Αρχική

Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]




Δημιουργία νέου θέματος Απαντήστε στο θέμα  [ 6 Δημοσιεύσεις ] 
Συγγραφέας Μήνυμα
 Θέμα δημοσίευσης: Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Σάβ 28 Σεπ 2013, 20:46 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10520
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο τὸ μέγα, ποὺ συντελεῖται γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου, ἱερὴ Μητέρα καὶ Παρθένε; «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θὰ σὲ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σὺ εἶσαι ἄξια γιὰ μακαρισμό!

Καὶ νὰ ποὺ ὅλες οἱ γενιὲς Σὲ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ σὲ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδὴ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, καὶ θὰ σὲ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σὺ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στὸν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τὸν Βασιλέα καὶ Δημιουργὸ νὰ κάθεται ἐπάνω του.

Σὺ ἔγινες Ἐδὲμ νοητή, πιὸ ἱερὴ καὶ πιὸ θεϊκὴ ἀπὸ τὴν παλιά. Γιατί σὲ ἐκείνη τὴν Ἐδὲμ ἔμεινε ὁ Ἀδὰμ ὁ γήινος, ἐνῶ σ’ Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σὺ γέννησες τὸν Χριστό, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ποὺ καταπόντισε τὴν ἁμαρτία καὶ κατασίγησε τὰ κύματά της.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος, Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες, Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτὸς τοῦ νόμου καὶ Σένα εἶχαν φανερὰ προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσὴ καὶ ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών ποὺ ‘χε βλαστήσει.

Ἀπὸ Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τὸ μέτρο καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τὸ γλυκύτατο καὶ οὐράνιο μάννα, τὸ ὄνομα τὸ ἀπερίγραπτο καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα, τὸ φῶς τὸ αἰώνιο καὶ ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπὸς ποὺ δὲν γεωργήθηκε, ἀλλὰ βλάστησε ἀπὸ Σένα μὲ σῶμα ἀνθρώπινο.

Ἐσένα δὲν προμηνοῦσε τὸ καμίνι ποὺ ἔβγαζε φωτιὰ καὶ ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλὰ καὶ ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε;

Παρὰ λίγο ὅμως θὰ ξεχνοῦσα τὴ σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δὲν εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακὼβ εἶχε δεῖ τὶς ἄκρες της σκάλας νὰ ἑνώνουν τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ καὶ νὰ ἀνεβοκατεβαίνουν σ’ αὐτὴν Ἄγγελοι, ἔτσι κι ἐσὺ ἕνωσες αὐτὰ ποὺ ἤσαν πρὶν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στὴ μέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιὰ νὰ κατεβεῖ σὲ μᾶς ὁ Θεός, ποὺ πῆρε τὸ ἀδύναμο προζύμι μας καὶ τὸ ἔνωσε μὲ τὸν ἑαυτό Του κι ἔκανε τὸν ἀνθρώπινο νοῦ ποὺ βλέπει τὸν Θεό.

Ποῦ θὰ ἀποδώσουμε ἀκόμη τὰ κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ’ Ἐσένα, ἂν θέλουμε νὰ δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιὸ εἶναι τὸ Δαβιτικὸ μαλλὶ τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σὰν βροχὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα; Δὲν εἶσαι Σὺ ὁλοφάνερα;

Ποιὰ εἶναι ἐπίσης ἡ Παρθένος, ποὺ ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει Υἱὸν τὸν Θεό, πού εἶναι μαζί μας;

Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ βουνὸ τοῦ Δανιήλ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ ὑποκύψει σὲ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο;

Ἂς ἔρθει ὁ Ἰεζεκιὴλ ὁ θεϊκότατος κι ἂς δείξει πύλη ποὺ ἔχει κλειστεῖ καὶ ποὺ πέρασε ἀπὸ μέσα της μόνο ὁ Κύριος καὶ παραμένει κλειστή.

Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καὶ ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθὼς ἀναχωροῦσες πρὸς τὸν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχὲς Δικαίων καὶ Πατριαρχῶν καὶ τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, σὰν μέσα σὲ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱεροὺς σ’ Ἐσένα, τὴν πηγὴ τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὰ θεία συναισθήματα.

Ώ, πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρὸς τὴν ζωὴν διὰ μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νὰ ὀνομάσουμε τὸ μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μὲ Σένα; Θάνατο; Μά, ἂν καὶ ἡ πανίερη καὶ μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπὸ τὸ ἀμίαντο σῶμα Σου καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα Σου παραδίδεται στὴν ταφή, ὅμως δὲν παραμένει στὸ θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπὸ τὴ φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καὶ πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σὰν νὰ χάνεται καὶ τὸ σκοτάδι νὰ παίρνει τὴ θέση τῆς λάμψης του, μὰ αὐτὸς δὲν χάνει τὸ φῶς του, ἀλλὰ ἔχει μέσα του τὴν πηγὴ τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἂν καὶ καλύπτεσαι σωματικὰ ἀπὸ τὸν θάνατο γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρὰ κι ἀτέλειωτα τὰ νάματα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμοὺς χάριτος καὶ πηγὲς ἰαμάτων.

Ἐσὺ ἄνθισες σὰν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στὸ στόμα τῶν πιστῶν! Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ὀνομάσω θάνατο τὴν ἱερὴ μετάστασή Σου, ἀλλὰ κοίμηση ἢ ἀποδημία ἢ ἐνδημία, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπὸ τὴν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νὰ κατοικήσεις στὰ καλύτερα, στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.

Ἄγγελοι μαζὶ μὲ Ἀρχαγγέλους Σὲ μεταφέρουν ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς. Καθὼς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καὶ ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανὸς τὴν ψυχή Σου. Σὲ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μὲ ὕμνους ἱεροὺς καὶ τελετὴ χαρμόσυνη: «τὶς αὐτὴ ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὰν τὸ φεγγάρι κι ὅλα τὰ Χερουβὶμ ἐκπλήσσονται καὶ τὰ Σεραφεὶμ Σὲ δοξάζουν, Ἐσένα ποὺ δὲν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τὸν οὐρανό, σὰν τὸν Προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό, σὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλὰ ἔφτασες μέχρις αὐτὸν τὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καὶ στέκεις κοντά Του μὲ πολλὴ κι ἀνείπωτη παρρησία.

Ἔγινες, λοιπόν, εὐλογία γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἁγιασμὸς γιὰ τὸ σύμπαν, ἄνεση γιὰ τοὺς κουρασμένους, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς πενθοῦντες, θεραπεία γιὰ τοὺς ἀρρώστους, λιμάνι γιὰ τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιὰ ὅλους ποὺ σὲ ἐπικαλοῦνται, ἀρχὴ καὶ μέση καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ξεπερνοῦν τὸν νοῦ μας.

Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανὸς αὐτὴν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ’ αὐτόν; Καὶ πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτὴν πού δέχθηκε μέσα Της τὸν Θεόν; Ὢ μνῆμα ἱερὸ καὶ θαυμαστὸ καὶ σεβάσμιο καὶ προσκυνητό, ποὺ καὶ τώρα τὸ περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μὲ πολὺν σεβασμὸ καὶ φόβο, καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται σ’ αὐτὸ μὲ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μὲ μάτια καὶ χείλια καὶ μὲ πόθο ψυχῆς ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἂς ταξιδέψουμε νοερὰ μακριὰ ἀπ’ τὴ ζωὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν Παναγία, ποὺ φεύγει ἀπ’ τὴ γῆ αὐτή.

Ἐλᾶτε ὅλοι μὲ πόθο καρδιακό, ἂς κατεβοῦμε στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο ποὺ κατέρχεται σ’ αὐτόν. Ἂς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στὸ ἱερότατο κρεβάτι της.

Ἂς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικὰ ἄσματα: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ». Χαῖρε ἀμνὰς ποὺ γέννησες τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε σὺ ποὺ εἶσαι πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Χαῖρε ἡ δούλη καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἀμὴν

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Σάβ 28 Σεπ 2013, 20:46 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10520
Φώτης Κόντογλου

«Ἐπὶ σοί Χαίρει, Κεχαριτωμένη. πᾶσα ἡ κτίσις»

«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων. χείλη δὲ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή». «Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ») κι ἂς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα, τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη, ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμένη καρδιὰ τὸν παρακλητικὸ κανόνα:

«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους.

Ἄμποτε, Παναγiα μου, νὰ σὲ βρῶ βοηθό, νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὰ βάσανα». Μὰ ποιὸς ἀπὸ μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι’ ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί, παρεκτῶς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει: «Σ’ ὅλους τούς δρόμους ποὺ πορεύονται oἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη, ὡς ποὺ vά σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Μὰ ἀλλοίμονο! οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια.

Γι’ αὐτὸ κι’ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε, λέγει στὴν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμὴ προστασία, καὶ τὴν βοήθειαν δὸς μοι τῷ δούλω σου τῷ ταπεινῶ καὶ ἀθλίω».

«Ὅλα, λέγει τὰ δοκίμασα, μὰ κανένα πράγμα δὲ μπόρεσε νά μὲ ξαλαφρώσει. Γιὰ τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μὲ θρῆνο πικρόν, καὶ λέγω: Πρόφτασε καὶ δόσε τὴ βοήθειά σου σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρὰ τῶν πικραμένων, τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων.

Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καρφώθηκε ἀπάνω στὸ ξύλο: κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καταφεύγουμε σὲ Κεiνη ποὺ τὴν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή», «Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα», «Ὀξεία ἀντίληψη», «Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καὶ χίλια ἄλλα ὀνόματα, ποὺ δὲν βγήκανε ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ τὰ στόματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ποὺ πιστεύανε καὶ ποὺ πονούσανε.

Μονάχα στὴν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μὲ τὸν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μὲ δάκρυα μὲ πόνο καὶ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπὸ κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία τὸ ἔθνος μας στὰ σκληρὰ τὰ χρόνια βρίσκει παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅλα στὸ Σταυρωμένο τὸ Χριστὸ καὶ στὴ χαροκαμένη μητέρα του, ποὺ πέρασε τὴν καρδιὰ τῆς σπαθὶ δίκοπο.

Σὲ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τὴν Παναγία μὲ τραγούδια κοσμικά, σὰν νάναι καμιὰ φιληνάδα τους, μὰ ἐμεῖς τὴν ὑμνολογοῦμε μὲ κατάνυξη βαθειά, θαρρετὰ μὰ μὲ συστολή, μὲ ἀγάπη μὰ καὶ μὲ σέβας, σὰν μητέρα μας μὰ καὶ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας νὰ τὴ δεῖ τί ἔχει μέσα καὶ νὰ μᾶς συμπονέσει.

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, «τὸ χαροποιὸν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμὸς ὁ γλυκερός του ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καὶ ἡ δωδεκάτειχος πόλις».

Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικὸ περιβόλι ποὺ μοσκοβολᾶ ἀπὸ λογῆς λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καὶ τὰ πιὸ μυρουδικά, τὰ πιὸ ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καὶ μαζί της χαίρεται μὲ μία χαρὰ πνευματική:«Ἐπὶ Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, ἡγιασμένε ναὲ καὶ παράδεισε λογικέ, παρθενικὸν καύχημα, ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη καὶ παιδίον γέγονεν ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν».

Ἀπορεῖς τί νὰ πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πὼς ὁ ἀγέρας, τὰ βουνά, oἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τὰ χωριὰ oἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματικὴ ἀπ’ αὐτὸ «τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτὴ «τὴν μανναδόχον στάμνον ποὺ ἔχει μέσα «μύρον τὸ ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μὲ τόνομά της, τὰ βουνά μας, οἱ κάμποι, τὰ νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπὸ τὰ ξωκκλήσια της, τὰ καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στὴ μάσκα καὶ στὴν πρύμη τὸ γλυκύτατο ὄνομά της. Ἀληθινὰ στὴν Ἑλλάδα μας «ἐπὶ Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «Γιὰ Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση. Σήμερα ποὺ κοιμήθηκες, θαρεῖς πὼς ἡ χαρὰ γίνηκε πιὸ μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σὲ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντὶ νὰ ἀποσκιάσει καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας.

Σήμερα τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στὰ κουρασμένα πρόσωπά μας, τὰ δέντρα σὰν νὰ γενήκανε πιὸ χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σὰν νὰ ἀρμενίζει πιὸ δροσερὸ μέσα στὸ πέλαγο καὶ ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, τὸ κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται..

Ὤ! Τί θάνατος λοιπὸν εἶναι αὐτός, ποὺ γέμισε τὴν οἰκουμένη καὶ τὶς καρδές μας μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας! Καὶ καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδὸς σήμερα: «Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχᾶς ἡμῶν».

Ἀληθινὰ λέγει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτω σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».

Ἀλλὰ τὸ ξαναλέγω. Τί νὰ πεῖ κανένας πρῶτα καὶ τί ὕστερα, ἀπὸ τὰ τόσα πνευματικὰ ὑμνολογήματα ποὺ προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιὲς στὴν Παναγία, στὸ «Ρόδον τὸ ἀμάραντον», ποὺ μοσκοβόλησε καὶ ἁγίασε τὴν καταβασανισμένη τὴν Ἑλλάδα! Τὴν ὑμνολογήσανε μὲ τὰ λόγια, μὲ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴ ζωγραφική, μὲ τὸ σκαλισμένο ξύλο, μὲ τ’ ἀσήμι, μὲ τὸ μάλαμα, μὲ τὸ κηρομάστιχο, μὲ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμέvο πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμέψει στὸν ἄνθρωπο γιὰ νά μπορέσει νά δείξει τὴν ἀγάπη του, τὸ σέβας του, τὴ χαρά του, τὴν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνὸ αἴσθημα ἔχει μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τὸ νὰ πιάσει κανένας νὰ τὰ ἱστορήσει καταλεπτῶς, θὰ ἤτανε σὰν νάθελε vα μετρήσει τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιὰ τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστὰ λουλούδια ἀπὸ τῆς ὑμνωδίας τὸ ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς»

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἂς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπὸ τὶς Καταβασίες τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ποὺ εἶναι τὸ βυζαντινώτατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικὰ πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλὰ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια γ’ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καὶ ἐν τῇ θεία δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!:«Τοὺς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, ποὺ συγκροτήσανε ἕναν πνευματικὸ θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ζωντανὴ ὡς ἄφθονη πηγή. Καὶ μὲ τὴ θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νὰ φοσέσουνε τῆς δόξας τὰ στέφανα».

Ἀμὴ ἡ θ’ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δὲ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καὶ βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.»

Ἀμὴ ἐκεῖνα τὰ πανηγυρικὰ αὐτόμελα ποὺ ψέλνουνε στὸν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μὲ μέλος θριαμβευτικὸ καὶ μὲ πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια! Ποιὸς χριστιανὸς Πίνδαρος τὰ σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλίμαξ πρὸς oυρανὸν ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τὸ μέγα ἔλεος».

Ποταμὸς μέγας καὶ βουερὸς ἀναβρύζει καὶ μᾶς δροσίζει, καὶ πίνουνε νερὸ δροσερὸ ψυχὲς ξερὲς καὶ διψασμένες! Κύτταξε πάθος καὶ μεράκι ποὺ ξελοχίζει ἀπὸ καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντὶ νὰ κλάψει γιὰ τὴν Παναγία ποὺ εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στὴν κλίνη της, τυλιγμένη μὲ τὸ μαφόρι της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια της ποὺ δίνανε παρηγοριὰ στὴν ἀνθρωπότητα, μὲ σταυρωμένα τὰ ἄχραντα χέρια της, ποὺ βαστάξανε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σὰν τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀντὶς λέγω νὰ κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς κείτεται στὸ μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πλὴν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, ποὺ ἔχεις θησαυρισμένο τὸ ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου». Κ’ ὕστερα στρέφει στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς λέγει μὲ τὸν ἴδιο πνευματικὸ οἶστρο. «Ἂς κράξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν Παναγία, ἔχοντας γιὰ πρωτοψάλτη τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ποὺ τὴ χαιρέτισε μὲ τὰ ἴδια λόγια κατὰ τὴ χαρoύμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἂς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ δωρίζει στὸν κόσμο μὲ ἐσένα, τὸ μέγα ἔλεος».

Θάνατος δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καὶ ξόδια θρηνητερά, παρὰ χαρὰ ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη ποὺ ἔχει ἀπιθωμένον ἀπάνω της τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ κρασὶ τῆς ἀθανασίας, καὶ πίνουνε οἱ χριστιανοὶ καὶ μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καὶ δὲν βρίσκονται πιὰ μπροστὰ σένα λείψανο ποὺ τὸ κηδεύουνε, ἀλλὰ βρίσκονται στὴ Ναζαρέτ, στὸ σπίτι τὸ χαρούμενο καὶ τὸ μοσκοβολημένο ἀπὸ τὴν παρθενικὴ εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε ποὺ ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατὰ κείνη τὴν ἡμέρα πώγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σὰ νάναι ἀθάνατοι, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!». Ἡ Κοίμησις γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σὲ χαρά!

Ναί, Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά, παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι’ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πώχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα. «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτη, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήση τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν oὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν».

Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ’ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ’ αὐτὰ χαίρεται. Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι,ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σὲ ἄλλον ψαλμός, σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα, σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη.

Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»: «Ὅποιος κλαίγει, λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος, καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχὴ του τὴν oὐράνια καὶ θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση, ποὺ παρηγορὰ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη, σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή.

Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πσνεμένης καρδιᾶς, ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁπού τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου νά θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα. Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε, καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ’ ἀσημοχρύσαφα.

Εἶναι μία ἥμερη χαρὰ κ’ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα. μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό, ποῦναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁπού δὲν ἔχει μέσα τῆς καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη, παρὰ μονάχα μία παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια. Μὲ τὴν ὁποία παρηγορὰ ὁ Θεὸς κρυφὰ ἐκείνους ποὺ συντρίβουνε μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση τὴν καρδιά τους».

Ἄμποτε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Σάβ 28 Σεπ 2013, 20:47 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10520
Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας

Τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς τὸν βασανίζει τὸ ἐρώτημα: τί θὰ γίνει μέ μᾶς καὶ τί μᾶς περιμένει μετὰ τὸ θάνατο; Μία σαφῆ ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ τὴν βροῦμε. Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀποκαλύπτουν αὐτὸ τὸ μυστικό.

Μᾶς τὸ ἀποκαλύπτουν ἐπίσης τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς μεγάλης αὐτῆς γιορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι ποὺ ψάλλονται σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή.

Θέλω ὅλοι σας νὰ καταλάβετε, γιατί ὁ θάνατος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ὁ μέγας ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὸ 20ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως μιλάει γιὰ τὸν πρῶτο καὶ τὸ δεύτερο θάνατο. Ὁ πρῶτος μόνο θάνατος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀναπόφευκτος γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους, περιμένει καὶ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς δικαίους. Ἀλλὰ ὁ δεύτερος, ὁ φοβερὸς καὶ αἰώνιος θάνατος, περιμένει τοὺς μεγάλους καὶ ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι καταδικασμένοι νὰ βρίσκονται αἰωνίως σὲ κοινωνία μὲ τὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἴδιου μεγάλου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου διαβάζουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ στενὰ συνδεδεμένα μὲ ὅσα γράφει ἡ Ἀποκάλυψη: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. 5, 24).

Τὸ ἀκοῦτε, τὸ καταλαβαίνετε; Νομίζω ὅτι ἀκόμα καὶ θὰ πρέπει νὰ σᾶς κινήσει τὴν περιέργεια τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι ὅσοι ὑπακούουν στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ πιστεύουν στὸν Οὐράνιο Πατέρα του, ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε, ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατό τους θὰ περάσουν στὴν αἰώνια ζωή. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ δικαστοῦν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ζωντανὴ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ὑπακούουν στὶς ἐντολές του.

Καὶ στοὺς μεγάλους δώδεκα ἀποστόλους εἶπε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσία, ὅταν καθίση ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραὴλ» (Ματθ. 19, 28).

Δικαστὲς καὶ κατήγοροι θὰ εἶναι κατὰ τὴν Φοβερὰ Κρίση τοῦ Θεοῦ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ καί, βεβαίως, εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ φανταστοῦμε νὰ δικάζονται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ Ἀειπάρθενος Μαρία, ὁ Βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου Ἰωάννης, οἱ μεγάλοι προφῆτες τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐνὼχ τοὺς ὁποίους ζωντανούς τούς πῆρε ὁ Θεὸς στὸν Οὐρανό, ὅλο τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, οἱ δοξασμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἅγιοι ἀρχιερεῖς καὶ θαυματουργοὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἅγιο Νικόλαο, ἀρχιεπίσκοπο Μύρων τῆς Λυκίας.

Εἶναι ἀδύνατον ἀκόμα καὶ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ μυαλό μας ἡ σκέψη πὼς θὰ δικαστοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστὶν» (Λουκ. 17, 21). Σ’ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ, σὰν σὲ πολύτιμους ναοὺς κατοικοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀκόμα καὶ ζώντας στὴ γῆ, αὐτοὶ βρισκόταν στὴν ἄμεση κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἔτσι εἶπε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν.» (Ἰωάν. 14, 23).

Ἡ Ὑπεραγία Παρθένος Μαρία ὑπῆρξε ἄχραντος ναὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ σ’ αὐτὴν κατοίκησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὴν ἁγιότατη μήτρα της ἔλαβε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος κατέβηκε ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς. Γι’ αὐτὸ ὁ σωματικός της θάνατος δὲν ἦταν θάνατος ἀλλὰ Κοίμηση, δηλαδὴ ἕνα ἄμεσο πέρασμα ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός της στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή.

Μοῦ ἦρθε τώρα στὸ μυαλὸ καὶ κάτι καινούριο. Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ προηγούμενα κηρύγματά μου σᾶς ἔλεγα, ὅτι ἔχουμε κάθε λόγο νὰ πιστεύουμε, ὅτι καὶ τὸ σῶμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄφθαρτο καὶ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς. Αὐτὸ μᾶς λέει καὶ τὸ κοντάκιο τῆς μεγάλης γιορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου:

«Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον».

Προσέξτε: «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν». Σκεπτόμενοι αὐτό, ἂς θυμηθοῦμε καὶ τί γράφει ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ μεγαλύτερου προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ Μωυσῆ στὸ 34ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ Δευτερονομίου, ὅτι πέθανε σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ ὅρος Νεβῶ καὶ τάφηκε στὴ γῆ Μωάβ. Ὁ τάφος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ προφήτη ἔπρεπε νὰ εἶναι γιὰ πάντα τόπος προσκυνήματος γιὰ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Ὅμως στὴ Βίβλο διαβάζουμε, ὅτι: «οὐκ οἶδεν οὐδεὶς τὴν ταφὴν αὐτοῦ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Ὅμως κατὰ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στὸ ὅρος Θαβὼρ ἐμφανίστηκε ὁ Μωυσῆς στὸν Κύριο καὶ Δεσπότη του τὸν Ἰησοῦ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἁρπάχτηκε ζωντανὸς στοὺς οὐρανούς.

Νομίζω ὅτι δὲν θὰ εἶναι ἁμαρτία ἂν θὰ ποῦμε, ὅτι τὸ σῶμα τοῦ μεγάλου Μωυσῆ, ὅπως καὶ τὸ σῶμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε ἄφθαρτο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τάφος του εἶναι ἄγνωστος.

Νὰ σκεφτόμαστε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου, τὴν μακάρια Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου Μαρίας καὶ νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. 5, 24). Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ γευθοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴ μεγάλη αὐτὴ χαρά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ Αὐτοῦ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.

Λόγοι καὶ ὁμιλίες, τόμος Γ΄, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Σάβ 28 Σεπ 2013, 20:48 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10520
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής

Tώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ΄, 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.

Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.

Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.

Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου ( Ἆσμ. ἀσμ. β΄, 10 καὶ 13).

Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».

Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν».

Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅ καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38).

Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον.

Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς.

Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.

Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν.

Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν.

Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.

Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».

Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς.

Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅ «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅ Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν.

Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».

Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου.

Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του.

Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.

Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.

Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».

Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:

»Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.

»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.

»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύ- σιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.

»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».

Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβεί- ας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].

Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.

Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα· γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».

Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.

Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ( Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.

Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.

Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.

Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».

Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον· καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.

Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.

Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.

Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.

Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.

Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.

Ἀπό τό βιβλίο:
Ὁ Βίος τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας,
Ἱερόν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου “Μπουραζέρη”, Ἅγιον Ὄρος, 2010.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Σάβ 28 Σεπ 2013, 20:49 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10520
Θεοδώρου Στουδίτου

Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, πού νά ἀντηχῆ δυνατώτερα ἀπό ἀνθρώπινη φωνή καί νά συγκλονίζη τά πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος πρός τιμήν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου· γι᾿ αὐτό καί κινδυνεύει ν᾿ ἀποτύχη τώρα, καθώς ἀκούγεται προερχόμενος ἀπό τό ἀσθενές φωνητικό μου ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καί Βασίλισσα τοῦ παντός, ἔτσι καθώς εἶναι ἀφιλόδοξη, θά δεχτῆ νομίζω κι αὐτόν ἐδῶ τόν σύντομο καί πενιχρό λόγο πού τῆς προσφέρουμε οἱ δοῦλοι της, ὅμοια μέ ἐκείνους τούς διεξοδικούς καί ἀστραφτερούς τῶν σπουδαίων ὁμιλητῶν, μέ τό νά παρακινεῖται σέ συμπάθεια ἀπό τίς προσευχές αὐτοῦ πού μέ προστάζει νά ὁμιλήσω· ἐπειδή ἀκριβῶς καί ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη: τήν πρόθεσι.

Ἐμπρός λοιπόν, συνάξου ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ἱεράρχες καί ἱερεῖς, μοναχοί καί κοσμικοί, βασιλεῖς καί ἄρχοντες, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀγόρια καί κορίτσια, φυλές καί γλῶσσες, μέ ὅλο μαζί τό ἔθνος καί τό πλῆθος, καί ἀφοῦ ἀλλάξης τά φορέματα τῶν ἀρετῶν σου, «ντυμένη» κι ἐσύ «στά κρόσσια τά χρυσά καί στολισμένη» (Ψαλμ. μδ´ 14), πρόβαλε μέ πρόσωπο φαιδρό καί ὅλο χαρά γιόρτασε τῆς Κυριοτόκου Μαρίας τήν ἑορτή, τήν ἐπικήδεια συγχρόνως καί διαβατήρια· διότι φεύγει ἀπό ἐδῶ κάτω καί πηγαίνει κοντά στά ὄρη τά αἰώνια, τό ὄρος ὄντως τό Σιών, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατοικῆ, ὅπως ψάλλει ἡ λύρα τοῦ ψαλμωδοῦ. Σήμερα λοιπόν ὁ ἐπίγειος οὐρανός περιβαλλόμενος τήν στολή τῆς ἀφθαρσίας ἀποκτᾶ νέα διαμονή, τήν καλύτερη καί αἰώνια.

Σήμερα ἡ νοητή καί θεοφώτιστη σελήνη μέ τό νά συμβάλλη στόν δίσκο τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐκλείπει μέν ἀπό τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως ὅμως ἀνατέλλει καί λάμπει μέ τήν τιμή τῆς ἀθανασίας. Σήμερα ἡ ὁλόχρυση καί θεοκατασκεύαστη κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος ἀναχωρεῖ ἀπό τά ἐπίγεια σκηνώματα καί μετακομίζεται στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἀναπαυθῆ αἰώνια. Καί ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ μᾶς τά τραγουδάει αὐτά μέ τήν κιθάρα του καί ἀναφωνεῖ: «Θά προσαχθοῦν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στόν βασιλέα, ἀκολουθώντας πίσω ἀπό αὐτήν θά προσαχθοῦν σέ Σένα» (πρβλ. Ψαλμ. μδ´ 15).

Τώρα λοιπόν, ἐνῶ ἔκλεισε τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς ἡ Θεοτόκος, ὑψώνει γιά χάρι μας τούς νοητούς, σάν λαμπρούς καί μεγάλους φωστῆρες πού ποτέ ὡς τώρα δέν βασίλεψαν, γιά νά ἀγρυπνοῦν καί νά ἐξιλεώνουν τόν Θεό ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῶ στά θεοκίνητα χείλη της ἐσίγησε ὁ ἔναρθρος λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τό πρεσβευτικό της στόμα ὑπέρ ὅλου τοῦ γένους. Τώρα, ἐνῶ συνέστειλε τίς σωματικές καί θεοφόρες της παλάμες, τίς ὑψώνει ἄφθαρτες πρός τόν Δεσπότη ὑπέρ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Τώρα, ἐνῶ μᾶς ἀπέκρυψε τά ἡλιοειδῆ καί φυσικά χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ διά μέσου τῆς σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας της καί τήν παρέχει στόν λαό πρός ἀσπασμό εὐεργετικό καί σχετική προσκύνησι, εἴτε τό θέλουν οἱ αἱρετικοί εἴτε ὄχι. Ἐνῶ λοιπόν πέταξε ἐπάνω ἡ πάναγνος περιστερά, δέν παύει νά φυλάττη τά κάτω. Ἐνῶ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μέ τό πνεῦμα της εἶναι μαζί μας. Ἐνῶ ὁδηγήθηκε στούς οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπό ἀνάμεσά μας τούς δαίμονες μεσιτεύοντας πρός τόν Κύριο.

Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὔας ὁ θάνατος εἰσῆλθε καί κυρίευσε τόν κόσμο· τώρα ὅμως συναντώντας τήν μακαρία θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε καί κατανικήθηκε ἀπό τό ἴδιο ἐκεῖνο μέρος ἀπ᾿ ὅπου τοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐξουσία. Ἄς χαρῆ λοιπόν τό γυναικεῖο φῦλο, πού ἀντί ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἄς χαρῆ καί ἡ Εὔα, διότι δέν εἶναι πιά κατηραμένη, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξη ἀπόγονό της εὐλογημένο τήν Μαρία. Ἄς σκιρτήση ἡ κτίσις ὁλόκληρη, καθώς ἀντλεῖ μυστικά τά νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπό τήν παρθενική πηγή καί ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπό τήν θανατηφόρα δίψα.

Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτή πού ἔχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα εἶναι τά γεγονότα πού ὑμνολογοῦμε. Αὐτά μᾶς χαρίζει ἡ χριστοανθής ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἡ ἱερόβλαστη ράβδος τοῦ Ἀαρών, ὁ νοητός παράδεισος τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος λειμώνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, ἡ ἀνθισμένη θεογεώργητη ἄμπελος τοῦ ὡρίμου καί ζωογόνου βότρυος, ὁ ὑψηλός καί ἐπηρμένος χερουβικός θρόνος τοῦ Παμβασιλέως, ὁ οἶκος ὁ γεμάτος ἀπό τήν δόξα Κυρίου, τό ἅγιο καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτά μᾶς χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα ἐν εἰρήνῃ καί δικαιοσύνῃ. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καί πέθανε. Πέρασε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τήν ὑπεράσπισι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Μέ ποιά λόγια λοιπόν νά παραστήσουμε τό μυστήριό σου; Ἀδυνατοῦμε νά τό σκεφθοῦμε· εἴμαστε ἀσθενεῖς γιά νά τό ἐκφράσουμε· ἰλλιγγιοῦμε νά τό περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καί ὑψηλό καί ἀνώτερο γιά κάθε διάνοια. Δέν σχετίζεται καί δέν ταιριάζει μέ κάτι ἄλλο, ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑπόλοιπα πράγματα, ἔτσι ὥστε νά εἴμαστε σέ θέσι νά δώσουμε πρόχειρα τίς ἀποδείξεις ἀπό τά γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπό τά ὑπερβατικά καί ἀνώτερά μας κατανοοῦμε μέ εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σέ σένα, καί σέ σένα μόνη παραδίδουμε τά ὑπέρ ἄνθρωπον. Διότι ἄλλαξες τήν φύσι κατά τήν ἄρρητη γέννησι. Ποῦ ἀλλοῦ ἄκουσε κανείς παρθένο νά συλλαμβάνη ἀσπόρως! Ὤ θαῦμα! Τήν μητέρα καί λεχώνα τήν βλέπουμε ἄφθορη παρθένο, ἐπειδή Θεός ἦταν αὐτό πού γέννησε. Τό ἴδιο λοιπόν καί στή ζωηφόρο κοίμησί σου: μέ τό εἶσαι διαφορετική ἀπό τούς ὑπολοίπους, μόνη ἐσύ κατέχεις δικαιολογημένα τήν ἀφθαρσία καί τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καί σώματος).

Ἄς μᾶς ἀφηγηθῆ ὅμως ἡ Σιών τά παράδοξα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε λοιπόν συμπληρωθῆ τό ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Προγνώρισε σάν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τόν καιρό τῆς μεταστάσεως. (Καί πόσα περισσότερα ἀπό τόν καθένα πού σάν ἁπλός δοῦλος προφητεύει δέν θά ἔδινε κανείς, ἀδελφοί μου φιλόχριστοι, πρός τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἀνώτερη ἀπό ὅλους τούς προφῆτες;) Ὅταν λοιπόν τά αἰσθάνθηκε αὐτά καί τά κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοσις πῶς προσευχόταν καί παρακαλοῦσε;

«Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου μου· ἔφθασε ὁ χρόνος τῆς ἐκδημίας μου πρός ἐσένα. Ἄς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοί πού θά ὑπηρετήσουν στόν ἐνταφιασμό μου, Δέσποτα· εἴθε νά σταθοῦν στό προσκέφαλό μου οἱ λειτουργοί πού θά τελέσουν τήν κηδεία μου. Καί στά μέν χέρια σου νά ἀφήσω τό πνεῦμα μου, στά δέ χέρια τῶν μαθητῶν σου, γιά νά τό ἐνταφιάσουν, τό ἄψαυστο καί θεοδόχο σῶμα μου, ἀπό ὅπου ἀνέτειλες ἐσύ ἡ ἀθανασία. Ἄς παρασταθοῦν κοντά μου νά μοῦ δώσουν χαρά αὐτοί πού βρίσκονται διεσπαρμένοι στά πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καί ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου σου. Κι ἄν ἐσύ εὐδόκησες νά μετατεθῆ ζωντανός ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνώχ στόν οὐρανό, γιατί ἔτσι ἔπρεπε, καί ὁ Θεσβίτης Ἠλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς νά ἀνυψωθῆ μέ πύρινο ἅρμα πρός ἄγνωστες χῶρες, γιά νά ἀναμένουν καί οἱ δύο τόν χρόνο τῆς φρικτῆς καί παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καί ἄν πάλι γιά μιά ἀνάγκη τοῦ Δανιήλ ἐθαυματούργησες, ὥστε μέσα σέ μιά στιγμή ὁ προφήτης Ἀββακούμ νά μεταφερθῆ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Βαβυλώνα καί πάλι νά ἐπιστρέψη, τότε τί σοῦ εἶναι ἀδύνατο καί μόνο ἄν τό θελήσης;»

Αὐτά μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νά πού κατέφθασε καί ἡ δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπό διαφορετική κατεύθυνσι ὁ καθένας, σάν σύννεφα σπρωγμένα ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, πού ἦλθαν καί στάθηκαν κοντά στή νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπόν ἐκείνη πού ἔχει τά θεϊκά, τά πολλά, τά μεγάλα ὀνόματα, φέρνοντας, καθώς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γύρο τό βλέμμα της καί ἀντικρύζοντας αὐτούς πού ζητοῦσε;

«Ἄς ἀγαλλιάση ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο καί αὐτό θά γίνη γιά μένα εὐφροσύνη καί αἴνεσις καί μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Διότι μοῦ συγκέντρωσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ συνάθροισε τούς ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τούς θαυμαστούς ὑπηρέτες τῆς κηδείας μου. (Ὤ μεγαλοφυές θαῦμα! Ὤ ἔργο μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρός τόν υἱό! Ὤ δῶρο υἱϊκῆς σχέσεως πρός τήν μητέρα!). Σάν ἄλλος οὐρανός μοῦ φάνηκε τό δωμάτιο, μέ τό περικλείη μέσα του τούς φωστῆρες τοῦ κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή, πού ἔφερε κοντά μου τούς θείους μύστες καί ἱερουργούς. Δέν θά μελετήσει πιά ἡ συμμορία τῶν Ἰουδαίων νά πραγματοποιήση τόν ἐναντίον μου παραλογισμό. Δέν θά ὁπλίση πιά ἐναντίον μου τό θρασύ του χέρι, γιά νά μέ φονεύση τό συνέδριο τῶν ἱερέων. (Διότι κάποτε τό εἶχαν σχεδιάσει καί , μαζί μέ τόν Υἱό, θά φόνευαν οἱ αἱμοχαρεῖς καί τήν Μητέρα, ἀλλά ἀπέτυχαν στό σκοπό τους, γιατί τούς ἐμπόδισε ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σέ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους, ὅπου δέν μπορεῖ ὁ ἐχθρός νά εἰσαγάγη τίς παγίδες τῆς κακίας· ὅπου θά μπορῶ νά ἀντικρύσω τήν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καί νά ἐπισκεφθῶ τόν Ναόν, ἐγώ ὁ παμφώτεινος ναός Του». Καί τί εἶπαν τότε πρός αὐτήν οἱ μακάριοι ἀπόστολοι μέ λόγια εἴτε δικά τους εἴτε διαλεγμένα ἀπό τά στόματα τῶν προφητῶν;

«Χαῖρε κλίμαξ πού στηρίζεσαι στή γῆ καί φτάνεις στόν οὐρανό, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος πρός ἡμᾶς καί ἡ ἄνοδος πρός τούς οὐρανούς τοῦ Κυρίου, κατά τόν μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ» (βλ. Γεν. κη´ 12).

Χαῖρε βάτε μέ τήν τόσο παράδοξη μορφή, ἀπό τήν ὁποία ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σέ μορφή πύρινης φλόγας καί τήν ὁποία ἐνῶ ἡ φωτιά ἔκαιγε, δέν τήν κατέκαιε, κατά τόν μεγάλο θεόπτη Μωϋσῆ (βλ. Ἔξ. γ´ 2-3).

Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπό τόν ὁποῖο στράγγισε ἡ οὐράνια δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τόν θαυμασιώτατο Γεδεών (βλ. Κριταί ς´ 38).

Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου (βλ. Ψαλμ. μζ´ 3), τήν ὁποία θαυμάζουν καί μεγαλύνουν οἱ βασιλεῖς (βλ. Ψαλμ. μζ´ 5-6) μαζί μέ τόν ᾀσματογράφο Δαυίδ.

Χαῖρε ἡ νοητή Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ἀπ᾿ ὅπου ἐξῆλθε ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, γιά νά καταστῆ ἄρχοντας στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου «αἱ ἔξοδοι ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. ε´ 1), ὅπως λέει ὁ Μιχαίας ὁ θειότατος.

Χαῖρε τό κατάσκιο παρθενικό ὅρος, ἀπό τό ὁποῖο ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, κατά τόν θεόφωνο Ἀββακούμ (βλ. Ἀββακ. γ´ 3).

Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καί φωτοφόρε, ἀπό τήν ὁποία ἔλαμψε στούς «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» (Ψαλμ. ρς´ 10) τό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θεότητος, κατά τήν ρῆσι τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία (βλ. Ζαχ. δ´ 2).

Χαῖρε τό παγκόσμιο ἱλαστήριο τῶν ἀνθρώπων , διά τοῦ ὁποίου σέ ἀνατολή καί δύσι δοξάζεται στά ἔθνη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί παντοῦ προσφέρεται θυμίαμα στό ὄνομά Του κατά τόν ἁγιώτατο Μαλαχία (βλ. Μαλαχ. α´ 11).

Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στήν ὁποία κάθησε ὁ Κύριος κατά τόν ἱεροφωνότατο Ἠσαία (βλ. Ἠσ. ιθ´ 1).

Χαῖρε ἡ ἱερά βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καί ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν γνωστά ὅσα ἀρέσουν στόν Θεό, κατά τόν πολυθρήνητο Ἱερεμία (πρβλ.. Ἱερ. κε´ 13).

Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διά τῆς ὁποίας ὁ Κύριος καί Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε κατά τόν μεγάλο θεόπτη Ἰεζεκιήλ (βλ. Ἰεζ. μδ´ 2 κ. ἑξ).

Χαῖρε τό ἀλατόμητο ἀπό χέρι ἀνθρώπου καί ὑψηλότατο ὄρος, ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατά τόν θεολογικώτατο Δανιήλ (βλ. Δαν. β´ 34, 45).

Καί ποιός νοῦς νά χωρέση ἤ ποιός λόγος νά ἀφηγηθῆ ὅσα ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα ἐμακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν λοιπόν ἱερούργησαν ἱερῶς ὅσα ταίριαζε καί ἐπετέλεσαν τά ἅγια ἁγίως, νά πού ἔφθασε καί ὁ Κύριος μέ τήν δόξα τῆς δυνάμεώς του καί ὅλη τήν στρατιά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ἀοράτως μέν λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικῶς δέ γίνονταν ὑμνῳδοί τῆς θείας μεγαλειότητος οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ πανήγυρις καί ὁ χορός οὐράνιος μαζί καί ἐπίγειος—κι ἄς μή ξενίση ὁ λόγος μου καθώς σκιαγραφεῖ τά θεοπρεπῆ γεγονότα—ἀποτελούμενος ἀπό Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τίς Χερουβικές καί

Σεραφικές, ἀποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νά προτρέχουν, ἄλλους νά προϋπαντοῦν, ἄλλους νά ἡγοῦνται, ἄλλους νά προηγοῦνται, ἄλλους νά ἀκολουθοῦν καί ἄλλους νά παρακολουθοῦν, καί ὅλους νά φωνάζουν χαρμόσυνα μέ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ» (Ἱερ. κ´ 13) «αἰνέσατε τόν Κύριον» (ἔνθ᾿ ἀνωτ.) «εὐλογημένος Κύριος ἐπί δίκαιον ὄρος τό ἅγιον αὐτοῦ» (Ἱερ. λη´ 23) καί «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανός εἰς τό μετέωρον» (πρβλ. Ἱερ. λη´ 35). Ποιός λοιπόν ἄκουσε ποτέ εἰς τόν αἰῶνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλόχριστοι ἀδελφοί; Ποιός γνώρισε τήν προπομπή μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβασι, σάν κι αὐτή πού ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καί δέν εἶναι παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καί κανένας δέν φάνηκε ποτέ ὑπέρτερος ἀπό αὐτήν, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.

Φρίττει τό πνεῦμα μου, ὦ Παρθένε, καθώς βάζω στό μυαλό μου τό μεγαλεῖο τῆς μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς μου, καθώς ἀναλογίζομαι τό θαῦμα τῆς κοιμήσεώς σου. Δένεται ἡ γλῶσσα μου, καθώς πάει νά διηγηθῆ τό μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε ἐπάξια «νά κάνη γνωστούς ὅλους τούς ὕμνους σου» (Ψαλμ. ρε´9 2) ἤ «νά ἐξιστορήση ὅλα τά θαυμάσιά σου (Ψαλμ. οδ´ 1)»; Ποιός νοῦς ὑψηγόρος θά ρητορεύση, ποιά γλῶσσα μεγαλόστομη θά ὁμιλήση, θά ἐξαγγείλη καί θά παραστήση τά κατά σέ, θά ἀποδώση τά λόγια σου ἤ θά σταθῆ ἀντάξια τῶν δικῶν σου θαυμασίων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν, διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι᾿ αὐτό καί ἐπί τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλῶσσα μας ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις, ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σέ ὕψος καί μέγεθος ἀπό τόν ἀνώτατο οὐρανό· σέ λαμπρότητα ἁγνείας, ἀπό τό ἡλιακό φῶς· σέ ἀπόκτησι παρρησίας, ἀπό τό ἀγγελικό ἀξίωμα κάθε ἄυλης καί λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καί νοερῶν δυνάμεων.

Ἀλλά τί ἐπίσημη καί λαμπρή― μέ ἀγαλλίασι τό λέω―ἡ πανήγυρις σου! Πόσο σημειοφόρος καί θαυματουργική ἡ μετάστασίς σου! Πόσο ζωοπάροχος καί ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως πού πέρασες τά σύννεφα καί ἀνέβηκες στόν οὐρανό καί μπῆκες στά ἅγια τῶν ἁγίων «ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καί ἐξομολογήσεως» (Ψαλμ. μα´ 5), ἀξίωσε, Θεοτόκε, νά εὐλογήσης πλούσια τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μέ τίς πρεσβεῖες σου κάνε εὔκρατους τούς καιρούς· χάριζε τήν βροχή στήν ὥρα της· κατεύθυνε σωστά τούς ἀνέμους· κάνε τήν γῆ νά καρποφορῆ· δώρισε τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία· κράτυνε τήν Ὀρθοδοξία· φύλαγε τήν βασιλεία· ἀπόκρουε τίς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων· σκέπαζε ὁλόκληρο τό γένος τῶν Χριστιανῶν· τέλος δέ συγχώρησε καί τήν δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτός ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καί σύ προφήτευσες μελῳδικά ἐκεῖνο πού θά γινόταν: «Διότι νά πού ἀπό τώρα, εἶπες, θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές» (Λουκ. α´ 48).

Ἐπειδή λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδειχθῆ ψευδής ὁ θεῖος σου λόγος, δέξου κι ἀπό μένα τόν ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτή τήν κατά δύναμιν προσφώνησι καί «δός μου πάλι τήν ἀγαλλίασι πού μοῦ χαρίζει ἡ σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. ν´ 14). Μέ τήν δύναμι τῶν πρεσβειῶν σου στήριξέ με μαζί μέ τόν συγγενῆ μου καί πνευματικό πατέρα μου καί μέ τό ποίμνιο πού μοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῆ· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή καί τό κράτος μαζί μέ τόν παντοκράτορα Πατέρα καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
 Θέμα δημοσίευσης: Re: Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου
UNREAD_POSTΔημοσιεύτηκε: Σάβ 28 Σεπ 2013, 20:50 
Χωρίς σύνδεση
Site Admin
Site Admin
Άβαταρ μέλους

Εγγραφή: Τρί 08 Ιαν 2008, 14:48
Δημοσιεύσεις: 10520
Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας
Κανεὶς νομίζω δὲν ἀγνοεῖ ὅτι σπουδαιότερος ἀγώνας ρητορικῆς ἐγκωμιαστικοῦ λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ, ἐὰν βέβαια ἤθελε προσπαθήσει κανεὶς νὰ τηρήση τὰ καθιερωμένα καὶ πρέποντα. Ἐγὼ προσωπικὰ δυσκολεύομαι τόσο περισσότερο νὰ ἐπιδιώξω στὴν προκειμένη περίσταση τὸν πρέποντα λόγο, ὅσο νομίζω ὅτι ὅλοι μὲν οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν ἀσφαλῶς αὐτὸ τὸν ἄθλο τῶν ἐγκωμίων πρὸς τὴν Παρθένο, πλὴν ὅμως οὔτε εἶναι κἄν δυνατὸν νὰ ἐλπίζουν ὅτι θὰ ἀνταποκριθοῦν μὲ τὰ ἐγκώμιά τους στὸ μεγαλεῖο της πραγματικότητας. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς κατηγορήσουν γιὰ τόλμη. Γιατί ποῦ ὑπάρχει τόλμη; Τὸ νὰ καταπιάνεται βέβαια κανεὶς μὲ ὑψηλὰ θέματα καὶ νὰ ἐγκαταλείπη τὴν προσπάθεια ἐμπρὸς στὸ ἐνδεχόμενο μίας ἥττας δὲν θὰ ἦταν λογικό. Πράγματι, κανεὶς ἀπολύτως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορήση ὅσους ὑστέρησαν στὸν ἀγώνα τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κερδίση. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ χαρακτηρισθῆ ὑποχώρηση ἢ ἥττα ὅ,τι εἶναι ἐκτός εὐθύνης καὶ κατηγορίας;

Ἀφοῦ λοιπὸν προσήρμοσα τὸ λόγο μὲ τὶς δυνάμεις μου, θὰ πλέξω τὸ ἐγκώμιο τῆς Παρθένου, προσθέτοντας ὅτι δὲν τὸ ἐπιχειρῶ αὐτὸ γιὰ νὰ κάμω γνωστὲς στοὺς ἀκροατὲς τὶς χάριτες τῆς Παρθένου ποὺ τυχὸν ἀγνοοῦν, γιατί δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ θὰ μποροῦσε ν’ ἀγνοῆ τὸ κοινὸ ἀγαθό, ἀλλὰ γιὰ νὰ κάμω, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς αἰτίας τῆς σωτηρίας μου, καλύτερη τὴν ψυχή, σὲ ὅσους βέβαια εἶναι τοῦτο δυνατόν, ἀφοῦ θυμηθῶ καὶ τὴ δική μου σωτηρία. Γιατί γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο μοῦ φαίνεται ὅτι ὅλοι ὕμνησαν τὴν Παναγία καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μὴν ἔκαμε αὐτὸν τὸν ἀγώνα, ἐπιτυγχάνοντας βέβαια ἄλλος λιγώτερο καὶ ἄλλος περισσότερο τὸ σκοπό του. Γιατί εἶναι πολυύμνητη ἡ Παρθένος ὄχι μόνο ἀφότου γεννήθηκε, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀκόμη χαρισθῆ στοὺς ἀνθρώπους.

2. Γιατί βέβαια καὶ οἱ προφῆτες καὶ οἱ ὁραματισμοὶ καὶ οἱ προφητεῖες τους τὴ μακαρία Παρθένο ὑμνοῦσαν. Κι ἂν ὑπῆρχε κάτι πραγματικὰ σεβαστό, ὅπως ἡ Σκηνὴ καὶ ἡ Κιβωτὸς καὶ τὰ ἱερὰ στρατόπεδα τοῦ Μωυσῆ κι ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία ὑπερηφανεύονταν οἱ Ἑβραῖοι, πέρα ἀπὸ τὴν ὀνομασία τους, τὸ θαῦμα τῆς Παρθένου συμβόλιζαν. Γιατί ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνο ἤσαν σεβαστά, ἀλλὰ καὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκριβῶς γιὰ νὰ τὴν προεικονίσουν καὶ νὰ τὴν προαναγγείλουν στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ τί λέγω; Ἀφοῦ τὰ ἐγκώμια ποὺ ψάλθηκαν στοὺς ἀνθρώπους, εἴτε σὲ ἔπαινο γενικά τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἴτε γιὰ ἰδιαίτερα ἀγαθά, πρέπει νὰ ἀποδοθοῦν ὅλα στὴν Παρθένο. Γιατί δὲν ὑπάρχει κι οὔτε εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξη μικρὸ ἢ μεγάλο ἀγαθὸ ἄξιο νὰ τιμήση τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔφερε στὸν κόσμο ἡ καινὴ μητέρα καὶ ὁ καινὸς τόκος της. Κι ὄχι μόνο ὅταν φανερώθηκε, ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ πιὸ πρίν, μὲ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπρόκειτο νὰ φανερωθῆ.

Γιατί, ἂν ὅλα τὰ κάνουμε γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὸν Θεό, ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ κατάληξη ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς τὶς δωρεὲς τῆς Παρθένου, πῶς δὲν ἀναφέρονται τὰ πάντα σ’ αὐτήν; Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ αἰτία νὰ ἐπαινῆται ὁ,τιδήποτε ἐπαινετὸ ὑπάρχει στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ἡ αἰτία πάλι ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχουμε εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Κι αὐτὴ ὅμως ἡ ἕνωση στὴν Παρθένο ὀφείλεται. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ πολυύμνητη πρέπει νὰ θεωρῆται ἡ αἰτία ὅλης της ὡραιότητας καὶ τῆς μεγαλοπρέπειας καὶ κάθε ἄλλου πράγματος ποὺ εἶναι ἄξιο νὰ ὑμνῆται μέσα στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ γι’ αὐτὸ ὅλα τὰ ἐγκώμια πρὸς αὐτὴ πρέπει νὰ ἀναφέρωνται μόνο. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουμε κι εἴμαστε ἄνθρωποι, τὴ μακαρία Παρθένο πρέπει νὰ θεωροῦμε αἰτία. Ἀκόμη περισσότερο: ὅπως γιὰ χάρη τοῦ καρποῦ ὑπάρχει τὸ δένδρο, ἔτσι γιὰ χάρη τῆς Παρθένου δόθηκε καὶ ἡ ἁρμονία καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη σ’ ὅλη τὴν κτίση, καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν ἥλιο καὶ σὲ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει. Ἂν λοιπὸν γιὰ τὸν καρπὸ ἐπαινοῦμε τὸ δένδρο, ἂν τὸν καρπὸ ἐπιδοκιμάζη ὅποιος χαίρεται γιὰ τὸ δένδρο, ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ὅλη ἡ ἱερὴ μεγαλοπρέπεια τῆς κτίσεως καὶ ἡ χάρη καὶ ἡ ὡραιότης, «καθετὶ ποὺ εἶναι ἀγαθὸ καὶ ἄξιο ἐπαίνου», σύμφωνα μὲ τὸ ρητό του Παύλου, πρέπει ν’ ἀποδοθῆ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν Παρθένο; Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ κρίση ποὺ διατύπωσε ὁ Θεὸς λέγοντας ὅτι τὰ δημιουργήματά Του εἶναι καλὰ καὶ «καλὰ λίαν», ἀποτελοῦσε ἐγκώμιο τῆς Παρθένου.

3. Ἀπὸ τόσο λοιπὸν παλαιὰ ἐγκωμιαζόταν. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον τὸ ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ὁ καρπὸς τῶν δημιουργημάτων καὶ ὅτι αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀναφορὰ καὶ σχέση τῆς μακαρίας πρὸς τὸ ὑλικὸ σύμπαν, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω. Ἐφόσον δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴ φύση καρπὸς εἶναι ὅ,τι τὴν ἐπαναφέρει ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση πρὸς τὴν ὁποία βαδίζει καὶ τὴν καθιστᾶ καὶ πάλι νέα μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς καρποφορίας, ποιὸς (στὴν περίπτωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως) ἀνέπλασε καὶ ἀναγέννησε τοὺς ἀνθρώπους; Ἀπὸ ποῦ προῆλθε ἡ «καινὴ κτίση»; Ποιὸς ἄλλαξε ριζικὰ ὅλο τὸ σύμπαν; Γιατί βέβαια εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ οὐρανὸς δέχθηκε νέους ἀναγεννημένους πολίτες. Κι αὐτοὺς τοὺς μετέφερε ἀπὸ τὴ γῆ ἡ Παρθένος! Ἡ γῆ πάλι εἶχε σὰν κάτοικό της τὸν καινὸ ἄνθρωπο, τὸν ἴδιο τὸν Δεσπότη τοῦ οὐρανοῦ. Κι αὐτό, γιατί δὲν παρήγαγε πιὰ τὸν παλιὸ καρπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀλλὰ τὸ νέο ἄνθος τῆς δικαιοσύνης, τὴν Παρθένο. Δὲν ἔδιωξε ἔτσι ἡ Παρθένος τὰ γηρατειὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, χαρίζοντας σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τὴ δυνατότητα νὰ ξαναζήσουν, ἀλλὰ χάρη σ’ αὐτὴ θὰ γίνη καλύτερος, θὰ ἐλευθερωθῆ δηλαδὴ ἀπὸ τὴ φθορά, καὶ ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, καθὼς καὶ ἡ σελήνη καὶ ἡ γῆ καὶ τ’ ἀστέρια. Γιατί βέβαια δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀναστηθῆ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ φθορά, ἂν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν εὕρισκαν τὴν ἐλευθερία τους. Καὶ τὸ λύτρο αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, τὸν πρωτότοκο τῶν νεκρῶν, τὸ ἔφερε ἀκριβῶς στὴ γῆ ἡ Παρθένος.

Θὰ ἀπαλλάξη λοιπὸν τὴ γῆ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ θὰ ἐκπληρώση τὸ διακαῆ πόθο της ἀποδίδοντας τὴν ἀφθαρσία, ποὺ «περίμενε ἀναστενάζοντας», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ προφήτης λέγει πρὸς τὸν Θεό: «θὰ χορτάση ἡ γῆ ἀπὸ τὸν καρπὸ τῶν ἔργων σου», ἀναφέρεται σ’ αὐτὸν τὸν καρπό, στὴν Παρθένο. Καὶ Αὐτὴν ἀκριβῶς ὑπονοεῖ σὰν πόθο τῆς γῆς, γιατί, σύμφωνα μὲ τὸ ψαλμικό, κι ἡ γῆ θὰ χορτάση, ὅταν φανερωθῆ ἡ «δόξα τοῦ Σωτῆρος».

Ἂν πάλι ἡ Γραφὴ ἀποκαλῆ γῆ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ αὐτοὶ χάρις στὴν Παρθένο εἶδαν νὰ πραγματοποιοῦνται ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τους κι ἔφθασαν στὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ εἶχαν ἐπιθυμήσει οἱ Προφῆτες νὰ φθάσουν. Γιατί βέβαια οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ χάσαμε μὲ τὴ πτώση τὴν εὐτυχία, γιὰ τὴν ὁποία πλασθήκαμε, τὴν ποθούσαμε ἀπὸ τότε ἀδιάκοπα. Κανεὶς ὅμως οὔτε ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ μᾶς τὴν ξαναπροσφέρη. Καὶ πέφταμε συνέχεια σὲ χειρότερα, ὥστε νὰ εἶναι ἔτσι ἀδύνατο νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν πρώτη κατάστασή μας. Κι ὅμως αὐτὴ μόνο τὴν εὐτυχία ποθώντας στενάζαμε. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εὐτυχία μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ τὴν ξαναβροῦμε μόνη ἡ Παρθένος. Αὐτὴ ξεπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία μας ἑνώνοντας μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὸν μόνον Ἐπιθυμητό, Αὐτὸν πού, ὅταν κανεὶς τὸν βρῆ, δὲν μπορεῖ νὰ ζήτηση τίποτε παραπέρα. Καὶ τὸν ἔνωσε τόσο στενά, ὥστε νὰ μετάσχη ὄχι μόνο στὸν τρόπο καὶ τὸν τόπο τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια μας τὴ φύση.

Ἀλλ’ ὅμως δὲν περιορίσθηκε νὰ εὐεργετήση μόνο τοὺς ἀνθρώπους κι αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, σὰν νὰ εἶχε βάλει ὅριο στὶς δωρεὲς της τὸν οὐρανό. Ἀντίθετα κι αὐτὸν τὸν οὐρανὸ τὸν ξεπέρασε, κι αὐτὸν τὸν «ἐκάλυψε» μὲ τὴν ἀρετή της. Γιατί φάνηκε χρήσιμη καὶ στοὺς Ἀγγέλους, στὶς ἴδιες τὶς «Ἀρχὲς» καὶ «Ἐξουσίες». Ἔκαμε νὰ ἀνατείλη καὶ γι’ αὐτοὺς τὸ φῶς, τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ γίνουν σοφώτεροι ἀπὸ πρὶν καὶ καθαρώτεροι, νὰ γνωρίσουν τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ καλύτερα. Γιατί ἡ «πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου αὐτῆς γνωρίσθηκε στὶς Ἀρχὲς καὶ στὶς Ἐξουσίες καὶ τὸ βάθος τοῦ πλούτου τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ» διὰ μέσου αὐτῆς, σὰν νὰ χρησιμοποιοῦσαν τὰ μάτια ἢ τὸ φῶς τὸ δικό της, τὸ εἶδαν καθαρὰ ὅλοι. Ἔτσι ἡ Παρθένος ὑπῆρξε ὁ μοναδικὸς ὁδηγὸς κάθε ψυχῆς καὶ κάθε νοῦ πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

4. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δημιούργησε ἡ Παρθένος καινὸ οὐρανὸ καὶ γῆ καινή. Ἢ καλύτερα ἀποτελεῖ αὐτὴ ἡ ἴδια τὴν καινὴ γῆ καὶ τὸν καινὸ οὐρανό. Καὶ εἶναι βέβαια γῆ, γιατί προῆλθε ἀπὸ τὴ γῆ. Εἶναι ὅμως γῆ καινή, γιατί σὲ τίποτε δὲν ταίριαζε μὲ τοὺς προγόνους της, οὔτε κληρονόμησε τὴν παλιὰ ζύμη, ἀλλὰ ἔγινε, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, αὐτὴ ἡ ἴδια «νέο φύραμα» κι ἔκαμε τὴν ἀρχὴ ἑνὸς γένους καινούργιου. Ἀλλὰ ποιὸς ἀγνοεῖ τὸ γιατί ἡ Παρθένος εἶναι οὐρανός; Εἶναι ὅμως πάλι οὐρανὸς καινός, γιατί βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε εἴδους γηρατειὰ κι εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ κάθε φθορὰ καὶ γιατί ἀκόμη μόλις τὸν τελευταῖο καιρό, σ’ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες, χαρίσθηκε στοὺς ἀνθρώπους, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, ποὺ κήρυξε ὁ Ἠσαΐας: «οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινὴν δώσω ὑμῖν».

Κι ἂν θέλης νὰ προχωρήσουμε περισσότερο, ἡ Παρθένος εἶναι μία γῆ καὶ ἕνας οὐρανὸς θαυμαστὸς καὶ ὑπέροχος γιατί κι ἀπὸ τὴ γῆ ὑψώθηκε παραπάνω καὶ τὸν οὐρανὸ τὸν ξεπέρασε τόσο στὴν καθαρότητα, ὅσο καὶ στὴ μεγαλωσύνη. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ βέβαια τὸ μέγεθος, ἡ Παρθένος εἶχε ἔνοικον Ἐκεῖνον, ποὺ ὁ οὐρανὸς δὲν μποροῦσε νὰ χωρέση. Ἀλλὰ ἦταν καὶ ἀφάνταστα καθαρώτερη ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἤσαν δυνατὸ νὰ τὰ δοῦν οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς αὐτὸς νὰ σχισθῆ ἢ νὰ ἀνοιχθῆ, τίποτε δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ τὰ ἀπολαύσουν διὰ μέσου τῆς Παρθένου. Ἀκόμη περισσότερο, ἡ Παρθένος γίνεται ὁδηγὸς σ’ ὅσους ἀνυψώνονται πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ ὁ οὐρανὸς ἀντιστέκεται. Κι ἐνῶ ἐκεῖνος πρέπει νὰ φύγη ἀπὸ τὴ μέση, ἂν δὲν ἔμπαινε ἡ Παρθένος ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ λάβουν μέρος οἱ γήινοι στὰ ὑπερκόσμια.

Πραγματικά, κατὰ τὸ γραφικὸ λόγο, ὁ οὐρανὸς δὲν μπόρεσε νὰ ὑποφέρη τὴ θεία ἀκτίνα καὶ σχίσθηκε, μόλις αὐτὴ πέρασε. Γιατί, λέγει ἡ Γραφή, ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε μὲ τὴ μορφὴ περιστεριοῦ πάνω στὸν Ἰησοῦ, ὁ μέγας Ἰωάννης «εἶδε τοὺς οὐρανοὺς νὰ σχίζωνται». Ἀντίθετα, ἡ μακαρία, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε τὸ Πνεῦμα, ἀπήλαυσε ἀκόμη μεγαλύτερη μέσα της τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Παῦλος εἶπε ὅτι «ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ». Κι ἔγινε θαυμαστὸς τόπος τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτήρα, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε τοπικὸ ὅριο. Καὶ Τὸν ἔφερε μέσα της μὲ τόσο μεγάλη ἄνεση, ὥστε νὰ κυοφορήση καὶ νὰ γεννήση ἀνώδυνα.

Ἑπομένως, εἶναι φανερὸ πὼς ἐκεῖνο ποὺ ὁ προφήτης ὀνομάζει «οὐρανὸν οὐρανοῦ» καὶ τονίζει ὅτι ἁρμόζει μόνο στὸν Θεό, λέγοντας τὸ γνωστὸ «ὁ γὰρ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίω», εἶναι ἡ Παρθένος. Γιατί ἄλλωστε «οὔτε ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, λέγει ἀλλοῦ ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου». Ἐνῶ αὐτὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό, δηλαδὴ ἡ Παρθένος, δὲν εἶναι ἁπλῶς καθαρὴ ἀπὸ κάθε κακία, ἀλλὰ καὶ θετικὰ «καλή»; Κι ὄχι πάλι σ’ ἕνα μόνο σημεῖο, ἀλλὰ ἐξ ὁλοκλήρου καλή: «ὅλη γὰρ εἰ καλή», λέγει. Καὶ δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἀνθρώπινη κρίση, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀνακηρύσσει «καλὴ» τὴ μακαρία. Κι αὐτὸ ὄχι κατὰ τρόπο συνηθισμένο, ἀλλὰ μὲ θαυμασμὸ καὶ μὲ ἔκπληξη: «Τί γὰρ εἰ καλή, ἡ πλησίον μου;» λέγει.

Κι ὅλα αὐτά, μολονότι μπροστὰ στὸν Θεὸ «κάθε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι, κατὰ τὴ Ἁγία Γραφή, σιχαμερώτερη ἀπὸ ὁποιοδήποτε βδέλυγμα» κι ἀποκαλεῖται πονηρία. Ὅπως λοιπόν, γίνεται φανερό, ἡ δικαιοσύνη τῆς Παρθένου δὲν βρισκόταν μέσα στὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Ἡ Παρθένος ξεπέρασε τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρώπινη φύση ὄχι ἁπλῶς λίγο ἢ πολύ, τόσο δηλαδὴ ποὺ νὰ ὑπάρχη ἀντιστοιχία, ἀλλὰ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ μετρηθῆ ἡ μεταξύ τους ἀπόσταση.

5. Γι’ αὐτὸ καὶ συγκάλυψε κάθε ἀνθρώπινη κακία κι ἀπέδειξε τοὺς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ἑνωθοῦν καὶ νὰ ζήσουν μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ γῆ ἀξία νὰ γίνη διαμονὴ τοῦ Σωτήρα. «Ὅλοι ξέφυγαν ἀπὸ τὸ σκοπό τους καὶ ταυτόχρονα ἀχρηστεύθηκαν». Κανεὶς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ βοηθήση τὸ γένος ποὺ κινδύνευε οὔτε νὰ ἀναχαίτιση τὴν ἁμαρτία, ποὺ εἶχε ξεχυθῆ σὰν ποτάμι. Γιατί καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ κριτὲς καὶ ὅλοι οἱ προφῆτες κι ὅσοι γενικώτερα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους ἤσαν θεοσεβεῖς —ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν βέβαια δυνατὸν νὰ ἐλπίζη κανεὶς πὼς θὰ ἔλθη κάποια καλυτέρευση στὸ γένος—κανείς ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς δὲν μποροῦσε νὰ βοηθήση στὸ παραμικρὸ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἀφοῦ οὔτε τοὺς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους δὲν μπόρεσαν νὰ ἀναδείξουν καθαροὺς ἀπὸ κατηγορίες καὶ τιμωρίες, ἀλλ’ ὅταν ἔφευγαν ἀπὸ ἐδῶ, τοὺς ὑποδεχόταν ὅλους ὁ Ἅδης. Κι ἦταν ἔτσι ἀδύνατο νὰ ξανάρθη σὲ μᾶς ἡ προηγούμενη ζωή μας, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν οἱ ἴδιοι νὰ ἐπαρκέσουν στοὺς ἑαυτούς τους, οἱ δὲ ἀγαθοὶ Ἄγγελοι, μολονότι ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν καλυτέρευσή μας καὶ προσπαθοῦσαν ν’ ἀγωνισθοῦν μαζί μας, νικιόνταν μπρὸς στὸ μέγεθος τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν, κι ἐνῶ, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ πληγὴ ἦταν ἀπαραίτητη, ἦταν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας στοὺς ἀνθρώπους μισητός. «Ἔσκυψε, πράγματι, καὶ κοίταξε πάνω στὴ γῆ καὶ δὲν βρῆκε κανέναν ποὺ νὰ σκέπτεται στὰ σοβαρὰ καὶ νὰ ζητῆ τὸν Θεό».

Ἀλλὰ συνέβηκε μὲ τὴν ἀνθρωπότητα ὅ,τι συμβαίνει μὲ ἕνα σῶμα, ποὺ ἔχει καταστραφῆ ὁλόκληρο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια καὶ δὲν τοῦ ἀπομένει κανένα σημεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὸ θεραπεύση νὰ ἀνακαλέση τὴν ὑγεία. Γιατί ἤθελε βέβαια ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία μας, σὰν φιλάνθρωπος ποὺ εἶναι, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε ν’ ἄρχιση τὴν προσφορὰ τῶν δωρεῶν του κατὰ τρόπο δίκαιο. Γιατί ἀποτελεῖ νόμο τῆς θείας δικαιοσύνης τὸ νὰ προσφέρη μερικὲς φορὲς τὶς εὐεργεσίες ἐκεῖνες ποὺ κάνουν τὴν ἀνθρώπινη φύση καλύτερη καὶ χωρὶς οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸ θέλουν. Ἀλλ’ ἀποτελεῖ ἐξ ἴσου νόμο οἱ εὐεργεσίες, ποὺ ἐπανορθώνουν τὴ θέληση καὶ τὴν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου καὶ φέρνουν μέσα μας τὸν Θεὸ καὶ μᾶς δίνουν τὸν ἀρραβώνα τῆς οὐράνιας εἰρήνης, νὰ εἶναι βέβαια μεγάλες καὶ νὰ ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα, νὰ μὴ χορηγοῦνται ὅμως σὲ ὅλους, ἀλλὰ μόνο σὲ ὅσους συμβαίνει νὰ ἔχουν προηγουμένως συνεισφέρει ἀπὸ τὴν πλευρὰ τους ὅ,τι συντελεῖ στὴν προσέλκυση καὶ διατήρησή τους.

Γι’ αὐτό, πρὶν κατέβη ὁ Σωτήρας στὴ γῆ καὶ πρὶν ὑπάρξουν τὰ μυστήρια τῆς θείας του οἰκονομίας, τὰ ὁποία ἐπανέφεραν μεμιᾶς τὴ θέλησή μας, ποὺ εἶχε ξεπέσει ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη, χρειαζόταν μία ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἱκανὴ ὄχι μόνο νὰ ἀντισταθμίση τὴν τόσο μεγάλη ἀνθρώπινη κακία, ἀλλὰ μὲ πολὺ μεγαλύτερη δύναμη. Αὐτὴ ἔπρεπε νὰ συντελέση ἀποφασιστικὰ στὸ νὰ ξεπλυθῆ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸ μίασμα, νὰ ἐξαλειφθῆ ἡ αἰσχύνη ποὺ τῆς προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία, νὰ καταργηθῆ ἡ ὕβρις τοῦ ἐχθροῦ Διαβόλου καί, ἀφοῦ συμφιλιωθῆ, νὰ προσφέρη ὁ Θεὸς τὸ χέρι του στοὺς ἀνθρώπους.

6. Καὶ νὰ ποὺ πρόσφερε ἡ Παρθένος γιὰ χάρη ὅλου τοῦ κόσμου αὐτὴ τὴν ὑπέροχη δικαιοσύνη κι ἔγινε σ’ ἐμᾶς ἡ κάθαρση κι ὁ ἱλασμὸς κι ἐξάγνισε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Κι ὅπως ἡ φλόγα ἢ ἡ φωτοχυσία μεταδίδεται σ’ ὅποιο σῶμα συναντήση, ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος μετέδωκε σ’ ὅλους τὸ λαμπρὸ φῶς της.

Ὑπάρχει μία ἀναλογία ἀνάμεσα στὴν Παρθένο καὶ τὸν ἥλιο: τὸ φυσικὸ φῶς παρουσιάζεται σὰν ἡ ὡραιότης τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, χωρὶς νὰ ἀνήκη στὴ φύση ὅλων, γιατί τὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸ δίσκο τοῦ ἡλίου, παρόμοια ἀκριβῶς καὶ ἡ ὡραιότης τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλο τὸ σεμνὸ μεγαλεῖο τῆς φύσεως καὶ ὅλη ἡ χάρη, ὅπως ἀνθοῦσε πρὶν νὰ χάση ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ καὶ τὴν ὁποία θὰ εἶχε, ἂν εἶχε τηρήσει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνη ποὺ εἶχε καὶ κείνη ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχη, ἀλλὰ δὲν εἶχε, ὅλα αὐτὰ βρέθηκαν συγκεντρωμένα μόνο στὴν Παρθένο καὶ ἐδικαίωσαν ὅλους τούς ἀνθρώπους, πράγμα ποὺ ὁ Παῦλος εἶπε γιὰ τὸ Σωτήρα. Ὑπῆρξε ἔτσι ἡ Παρθένος θησαυρὸς ἢ περιουσία ἢ πηγὴ ἢ δὲν ξέρω πῶς ἀλλοιῶς νὰ τὸ πῶ τῆς ἁγιότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν αὐτὴ μόνη κατοίκησε στὸ θυσιαστήριο. Καὶ προσφέρθηκε σὰν μία προπαρασκευαστικὴ καὶ καθαρτήρια θυσία πρὶν ἀπὸ τὸ μεγάλο θύμα γιὰ τὸ καλὸ ὅλου τοῦ γένους. Ἔτσι «πρόδρομος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἰσῆλθεν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁ Ἰησοῦς». Σὰν πρόδρομος δὲ τοῦ Σωτήρα εἰσῆλθε στὰ ἐνδότερά τοῦ καταπετάσματος ἡ μακαρία Παρθένος καὶ προσέφερε τὸν ἑαυτό της στὸν Πατέρα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς βέβαια συμφιλίωσε ἀπόλυτα τούς ἀνθρώπους μὲ τὸν Πατέρα πεθαίνοντας πάνω στὸ σταυρό. Ἐνῶ ἡ μακαρία, μὲ τὸ νὰ προσφερθῆ στὸν Θεό, τόσο μπόρεσε νὰ συμβάλη στὴν καταλλαγή, ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ φέρη τὸν κυβερνήτη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, νὰ κάνη ἀδελφό τους τὸν πρεσβευτή, αὐτὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθη γιὰ χάρη τους μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ διεκδίκηση τὴ σωτηρία γι’ αὐτοὺς ποὺ ἤσαν πλέον δικοί του, ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν φύση. Γιατί ὄφειλε νὰ ὁμοιωθῆ κατὰ πάντα μὲ τοὺς ἀδελφούς του, «ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν». Καὶ αὐτὸς βέβαια, ὄντας μέσα στὴ μία του ὑπόσταση καὶ τὰ δύο: καὶ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς ,ἀλλά καὶ Θεός· ἔγινε τὸ κοινὸ ὅριο καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς δύο φύσεις. Εἶναι γι’ αὐτὸ καὶ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ καταλλαγὴ καὶ εἰρήνη καὶ ἔρως καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ὁδηγεῖ πρὸς αὐτά. Ἐνῶ ἡ μακαρία μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον καταγόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ ταιριάζη ἀπὸ τὸ ἄλλο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ὑπέροχη ἀρετὴ της μόνο μὲ τὸν Θεό, αὐτὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μεγαλύνει καὶ τὸν Θεὸ κινεῖ σὲ ἔρωτα πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἑλκύοντάς Τον μὲ τὸ κάλλος της. Καὶ ὁ Σωτήρας βέβαια ἐξόφλησε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς χρωστούσαμε. Γιατί δὲν ἔνοιωθε ὁ ἴδιος νὰ εἶχε κάμει κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ εἶναι ὑπεύθυνος, ἀφοῦ «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν», ἀλλὰ πῆρε πάνω Του τὶς δικές μας ἁμαρτίες καὶ βασανίσθηκε γιὰ χάρη μας. Ἔτσι ἡ πληγὴ ἑνός, ποὺ δὲν εἶχε ἀδικήσει σὲ τίποτα, μὲ τὸ νὰ πάρη τὴ θέση τῆς ποινῆς ποὺ ἄξιζε σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ποὺ ἔσφαλαν τὰ μέγιστα, ἦταν ἀρκετὴ νὰ διαλύση τὶς κατηγορίες ἐναντίον ὅλων. Ἡ δὲ Παρθένος μὲ τὸ νὰ παρουσιάση μόνη αὐτὴ ἀνάμεσα σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τὴν ψυχὴ της ἀξία τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νὰ ὑπερασπισθῆ καὶ τοὺς ἄλλους.

Γι’ αὐτό, ἐνῶ πολλοὶ καὶ πολλὲς φορὲς δέχθηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μηνύματα, μόνο σ’ αὐτὴ ὁ Θεὸς εἶπε τὸ «χαῖρε». Γιατί δὲν ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ αὐτὴ κανεὶς πού, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κατηγορίες, νὰ μπορῆ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένος καὶ ἀπὸ τὴ σχετικὴ ποινή. Ὅλους πράγματι τοὺς ἔκρινε ὁ Θεὸς ἄξιους νὰ πονοῦν καὶ νὰ βασανίζωνται. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἦταν ἡ τιμωρία τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸ ὅτι καταπάτησαν τὸ νόμο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ εἰρήνης. Μὲ τὸ νὰ θεωρήση λοιπὸν τὴ μακαρία Παρθένο ἀξία νὰ χαίρεται καὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ἀποκάλεσε «εὐλογημένη» καὶ «κεχαριτωμένη», φανέρωσε ὅτι δὲν εἶχε νὰ τῆς καταλογίση τίποτε ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑπεύθυνη.

7. Γιατί ἔπρεπε τὸ καινούργιο θύμα, ποὺ προσφέρθηκε γιά μᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ἐξαγνισμούς, νὰ εἶναι ἄμωμο καὶ ἅγιο. Ἐὰν βέβαια τὸ θυσιαστήριο, τὸ ὁποῖο ἦταν σχεδίασμα καὶ εἰκόνα τῶν χαρίτων τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πιὸ ἅγιο ἀπὸ ὅλα τὰ ἅγια πράγματα, τί γνώμη θὰ ἔπρεπε νὰ διατυπώσουμε γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια; Γιατί τὸ θυσιαστήριο δὲν ὑστεροῦσε ἀπὸ τὴν Παρθένο μόνο ὅσο ὑπολείπεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ἡ σκιὰ καὶ τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά τους πολὺ μεγαλύτερη, ἄπειρη ἀπόσταση. Γιατί τὸ θυσιαστήριο τὸ ἐπισκιάζουν, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, τὰ Χερουβίμ. Ἐνῶ τὴν πολυύμνητη δὲν τὴν ἐπισκιάζουν ἁπλῶς τὰ Χερουβὶμ ἢ κάτι σπουδαιότερο ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ὁ ἴδιος Ἐκεῖνος, τὸν ὅποιο ὑπηρετοῦν τὰ Χερουβίμ, ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ θειότατος Γαβριήλ. Ἐξ ἄλλου ἡ θυσία εἶναι ἁγιώτερη ἀπὸ τὸ ἱερό, γιατί αὐτὴ ἀκριβῶς τὸ κάνει ἱερό. Τὸ χρίσμα τοῦ αἵματος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸ ἁγιάζει. Ἀλλὰ ἡ μακαρία Παρθένος τόσο πολὺ εἶναι ἁγιώτερη ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη θυσία, ὥστε νὰ μὴν μπορῆ κανεὶς οὔτε νὰ περιγράψη τὴ διαφορά. Γιατί τὸ αἷμα τῆς καινούργιας αὐτῆς θυσίας δὲν τὸ δέχθηκε ἁπλῶς τὸ θυσιαστήριο οὔτε τὸ κατέφαγε ἡ φωτιά, ἀλλὰ τὸ πῆρε πάνω του ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ τὸ φόρεσε σὰν «ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτώνα εὐφροσύνης», ξαναχαρίζοντάς το στοὺς ἀνθρώπους σὰν ὅπλο ἐναντίον κάθε κακοῦ καὶ κάθε πόνου. Καὶ δὲν ντράπηκε γι’ αὐτὴ τὴν περιβολή, ἀλλὰ τὴν ὀνομάζει ἀντίθετα δόξα καὶ βασιλεία του. Καὶ σωστά, γιατί ὅταν φορώντας αὐτὸ τὸ «ἱμάτιο» πῆρε μέρος στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «ἔφθασε στὴ γῆ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Γι’ αὐτὴ τὴ βασιλικὴ ἐνδυμασία ρωτοῦσαν οἱ Ἄγγελοι τὸ Σωτήρα: «γιατί εἶναι κόκκινη ἡ στολή σου;» Κι αὐτὴ τὴ βασιλεία «ὁ Κύριος ἐβασίλευσε», σύμφωνα μ’ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφή. Αὐτὴ τὴ δύναμη κι αὐτὴ τὴ δόξα φόρεσε. Μ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περιβολὴ καὶ μ’ αὐτὴ τὴ ζώνη νίκησε τὸ Διάβολο, ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια του κι ἐλευθέρωσε τοὺς δεμένους, ἁλυσοδένοντας τὸν ἴδιο. Κι ἔγινε σ’ ἐμᾶς τοὺς σωσμένους ἡ σάρκα τοῦ Σωτήρα «δύναμις Θεοῦ», ὅπως γράφει ὁ Παῦλος.

Ὢ πόσο πρωτοφανῆ καὶ ὑπέροχα εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια! Πόσο θαυμαστὴ αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη! Ὢ μεγαλεῖο ψυχῆς, ποὺ μὲ τέτοια ἁγνότητα στόλισε τὸ σῶμα της! Ὢ σῶμα ποὺ ξεπερνώντας τὴ φύση του τόσο πολὺ ὑψώθηκε μαζὶ μὲ τὴν ψυχή! Ὢ φῶς λαμπρὸ ποὺ καταύγασε ἐκεῖνο τὸ νοῦ! «Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ διαλαλήσω»; ρωτάει ἔκπληκτος ὁ προφήτης. Τὸν Θεό, ποὺ κανένας ποτὲ δὲν περιέλαβε τόπος, ποὺ ἡ κτίση ὅλη, κι ἂν ἀκόμα γίνη μύριες φορὲς μεγαλύτερη, δὲν τὸν χωρεῖ, Αὐτὸν τὸν περιέβαλε μὲ τὸ αἷμα της ἡ Παρθένος. Κι ὄχι ἁπλῶς τὸν περιέβαλε, ἀλλὰ τοῦ ὕφανε μὲ τὸ αἷμα της τέτοιο χιτώνα, ποὺ ἀπὸ κάθε ἄποψη νὰ ταιριάζη στὸ βασιλιά. Ἂν καὶ βέβαια δὲν ἑνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα ἁπλῶς ὅσο τὸ σῶμα ἑνώνεται μὲ τὸ ἔνδυμα οὔτε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔλαβε μέρος στὴ θεία ἀκτίνα ὅσο ἡ στολὴ στὴ βασιλικὴ εὐτυχία. Ἀλλὰ τόσο μόνο ἐπιτρέπεται νὰ ὀνομάσουμε τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτήρα περιβολὴ καὶ ἐνδυμασία, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἐκφρασθῆ ὅτι δὲν ἔχει γίνει σύγχυση ἀνάμεσα στὶς δύο φύσεις, ἀλλὰ ὅτι ἡ κάθε μία μένει ἀκέραιη καὶ διατηρεῖ ὅλα τὰ ἰδιώματά της. Ἐνῶ σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ ὑπόλοιπα, τόσο πολὺ ξεπερνᾶ ἡ πραγματικότης αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ὅσο ἡ τελεία ἕνωση τὴν πλήρη διαίρεση. Γιατί αὐτὴ ἡ ἕνωση οὔτε μπορεῖ νὰ γίνη παράδειγμα σὲ τίποτε ἄλλο οὔτε ἀπὸ κανένα ἄλλο παράδειγμα μπορεῖ νὰ ἐκφρασθῆ. Ἀλλὰ εἶναι μία ἕνωση μοναδική, πρωτοφανὴς καὶ ἀνεπανάληπτη. Γιατί τὸ αἷμα τῆς μακαρίας ἔγινε αἷμα Θεοῦ —πῶς νὰ τὸ ἐκφράσω;— καί, συμμετέχοντας τόσο στενὰ σὲ καθετὶ ποὺ Αὐτὸς εἶχε, ἀναδείχθηκε ὁμότιμο καὶ ὁμόθρονο καὶ ὁμόθεο μὲ τὴ θεία φύση. Σὲ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος ἔφθασε ἡ Παρθένος, τόσο ἡ ἀρετὴ τῆς ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ!

8. Ἄνθρωπος ἦταν. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐβλάστησε. Κι ἦταν μέτοχος σὲ κάθε κοινὸ χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δὲν κληρονόμησε ὅμως τὴν ἴδια νοοτροπία οὔτε παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη κακία ποὺ ἐπικρατεῖ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ νίκησε τὴν ἁμαρτία κι ἀντιστάθηκε στὴ φθορὰ τῆς φύσεώς μας κι ἔδωσε τέλος στὴν κακία. Ἔγινε ἔτσι αὐτὴ ἡ ἴδια ἁγία ἀπαρχὴ καὶ βάδισε πρώτη καὶ ὑπῆρξε ὁδηγὸς τῶν ἀνθρώπων στὸ δρόμο πρὸς τὸν Θεό. Γιατί διατήρησε τὴ θέλησή της τόσο καθαρή, σὰν νὰ ἦταν μόνη της σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος οὔτε κανένα ἄλλο πλάσμα νὰ εἶχε ποτὲ δημιουργηθῆ, σὰν νὰ βρισκόταν μόνη μπροστὰ στὸ μόνο Θεό. Δὲν συγκέντρωσε τὴν προσοχή της σὲ κανένα ἀπὸ τὰ κτίσματα οὔτε προσηλώθηκε σὲ τίποτε ἀπολύτως ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ ποὺ ἦρθε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀποχωρίσθηκε κατὰ τὸ καλύτερο μέρος. Κι ἔτσι, ἔχοντας ξεπεράσει ὅλη τὴν κτίση, τὴ γῆ, τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ ἀστέρια, τὸν ἴδιο τὸ χορὸ τῶν Ἀγγέλων, ποὺ περιβάλλει τὸ Θεό, δὲν σταμάτησε παρὰ ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ τὸν καθαρὸ Θεό, ἡ καθαρή. Κι ἀναδείχθηκε ἱερώτερη ἀπὸ τὶς θυσίες, τιμιώτερη ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια γιὰ τὸ Θεό, τόσο πιὸ ἅγια ἀπὸ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἱερεῖς, ὅσο ἁγιώτερος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἁγιάζονται εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἁγιάζει. Γιατί βέβαια κανεὶς δὲν ἦταν ἅγιος πρὶν γεννηθῆ ἡ μακαρία. Αὐτὴ πρώτη καὶ μοναδική, ἀπαλλαγμένη ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, παρουσιάσθηκε νὰ εἶναι πραγματικὰ ἁγία, καὶ ἁγία ἁγίων κι ὅ,τι ἀκόμη περισσότερο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πῆ. Κι ἄνοιξε καὶ στοὺς ἄλλους τὴν πόρτα τῆς ἁγιωσύνης μὲ τὸ νὰ ἔχη προετοιμασθῆ κατάλληλα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ ὅπου ἦλθε ἡ ἁγιότης καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀξιώθηκε νὰ συμμετάσχη στὰ θεία μυστήρια.

Γιατί ὁ καρπὸς τῆς Παρθένου εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος καὶ μόνος ἔφερε τὴν ἁγιότητα στὸν κόσμο. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Παῦλος: «πρόδρομος γιὰ χάρη μας εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ ἅγια». Γιατί, ἂν συμβαίνη νὰ λέγεται ὅτι καὶ πρὶν νὰ ἔρθη ὁ Σωτήρας πολλοὶ ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐπωνυμία, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἔλαβαν μέρος στὰ μυστήρια τῆς θείας Οἰκονομίας, συμμετέχοντας στὶς προτυπώσεις τους. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο λέγει ὁ Παῦλος ὅτι καὶ πρὶν ἀκόμη «ὀνειδισθῆ» ὁ Χριστός, ὁ Μωυσῆς προτίμησε «ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν ὀνειδισμὸ τοῦ Χριστοῦ». Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθη στὴ γῆ ὁ ἄρτος «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», πρὶν νὰ δοθῆ στοὺς ἀνθρώπους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον —ἀφοῦ «ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ»—ἦταν δυνατὸν στοὺς Ἑβραίους τὸ βάπτισμα καὶ ἡ πνευματικὴ μετάδοση ψωμιοῦ καὶ νεροῦ. Καὶ ἀκόμη, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ εἶναι καλὰ παρασκευασμένοι γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἁγιότητα κι ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχθοῦν, τὴν ἀκτίνα ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνέτειλε ἡ σωτηρία. Μὲ αὐτὰ συμφωνεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτὸν ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία». Ἔτσι καταλαβαίνουμε πὼς οἱ παλιοὶ ἐκεῖνοι ἅγιοι, μιά καὶ ὁ Σωτήρας δὲν εἶχε ἀκόμη φανερωθῆ, δέχθηκαν τὸν ἁγιασμὸ διά· μέσου σκιῶν καὶ συμβόλων. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι δηλαδὴ «ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνδρες, καίτοι ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν πίστη τους, δὲν ἀπήλαυσαν τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐράνιας κληρονομιᾶς…γιὰ νὰ μὴν τελειωθοῦν χωρὶς ἐμᾶς»!

9. Καὶ γιατί ἀναφέρω τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν δυνατὸν οὔτε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ Ἅδη νὰ ἐλευθερωθοῦν, πρὶν νὰ λάβουν τὶς δωρεὲς τῆς Παρθένου, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τούς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἀρχαγγέλους, τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, εἶναι ἁγιώτερη ἡ μακαρία; Ἂν πάλι προσφέρεται σὰν βραβεῖο τῆς ἁγιότητος κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλους ὁ Θεός, τὸν κερδίζει ὅμως περισσότερο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλύτερα προπαρασκευασθῆ, πῶς δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ κρίνουμε τὴν ἁγιότητα ἀπὸ τὰ βραβεῖα καὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε σὰν βέβαιο μέτρο της τὸ πόσο ὁ καθένας βρίσκεται κοντὰ στὸ Θεό; Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει ὅτι τὰ Χερουβὶμ στέκονται γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δέχονται τὶς θεῖες ἀκτίνες Του, χωρὶς οὔτε νὰ τολμοῦν νὰ Τὸν ἀτενίσουν. Ἐνῶ ἡ Παρθένος, κατὰ ἕνα πρωτοφανῆ κι ἀπερίγραπτο τρόπο, περιέλαβε μέσα της Αὐτὸν ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέση κανένας τόπος. Καὶ δὲν δέχθηκε μέσα της ἁπλῶς κάποια θεία λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ. Ὅσο λοιπὸν φανερώτερα ἑνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν Παρθένο, παρὰ μὲ τὰ Χερουβὶμ —κι ἡ διαφορὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε νὰ μὴ μπορῆ οὔτε νὰ περιγραφή—τόσο ἁγιώτερη κι ἱερώτερη εἶναι ἡ Παρθένος.

Ὅλες πράγματι τὶς ὑπάρξεις, διὰ μέσου τῶν ὁποίων φανερώνεται ἰδιαίτερα ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος τὶς ξεπερνᾶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητα, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τὰ σώματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι καθαρώτερα ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὸ φῶς. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς βρίσκεται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο παντοῦ, ἡ διαφορετικὴ φανέρωσή Του πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὀφείλεται στὰ κτίσματα. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι σωστό, ποιὸς τότε δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ Παρθένος εἶναι ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ ὅλους τούς Ἀγγέλους πιὸ ἱερή; Γιατί βέβαια διὰ μέσου τῶν Ἀγγέλων δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ παλαιὸς νόμος, ὁ «δι’ Ἀγγέλων λαληθείς λόγος», ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, καὶ τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ φανέρωναν τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἡ Παρθένος δὲν ἀνήγγειλε τὸν Θεὸ ὡς αὐτὸ μόνο τὸ σημεῖο, ἀλλὰ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἴδια τὴν ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ. Κι ὄχι ἁπλῶς μὲ σημεῖα καὶ εἰκόνες, ἀλλὰ μὲ τρόπο ἄμεσο, φανέρωσε δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸ Σωτήρα, κι αὐτὸ ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀγγελικὲς Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες, γιατί «ἔπρεπε νὰ γίνη γνωστή, λέγει ὁ Παῦλος, καὶ στὶς Ἀρχὲς καὶ στὶς Ἐξουσίες ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ». Καὶ δὲν εἶπε: «γιὰ νὰ γίνη περισσότερο γνωστή», σὰν νὰ εἶχε καὶ προηγουμένως ὡς ἕνα σημεῖο γίνει γνωστή, ἀλλὰ ἁπλῶς: «γιὰ νὰ γίνη γνωστή». Γιατί θέλει ἔτσι, νομίζω, νὰ ὑποδηλώση ὅτι ἡ πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο γνώση τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο ἀμυδρή, ὥστε νὰ μὴν μπορῆ νὰ γίνη καμμιὰ σύγκριση μὲ τὴ δεύτερη, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφερε ἡ Παρθένος. Γίνεται λοιπὸν φανερὸ ὅτι ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἀδίκους, τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθούς, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὲς τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις φανέρωσε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.

Ἡ Παρθένος εἶναι ἑπομένως τόσο ἀνώτερη ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ὅσο αὐτὰ ποὺ πραγματοποίησε γιὰ τὴ σωτηρία μας ὁ Σωτήρας εἶναι ἀδύνατο νὰ συγκριθοῦν μὲ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Καὶ πράγματι, ἐὰν τόσο πολὺ καλύτερους ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἑαυτοὺς τους ἔκαμε τοὺς Ἀγγέλους, ὥστε νὰ ὑποστηρίζη ὁ Ἀπόστολος ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ὁποιαδήποτε σύγκριση ἀνάμεσα στὴ δεύτερη καὶ στὴν πρώτη τους εὐτυχία, ἂς ἐξετάσουμε πόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ ὑπεροχή. Γιατί, ἂν «τὸ μικρότερο εὐλογῆται ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο», ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ποιὰ σύγκριση μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἀνάμεσα στὸ νὰ εὐεργετῆ κανεὶς καὶ στὸ νὰ εὐεργετῆται; Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ προφήτης ἔβλεπε τὴν Παρθένο νὰ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα ἕνας θρόνος «ὑψηλὸς καὶ ἐπηρμένος», ἐνῶ τὰ Χερουβὶμ τὰ ἔβλεπε γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο. Κι ὄχι ἁπλῶς γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀλλὰ καὶ νὰ στέκωνται μὲ συστολὴ καὶ μὲ φόβο, χωρὶς νὰ τολμοῦν οὔτε νὰ τὸν ἀντικρύσουν. Ἡ παράδοση λέγει, ἐπὶ πλέον, ὅτι οἱ Ἄγγελοι ἀγρυπνοῦν πάντοτε κι ὅτι δὲν ὑπάρχει τέρμα στὶς πρὸς τὸν Θεὸ ὑμνωδίες τους. Ἀλλὰ τόσο πιὸ πολὺ πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἰσχύει καὶ αὐτὸ γιὰ τὴν Παρθένο —καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο μετὰ τὴν ἐκδημία της ἀπὸ τὴ γῆ, ἀλλὰ κι ὅταν ἀκόμη ἦταν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωὴ— ὅσο περισσότερο αἰσθάνθηκε αὐτὴ τὴ θεία ἀκτίνα. Γιατί καὶ στὶς Δυνάμεις, ποὺ κυκλώνουν τὸν Θεό, περισσότερο ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ξυπνᾶ τὸ ζῆλο καὶ τὶς κάνει νὰ ἀγρυπνοῦν τὸ ὅτι ἔχουν γευθῆ τὶς θεῖες εὐεργεσίες. Ὥστε ἐκεῖνο ποὺ στοὺς ἄλλους ἁγίους συμβαίνει ἀφοῦ ἀποχωρισθοῦν τὸ σῶμα, τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ ἀμετακίνητοι στὸ ἀγαθὸ καὶ στὴν ἀρετή, στὴν Παρθένο συνέβη καὶ πρὶν ἀκόμη ἀποθέση τὸ σῶμα Της.

10. Καὶ αὐτὸ ἦταν φυσικὸ ἐπακόλουθο. Γιατί βέβαια τὸ σῶμα τῆς Παρθένου, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ παραμερισθῆ, εἶχε ξεπεράσει τὴν ὀνομασία του. Καὶ ἦταν σῶμα ὄχι ψυχικό, οὔτε τίποτε ἄλλο, ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, «σῶμα πνευματικό», ἀφοῦ τὸ Πνεῦμα εἶχε σκηνώσει μέσα του καὶ εἶχε μεταθέσει ὅλους τούς νόμους τῆς φύσεως. Ἀλλά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτά, τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο, ὅταν ὑπῆρχε σ’ ἐκείνους (τοὺς ἁγίους), δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ στραφοῦν καὶ νὰ προσκολληθοῦν στὸ Θεό, βοηθοῦσε ὑπερβολικὰ τὴ μακαρία Παρθένο. Γιατί σ’ ἐκείνους, καὶ ὅταν ἀκόμη εἶχαν πληρωθῆ ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία νὰ βρίσκωνται κοντὰ στὸ ἀκρότατο ἐπιθυμητὸ καὶ ὅταν εἶχαν ὅλη τὴ νοερὴ δύναμη γιὰ τὴ θεωρία τοῦ ἀληθινὰ Ὄντος, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ προχωρήσουν πρὸς κάτι ἄλλο, πολὺ λιγώτερο δὲ νὰ στρέψουν ἐξ ὁλοκλήρου τὸ νοῦ τους, ὅπως στρέφουμε τὸ βλέμμα, ἐπειδὴ ὅλα τὰ ὁρατὰ πράγματα ἔμπαιναν μεταξύ τους. Ποιὸς ὅμως δὲν γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν χώρα στὴν Παρθένο πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ κατανόηση καὶ ὅτι αὐτὴ μόνη δέχθηκε μέσα της τὸ Θεὸ μὲ τρόπο πού δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ;

Γίνεται ἑπομένως φανερὸ ὅτι καὶ πρὶν πέραση στὴν ἄλλη ζωή, εἶχε μέσα της ἀμετακίνητο τὸ ὑπέροχο ἐκεῖνο ἀγαθὸ καὶ τὴ θαυμαστὴ ἀρετή της. Εἶχε ἀπὸ τώρα τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ κι ἐβασίλευσε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τὴ βασιλεία ποὺ προορίζεται γιὰ τοὺς δικαίους. Κι ἔζησε μέσα στὸ ρεῦμα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς τὴ μόνιμη, αὐτὴ ποὺ εἶναι κρυμμένη «ἐν τῷ Χριστῷ» καὶ ποὺ γι’ Αὐτὴ φανερώθηκε ἀπὸ τώρα. Γιατί ἔπρεπε βέβαια νὰ ὑπάρξουν ὅλα τὰ πράγματα μὲ ἕναν καινούργιο τρόπο γιὰ τὴν μακαρία, μπρὸς στὴν ὁποία ὑποχώρησαν καὶ τῆς φύσεως οἱ νόμοι. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἤθελε καὶ ἡ ἴδια νὰ δείξη ἀνυμνώντας τὶς θεῖες εὐεργεσίες πού ἀξιώθηκε νὰ λάβη καὶ εἶπε: «ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός».

11. Τί πρωτοφανῆ τὰ κατορθώματα! Τί ὑπέροχοι οἱ ἀγῶνες! Καὶ ὅμως μετὰ τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια ποὺ ἔλαβε, μετὰ δηλαδὴ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης ποὺ δέχθηκε μέσα της καὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἑνώθηκε, δοκίμασε γιὰ χάρη μας θλίψεις καὶ ὀδύνες, «ἀντὶ τῆς χαρᾶς ποὺ βρισκόταν μπροστά της». Καὶ συμμετεῖχε μὲ τὸν Υἱό της στὴν αἰσχύνη καὶ στὶς ὕβρεις καὶ σὲ ὅλα ὅσα ἀποκάλυπταν τὴ φτώχεια, στὴν ὁποία ἦρθε γιὰ χάρη μας. Καὶ ἀνεχόταν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ φαινομενικοῦ πατέρα του (τοῦ Ἰωσήφ), καὶ μακροθυμοῦσε, παίρνοντας τὸ μέρος τοῦ Υἱοῦ της γιὰ τὴ δική μου σωτηρία. Κι ὅταν Ἐκεῖνος ἔκανε τὰ θαύματά του κι ἐπανόρθωνε τὴ φύση, ἦταν πάντα κοντά του. Κι ὅταν ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους εὐεργετοῦσε τὸν φθονοῦσαν καὶ τὸν μισοῦσαν, ἡ Παρθένος πονοῦσε μαζί του κι ἐδεχόταν τὰ βέλη τοῦ μίσους των. Ἀφοῦ, κινούμενη ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία της, πρώτη αὐτὴ παρότρυνε τὸν Υἱό της πρὸς αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες, κι αὐτὸ πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθη ἡ ὥρα τοῦ —«οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου», εἶπε ὁ ἴδιος—· πράγμα ποὺ φανερώνει καθαρὰ πόση παρρησία ἔδωκε στὴ μητέρα του, ὥστε νὰ μπορῆ νὰ ἀλλάξη ἀκόμη καὶ τὰ χρονικὰ ὅρια, ποὺ αὐτὸς εἶχε καθορίσει.

Ὅταν πάλι χρειάσθηκε νὰ ὑποφέρη γιὰ μᾶς ὁ Σωτήρας καὶ νὰ πεθάνη, πόσο μεγάλες ἤσαν οἱ ὀδύνες, μὲ τὶς ὁποῖες τοῦ συμπαραστάθηκε ἡ Παρθένος! Τί βέλη τὴν διαπέρασαν! Γιατί κι ἂν ὁ Υἱὸς της ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ τίποτε ἄλλο, τίποτε ὀδυνηρότερο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πρόσθεση κανεὶς σὲ μία μητέρα. Ἀλλὰ τώρα εἶναι ὁ μόνος Υἱός της, ποὺ τὸν ἔφερε στὸν κόσμο μόνη της, κατὰ τρόπο παράδοξο, ποὺ δὲν λύπησε ποτὲ οὔτε τὴν ἴδια οὔτε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς εὐεργέτησε, ἀντίθετα, ὅλους τόσο, ὥστε νὰ ξεπεράση ὅλες τὶς προσδοκίες τους.

Τί λοιπὸν συναισθήματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶχε ἡ Παρθένος, ὅταν ἔβλεπε τὸν Υἱό της σὲ τόσο φοβερὲς ὀδύνες, αὐτὸν ποὺ ἦταν ὁ εὐεργέτης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, «τὸν πρᾶον, τὸν ταπεινὸν τῇ καρδίᾳ», αὐτὸν ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ «ἐρίζων οὐδὲ κραυγάζων», τὸν ὁποῖον κανεὶς ποτὲ δὲν μποροῦσε νὰ κατηγορήση γιὰ τὸ παραμικρό, ὅταν τὸν ἔβλεπε νὰ σέρνεται ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἄγρια θηρία, νὰ γυμνώνεται, νὰ δέρνεται, νὰ κρίνεται ἄξιος τῆς χειρότερης καταδίκης, νὰ πεθαίνη τὸν ἐξευτελιστικώτερο θάνατο μαζὶ μὲ τοὺς ἁμαρτωλότερους ἀνθρώπους, ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια δικαιοσύνης καὶ νόμου, ὅπως συμβαίνει σὲ τυραννικὰ καθεστῶτα; Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι τέτοια ὀδύνη ποτὲ σὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη. Γιατί, ἂν εἶναι ἀνάγκη νὰ κλαῖμε γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀδικοῦνται, τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἄδικο, ὅσο ὁ θάνατος μὲ τὸν ὁποῖο πέθανε ὁ Σωτήρας. Μολονότι κανένας βέβαια δὲν ἀδικήθηκε ἐξ ὁλοκλήρου ξεπληρώνοντας τὴν ποινή, μὲ τὴν ὁποία καταδικάσθηκε, ἔστω κι ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἔνοιωθε ἐνοχὴ γιὰ τίποτε ἀπὸ αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα καταδικάστηκε, γιατί ἀσφαλῶς ἔπραξε ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε δίκαια νὰ κατηγορηθῆ. Ἐνῶ γιὰ τὸν Σωτήρα, λέγει ὁ προφήτης ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν».

Ἂν πάλι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μὴ βασανιζώμαστε γιὰ τὶς συμφορές, ποὺ τυχαίνουν στοὺς δικούς μας, εἶναι φανερὸ ὅτι κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε τόσο στενὸ δεσμὸ μὲ ἄλλον ἄνθρωπο, ὅσο ἡ Παρθένος μὲ τὸν Σωτήρα. Γι’ αὐτὸ τὴν ὥρα τῶν Παθῶν κατέλαβε τὴν Παρθένο θλίψη ὑπερβολικὴ καὶ ἀπερίγραπτη, τέτοια ποὺ παραπλήσια ποτὲ δὲν ἔνοιωσε ἄνθρωπος. Γιατί αὐτὴ εἶδε τὴ Σταύρωση σὰν μητέρα, ἀλλὰ καὶ σὰν ἄνθρωπος μὲ σωστὴ κρίση, σὰν κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ διακρίνη καθαρὰ τὴν ἀδικία.

12. Ἔπρεπε βέβαια νὰ λάβη μέρος σὲ καθετὶ ποὺ ἔκανε ὁ Υἱός της γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅπως τοῦ μετέδωκε τὸ αἷμα καὶ τὴ σάρκα της κι ἔλαβε ἀμοιβαία μέρος στὶς δικές του χάριτες, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο ἔλαβε μέρος καὶ σὲ ὅλους τους πόνους καὶ τὴν ὀδύνη του. Κι Αὐτὸς βέβαια καρφωμένος στὸ σταυρὸ δέχθηκε στὴν πλευρὰ τὴν λόγχη, ἐνῶ διαπέρασε τὴν καρδιὰ τῆς Παρθένου ρομφαία, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἁγιώτατος Συμεών. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαρτύρια τὰ προξενοῦσαν οἱ «κύνες» ἐκεῖνοι ἀπὸ κοινοῦ στὸν Υἱὸ καὶ στὴ μητέρα. Τὸ ἴδιο κι ὅταν χρησιμοποιώντας παλαιοτέρους λόγους του τὸν κατηγοροῦσαν σὰν ἀλαζόνα κι ὅταν τὸν ὀνόμαζαν πλάνο κι ἀγωνίζονταν ν’ ἀποδείξουν τὴν πλάνη του.

Ἔτσι, χάρις σ’ αὐτὲς τὶς ὁμοιότητες αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε «σύμμορφος» μὲ τὸ θάνατο τοῦ Σωτήρα καὶ γι’ αὐτὸ ἔλαβε πρὶν ἀπὸ ὅλους μέρος καὶ στὴν ἀνάστασή Του. Γιατί, ὅταν ὁ Υἱὸς της διέλυσε τὴν τυραννία τοῦ Ἅδη κι ἀναστήθηκε, τὸν εἶδε βέβαια καὶ τὸν ἄκουσε καὶ τὸν προέπεμψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, καθὼς ἔφευγε γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ πῆρε, μετὰ τὴν Ἀνάληψη, τὴ θέση του ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἄλλους συντρόφους του, αὐξάνοντας ἔτσι τὶς εὐεργεσίες μὲ τὶς ὁποῖες Ἐκεῖνος εὐεργέτησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, «ἀναπληρώνοντας», δηλαδή, πιὸ ἄξια ἀπὸ ὅλους «τὰ ὑστερήματα τοῦ Χριστοῦ». Γιατί σὲ ποιὸν ἄλλο μποροῦσε ὅλα αὐτὰ νὰ ταιριάζουν παρὰ στὴ μητέρα;

Ἦταν ὅμως ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Καὶ χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴ γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή. Γιατί ἔπρεπε νὰ πέραση ἀπὸ ὅλους τούς δρόμους ἀπὸ τοὺς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας, νὰ λάμψη καὶ στοὺς ζωντανοὺς καὶ στοὺς νεκρούς, νὰ ἁγιάση διὰ μέσου ὅλων τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ λάβη ἀμέσως μετὰ τὸν ἁρμόζοντα τόπο. Τὸ δέχθηκε ἔτσι γιὰ λίγο ὁ τάφος, τὸ παρέλαβε δὲ καὶ ὁ οὐρανός, αὐτὸ τὸ πνευματικὸ σῶμα, τὴν καινὴ γῆ, τὸ θησαυρὸ τῆς δικῆς μας ζωῆς, τὸ τιμιώτερο ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, τὸ ἁγιώτερο ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε ἔτσι ὁ θρόνος στὸν βασιλιά, ὁ παράδεισος στὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ὁ δίσκος στὸ φῶς, στὸν καρπὸ τὸ δένδρο, ἡ μητέρα στὸν Υἱό, ἀξία καθόλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

13. Ποιὸς λόγος εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ ὑμνήση, ὢ μακαρία, τὴν ἀρετή σου, τὶς χάριτες πού σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτὲς πού Σὺ δώρισες στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων; Κανείς, ἔστω κι ἂν «λαλῆ τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων», ὅπως θάλεγε ὁ Παῦλος. Προσωπικά μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ νὰ καταλαβαίνη κανεὶς καὶ νὰ διακηρύσση σωστὰ καὶ ὅπως πρέπει τὰ μεγαλεῖα Σου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς αἰώνιας μακαριότητας, ποὺ ἀπόκειται στοὺς δικαίους. Γιατί κι αὐτὰ «ὀφθαλμὸς δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ ἀνθρώπινο δὲν τὰ ἄκουσε» κι «ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ χωρέση», σύμφωνα μὲ τὸν περιώνυμο Ἰωάννη. Τὰ δικά Σου μεγαλεῖα ἀνήκουν μόνο στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὅπου ὁ οὐρανὸς εἶναι καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, τὸ χῶρο ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος Ἥλιος οὔτε προηγεῖται οὔτε ἕπεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ ὅπου ὑμνητὴς τῶν μεγαλείων Σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας καὶ Ἄγγελοι αὐτοὶ ποὺ χειροκροτοῦν. Σ’ αὐτὸν μόνο πράγματι τὸ χῶρο μπορεῖ νὰ Σοῦ προσφερθῆ ἡ ὑμνωδία πού Σοῦ ἀξίζει. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν ὕμνησή Σου. Τόσο μόνο μποροῦμε νὰ Σὲ ὑμνήσουμε, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἁγιάσουμε τὴ γλώσσα καὶ τὴν ψυχή μας. Γιατί καὶ μόνο ἕνας λόγος καὶ μία ἀνάμνηση, ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δικά Σου μεγαλεῖα, ἀνυψώνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει καλύτερο τὸ νοῦ καὶ μᾶς μετατρέπει ὅλους ἀπὸ σαρκικοὺς σὲ πνευματικοὺς καὶ ἀπὸ βέβηλους σὲ ἁγίους.

Ἀλλ’, ὢ Παρθένε, Σὺ ποὺ εἶσαι κάθε ἀγαθό, καθετὶ ποὺ ξέρουμε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ κι ὅ,τι θὰ μάθουμε, ὅταν ἀφήσουμε τὸν κόσμο! Ὢ Σύ, ποὺ ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ὁδήγησες καὶ τοὺς ἄλλους πρὸς τὴ μακαριότητα καὶ τὴν ἁγιωσύνη! Ὢ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Σωτήρα καὶ θύρα καὶ ζωή, Σὺ ποὺ εἶσαι ἀξία νὰ ὀνομάζεσαι μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα προσφωνήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Σωτήρας. Γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος καὶ Σὺ ἡ «συναίτιος» τοῦ δικοῦ μου ἁγιασμοῦ καὶ ὅλων ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἀπὸ τὸ Σωτήρα διὰ μέσου Σου καὶ τῶν δικῶν Σου ἀπήλαυσα μόνο. Αἷμα δικό Σου εἶναι τὸ αἷμα ποὺ καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Δικό Σου μέλος εἶναι τὸ σῶμα μέσα στὸ ὁποῖο ἁγιάστηκα, μέσα στὸ ὁποῖο βρίσκεται ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Δικό Σου σπλάχνο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὢ Σὺ Παρθένε, ποὺ εἶσαι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἔπαινο κι ἀπὸ κάθε ὄνομα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σὲ χαρακτηρίση, δέξου αὐτὸν τὸν ὕμνο μας καὶ μὴν παραβλέψης τὴν προθυμία. Καὶ δῶσε νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ψάλλουμε κάπως καλύτερα τὰ μεγαλεῖα Σου καὶ τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, στὴν αἰωνία. Ἀμήν.

_________________

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»


Κορυφή
 Προφίλ  
Απάντηση με παράθεση  
Τελευταίες δημοσιεύσεις:  Ταξινόμηση ανά  
Δημιουργία νέου θέματος Απαντήστε στο θέμα  [ 6 Δημοσιεύσεις ] 

Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]


Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 4 επισκέπτες


Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράφετε τις δημοσιεύσεις σας σε αυτή τη Δ. Συζήτηση
Δεν μπορείτε να επισυνάπτετε αρχεία σε αυτή τη Δ. Συζήτηση

Αναζήτηση για:
Μετάβαση σε:  
cron
Powered by phpBB® Forum Software © phpBB Group

Ελληνική μετάφραση από το phpbbgr.com