶ δι' αὐτοῦ σημεῖα γεγενῆσθαι· ἐξ ὧν ἔν ἐστι τοῦτο· Ποτὲ χρείας γενομένης παρελ θεῖν αὐτὸν τὸν ποταμὸν τὸν λεγόμενον Λύκον (ἦν δὲ τότε πλημμύρα τῶν ὑδάτων), ἠξίωσε τὸν σὺν αὐτῷ Θεόδωρον μακρὰν ἀπ' αὐτοῦ γενέσθαι, ἵνα μὴ ἀλλήλους ἴδωσι γυμνοὺς, ἐν τῷ διανήχεσθαι τὸ ὕδωρ. Εἶτα ἀπελθόντος τοῦ Θεοδώρου, ᾐσχύνετο πάλιν καὶ ἑαυτὸν ἰδεῖν γυμνόν. Ἕως τοίνυν ᾐσχύνετο, καὶ ἐφρόν τιζεν, ἐξαίφνης ἀπηνέχθη εἰς τὸ πέραν. Ὁ οὖν Θεό δωρος, καὶ αὐτὸς ἀνὴρ εὐλαβὴς, ἐγγίσας καὶ ἑωρα κὼς αὐτὸν προλαβόντα, καὶ μήθ' ὅλως ὕδατι βραχέν τα, ἠξίου μαθεῖν τὸν τρόπον τοῦ περάματος. Ὡς δὲ ἑώρα μὴ θέλοντα εἰπεῖν αὐτὸν, διισχυρίζετο, κατ έχων αὐτοῦ τοὺς πόδας, μὴ πρότερον ἐξαφεῖναι, πρὶν ἂν μάθῃ παρ' αὐτοῦ. Βλέπων τοιγαροῦν ὁ Ἀμοῦν τὸ φιλόνεικον τοῦ Θεοδώρου, μάλιστα καὶ διὰ τὸν λόγον, ὃν εἶπεν, ἀπῄτησε καὶ αὐτὸς μηδενὶ λέγειν αὐτὸν ἕως θανάτου αὐτοῦ· καὶ οὕτως ἀπήγγειλε, βεβαστά χθαι καὶ τεθεῖσθαι αὐτὸν εἰς τὸ πέραν· μήτε δὲ περι πεπατηκέναι εἰς τὸ ὕδωρ, μήθ' ὅλως εἶναι τοῦτο δυ νατὸν ἀνθρώποις, εἰ μὴ μόνῳ τῷ Κυρίῳ, καὶ οἷς ἂν 26.932 αὐτὸς ἐπιτρέψῃ, ὡς τῷ μεγάλῳ ἀποστόλῳ Πέτρῳ πε ποίηκεν. Ὁ μὲν οὖν Θεόδωρος μετὰ θάνατον τοῦ Ἀμοῦν διηγήσατο τοῦτο· οἱ δὲ μοναχοὶ, οἷς εἶπεν ὁ Ἀντώνιος περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀμοῦν, ἐσημειώσαντο τὴν ἡμέραν· καὶ ἀνελθόντων τῶν ἀδελφῶν ἀπὸ τῆς Νιτρίας μετὰ τριάκοντα ἡμέρας, ἐπύθοντο, καὶ ἔγνωσαν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ τῇ ὥρᾳ κεκοιμῆσθαι τὸν Ἀμοῦν, ἐν ᾗ τὴν ψυχὴν εἶδεν ἀναφερομένην ὁ γέ ρων αὐτοῦ. Καὶ πάνυ καὶ οὗτοι κἀκεῖνοι τὸ καθαρὸν τῆς ψυχῆς ἐθαύμαζον Ἀντωνίου, πῶς τὸ ἀπὸ διαστή ματος ἡμερῶν δεκατριῶν γενόμενον παρ' αὐτὰ μεμάθηκε, καὶ τὴν ψυχὴν εἶδεν ἀναγομένην.

Καὶ μὴν καὶ Ἀρχέλαός ποτε ὁ κόμης, εὑρὼν αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει τῷ ἔξω, προσεύξασθαι μόνον ἠξίωσεν αὐτὸν περὶ Πολυκρατείας τῆς ἐν Λαοδικείᾳ θαυμαστῆς καὶ Χριστοφόρου παρθένου. Ἔπασχε γὰρ ἐκείνη δεινῶς τὸν στόμαχον καὶ τὸ πλευρὸν ἀπὸ τῆς ἄγαν ἀσκήσεως, καὶ ὅλη ἦν ἀσθενὴς τῷ σώματι. Ὁ μὲν οὖν Ἀντώνιος ηὔχετο· ὁ δὲ κόμης ἐσημειώσατο τὴν ἡμέραν, ἐν ᾗ γέγονεν ἡ εὐχή· καὶ ἀπελθὼν εἰς τὴν Λαοδίκειαν, εὗρεν ὑγιῆ τὴν παρθένον. Πυνθανό μενος δὲ, πότε καὶ ποίᾳ ἡμέρᾳ πέπαυται τῆς ἀσθενείας, προήνεγκε τὸν χάρτην, ἐν ᾧ τὸν χρόνον τῆς εὐχῆς ἔγραψε· καὶ μαθὼν, ἔδειξε καὶ αὐτὸς εὐθὺς τὴν ἐν τῷ χάρτῃ γραφήν· καὶ πάντες ἐθαύμασαν ἐπι γνόντες, ὅτι τότε πέπαυκεν ὁ Κύριος αὐτὴν τῶν πόνων, ὅτε ἦν εὐχόμενος ὁ Ἀντώνιος καὶ παρακα λῶν τὴν ἀγαθότητα τοῦ Σωτῆρος περὶ αὐτῆς.

Καὶ περὶ τῶν ἐρχομένων δὲ πρὸς αὐτὸν πολλά κις προέλεγε πρὸ ἡμερῶν, ἦν δὲ ὅτε καὶ πρὸ μηνὸς, καὶ τὴν αἰτίαν, δι' ἣν ἤρχοντο· οἱ μὲν γὰρ ἕνεκα τοῦ μόνον ἰδεῖν αὐτὸν ἤρχοντο, οἱ δὲ δι' ἀσθένειαν, καὶ ἄλλοι πάσχοντες ὑπὸ δαιμόνων. Καὶ πάντες οὐ σκυλμὸν οὐδὲ ζημίαν ἡγοῦντο τὸν κόπον τῆς ὁδοῦ· ἀνέκαμπτε γὰρ ἕκαστος αἰσθόμενος τῆς ὠφελείας. Τοιαῦτα δὲ λέγων καὶ βλέπων, ἠξίου μηδένα θαυμά ζειν αὐτὸν ἐν τούτῳ· ἀλλὰ μᾶλλον θαυμάζειν τὸν Κύριον, ὅτι ἀνθρώποις ἡμῖν οὖσιν ἐχαρίσατο κατὰ δύναμιν γινώσκειν αὐτόν.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Παρ 03 Ιαν 2014, 00:36 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10465
26.933 Κατελθὼν δέ ποτε πάλιν εἰς τὰ ἔξω μοναστή ρια, καὶ ἀξιωθεὶς εἰς πλοῖον εἰσελθεῖν, καὶ εὔξασθαι μετὰ μοναχῶν, μόνος αὐτὸς ἀντελάβετο δεινῆς δυσ ωδίας καὶ πάνυ πικρᾶς. Τῶν δὲ ἐν τῷ πλοίῳ λεγόντων, ἰχθὺν εἶναι καὶ τάριχον ἐν τῷ πλοίῳ, καὶ τούτων εἶναι τὴν ὀσμὴν, αὐτὸς ἄλλην ἔλεγεν εἶναι τὴν δυσωδίαν· ἔτι δὲ αὐτοῦ λέγοντος, νεώτερός τις ἔχων δαίμονα, ὃς προεισελθὼν ἐκρύπτετο ἐν τῷ πλοίῳ, εὐθὺς ἀνέκρα ξεν. Ἐπιτιμηθεὶς δὲ ὁ δαίμων ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυ ρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξῆλθε· καὶ ὁ μὲν ἄνθρω πος γέγονεν ὑγιής· πάντες δὲ ἔγνωσαν, ὅτι τοῦ δαί μονος ἦν ἡ δυσωδία.

Καὶ ἄλλος δέ τις τῶν ἐπιφανῶν ἦλθεν ἔχων δαί μονα πρὸς αὐτόν. Ἦν δὲ ὁ δαίμων ἐκεῖνος οὕτω δεινὸς, ὡς τὸν ἐνεργούμενον μὴ γινώσκειν, εἰ πρὸς Ἀντώνιον ᾔει· ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ τὰ πε ριττὰ κατήσθιεν. Οἱ μὲν οὖν ἀγαγόντες αὐτὸν, παρ εκάλουν τὸν Ἀντώνιον εὔξασθαι ὑπὲρ αὐτοῦ· ὁ δὲ Ἀντώνιος συμπαθὼν τῷ νεανίσκῳ, ηὔχετο· καὶ τὴν νύκτα πᾶσαν συνηγρύπνησεν αὐτῷ. Καὶ ὁ μὲν νεα νίσκος, ἐξαίφνης ἐπελθὼν τῷ Ἀντωνίῳ περὶ τὴν ἕω, ὤθησεν αὐτόν· τῶν δὲ σὺν ἐκείνῳ ἐλθόντων ἀγανα κτούντων, ἔφη ὁ Ἀντώνιος· Μὴ χαλεπαίνετε τῷ νεανί σκῳ· οὐ γὰρ αὐτός ἐστιν, ἀλλ' ὁ ἐν αὐτῷ δαίμων· ἐπι τιμηθεὶς δὲ, καὶ κελευσθεὶς ἐλαθῆναι εἰς ἀνύδρους τό πους, ἐμάνη, καὶ τοῦτο πεποίηκε. Δοξάζετε οὖν τὸν Κύριον· τὸ γὰρ οὕτως αὐτὸν ὁρμῆσαι κατ' ἐμοῦ ση μεῖον ὑμῖν γέγονε τῆς τοῦ δαίμονος ἐξόδου. Ταῦτα τοῦ Ἀντωνίου εἰπόντος, εὐθὺς ὁ νεανίσκος γέγονεν ὑγιής· καὶ λοιπὸν σωφρονήσας, ἔγνω, ὅπου τε ἦν, καὶ κατ ησπάζετο τὸν γέροντα εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ.

Πολλά τε ἄλλα τοιαῦτα συμφώνως καὶ ὁμαλῶς εἰρήκασι περὶ αὐτοῦ πλεῖστοι τῶν μοναχῶν δι' αὐτοῦ γεγενῆσθαι. Οὐκ ἔτι δὲ ταῦτα θαυμαστὰ τοσοῦτον, ὅσον τὰ ἄλλα θαυμασιώτερα μᾶλλον φαίνεται. Μέλλων γὰρ ἐσθίειν ποτὲ, καὶ ἀναστὰς εὔξασθαι περὶ τὴν ἐννάτην ὥραν, ᾔσθετο ἑαυτὸν ἁρπαγέντα τῇ διανοίᾳ· καὶ, τὸ παράδοξον, ἑστὼς ἔβλεπεν ἑαυτὸν ὥσπερ ἔξωθεν ἑαυ τοῦ γινόμενον, καὶ ὡς εἰς τὸν ἀέρα ὁδηγούμενον ὑπό τινων· εἶτα πικροὺς καὶ δεινούς τινας ἑστῶτας ἐν τῷ 26.936 ἀέρι καὶ θέλοντας αὐτὸν κωλῦσαι ὥστε μὴ διαβῆναι. Τῶν δὲ ὁδηγούντων ἀντιμαχομένων, ἀπῄτουν ἐκεῖνοι λόγον, εἰ μὴ ὑπεύθυνος αὐτοῖς εἴη. Θελόντων τοίνυν συνᾶραι λόγον ἀπὸ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ, ἐκώλυον οἱ τὸν Ἀντώνιον ὁδηγοῦντες, λέγοντες ἐκείνοις· Τὰ μὲν ἀπὸ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ ὁ Κύριος ἀπήλειψεν· ἐξ οὗ δὲ γέγονε μοναχὸς, καὶ ἐπηγγείλατο τῷ Θεῷ, ἐξ έστω λόγον ποιῆσαι. Τότε κατηγορούντων, καὶ μὴ ἐλεγχόντων, ἐλευθέρα γέγονεν αὐτῷ καὶ ἀκώλυτος ἡ ὁδός· καὶ εὐθὺς εἶδεν ἑαυτὸν ὥσπερ ἐρχόμενον καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἑστῶτα, καὶ πάλιν ἦν ὅλως Ἀντώνιος. Τότε τοῦ μὲν φαγεῖν αὐτὸς ἐπιλαθόμενος, ἔμεινε τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας καὶ δι' ὅλης τῆς νυκτὸς στενάζων καὶ εὐχόμενος. Ἐθαύμαζε γὰρ βλέπων πρὸς πόσους ἡμῖν ἐστιν ἡ πάλη, καὶ διὰ πόσων πόνων ἔχει τις δια βῆναι τὸν ἀέρα· καὶ ἐμνημόνευεν, ὅτι τοῦτό ἐστιν ὃ ἔλεγεν ὁ Ἀπόστολος· Κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξου σίας τοῦ ἀέρος. Ἐν τούτῳ γὰρ ὁ ἐχθρὸς ἔχει τὴν ἐξουσίαν, ἐν τῷ μάχεσθαι καὶ πειράζειν διακωλύειν τοὺς διερχομένους. Δι' ὃ καὶ μάλιστα παρῄνει· Ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντι στῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ· ἵνα μηδὲν ἔχων λέγειν περὶ ἡμῶν φαῦλον ὁ ἐχθρὸς καταισχυνθῇ. Ἡμεῖς δὲ, τοῦτο μαθόντες, μνημονεύωμεν τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος· Εἴτε ἐν σώματι, οὐκ οἶδα· εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος, οὐκ οἶδα· ὁ Θεὸς οἶδεν. Ἀλλ' ὁ μὲν Παῦλος ἕως τρίτου οὐρανοῦ ἡρπάγη, καὶ ἀκού σας ἄῤῥητα ῥήματα κατῆλθεν· ὁ δὲ Ἀντώνιος ἕως τοῦ ἀέρος ἑαυτὸν εἶδε φθάσαντα, καὶ ἀγωνισάμενον ἕως ἐλεύθερος φανῇ.

Εἶχε δὲ καὶ τοῦτο πάλιν χάρισμα. Ἐν γὰρ τῷ ὄρει κατὰ μόνας καθήμενος, εἴ ποτέ τι πρὸς ἑαυτὸν ζητῶν ἠπόρει, τοῦτο αὐτῷ παρὰ τῆς Προνοίας εὐχο μένῳ ἀπεκαλύπτετο. Καὶ ἦν, κατὰ τὸ γεγραμμένον, θεοδίδακτος γενόμενος ὁ μακάριος. Μετὰ ταῦτα γοῦν διαλέξεως αὐτῷ ποτε γενομένης πρός τινας εἰσελθόν 26.937 τας πρὸς αὐτὸν, περὶ τῆς διαγωγῆς τῆς ψυχῆς, καὶ ποῖος μετὰ ταῦτα αὐτῇ τόπος ἔσται, τῇ ἑξῆς νυκτὶ καλεῖ τις αὐτὸν ἄνωθεν, λέγων· Ἀντώνιε, ἀναστὰς ἔξελθε, καὶ βλέπε. Ἐξελθὼν τοίνυν, (ᾔδει γὰρ τίσιν ὑπακούειν ὀφείλει·) καὶ ἐθεώρησέ τινα μακρὸν ἀνα βλέψας, ἀειδῆ καὶ φοβερὸν, ἑστῶτα καὶ φθάνοντα μέχρι τῶν νεφελῶν, καὶ ἀναβαίνοντάς τινας ὥσπερ ἐπτερωμένους· κἀκεῖνον ἐκτείνοντα τὰς χεῖρας· καὶ τοὺς μὲν κωλυομένους παρ' αὐτοῦ, τοὺς δὲ ὑπεριπτα μένους, καὶ διελθόντας λοιπὸν, ἀμερίμνως ἀνάγεσθαι. Ἐπὶ μὲν οὖν τοῖς τοιούτοις ἔτριζε τοὺς ὀδόντας ὁ μακρὸς ἐκεῖνος· ἐπὶ δὲ τοῖς ἀποπίπτουσιν, ἔχαιρε. Καὶ εὐθὺς πρὸς Ἀντώνιον ἐγένετο φωνή· Νόει τὸ βλεπόμενον· καὶ διανοιχθείσης αὐτοῦ τῆς διανοίας, ἐνενόει τῶν ψυχῶν εἶναι τὴν πάροδον, καὶ τὸν ἑστῶ τα μακρὸν εἶναι τὸν ἐχθρὸν τὸν φθονοῦντα τοῖς πιστοῖς· καὶ τοὺς μὲν ὑπευθύνους αὐτῷ κρατοῦντα καὶ κωλύοντα διελθεῖν, τοὺς δὲ μὴ πεισθέντας αὐτῷ μὴ δυνάμενον κρατεῖν ὡς ὑπερβαίνοντας. Τοῦτο πάλιν ἑωρακὼς, καὶ ὥσπερ ὑπομιμνησκόμενος, μᾶλλον ἠγω νίζετο προκόπτειν τοῖς ἔμπροσθεν καθ' ἡμέραν. Ταῦ τα δὲ οὐχ ἑκὼν ἀπήγγελλεν αὐτός· ἐν δὲ τῷ χρονίζειν ἐν ταῖς εὐχαῖς καὶ καθ' ἑαυτὸν θαυμάζειν, πυνθανο μένων τῶν συνόντων καὶ θλιβόντων αὐτὸν, ἠναγκάζε το λέγειν, ὡς πατὴρ οὐ δυνάμενος κρύπτειν τοῖς τέκνοις· ἀλλὰ καὶ ἡγούμενος, ὅτι τὸ μὲν αὐτοῦ σύν ειδός ἐστι καθαρὸν, ἐκείνοις δὲ τὸ διήγημα γίνεται πρὸς ὠφέλειαν, μανθάνουσι τῆς ἀσκήσεως εἶναι καρ πὸν ἀγαθὸν, τῶν τε πόνων πολλάκις παραμύθιον γίνεσθαι τὰς ὀπτασίας.

Πρὸς δὲ καὶ τὸ ἦθος ἀνεξίκακος ἦν, καὶ τὴν ψυχὴν ταπεινόφρων· τοιοῦτος γὰρ ὢν, τόν τε κανόνα τῆς Ἐκκλησίας ὑπερφυῶς ἐτίμα, καὶ πάντα κληρι κὸν τῇ τιμῇ προηγεῖσθαι ἤθελεν ἑαυτοῦ. Τοῖς μὲν γὰρ ἐπισκόποις καὶ πρεσβυτέροις οὐκ ᾐδεῖτο κλῖναι τὴν κεφαλήν· διάκονος δὲ εἴ ποτε πρὸς αὐτὸν ὠφελείας χάριν ἀπήντα, τὰ μὲν πρὸς ὠφέλειαν διελέγετο· τὰ δὲ τῆς εὐχῆς αὐτῷ παρεχώρει, οὐκ αἰδούμενος μαν θάνειν καὶ αὐτός. Καὶ γὰρ πολλάκις ἐπυνθάνετο, καὶ 26.940 ἠξίου παρὰ τῶν συνόντων ἀκούειν· καὶ ὡμολό γει ὠφελεῖσθαι, εἴ τι χρήσιμόν τις ἔλεγε. Καὶ μὴν καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ χάριν εἶχε πολλὴν καὶ παρά δοξον. Εἶχε δὲ καὶ τοῦτο τὸ χάρισμα παρὰ τοῦ Σωτῆ ρος· εἰ γὰρ μετὰ τοῦ πλήθους τῶν μοναχῶν παρῆν, καὶ τοῦτον ἰδεῖν τις ἐβούλετο μὴ πρότερον γινώσκων, προσελθὼν εὐθὺς, τοὺς μὲν ἄλλους ὑπερέβαινε, πρὸς αὐτὸν δὲ ἔτρεχεν, ὡς ὑπὸ τῶν ὄψεων αὐτοῦ ἑλκόμενος. Οὐχ ὕψει δὲ, οὐδὲ τῷ πλάτει διέφερε τῶν ἄλλων, ἀλλὰ τῇ τῶν ἠθῶν καταστάσει, καὶ τῇ τῆς ψυχῆς καθαρό τητι. Ἀθορύβου γὰρ οὔσης τῆς ψυχῆς, ἀταράχους εἶχε καὶ τὰς ἔξωθεν αἰσθήσεις· ὡς ἀπὸ τῆς χαρᾶς τῆς ψυχῆς ἱλαρὸν ἔχειν καὶ τὸ πρόσωπον, καὶ ἀπὸ τῶν τοῦ σώματος κινημάτων αἰσθέσθαι καὶ νοεῖν τὴν τῆς ψυ χῆς κατάστασιν, κατὰ τὸ γεγραμμένον· Καρδίας εὐφραινομένης, θάλλει πρόσωπον· ἐν δὲ λύπαις οὔσης, σκυθρωπάζει. Οὕτως Ἰακὼβ ἐπέγνω τὸν Λάβαν ἐπιβουλὴν ἐνθυμούμενον, καί φησι πρὸς τὰς γυναῖκας· Οὐκ ἔστι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς ὑμῶν ὡς χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· οὕτως ὁ Σα μουὴλ ἐπέγνω τὸν Δαβίδ· χαροποιοὺς γὰρ εἶχε τοὺς ὀφθαλμοὺς, καὶ τοὺς ὀδόντας ὡς γάλα λευκούς. Οὕτως καὶ ὁ Ἀντώνιος ἐπιγινώσκετο· οὐδέποτε γὰρ ἐταράττετο, γαληνιώσης αὐτοῦ τῆς ψυχῆς· οὐδέποτε σκυθρωπὸς ἐγίνετο, χαιρούσης αὐτοῦ τῆς διανοίας.

Καὶ τῇ πίστει δὲ πάνυ θαυμαστὸς ἦν καὶ εὐ σεβής. Οὔτε γὰρ Μελετιανοῖς τοῖς σχισματικοῖς ποτε κεκοινώνηκεν, εἰδὼς αὐτῶν τὴν ἐξ ἀρχῆς πονηρίαν καὶ ἀποστασίαν· οὔτε Μανιχαίοις, ἢ ἄλλοις τισὶν αἱ ρετικοῖς ὡμίλησε φιλικὰ, ἢ μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς εἰς εὐσέβειαν μεταβολῆς· ἡγούμενος καὶ παρ αγγέλλων τὴν τούτων φιλίαν καὶ ὁμιλίαν βλάβην καὶ ἀπώλειαν εἶναι ψυχῆς. Οὕτω γοῦν καὶ τὴν τῶν Ἀρειανῶν αἵρεσιν ἐβδελύσσετο, παρήγγελλέ τε πᾶσι μήτε ἐγγίζειν αὐτοῖς, μήτε τὴν κακοπιστίαν αὐτῶν ἔχειν. Ἀπελθόντας γοῦν ποτέ τινας πρὸς αὐτὸν τῶν Ἀρειομανιτῶν, ἀνακρίνας καὶ μαθὼν ἀσεβοῦντας, 26.941 ἐδίωξεν ἀπὸ τοῦ ὅρους, λέγων ὄφεων ἰοῦ χείρονας εἶ ναι τοὺς λόγους αὐτῶν.

Καὶ ψευσαμένων δέ ποτε τῶν Ἀρειανῶν, ὡς ἐκείνοις τὰ αὐτὰ φρονοῦντος, ἠγανάκτει καὶ ἐθυμοῦτο κατ' ἐκείνων. Εἶτα παρακληθεὶς παρά τε τῶν ἐπι σκόπων καὶ τῶν ἀδελφῶν πάντων, κατῆλθεν ἀπὸ τοῦ ὄρους· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τοὺς Ἀρειανοὺς ἀπεκήρυξεν· αἵρεσιν ἐσχάτην λέγων εἶναι ταύτην, καὶ πρόδρομον τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἐδίδασκέ τε τὸν λαὸν μὴ εἶναι κτίσμα τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, μηδὲ ἐξ οὐκ ὄντων γεγενῆσθαι· ἀλλ' ὅτι ἀΐδιός ἐστι τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας Λόγος καὶ Σοφία. Δι' ὃ καὶ ἀσεβές ἐστι λέγειν· Ἦν ὅτε οὐκ ἦν· ἦν γὰρ ἀεὶ ὁ Λόγος συνυπάρχων τῷ Πατρί· ὅθεν μηδὲ μίαν ἔχετε κοινωνίαν πρὸς τοὺς ἀσεβεστάτους Ἀρειανούς· Οὐδεμία γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος. Ὑμεῖς μὲν γὰρ εὐσεβοῦντες Χριστιανοί ἐστε· ἐκεῖνοι δὲ, κτίσμα λέγοντες τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγον, οὐδὲν διαφέρουσιν ἐθνικῶν, λατρεύοντες τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα Θεόν. Πιστεύσατε δὲ, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις πᾶσα ἀγανακτεῖ κατ' αὐτῶν· ὅτι τὸν κτίστην καὶ Κύριον τοῦ παντὸς, ἐν ᾧ τὰ πάντα γέγονε, τοῦτον τοῖς γενητοῖς συναριθμοῦσιν.

Οἱ μὲν οὖν λαοὶ πάντες ἔχαιρον ἀκούοντες παρὰ τοῦ τοιούτου ἀνδρὸς ἀναθεματιζομένην τὴν χριστομάχον αἵρεσιν· οἱ δὲ τῆς πόλεως πάντες συν έτρεχον ἰδεῖν τὸν Ἀντώνιον. Ἕλληνές τε καὶ αὐτοὶ οἱ λεγόμενοι αὐτῶν ἱερεῖς, εἰς τὸ Κυριακὸν ἤρχοντο λέγοντες· Ἀξιοῦμεν ἰδεῖν τὸν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον· πάντες γὰρ αὐτὸν οὕτως ἐκάλουν. Καὶ γὰρ κἀκεῖ πολλοὺς δι' αὐτοῦ ἐκαθάρισεν ὁ Κύριος ἀπὸ δαιμό νων, καὶ βλαβέντας τὴν διάνοιαν ἰάσατο. Πολλοὶ δὲ καὶ Ἕλληνες ἠξίουν κἂν μόνον ἅπτεσθαι τοῦ γέροντος, πιστεύοντες ὠφελεῖσθαι. Ἀμέλει τοσοῦτοι γεγό 26.944 νασι Χριστιανοὶ ἐν ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις ἐκείναις, ὅσους ἄν τις εἶδεν ἐνιαυτῷ γενομένους. Εἶτα, τινῶν νομιζόντων ἐκ τῶν ὄχλων αὐτὸν ταράττεσθαι, καὶ διὰ τοῦτο ἀποτρεπόντων ἀπ' αὐτοῦ πάντας, αὐτὸς οὐ ταραττόμενος ἔλεγε, μὴ πλείους εἶναι τούτους ἐκείνων, μεθ' ὧν ἐν τῷ ὄρει παλαίομεν δαιμόνων.

Ὅτε δὲ ἀπεδήμει, καὶ προεπέμπομεν αὐτὸν, ὡς ἐφθάσαμεν εἰς τὴν πύλην, ὄπισθέν τις ἐβόα γυνή· Μεῖνον, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἡ θυγάτηρ μου δεινῶς ὑπὸ δαίμονος ἐνοχλεῖται· μεῖνον, παρακαλῶ, μὴ κἀγὼ κινδυνεύσω τρέχουσα. Ἀκούσας ὁ γέρων, καὶ ἀξιω θεὶς παρ' ἡμῶν, θέλων ἔμεινεν. Ὡς δὲ ἤγγισεν ἡ γυνὴ, ἡ μὲν παῖς ἔῤῥιπτο χαμαί· τοῦ δὲ Ἀντωνίου προσευξαμένου, καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάσαντος, ἠγέρθη ἡ παῖς ὑγιὴς, ἐξελθόντος τοῦ ἀκαθάρτου δαίμονος. Ἥ τε μήτηρ εὐλόγει τὸν Θεὸν, καὶ πάντες ηὐχαρίστουν. Καὶ αὐτὸς δὲ ἔχαιρεν ἀποδημῶν, ὡς εἰς τὸν ἴδιον οἶ κον, εἰς τὸ ὄρος.

Καὶ φρόνιμος δὲ ἦν λίαν· καὶ τὸ θαυμαστὸν, ὅτι, γράμματα μὴ μαθὼν, ἀγχίνους ἦν καὶ συνετὸς ἄνθρωπος. Ποτὲ γοῦν φιλόσοφοι δύο ἦλθον πρὸς αὐ τὸν Ἕλληνες, νομίζοντες δύνασθαι τὸν Ἀντώνιον πειράσαι· ἦν δὲ ἐν τῷ ὄρει τῷ ἔξω· ὁ δὲ ἐκ τοῦ προσώπου συνεὶς τοὺς ἀνθρώπους, ἐξελθὼν πρὸς αὐ τοὺς, ἔφη δι' ἑρμηνέως· Τί τοσοῦτον ἐσκύλητε, ὦ φιλόσοφοι, πρὸς μωρὸν ἄνθρωπον; Τῶν δὲ εἰπόντων, μὴ εἶναι μωρὸν αὐτὸν, ἀλλὰ καὶ μάλα φρόνιμον, ἔφη πρὸς αὐτούς· Εἰ μὲν πρὸς μωρὸν ἤλθετε, περιττὸς ὑμῶν ὁ κάματος· εἰ δὲ νομίζετέ με φρόνιμον εἶναι, γίνεσθε ὡς ἐγώ· δεῖ γὰρ τὰ καλὰ μιμεῖσθαι. Καὶ εἰ μὲν ἐγὼ πρὸς ὑμᾶς ἠρχόμην, ἐμιμησάμην ἂν ὑμᾶς· εἰ δὲ ὑμεῖς πρὸς ἐμὲ, γίνεσθε ὡς ἐγώ· Χριστιανὸς γάρ εἰμι. Οἱ δὲ θαυμάζοντες ἀνεχώρουν ἔβλεπον γὰρ καὶ δαίμονας φοβουμένους τὸν Ἀντώνιον.

26.945 Ἄλλων δὲ πάλιν τοιούτων ἀπαντησάντων πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει τῷ ἔξω, καὶ νομιζόντων χλευάζειν, ὅτι μὴ μεμάθηκε γράμματα, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἀντώνιος· Ὑμεῖς δὲ τί λέγετε; Τί πρῶτόν ἐστι, νοῦς ἢ γράμματα; καὶ τί τίνος αἴτιον, ὁ νοῦς τῶν γραμμάτων, ἢ τὰ γράμματα τοῦ νοῦ; Τῶν δὲ εἰ πόντων πρῶτον εἶναι τὸν νοῦν, καὶ τῶν γραμμάτων εὑρέτην· ἔφη ὁ Ἀντώνιος· Ὧ τοίνυν ὁ νοῦς ὑγιαίνει, τούτῳ οὐκ ἀναγκαῖα τὰ γράμματα. Τοῦτο καὶ τοὺς παρόντας καὶ αὐτοὺς ἐξέπληξεν. Ἀπῆλθον οὖν θαυμάζοντες, ὅτι τοσαύτην ἔβλεπον ἐν ἰδιώτῃ σύνεσιν· καὶ γὰρ οὐχ ὡς ἐν ὄρει τραφεὶς, κἀκεῖ γέ ρων γενόμενος, ἄγριον εἶχε τὸ ἦθος· ἀλλὰ καὶ χαρίεις ἦν καὶ πολιτικός. Τὸν δὲ λόγον εἶχεν ἠρτυμένον τῷ θείῳ ἅλατι· ὥστε μηδένα φθονεῖν, χαίρειν δὲ μᾶλλον ἐπ' αὐτῷ πάντας τοὺς ἐρχομένους πρὸς αὐτόν.

Ἀμέλει μετὰ ταῦτα πάλιν ἐλθόντων ἑτέ ρων τινῶν· ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν παρ' Ἕλλησι δοκούν των εἶναι σοφῶν· καὶ ἀπαιτούντων αὐτὸν λόγον περὶ τῆς καθ' ἡμᾶς ἐν Χριστῷ πίστεως· ἐπιχειρούντων δὲ συλλογίζεσθαι περὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου σταυροῦ, καὶ βουλομένων χλευάζειν· ὀλίγον ἐπισχὼν ὁ Ἀντώνιος, καὶ πρῶτον οἰκτείρας αὐτοὺς ἐπὶ τῇ ἀγνωσίᾳ, ἔλεγε δι' ἑρμηνέως, τοῦ καλῶς τὰ ἐκείνου διερμηνεύοντος· Τί κάλλιόν ἐστι, σταυρὸν ὁμολογεῖν, ἢ μοιχείας καὶ παιδοφθορίας προσάπτειν τοῖς παρ' ὑμῖν λεγομένοις θεοῖς; Τὸ μὲν γὰρ παρ' ἡμῶν λεγό μενον ἀνδρίας ἐστὶ τεκμήριον, καὶ καταφρονήσεως θανάτου γνώρισμα· τὰ δὲ ὑμέτερα ἀσελγείας ἐστὶ πάθη. Ἔπειτα τί βέλτιόν ἐστι, λέγειν, ὅτι ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος οὐκ ἐτράπη· ἀλλ' ὁ αὐτὸς ὢν, ἐπὶ σωτηρίᾳ καὶ εὐεργεσίᾳ τῶν ἀνθρώπων ἀνείληφε σῶμα ἀνθρώπι νον, ἵνα, τῇ ἀνθρωπίνῃ γενέσει κοινωνήσας, ποιήσῃ τοὺς ἀνθρώπους κοινωνῆσαι θείας καὶ νοερᾶς φύσεως· ἢ ἐν ἀλόγοις ἐξομοιοῦν τὸ Θεῖον, καὶ διὰ τοῦτο σέβειν 26.948 τετράποδα, καὶ ἑρπετὰ, καὶ ἀνθρώπων εἰκόνας; Ταῦτα γὰρ ὑμῶν ἐστι τῶν σοφῶν τὰ σεβάσματα. Πῶς δὲ χλευάζειν τολμᾶτε ἡμᾶς, λέγοντας τὸν Χριστὸν ἄνθρωπον πεφανερῶσθαι· ὅπου γε ὑμεῖς, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὴν ψυχὴν χωρίζοντες, φάσκετε πεπλανῆσθαι αὐτὴν καὶ πεπτωκέναι ἀπὸ τῆς ἁψίδος τῶν οὐρανῶν εἰς σῶμα· καὶ εἴθε εἰς ἀνθρώπινον μό νον, καὶ μὴ εἰς τετράποδα καὶ ἑρπετὰ μεταβαίνειν καὶ μεταπίπτειν. Ἡ μὲν γὰρ ἡμετέρα πίστις ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν ἀνθρώπων τὴν τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν λέγει· ὑμεῖς δὲ πλανᾶσθε, ὅτι περὶ ἀγεννήτου ψυχῆς ἐξηγεῖσθε. Καὶ ἡμεῖς μὲν τὸ δυνατὸν καὶ φιλάνθρω πον τῆς Προνοίας φρονοῦμεν, ὅτι καὶ τοῦτο οὐκ ἀδύ νατον ἦν τῷ Θεῷ· ὑμεῖς δὲ, εἰκόνα τοῦ νοῦ τὴν ψυχὴν λέγοντες, πτώματα προσάπτετε αὐτῇ, καὶ τρεπτὴν αὐτὴν μυθολογεῖτε· καὶ λοιπὸν καὶ αὐτὸν τὸν νοῦν διὰ τὴν ψυχὴν τρεπτὸν εἰσάγετε. Ὁποία γὰρ ἦν ἡ εἰκὼν, τοιοῦτον ἀνάγκη κἀκεῖνον εἶναι, οὗ ἐστιν ἡ εἰ κών. Ὅτ' ἂν δὲ περὶ τοῦ νοῦ τοιαῦτα νομίζετε, ἐν θυμεῖσθε, ὅτι καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Πατέρα τοῦ νοῦ βλασφημεῖτε.

Περὶ δὲ τοῦ σταυροῦ τί βέλτιον ἂν εἴποιτε, ἐπιβουλῆς ἐπαγομένης παρὰ πονηρῶν ὑπομένειν σταυρὸν, καὶ μὴ πτήσσειν τὸν ὅπως δήποτε θάνατον ἐπαγόμενον· ἢ πλάνας Ὀσίριδος καὶ Ἴσιδος, καὶ ἐπιβουλὰς Τυφῶνος, καὶ Κρόνου φυγὴν, καὶ τέκνων καταπόσεις, καὶ πατροκτονίας μυθολογεῖν; Ταῦτα γὰρ ὑμῶν ἐστι τὰ σοφά. Πῶς δὲ, χλευάζοντες τὸν σταυρὸν, οὐ θαυμάζετε τὴν ἀνάστασιν; Οἱ γὰρ τοῦτο εἰπόντες κἀκεῖνο ἔγραψαν. Ἢ διὰ τί, μνημονεύοντες τοῦ σταυροῦ, σιωπᾶτε περὶ τῶν ἐγερθέντων νεκρῶν, καὶ τῶν ἀναβλεψάντων τυφλῶν, καὶ τῶν θεραπευ θέντων παραλυτικῶν, τῶν τε καθαρισθέντων λεπρῶν 26.949 καὶ τῆς ἐπὶ τὴν θάλασσαν πεζοπορίας, τῶν τε ἄλλων σημείων καὶ τεραστίων, ἅπερ οὐκέτι ἄνθρωπον, ἀλλὰ Θεὸν δείκνυσι τὸν Χριστόν; Πάνυ μοι δοκεῖτε ἀδικεῖν ἑαυτοὺς, καὶ μὴ γνησίως ἐντετυχηκέναι ταῖς Γραφαῖς ἡμῶν. Ἀλλ' ἐντυγχάνετε μὲν ὑμεῖς, καὶ βλέπετε, ὅτι ἃ πεποίηκεν ὁ Χριστὸς, Θεὸν αὐτὸν ἀποδεικνύουσιν, ἐπιδημήσαντα ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν ἀν θρώπων.

Εἴπατε δὲ καὶ ὑμεῖς ἡμῖν τὰ ὑμέτερα. Τί δ' ἂν εἴποιτε περὶ τῶν ἀλόγων, ἢ ἀλογίαν καὶ ἀγριότητα; Ἐὰν δὲ, ὡς ἀκούω, θελήσητε λέγειν μυθικῶς λέγε σθαι ταῦτα παρ' ὑμῖν· καὶ ἀλληγορεῖτε ἁρπαγὴν Κόρης εἰς τὴν γῆν, καὶ Ἡφαίστου χωλότητα εἰς τὸ πῦρ, καὶ Ἥραν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ Ἀπόλλωνα εἰς τὸν ἥλιον, καὶ Ἄρτεμιν μὲν εἰς τὴν σελήνην, τὸν δὲ Πο σειδῶνα εἰς τὴν θάλασσαν· οὐδὲν ἧττον αὐτὸν οὐ Θεὸν σέβεσθε, ἀλλὰ τῇ κτίσει λατρεύετε παρὰ τὸν τὰ πάντα κτίσαντα Θεόν. Εἰ γὰρ, ὅτι καλὴ ἡ κτίσις, τοιαῦτα συνεθήκατε· ἀλλ' ἔδει μέχρι τοῦ θαυμάσαι μόνον ὑμᾶς γενέσθαι, καὶ μὴ θεοποιῆσαι τὰ ποιήματα· ἵνα μὴ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ τιμὴν τοῖς γενητοῖς παρέχητε. Ἐπεὶ ὥρα ὑμᾶς καὶ τοῦ ἀρχιτέκτονος τὴν τιμὴν εἰς τὴν ὑπ' αὐτοῦ γενομένην οἰκίαν μεταφέρειν, ἢ τὴν τοῦ στρατηγοῦ εἰς τὸν στρατιώτην. Τί τοίνυν πρὸς ταῦτα λέγετε, ἵνα γνῶμεν, εἰ ἄξιόν τι χλεύης ὁ σταυρὸς ἔχει;

Ἐκείνων δὲ διαπορούντων, καὶ στρεφομένων ὧδε κἀκεῖσε, μειδιάσας ὁ Ἀντώνιος ἔφη πάλιν δι' ἑρμηνέως· Ταῦτα μὲν καὶ ἀπ' αὐτῆς τῆς ὄψεως ἔχει τὸν ἔλεγχον· ἐπειδὴ δὲ μᾶλλον ὑμεῖς τοῖς ἀπο δεικτικοῖς λόγοις ἐπερείδεσθε, καὶ ταύτην ἔχοντες τὴν τέχνην, βούλεσθε καὶ ἡμᾶς μὴ ἄνευ τῆς διὰ τῶν λόγων ἀποδείξεως θεοσεβεῖν· εἴπατε πρῶτον ὑμεῖς, τὰ πράγματα, καὶ μάλιστα ἡ περὶ τοῦ Θεοῦ γνῶσις, 26.952 πῶς ἀκριβῶς διαγινώσκεται, δι' ἀποδείξεως λόγων, ἢ δι' ἐνεργείας πίστεως; καὶ τί πρεσβύτερόν ἐστιν, ἡ δι' ἐνεργείας πίστις, ἢ ἡ διὰ λόγων ἀπόδειξις; Τῶν δὲ ἀποκριναμένων, πρεσβυτέραν εἶναι τὴν δι' ἐνερ γείας πίστιν, καὶ ταύτην εἶναι τὴν ἀκριβῆ γνῶσιν· ἔφη ὁ Ἀντώνιος· Καλῶς εἴπατε· ἡ μὲν γὰρ πίστις ἀπὸ διαθέσεως ψυχῆς γίνεται· ἡ δὲ διαλεκτικὴ ἀπὸ τέχνης τῶν συντιθέντων ἐστίν. Οὐκοῦν οἷς πάρεστιν ἡ διὰ πίστεως ἐνέργεια, τούτοις οὐκ ἀναγκαία, ἢ τάχα καὶ περιττὴ ἡ διὰ λόγων ἀπόδειξις. Καὶ γὰρ ὅπερ ἡμεῖς ἐκ
πίστεως νοοῦμεν, τοῦτο ὑμεῖς διὰ λόγων κατασκευάζειν πειρᾶσθε· καὶ πολλάκις οὐδὲ φράσαι ἃ νοοῦμεν δύνασθε· ὥστε βελτίων καὶ ὀχυ ρωτέρα ἡ διὰ πίστεως ἐνέργεια τῶν σοφιστικῶν ὑμῶν συλλογισμῶν.

Ἡμεῖς τοίνυν οἱ Χριστιανοὶ οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγων Ἑλληνικῶν ἔχομεν τὸ μυστήριον· ἀλλ' ἐν δυνάμει πίστεως ἐπιχορηγουμένης ἡμῖν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ παρὰ Θεοῦ. Καὶ ὅτι ἀληθής ἐστιν ὁ λόγος, ἰδοὺ νῦν, μὴ μαθόντες ἡμεῖς γράμματα, πιστεύομεν εἰς τὸν Θεὸν, ἐπιγινώσκοντες διὰ τῶν ποιημάτων αὐτοῦ τὴν εἰς πάντα πρόνοιαν. Καὶ ὅτι ἐνεργής ἐστιν ἡ πίστις ἡμῶν, ἰδοὺ νῦν ἡμεῖς ἐπερειδόμεθα τῇ πίστει τῇ εἰς τὸν Χριστὸν, ὑμεῖς δὲ σοφιστικαῖς λογομαχίαις. Καὶ τὰ μὲν παρ' ὑμῖν τῶν εἰδώλων φάσματα καταρ γεῖται, ἡ δὲ παρ' ἡμῖν πίστις ἐπεκτείνεται πανταχοῦ. Καὶ ὑμεῖς μὲν συλλογιζόμενοι καὶ σοφιζόμενοι, οὐ μεταπείθετε ἀπὸ Χριστιανισμοῦ εἰς Ἑλληνισμόν· ἡμεῖς δὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν διδάσκοντες, ψιλοῦ μεν ὑμῖν τὴν δεισιδαιμονίαν, ἐπιγινωσκόντων πάντων τὸν Χριστὸν εἶναι Θεὸν, καὶ τοῦ Θεοῦ Υἱόν. Καὶ ὑμεῖς μὲν τῇ καλλιεπείᾳ οὐκ ἐμποδίζετε τὴν τοῦ Χριστοῦ διδασκαλίαν· ἡμεῖς δὲ, ὀνομάζοντες τὸν ἐσταυρωμένον Χριστὸν, πάντας διώκομεν δαί μονας, οὓς ὑμεῖς φοβεῖσθε ὡς θεούς. Καὶ ἔνθα τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ γίνεται, ἀσθενεῖ μὲν μαγεία, οὐκ ἐνεργεῖ δὲ φαρμακεία.

Εἴπατε γοῦν, ποῦ νῦν ὑμῶν τὰ μαντεῖα; ποῦ αἱ τῶν Αἰγυπτίων ἐπαοιδαί; ποῦ τῶν μάγων αἱ φαν 26.953 τασίαι; πότε ταῦτα πάντα πέπαυται καὶ ἠσθένησεν, εἰ μὴ ὅτε ὁ τοῦ Χριστοῦ σταυρὸς γέγονεν; Ἆρα οὖν ἄξιος οὗτος χλεύης, ἢ μᾶλλον τὰ καταργούμενα παρ' αὐτοῦ καὶ ἐλεγχόμενα ἀσθενῆ; Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο θαυμαστόν ἐστιν· ὅτι τὰ μὲν ὑμέτερα οὐδέποτε ἐδιώχθη, ἀλλὰ καὶ παρὰ ἀνθρώπων κατὰ πόλιν τι μᾶται· οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ διώκονται, καὶ μᾶλλον τὰ παρ' ἡμῖν ὑπὲρ τὰ ὑμέτερα ἀνθεῖ καὶ πληθύνει. Καὶ τὰ μὲν ὑμέτερα εὐφημούμενα καὶ περικλειόμενα διαφθείρεται· ἡ δὲ τοῦ Χριστοῦ πίστις καὶ ἡ διδα σκαλία, χλευαζομένη παρ' ὑμῶν, καὶ διωχθεῖσα παρὰ βασιλέων πολλάκις, πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην. Πότε γὰρ οὕτω θεογνωσία ἐξέλαμψεν; ἢ πότε οὕτω σωφροσύνη καὶ ἀρετὴ παρθενίας ἐφάνη; ἢ πότε οὕτως ὁ θάνατος κατεφρονήθη, εἰ μὴ ὅτε ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ γέγονε; Τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἀμφιβάλλει βλέπων τοὺς μάρτυρας διὰ τὸν Χριστὸν καταφρονοῦντας τοῦ θανάτου, βλέπων τὰς τῆς Ἐκκλησίας παρθένους διὰ τὸν Χριστὸν καθαρὰ καὶ ἀμίαντα τὰ σώματα φυ λαττούσας.

Καὶ ἔστι μὲν ἱκανὰ ταῦτα τεκμήρια δεῖξαι τὴν κατὰ Χριστὸν πίστιν μόνην ἀληθῆ εἶναι εἰς θεοσέ βειαν. Ἰδοὺ ἀκμὴν ὑμεῖς ἀπιστεῖτε ζητοῦντες τοὺς ἐκ τῶν λόγων συλλογισμούς. Ἡμεῖς μὲν οὐκ ἐν πειθοῖς σοφίας Ἑλληνικῆς λόγοις, ὡς εἶπεν ὁ διδάσκαλος ἡμῶν, ἀποδείκνυμεν· τῇ δὲ πίστει πείθο μεν ἐναργῶς προλαμβανούσῃ τὴν ἐκ τῶν λόγων κατα σκευήν. Ἰδοὺ πάρεισιν ὧδε ὑπὸ δαιμόνων πάσχοντες· ἦσαν δέ τινες ἐλθόντες πρὸς αὐτὸν ὑπὸ δαιμόνων ἐνοχλούμενοι, καὶ παραγαγὼν αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον, ἔφη· Ἢ ὑμεῖς τοῖς συλλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ᾗ ἂν βούλησθε τέχνῃ ἢ μαγείᾳ, ἐπικαλούμενοι τὰ εἴδωλα ἑαυτῶν, καθαρίσατε αὐτούς· ἢ, εἰ μὴ δύνασθε, κατά θεσθε τὴν πρὸς ἡμᾶς μάχην, καὶ ὄψεσθε τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ τὴν δύναμιν. Καὶ ταῦτα εἰπὼν, ἐπεκα λέσατο τὸν Χριστὸν, ἐσφράγισέ τε τοὺς πάσχοντας τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ δεύτερον καὶ τρίτον. Καὶ εὐθὺς 26.956 ἔστησαν οἱ ἄνθρωποι ὁλόκληροι, σωφρονοῦντες καὶ εὐχαριστοῦντες τῷ Κυρίῳ λοιπόν. Καὶ οἱ μὲν λεγό μενοι φιλόσοφοι ἐθαύμαζον, καὶ ἀληθῶς ἐξεπλήττοντο ἐπὶ τῇ συνέσει τοῦ ἀνδρὸς, καὶ τῷ γενομένῳ σημείῳ· ὁ δὲ Ἀντώνιος ἔφη, Τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ; οὐκ ἐσμὲν ἡμεῖς οἱ ποιοῦντες, ἀλλ' ὁ Χριστός ἐστιν, ὁ διὰ τῶν εἰς αὐτὸν πιστευόντων ταῦτα ποιῶν. Πιστεύσατε οὖν καὶ ὑμεῖς· καὶ ὄψεσθε, ὅτι οὐ τέχνη λόγων τὰ παρ' ἡμῖν ἐστιν, ἀλλὰ πίστις δι' ἀγάπης τῆς εἰς τὸν Χριστὸν ἐνεργουμένης· ἥντινα ἐὰν σχοίητε καὶ ὑμεῖς, οὐκέτι τὰς διὰ λόγων ἀποδείξεις ζητήσετε· ἀλλ' αὐτ άρκη τὴν εἰς τὸν Χριστὸν πίστιν ἡγήσεσθε. Ταῦτα τοῦ Ἀντωνίου τὰ ῥήματα· ἐκεῖνοι δὲ καὶ ἐν τούτῳ θαυμάζοντες, ἀνεχώρουν, κατασπαζόμενοι αὐτὸν, καὶ ὁμολογοῦντες ὠφελεῖσθαι παρ' αὐτοῦ.

Ἔφθασε δὲ καὶ μέχρι βασιλέων ἡ περὶ Ἀντω νίου φήμη. Ταῦτα γὰρ μαθόντες Κωνσταντῖνος ὁ Αὔ γουστος, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ Κωνστάντιος καὶ Κώνστας οἱ Αὔγουστοι, ἔγραφον αὐτῷ ὡς πατρὶ, καὶ ηὔχοντο λαμβάνειν ἀντίγραφα παρ' αὐτοῦ. Ἀλλ' οὔτε τὰ γράμματα περὶ πολλοῦ τινος ἐποιεῖτο, οὔτε ἐπὶ ταῖς ἐπιστολαῖς ἐγεγήθει· ὁ αὐτὸς δὲ ἦν, οἷος καὶ πρὸ τοῦ γράφειν αὐτῷ τοὺς βασιλέας. Ὅτε δὲ ἐκομίζετο αὐτῷ τὰ γράμματα, ἐκάλει τοὺς μοναχοὺς, καὶ ἔλεγε· Μὴ θαυμάζετε, εἰ γράφει βασιλεὺς πρὸς ἡμᾶς, ἄνθρωπος γάρ ἐστιν· ἀλλὰ μᾶλλον θαυμάζετε, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν νόμον ἀνθρώποις ἔγραψε, καὶ διὰ τοῦ ἰδίου Υἱοῦ λε λάληκεν ἡμῖν. Ἐβούλετο μὲν οὖν μὴ δέχεσθαι τὰς ἐπιστολὰς, λέγων οὐκ εἰδέναι πρὸς τὰ τοιαῦτα, ἀντι γράφειν· προτραπεὶς δὲ παρὰ τῶν μοναχῶν, ὅτι Χρι στιανοί εἰσιν οἱ βασιλεῖς, καὶ ἵνα μὴ ὡς προῤῥιφέν τες σκανδαλισθῶσιν, ἐπέτρεπεν ἀναγινώσκεσθαι. Καὶ ἀντέγραφεν, ἀποδεχόμενος μὲν αὐτοὺς, ὅτι τὸν Χρι στὸν προσκυνοῦσι, συνεβούλευε δὲ τὰ εἰς σωτηρίαν· καὶ μὴ μεγάλα ἡγεῖσθαι τὰ παρόντα, ἀλλὰ μᾶλλον μνημονεύειν τῆς μελλούσης κρίσεως, καὶ εἰδέναι, ὅτι 26.957 ὁ Χριστὸς μόνος ἀληθὴς καὶ αἰώνιός ἐστι βασιλεύς. Φιλανθρώπους τε αὐτοὺς εἶναι ἠξίου, καὶ φροντίζειν τοῦ δικαίου καὶ τῶν πτωχῶν. Κἀκεῖνοι δεχόμενοι ἔχαι ρον. Οὕτω παρὰ πᾶσιν ἦν προσφιλὴς, καὶ πάντες ἔχειν αὐτὸν ἠξίουν πατέρα.

Τοιοῦτος δὴ οὖν γινωσκόμενος, καὶ οὕτω πρὸς τοὺς ἀπαντῶντας ἀποκρινόμενος, ὑπέστρεφε πάλιν εἰς τὸ ἔνδον ὄρος. Καὶ τῆς μὲν συνήθους ἀσκήσεως εἴχετο· πολλάκις δὲ μετὰ τῶν εἰσερχομένων πρὸς αὐ τὸν καθεζόμενος, καὶ περιπατῶν, ἀπηνεοῦτο, ὡς ἐν τῷ Δανιὴλ γέγραπται. Καὶ αὐτὸς μὲν μεθ' ὥρας ὡμί λει τὰ ἀκόλουθα τοῖς συνοῦσιν ἀδελφοῖς αὐτῷ· οἱ δὲ συνόντες ᾐσθάνοντό τινα θεωρίαν αὐτὸν βλέπειν. Καὶ γὰρ καὶ τὰ ἐν Αἰγύπτῳ γινόμενα πολλάκις, ἐν τῷ ὄρει τυγχάνων ἔβλεπε καὶ διηγήσατο Σαραπίωνι τῷ ἐπισκόπῳ, ἔνδον ὄντι καὶ βλέποντι τὸν Ἀντώνιον ἀσχοληθέντα τῇ ὀπτασίᾳ. Ποτὲ γοῦν καθεζόμενος καὶ ἐργαζόμενος, ὥσπερ ἐν ἐκστάσει γέγονε, καὶ πολὺς ἦν ἐν τῇ θεωρίᾳ στενάζων. Εἶτα μεθ' ὥραν στραφεὶς πρὸς τοὺς συνόντας, ἐστέναζε, καὶ ἔντρομος γενόμε νος, ηὔχετο, καὶ κάμπτων τὰ γόνατα, διέμενεν ἐπὶ πολύ. Καὶ ἀναστὰς ἔκλαιεν ὁ γέρων. Ἔντρομοι τοί νυν γενόμενοι οἱ συνόντες, καὶ πάνυ φοβηθέντες, ἠξίουν μαθεῖν παρ' αὐτοῦ· καὶ πολὺ διώχλησαν ἕως βιασθεὶς εἴπῃ. Ὁ δὲ καὶ οὕτω μέγα στενάξας· Ὦ τέκνα, βέλτιον, ἔλεγεν, ἀποθανεῖν, πρὸ τοῦ γενέσθαι τὰ τῆς θεωρίας. Τῶν δὲ πάλιν ἀξιούντων, δακρύσας ἔλεγε· Μέλλει τὴν Ἐκκλησίαν ὀργὴ καταλαμβάνειν, καὶ μέλλει παραδίδοσθαι ἀνθρώποις ὁμοίοις ἀλόγοις κτήνεσιν. Εἶδον γὰρ τὴν τράπεζαν τοῦ Κυριακοῦ, καὶ περὶ αὐτὴν ἑστῶτας ἡμιόνους κύκλῳ πανταχόθεν, καὶ λακτίζοντας τὰ ἔνδον οὕτως, ὡς ἂν ἀτάκτως 26.960 σκιρτώντων κτηνῶν γένοιτο λακτίσματα. Πάντως δὲ ᾔσθεσθε, φησὶ, πῶς ἐστέναζον· ἤκουσα γὰρ φωνῆς λεγούσης· Βδελυχθήσεται τὸ θυσιαστήριόν μου. Ταῦτα εἶδεν ὁ γέρων· καὶ μετὰ δύο ἔτη γέγονεν ἡ νῦν ἔφ οδος τῶν Ἀρειανῶν, καὶ ἡ ἁρπαγὴ τῶν ἐκκλη σιῶν, ὅτε καὶ τὰ σκεύη μετὰ βίας ἁρπάσαντες, δι' ἐθνικῶν ἐποίουν βαστάζεσθαι· ὅτε καὶ τοὺς ἐθνι κοὺς ἀπὸ τῶν ἐργαστηρίων ἠνάγκαζον συνάγε σθαι μετ' αὐτῶν· καὶ παρόντων αὐτῶν ἔπραττον ἐπὶ τῆς τραπέζης ὡς ἤθελον. Τότε πάντες ἡμεῖς ἐπέγνω μεν, ὅτι τὰ λακτίσματα τῶν ἡμιόνων ταῦτα προ εμήνυε τῷ Ἀντωνίῳ, ἃ νῦν οἱ Ἀρειανοὶ ἀλόγως πράττουσιν ὡς τὰ κτήνη. Ὡς δὲ ταύτην εἶδε τὴν θεωρίαν, τοὺς συνόντας παρεκάλεσε, λέγων· Μὴ ἀθυ μεῖτε, τέκνα· ὥσπερ γὰρ ὠργίσθη ὁ Κύριος, οὕτω πάλιν ἰάσεται. Καὶ πάλιν ταχέως ἀπολήψεται τὸν ἑαυτῆς κόσμον ἡ Ἐκκλησία, καὶ συνήθως ἀναλάμψει· καὶ ὄψεσθε τοὺς διωχθέντας ἀποκαθισταμένους, καὶ τὴν μὲν ἀσέβειαν πάλιν εἰς τοὺς ἰδίους φωλεοὺς ἀνα χωροῦσαν, τὴν δὲ εὐσεβῆ πίστιν παῤῥησιαζομένην μετὰ πάσης ἐλευθερίας πανταχοῦ· μόνον μὴ μιάνητε ἑαυτοὺς μετὰ τῶν Ἀρειανῶν. Οὐκ ἔστι γὰρ τῶν ἀποστόλων αὕτη ἡ διδασκαλία, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων, καὶ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου· καὶ μᾶλλον ἄγονος, καὶ ἄλογος, καὶ διανοίας ἐστὶν οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡμιόνων ἀλογία.

Τοιαῦτα μὲν τὰ τοῦ Ἀντωνίου. Οὐ δεῖ δὲ ἡμᾶς ἀπιστεῖν, εἰ δι' ἀνθρώπου τοσαῦτα γέγονε θαύματα. Τοῦ γὰρ Σωτῆρός ἐστιν ἐπαγγελία, λέγοντος· Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. Καὶ πάλιν· Ἀμὴν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τι αἰτήσητε τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. Αἰτεῖτε, καὶ λή ψεσθε. Καὶ αὐτός ἐστιν ὁ τοῖς μαθηταῖς λέγων, καὶ πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν εἰς αὐτόν· Ἀσθενοῦντας θε ραπεύετε· δαίμονας ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε. 26.961

Οὐ προστάττων γοῦν ἐθεράπευεν ὁ Ἀντώνιος, ἀλλ' εὐχόμενος καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων· ὡς πᾶσι φανερὸν γενέσθαι, ὅτι οὐκ ἦν αὐτὸς ὁ ποιῶν, ἀλλ' ὁ Κύριος, δι' Ἀντωνίου φιλανθρωπευόμενος, καὶ θεραπεύων τοὺς πάσχοντας. Ἀντωνίου δὲ μόνον ἡ εὐχὴ καὶ ἡ ἄσκησις, ἧς ἕνεκεν ἐν τῷ ὄρει καθήμε νος, ἔχαιρε μὲν τῇ τῶν θείων θεωρίᾳ, ἐλυπεῖτο δὲ διοχλούμενος ὑπὸ πολλῶν καὶ ἑλκόμενος εἰς τὸ ὄρος τὸ ἔξω. Καὶ γὰρ καὶ δικασταὶ πάντες ἠξίουν ἀπὸ τοῦ ὄρους αὐτὸν κατέρχεσθαι, ἐπεὶ μὴ δυνατὸν ἦν αὐτοὺς εἰσελθεῖν ἐκεῖ, διὰ τοὺς ἀκολουθοῦντας τῶν δικαζο μένων. Ἠξίουν δὲ ὅμως, ἵνα ἔλθῃ καὶ μόνον αὐτὸν ἴδωσιν· αὐτὸς μὲν οὖν ἐξετρέπετο καὶ παρῃτεῖτο τὰς πρὸς τούτους ὁδούς οἱ δὲ ἐπέμενον, καὶ μᾶλλον τοὺς ὑπευθύνους ὄντας ὑπὸ στρατιώτας προσέπεμπον· ἵνα κἂν διὰ τὴν ἐκείνων πρόφασιν κατέλθῃ. Πάσχων οὖν ἀνάγκην, καὶ ὁρῶν αὐτοὺς ὀδυρομένους, ἤρχετο μὲν εἰς τὸ ὄρος τὸ ἔξω· οὐκ ἀνωφελὴς δὲ πάλιν ἦν ὁ σκυλ μὸς αὐτοῦ· πολλοῖς μὲν γὰρ εἰς ὄνησιν ἐγίνετο, καὶ εἰς εὐεργεσίαν ἡ ἄφιξις αὐτοῦ. Τοὺς δὲ δικαστὰς ὠφέ λει, συμβουλεύων πάντων μᾶλλον προκρίνειν τὸ δί καιον· καὶ φοβεῖσθαι τὸν Θεὸν, καὶ εἰδέναι, ὅτι οἵῳ κρίματι κρίνουσι, κριθήσονται. Πλὴν τὴν ἐν τῷ ὄρει διατριβὴν πάντων μᾶλλον ἠγάπα.

Ποτὲ οὖν βίαν τοιαύτην παθὼν παρὰ τῶν χρείαν ἐχόντων, καὶ τοῦ στρατηλάτου διὰ πολλῶν ἀξιώσαντος αὐτὸν κατελθεῖν· ἐλθὼν, καὶ ὁμιλήσας ὀλίγα, τὰ εἰς σωτηρίαν φθάνοντα, καὶ περὶ τῶν δεομένων, ἠπείγετο. Τοῦ δὲ λεγομένου δουκὸς ἀξι οῦντος αὐτὸν ἐμβραδύνειν, ἔλεγε μὴ δύνασθαι χρονί ζειν μετ' αὐτῶν, καὶ παραδείγματι χαρίεντι τοῦτον ἔπειθε λέγων· Ὥσπερ οἱ ἰχθύες ἐγχρονίζοντες τῇ ξηρᾷ γῇ τελευτῶσιν, οὕτως οἱ μοναχοὶ βραδύνοντες μεθ' ὑμῶν, καὶ παρ' ὑμῖν ἐκδιατρίβοντες ἐκλύονται. Δεῖ οὖν, ὥσπερ τὸν ἰχθὺν εἰς τὴν θάλασσαν, οὕτως ἡμᾶς εἰς τὸ ὄρος ἐπείγεσθαι· μήποτε ἐμβραδύνοντες, 26.964 ἐπιλαθώμεθα τῶν ἔνδον. Ἀκούσας δὲ ὁ στρατηλάτης ταῦτα παρ' αὐτοῦ, καὶ ἕτερα πολλὰ, θαυμάσας, ἔλε γεν, ἀληθῶς εἶναι τοῦτον δοῦλον τοῦ Θεοῦ· πόθεν γὰρ ἰδιώτῃ τοιοῦτος καὶ τοσοῦτος νοῦς, εἰ μὴ ἦν ἀγαπώ μενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ;

Εἷς δέ τις στρατηλάτης, Βαλάκιος δὲ ἦν ὄνο μα αὐτῷ, πικρῶς ἐδίωκεν ἡμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς διὰ τὴν ὑπὲρ τῶν δυσωνύμων Ἀρειανῶν σπουδήν. Καὶ ἐπειδὴ τοσοῦτον ἦν ὠμὸς, ὡς καὶ παρθένους τύπτειν, καὶ μονάζοντας γυμνοῦν καὶ μαστίζειν· ἀποστέλλει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος, καὶ γράφει τοιοῦτον ἔχου σαν νοῦν ἐπιστολήν· Ὁρῶ ὀργὴν ἐπερχομένην ἐπὶ σέ· παῦσαι οὖν διώκων Χριστιανοὺς, μή ποτέ σε ἡ ὀργὴ καταλάβῃ· μέλλει γὰρ ἤδη ἐπὶ σὲ ἔρχεσθαι. Ὁ δὲ Βαλάκιος, γελάσας, τὴν μὲν ἐπιστολὴν ἔῤῥιψε χαμαὶ, πτύσας εἰς αὐτὴν, τοὺς δὲ κομίσαντας ὕβρισε, παραγγείλας ἀπαγγέλλειν Ἀντωνίῳ ταῦτα· Ἐπειδὴ φροντίζεις περὶ τῶν μοναχῶν, ἤδη καί σε μετ ελεύσομαι. Καὶ οὐ παρῆλθον ἡμέραι πέντε, καὶ κατέλαβεν αὐτὸν ἡ ὀργή. Εἰς γὰρ τὴν πρώτην μο νὴν Ἀλεξανδρείας τὴν λεγομένην Χαιρέου ἐξῆλθεν αὐτός τε ὁ Βαλάκιος καὶ Νεστόριος ὁ ἔπαρχος τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἀμφότεροι μὲν ἐπεκαθέζοντο ἵπ ποις· ἦσαν δὲ οὗτοι ἴδιοι τοῦ Βαλακίου, καὶ πραό τεροι πάντων τῶν τρεφομένων παρ' αὐτῷ. Ἀλλὰ μήπω φθασάντων αὐτῶν εἰς τὸν τόπον, ἤρξαντο παί ζειν, ὡς εἰώθασι, πρὸς ἀλλήλους· καὶ ἐξαίφνης ὁ πραότερος, ᾧ ἐπεκαθέζετο Νεστόριος, δήγματι τὸν Βαλάκιον καταβαλὼν ἐπέπεσεν αὐτῷ· καὶ οὕτω τοῖς ὀδοῦσιν ἐσπάραξε τὸν μηρὸν αὐτῷ, ὡς εὐθὺς μὲν ἀπενεχθῆναι εἰς τὴν πόλιν, ἐν τρισὶ δὲ ἡμέραις ἀποθα νεῖν· καὶ πάντας θαυμάζειν, ὅτι ἃ προείρηκεν ὁ Ἀντώνιος, ταχέως πεπλήρωται.

Οὕτω μὲν οὖν τοῖς πικροτέροις παρῄνει· τοὺς δὲ ἄλλους τοὺς πρὸς αὐτὸν ἀπαντῶντας οὕτως ἐνου θέτει, ὡς ἐπιλανθάνεσθαι παρ' αὐτὰ τοῦ δικάζειν, καὶ μακαρίζειν τοὺς ἀναχωροῦντας ἀπὸ τοῦ βίου τούτου. Οὕτω δὲ τῶν ἀδικουμένων προΐστατο, ὡς 26.965 νομίζειν μὴ ἄλλους, ἀλλ' αὐτὸν εἶναι τὸν πάσχοντα. Οὕτω δὲ πάλιν πρὸς ὠφέλειαν πᾶσιν ἦν ἱκανὸς, ὡς πολλοὺς στρατευομένους, καὶ τῶν τὰ πολλὰ κεκτη μένων, ἀποτίθεσθαι τὰ τοῦ βίου βάρη, καὶ λοιπὸν γίνεσθαι μοναχούς. Καὶ ὅλως ὥσπερ ἰατρὸς ἦν δο θεὶς παρὰ τοῦ Θεοῦ τῇ Αἰγύπτῳ. Τίς γὰρ λυπούμε νος ἀπήντα, καὶ οὐχ ὑπέστρεφε χαίρων; τίς ἤρχετο θρηνῶν διὰ τοὺς αὐτοῦ τεθνηκότας, καὶ οὐκ εὐθέως ἀπετίθετο τὸ πένθος; τίς ὀργιζόμενος ἤρχετο, καὶ οὐκ εἰς φιλίαν μετεβάλλετο; τίς πένης ἀκηδιῶν ἀπήντα, καὶ ἀκούων αὐτοῦ καὶ βλέπων αὐτὸν, οὐ κατεφρόνει τοῦ πλούτου, καὶ παρεμυθεῖτο τὴν πε νίαν; τίς μοναχὸς, ὀλιγωρήσας, καὶ ἐλθὼν πρὸς αὐτὸν, οὐ μᾶλλον ἰσχυρότερος ἐγένετο; τίς νεώτερος ἐλθὼν εἰς τὸ ὄρος, καὶ θεωρήσας Ἀντώνιον, οὐκ εὐθέως ἐξηρνεῖτο τὰς ἡδονὰς, καὶ ἠγάπα σωφρο σύνην; τίς ἤρχετο πρὸς αὐτὸν ὑπὸ δαίμονος πειραζό μενος, καὶ οὐκ ἀνεπαύετο; τίς δὲ ἐν λογισμοῖς ἐν οχλούμενος ἤρχετο, καὶ οὐκ ἐγαληνία τῇ διανοίᾳ;

Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο ἦν μέγα τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ἀντωνίου, ὅτι, καθὰ προεῖπον, χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων ἔχων, ἐπεγίνωσκεν αὐτῶν τὰ κινήματα· καὶ πρὸς ὅ τις αὐτῶν εἶχε τὴν σπουδὴν καὶ τὴν ὁρ μὴν, τοῦτο οὐκ ἠγνόει. Καὶ οὐ μόνον αὐτὸς οὐκ ἐπαί ζετο παρ' αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐνοχλουμένους ἐν λογισμοῖς παρακαλῶν ἐδίδασκε, πῶς ἂν δύναιντο τὰς ἐκείνων ἐπιβουλὰς ἀνατρέπειν· διηγούμενος τῶν ἐνεργούντων τὰς ἀσθενείας καὶ τὰς πανουργίας. Ἕκαστος γοῦν, ὥσπερ ἐπαλιφεὶς παρ' αὐτοῦ, κατήρχετο καταθαῤῥῶν τῶν νοημάτων τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων αὐτοῦ. Πόσαι δὲ καὶ μνηστῆρας ἔχουσαι παρθένοι, καὶ μόνον ἀπὸ τοῦ πέραν ἰδοῦσαι τὸν Ἀντώνιον, ἔμειναν τῷ Χριστῷ παρθένοι; Ἤρχοντο δὲ καὶ ἀπὸ τῶν ἔξω μερῶν πρὸς αὐτόν. Καὶ αὐτοὶ μετὰ πάντων τὴν ὠφέλειαν ἐσχηκότες ὑπέστρε φον, ὡς παρὰ πατρὸς προπεμπόμενοι. Ἀμέλει κοιμηθέντος αὐτοῦ, πάντες, ὡς ὀρφανοὶ γενόμενοι πατρὸς, μόνῃ τῇ ἐκείνου μνήμῃ παρακαλοῦσιν ἑαυτοὺς, κατέχοντες ἅμα τὰς νουθεσίας καὶ τὰς παραινέσεις αὐτοῦ.

26.968 Οἷον δὲ καὶ τὸ τέλος αὐτῷ τοῦ βίου γέγονεν, ἄξιον κἀμὲ μνημονεῦσαι, καὶ ὑμᾶς ἀκοῦσαι ποθοῦν τας· καὶ τοῦτο γὰρ αὐτοῦ ζηλωτὸν γέγονε. Κατὰ τὸ εἰωθὸς ἐπεσκέπτετο τοὺς μοναχοὺς τοὺς ἐν τῷ ὄρει τῷ ἔξω, καὶ προσμαθὼν παρὰ τῆς Προνοίας περὶ τῆς ἑαυτοῦ τελευτῆς, ἐλάλει τοῖς ἀδελφοῖς λέ γων· Ταύτην ὑμῶν τὴν ἐπίσκεψιν ὑστέραν ποιοῦ μαι, καὶ θαυμάζω, εἰ πάλιν ἑαυτοὺς ἐν τῷ βίῳ τούτῳ θεωρήσομεν. Καιρός ἐστι κἀμὲ λοιπὸν ἀναλῦσαι· εἰμὶ γὰρ ἐγγὺς ἐτῶν πέντε καὶ ἑκατόν. Οἱ μὲν οὖν ἀκούσαντες, ἔκλαιον, καὶ περιεπτύσσοντο καὶ κατ εφίλουν τὸν γέροντα· ὁ δὲ, ὡς ἀπὸ ἀλλοτρίας εἰς ἰδίαν ἀπαίρων πόλιν, χαίρων διελέγετο· καὶ παρήγ γελλεν αὐτοῖς μὴ ὀλιγωρεῖν ἐν τοῖς πόνοις, μηδὲ ἐκκακεῖν ἐν τῇ ἀσκήσει· ἀλλ' ὡς καθ' ἡμέραν ἀποθνήσκοντας ζῇν· καὶ καθὰ προεῖπον σπουδάζειν τὴν ψυχὴν φυλάττειν ἀπὸ ῥυπαρῶν λογισμῶν· καὶ τὸν ζῆλον ἔχειν πρὸς τοὺς ἁγίους, μὴ ἐγγίζειν δὲ Μελετιανοῖς τοῖς σχισματικοῖς· οἴδατε γὰρ αὐ τῶν τὴν πονηρὰν καὶ βέβηλον προαίρεσιν· μηδὲ κοι νωνίαν ἔχειν τινὰ πρὸς τοὺς Ἀρειανούς· καὶ γὰρ καὶ ἡ τούτων ἀσέβεια πᾶσιν ἔκδηλός ἐστι. Μηδ' ἂν θεωρήσητε προϊσταμένους αὐτῶν τοὺς δικαστὰς, τα ράττεσθε· παύσεται γὰρ, καὶ θνητὴ καὶ πρὸς ὀλίγον ἐστὶν αὐτῶν ἡ φαντασία. Καθαροὺς οὖν ἑαυτοὺς μᾶλλον ἀπὸ τούτων φυλάττετε, καὶ τηρεῖτε τήν τε τῶν Πατέρων παράδοσιν, καὶ προηγουμένως τὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εὐσεβῆ πίστιν, ἣν ἐκ τῶν Γραφῶν μὲν μεμαθήκατε, παρ' ἐμοῦ δὲ πολ λάκις ὑπεμνήσθητε.

Τῶν δὲ ἀδελφῶν βιαζομένων μεῖναι αὐτὸν παρ' αὐτοῖς, κἀκεῖ τελειωθῆναι, οὐκ ἠνέσχετο διὰ πολλὰ μὲν, ὡς αὐτὸς καὶ σιωπῶν ἐνέφαινε, καὶ διὰ τοῦτο δὲ μάλιστα· οἱ Αἰγύπτιοι τὰ τῶν τελευτώντων σπουδαίων σώματα, καὶ μάλιστα τῶν ἁγίων μαρτύρων, φιλοῦσι μὲν θάπτειν καὶ περιελίσσειν ὀθονίοις· μὴ κρύ 26.969 πτειν δὲ ὑπὸ γῆν, ἀλλ' ἐπὶ σκιμποδίων τιθέναι, καὶ φυλάττειν ἔνδον παρ' ἑαυτοῖς· νομίζοντες ἐν τούτῳ τιμᾷν τοὺς ἀπελθόντας. Ὁ δὲ Ἀντώνιος πολλάκις περὶ τούτου καὶ ἐπισκόπους ἠξίου παραγγέλλειν τοῖς λαοῖς· ὁμοίως δὲ καὶ λαϊκοὺς ἐνέτρεπε, καὶ γυναιξὶν ἐπέπληττε, λέγων, μήτε νόμιμον, μήτε ὅλως ὅσιον εἶναι τοῦτο. Καὶ γὰρ τὰ τῶν πατριαρχῶν καὶ τὰ τῶν προφητῶν σώματα μέχρι νῦν σώζεται εἰς μνήματα· καὶ αὐτὸ δὲ τὸ τοῦ Κυρίου σῶμα εἰς μνημεῖον ἐτέθη, λίθος τε ἐπιτεθεὶς ἔκρυψεν αὐτὸ, ἕως ἀνέστη τρι ήμερον. Καὶ ταῦτα λέγων, ἐδείκνυε παρανομεῖν τὸν μετὰ θάνατον μὴ κρύπτοντα τὰ σώματα τῶν τελευ τώντων, κἂν ἅγια τυγχάνῃ. Τί γὰρ μεῖζον ἢ ἁγιώ τερον τοῦ Κυριακοῦ σώματος; Πολλοὶ οὖν, ἀκούσαν τες, ἔκρυψαν ὑπὸ γῆν λοιπὸν, καὶ ηὐχαρίστουν τῷ Κυρίῳ, καλῶς διδαχθέντες.

Αὐτὸς δὲ, τοῦτο γινώσκων, καὶ φοβούμενος μὴ καὶ τὸ αὐτοῦ ποιήσωσιν οὕτως σῶμα, ἤπειξεν ἑαυ τὸν, συνταξάμενος τοῖς ἐν τῷ ἔξω ὄρει μοναχοῖς· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ ἔνδον ὄρος, ἔνθα καὶ μένειν εἰώθει, μετὰ μῆνας ὀλίγους ἐνόσησε· καὶ καλέσας τοὺς συνόντας αὐτῷ (δύο δὲ ἦσαν, οἵτινες καὶ ἔμει ναν ἔνδον, δέκα καὶ πέντε ἔτη ἀσκούμενοι, καὶ ὑπ ηρετοῦντες αὐτῷ διὰ τὸ γῆρας), ἔλεγε πρὸς αὐτούς· Ἐγὼ μὲν, ὡς γέγραπται, τὴν ὁδὸν τῶν πατέρων πο ρεύομαι· ὁρῶ γὰρ ἐμαυτὸν καλούμενον ὑπὸ τοῦ Κυ ρίου· ὑμεῖς δὲ νήφετε, καὶ τὴν πολυχρόνιον ὑμῶν ἄσκησιν μὴ ἀπολέσητε· ἀλλ' ὡς νῦν ἀρχὴν ἔχοντες, σπουδάσατε τηρεῖν τὴν προθυμίαν ἑαυτῶν. Οἴδατε τοὺς ἐπιβουλεύοντας δαίμονας, οἴδατε πῶς ἄγριοι μὲν εἰσὶν, ἀσθενεῖς δὲ τῇ δυνάμει. Μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτοὺς, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν Χριστὸν ἀεὶ ἀναπνέετε, καὶ τούτῳ πιστεύετε· καὶ ὡς καθ' ἡμέραν ἀποθνήσκον τες ζήσατε, προσέχοντες ἑαυτοῖς, καὶ μνημονεύοντες ὧν ἠκούσατε παρ' ἐμοῦ παραινέσεων. Καὶ μηδεμία ἔστω ὑμῖν κοινωνία πρὸς τοὺς σχισματικοὺς, μήθ' ὅλως πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς. Οἴδατε γὰρ 26.972 πῶς κἀγὼ τούτους ἐξετρεπόμην διὰ τὴν χριστομά χον αὐτῶν καὶ ἑτερόδοξον αἵρεσιν. Σπουδάσατε δὲ μᾶλλον καὶ ὑμεῖς ἀεὶ συνάπτειν ἑαυτοὺς, προηγου μένως μὲν τῷ Κυρίῳ, ἔπειτα δὲ τοῖς ἁγίοις· ἵνα μετὰ θάνατον ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ὡς φί λους καὶ γνωρίμους, δέξωνται καὶ αὐτοί. Ταῦτα λο γίζεσθε, ταῦτα φρονεῖτε· καὶ εἰ μέλει ὑμῖν περὶ ἐμοῦ, καὶ μνημονεύετε ὡς περὶ πατρὸς, μὴ ἀφεῖτέ τινας τὸ σῶμά μου λαβεῖν εἰς Αἴγυπτον, μήπως ἐν τοῖς οἴκοις ἀπόθωνται· τούτου γὰρ χάριν εἰσῆλθον εἰς τὸ ὄρος, καὶ ἦλθον ὧδε. Οἴδατε δὲ καὶ πῶς ἀεὶ ἐνέτρεπον τοὺς τοῦτο ποιοῦντας, καὶ παρήγγελλον παύσασθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας. Θάψατε οὖν τὸ ἡμέτερον ὑμεῖς, καὶ ὑπὸ γῆν κρύψατε· καὶ ἔστω τὸ παρ' ἐμοῦ ῥῆμα φυλαττόμενον παρ' ὑμῖν, ὥστε μη δένα γινώσκειν τὸν τόπον, πλὴν ὑμῶν μόνων. Ἐγὼ γὰρ ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν νεκρῶν ἀπολήψομαι παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἄφθαρτον αὐτό. Διέλετε δέ μου τὰ ἐνδύμα τα· καὶ Ἀθανασίῳ μὲν τῷ ἐπισκόπῳ δότε τὴν μίαν μηλωτὴν, καὶ ὃ ὑπεστρωννυόμην ἱμάτιον, ὅπερ αὐ τὸς μέν μοι καινὸν δέδωκε, παρ' ἐμοὶ δὲ πεπαλαίω ται· καὶ Σαραπίωνι δὲ τῷ ἐπισκόπῳ δότε τὴν ἑτέραν μηλωτήν· καὶ ὑμεῖς ἔχετε τὸ τρίχινον ἔνδυμα. Καὶ λοιπὸν σώζεσθε, τέκνα· ὁ γὰρ Ἀντώνιος μεταβαίνει, καὶ οὐκ ἔτι μεθ' ὑμῶν ἐστι.

Ταῦτα εἰπὼν, καὶ ἀσπασαμένων ἐκείνων αὐτὸν, ἐξάρας τοὺς πόδας, καὶ ὥσπερ φίλους ὁρῶν τοὺς ἐλθόντας ἐπ' αὐτὸν, καὶ δι' αὐτοὺς περιχαρὴς γενόμενος, ἐφαίνετο γὰρ ἀνακείμενος ἱλαρῷ τῷ προσώπῳ, ἐξέλιπε, καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας. Κἀκεῖνοι λοιπὸν, καθὰ δέδωκεν αὐτοῖς ἐντολὰς, θάψαντες καὶ εἱλίξαντες, ἔκρυψαν ὑπὸ γῆν αὐτοῦ τὸ σῶμα, καὶ οὐδεὶς οἶδε τέως, ποῦ κέκρυπται, πλὴν μόνων αὐτῶν τῶν δύο. Καὶ τῶν λαβόντων δὲ ἕκαστος τὴν μηλωτὴν τοῦ μακαρίου Ἀντωνίου, καὶ τὸ τετριμ 26.973 μένον παρ' αὐτοῦ ἱμάτιον, ὥς τι μέγα χρῆμα φυλάττει. Καὶ γὰρ καὶ βλέπων αὐτὰ, ὡς Ἀντώνιόν ἐστι θεωρῶν· καὶ περιβαλλόμενος δὲ αὐτὰ, ὡς τὰς νουθεσίας αὐτοῦ βαστάζων ἐστὶ μετὰ χαρᾶς.

Τοῦτο τῆς ἐν σώματι ζωῆς Ἀντωνίου τὸ τέλος, κἀκείνη τῆς ἀσκήσεως ἀρχή. Καὶ εἰ καὶ μικρὰ ταῦτα πρὸς τὴν ἀρετὴν ἐκείνου, ἀλλ' ἀπὸ τούτων λογίζεσθε καὶ ὑμεῖς, ὁποῖος ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος Ἀντώνιος, ὁ ἐκ νεωτέρου μέχρι τῆς τοσαύτης ἡλικίας ἴσην τηρήσας τὴν προθυμίαν τῆς ἀσκήσεως· καὶ μήτε διὰ τὸ γῆρας ἡττηθεὶς πολυτελείᾳ τροφῆς, μήτε δι' ἀτονίαν τοῦ ἑαυτοῦ σώματος ἀλλάξας τὸ σχῆμα τοῦ ἐνδύματος, ἢ νιψάμενος κἂν τοὺς πόδας ὕδατι· καὶ ὅμως ἐν πᾶσι διέμεινεν ἀβλαβής. Καὶ γὰρ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀσινεῖς καὶ ὁλοκλήρους εἶχε, βλέπων καλῶς· καὶ τῶν ὀδόντων οὐδὲ εἷς ἐξέπεσεν αὐτοῦ· μόνον δὲ ὑπὸ τὰ οὖλα τετριμμένοι ἐγεγόνεισαν, διὰ τὴν πολλὴν ἡλικίαν τοῦ γέροντος. Καὶ τοῖς ποσὶ δὲ καὶ ταῖς χερσὶν ὑγιὴς διέμεινε, καὶ ὅλως πάντων τῶν ποικίλῃ τροφῇ καὶ λουτροῖς καὶ διαφόροις ἐνδύμασι χρωμένων φαιδρότερος μᾶλλον αὐτὸς ἐφαίνετο, καὶ πρὸς ἰσχὺν προθυμότερος. Καὶ τὸ πανταχοῦ δὲ τοῦτον διαβεβοῆσθαι, καὶ θαυμάζεσθαι μὲν παρὰ πάντων, ποθεῖσθαι δὲ καὶ παρὰ τῶν μὴ ἑωρακότων αὐτὸν, τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς θεοφιλοῦς αὐτοῦ ψυχῆς ἐστι γνώρισμα. Οὐ γὰρ ἐκ συγγραμμάτων, οὐδὲ ἐκ τῆς ἔξωθεν σοφίας, οὐδὲ διά τινα τέχνην, διὰ δὲ μόνην θεοσέβειαν ὁ Ἀντώνιος ἐγνωρίσθη. Τοῦτο δὲ ὡς Θεοῦ δῶρον οὐκ ἄν τις ἀρνήσαιτο. Πόθεν γὰρ εἰς τὰς Σπανίας καὶ εἰς τὰς Γαλλίας, πῶς εἰς τὴν Ῥώμην καὶ τὴν Ἀφρικὴν, ἐν ὄρει κεκρυμμένος καὶ καθήμενος ἠκούσθη, εἰ μὴ ὁ Θεὸς ἦν, ὁ πανταχοῦ τοὺς ἑαυτοῦ γνωρίζων ἀνθρώπους, ὁ καὶ Ἀντωνίῳ τοῦτο κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐπαγγειλάμενος; Κἂν γὰρ αὐτοὶ κεκρυμμένως πράττωσι, κἂν λανθάνειν ἐθέλωσιν· ἀλλ' ὁ Κύριος αὐτοὺς ὡς λύχνους δείκνυσι πᾶσιν, ἵνα καὶ οὕτως οἱ ἀκούοντες γινώσκωσι δυνατὰς εἶναι τὰς ἐντολὰς εἰς τὸ κατορθοῦν, καὶ ζῆλον τῆς ἐπ' ἀρετὴν ὁδοῦ λαμβάνωσι.

Ταῦτα τοίνυν τοῖς μὲν ἄλλοις ἀδελφοῖς ἀνάγνωτε, ἵνα μάθωσιν ὁποῖος ὀφείλει τῶν μοναχῶν ὁ 26.976 βίος εἶναι, καὶ πεισθῶσιν, ὅτι ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τοὺς δοξάζοντας αὐτὸν δοξάζει, καὶ τοὺς δουλεύοντας αὐτῷ μέχρι τέλους οὐ μόνον εἰς τὴν βασιλείαν ἄγει τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα κρυπτομένους, καὶ σπουδάζοντας ἀναχωρεῖν, φανεροὺς καὶ διαβοήτους διά τε τὴν ἀρετὴν αὐτῶν καὶ τὴν τῶν ἄλλων ὠφέλειαν πανταχοῦ ποιεῖ. Ἐὰν δὲ χρεία γένηται, καὶ τοῖς ἐθνικοῖς ἀνάγνωτε· ἵνα κἂν οὕτως ἐπιγνῶσιν, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ μόνον ἐστὶ Θεὸς καὶ τοῦ Θεοῦ Υἱός· ἀλλ' ὅτι καὶ οἱ τούτῳ γνησίως λατρεύοντες, καὶ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν εὐσεβῶς, τοὺς δαίμονας, οὓς αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες νομίζουσιν εἶναι θεοὺς, τούτους οἱ Χριστιανοὶ ἐλέγχουσιν, οὐ μόνον μὴ εἶναι θεοὺς, ἀλλὰ καὶ πατοῦσι καὶ διώκουσιν, ὡς πλάνους καὶ φθορέας τῶν ἀνθρώπων τυγχάνοντας, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
Τελευταίες δημοσιεύσεις:  Ταξινόμηση ανά  
Δημιουργία νέου θέματος Απαντήστε στο θέμα  [ 44 Δημοσιεύσεις ]  Μετάβαση στην σελίδα 1, 2, 3, 4, 5  Επόμενο

Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]


Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 8 επισκέπτες


Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράφετε τις δημοσιεύσεις σας σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να επισυνάπτετε αρχεία σε αυτή τη Δ. Συζήτηση

Αναζήτηση για:
Μετάβαση σε:  
Powered by phpBB® Forum Software © phpBB Group

Ελληνική μετάφραση από το phpbbgr.com